«Μη μου τους κύκλους τάραττε». Η τελευταία φράση του Αρχιμήδη προς τον Ρωμαίο στρατιώτη που αφαίρεσε τη ζωή του κορυφαίου αρχαίου Έλληνα θετικού επιστήμονα, δείχνει να αφορά και την ελληνική διπλωματία στη συλλογική της διάσταση, καθώς κατ’ ιδίαν λαμπρές ιδέες πάντα υπάρχουν. Το σύστημα όμως δεν μπορεί ή/και δεν θέλει να τις υποστηρίξει. Διότι έχει εθιστεί να δρα διαφορετικά.
Του Ζαχαρία Β. Μίχα
Διευθυντή Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
Ο λόγος αφορά τη «διπλωματική απάθεια», με την οποία φαίνεται να έχει αντιμετωπιστεί η πρόταση του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν προς τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν, για μία συνάντηση κορυφής όπου θα εξεταστούν τα προβλήματα των διμερών σχέσεων, σε μια προσπάθεια αναζήτησης συνεννόησης, ώστε ο νέος Ψυχρός Πόλεμος να μην κλιμακωθεί ανεξέλεγκτα.
Προς το παρόν, οι σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας παραμένουν εξαιρετικά τεταμένες. Κυκλοφορούν πληροφορίες ότι το Κρεμλίνο προέτρεψε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Εάν συμβεί αυτό, είναι δεδομένο πως θα συμβεί το ίδιο με τον Ρώσο πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον.
Σημασία δεν έχει όμως εάν τελικά η συνάντηση κορυφής θα γίνει ή όχι. Σημασία έχει ότι διατυπώθηκε ως πρόταση. Ήδη έχουν σπεύσει να δηλώσουν ετοιμότητα να την φιλοξενήσουν η Ελβετία, η Αυστρία και η Φινλανδία. Κεντρικό επιχείρημα της ανάλυσης, είναι ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να απέχει από την διεκδίκηση της φιλοξενίας.
Η Ελβετία ενδιαφέρθηκε, προφανώς στο πλαίσιο του ιστορικού της ρόλου ως «ουδέτερο έδαφος», το οποίο έχει επιλέξει για τον λόγο αυτό ο ΟΗΕ για την ευρωπαϊκή του έδρα. Ποιο είναι όμως το κοινό στοιχείο Αυστρίας και Φινλανδίας για να προσφερθούν; Οι σχέσεις με τη Ρωσία. Παρότι θεωρούνται δυο δυτικά κράτη, η εξωτερική τους πολιτική μεταπολεμικά δίνει έμφαση στις σχέσεις με τη Ρωσία.
Η Φινλανδία για λόγους γειτνίασης, δηλαδή λόγους που ευθέως επηρεάζουν την εθνική ασφάλεια, καθώς οτιδήποτε συμβεί θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί ακόμα και σε πεδίο συγκρούσεων. Η ματωμένη ιστορία της γέννησε την -κακοποιημένη από κάποιες πλευρές, όπως πολλά άλλα- έννοια της «φινλανδοποίησης».
Η Αυστρία επίσης θεωρείται «ουδέτερο» κράτος. Η ιστορία της είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Το επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας, από το 1955 που ιδρύθηκε εκ νέου αυστριακό κράτος, καθώς με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ενσωματωθεί στη ναζιστική Γερμανία. Η ουδετερότητα επιβλήθηκε από τους Σοβιετικούς για να μην έχει η Αυστρία την τύχη της Γερμανίας που διαιρέθηκε.
Το βάρος της Ιστορίας των δυο χωρών είναι εξόχως διδακτικό από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως Αυστροουγγαρία, είχε εμπλακεί στρατιωτικά με τη Ρωσία. Οι αντιμαχόμενοι ενεπλάκησαν σε πολεμικές προετοιμασίες που οδήγησαν σε μια αυτοτροφοδοτούμενη ραγδαία κλιμάκωση. Πληροφορούμενοι με καθυστέρηση την κινητοποίηση του αντιπάλου, που δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν συστηματικά, το εκατέρωθεν συμπέρασμα ήταν ότι επίκειται επίθεση. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Σήμερα τέτοια απειλή δεν υπάρχει. Η ιστορική εμπειρία όμως έχει υπαγορεύσει στους Αυστριακούς προσεκτικό χειρισμό των σχέσεων με τη Μόσχα, παρότι η χώρα τους αποτελεί αμιγώς δυτικό κράτος. Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η χώρα αποδείχθηκε φιλική στις σοβιετικές εμπορικές δραστηριότητες, ενώ θεωρείται και εκ των κέντρων της κατασκοπευτικής δραστηριότητας ανατολικού και δυτικού συνασπισμού.
Μεταψυχροπολεμικά, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα, ίσως διότι τα δεδομένα στο έδαφος δεν αλλάζουν αυτομάτως, σημειώθηκαν δολοφονίες σε (γεω)πολιτικά χρωματισμένες υποθέσεις (π.χ. πρώην σωματοφύλακας του Τσετσένου ηγέτη Καντίροφ ο οποίος θα δημοσιοποιούσε καταδικαστικά για την κυβέρνηση Πούτιν στοιχεία), αποκαλύψεις ψυχροπολεμικών και μεταψυχροπολεμικών κατασκόπων.
Μοναδική φορά που υπήρξε ένταση, ήταν μόλις το καλοκαίρι του 2020 με την αποκάλυψη υπόθεσης ρωσικής βιομηχανικής κατασκοπείας. Ωστόσο κι αυτό διευθετήθηκε και ο συλληφθείς, το όνομα του οποίου δεν έγινε γνωστό, κυκλοφορεί πλέον ελεύθερος.
Πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η θέση της Αυστρίας ότι δεν υποχωρεί στη υπόθεση κατασκευής του ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου NordStream 2, όπως και η διαφοροποίηση της Αυστρίας από την πολιτική της ΕΕ με την παραγγελία ρωσικών εμβολίων Sputnik V.
Ερχόμαστε λοιπόν στο κεντρικό ζήτημα αυτού του άρθρου. Η Ελλάδα, ενδεχομένως σε συνεργασία με την Κύπρο, θα έπρεπε να ήταν ανάμεσα στις χώρες που προσφέρθηκαν να φιλοξενήσουν τη συνάντηση κορυφής ΗΠΑ-Ρωσίας, εάν και όποτε γίνει. Κι ας μην την επέλεγαν τελικά.
Όταν ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία υπάρχει ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής κατανόησης που εξασφαλίζει ότι η ένταση στις σχέσεις τους δεν θα κλιμακώνεται ανεξέλεγκτα, δηλαδή ένα μίνιμουμ συνεννόησης, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας απομειώνεται. Αυτή είναι η εκτίμηση του υπογράφοντος.
Ελλάδα και Κύπρος έχουν πολυεπίπεδες σχέσεις με τη Ρωσία, διαφορετικού ίσως περιεχομένου σε κάποιες τους διαστάσεις, όπως οι οικονομικές. Ωστόσο, δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η σε γενικές γραμμές θετική προδιάθεση της πλειονότητας των Ελλήνων, οι ιστορικοί δεσμοί και ο κοινός παρονομαστής της Ορθοδοξίας, έστω κι αν στο εκκλησιαστικό επίπεδο η επιλογή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα της Ουκρανικής Εκκλησίας έχει ενοχλήσει πολύ τη Μόσχα.
Η Αθήνα πρέπει να έχει παρατηρήσει ότι οι σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας διανύουν φάση αναταράξεων. Η Ρωσία, μάλιστα, χρησιμοποιεί την Ελλάδα στην προσπάθειά της να ελέγξει τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Ο ευκαιριακός χαρακτήρας της σύμπλευσης Πούτιν-Ερντογάν είναι εξόφθαλμος. Φαίνεται σε Ουκρανία, Κριμαία, Συρία και Λιβύη, έστω κι αν οι διαφωνίες δεν φτάνουν σε βαθμό αντιπαράθεσης.
Η εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Κύπρου πρέπει να επιδιώκει ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία, πάντα βέβαια στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει το γεγονός ότι και οι δύο χώρες είναι μέλη της ΕΕ και η Ελλάδα μέλος και του ΝΑΤΟ. Και μάλιστα, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό, κυρίως λόγω της αντιδυτικής συμπεριφοράς του καθεστώτος Ερντογάν.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η υποψηφιότητα της Ελλάδας να φιλοξενήσει τη συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν δεν θα συγκέντρωνε λιγότερες πιθανότητες από την υποψηφιότητα των άλλων υποψηφίων χωρών.
Δεν είναι η ουσία αυτή όμως. Σημασία έχει το μήνυμα που θα έστελνε η ελληνική διπλωματία: ότι η εξομάλυνση των σχέσεων Ουάσιγκτον-Μόσχας εξυπηρετεί και το ελληνικό συμφέρον. Το ίδιο ισχύει τουλάχιστον για την Αυστρία. Και δεν το κρύβουν. Ποιος είναι ο λόγος η Ελλάδα να ακολουθεί διαφορετική πολιτική;
Η συστημική αδυναμία της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας να εισηγείται και να διεκπεραιώνει τέτοιες αποστολές, σε συνδυασμό με την απουσία ενός λειτουργικού και με διακριτό ρόλο Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, δίνουν την απάντηση στο παραπάνω κομβικό ερώτημα.
Για την ίδια αιτία, σε συνδυασμό με την ελληνική πολιτική παθογένεια, δεν προωθούνται και δεν καρποφορούν λαμπρές ιδέες. Το αντίθετο: όσοι διπλωμάτες έχουν το θάρρος να εισηγηθούν κάτι καινοτόμο, κατά κανόνα περιθωριοποιούνται…
Defence-Point
https://kostasxan.blogspot.com/2021/04/blog-post_916.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου