Η Ελλάδα επλήγη από την παγκόσμια κρίση το 1932, όταν χρεωκόπησε και
ελήφθησαν δραστικά μέτρα. Είχε δεχτεί βέβαια πλήγματα από τον Α΄ Παγκόσμιο
πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η δραχμή, η οποία κατά τον 19ο αιώνα ήταν
σχετικά σταθερή και ενταγμένη στη «λατινική ένωση» (με κέντρο και ισοτιμία το
γαλλικό φράγκο), το 1922 υπέστη υποτίμηση 50% με τη διχοτόμηση του νομίσματος.
Επίσης, το 1926 (από κυβέρνηση Παγκάλου) υποτιμήθηκε επιπλέον κατά 25%. Σταθεροποιήθηκε το 1928, όταν Υπουργός Οικονομίας ήταν ο Γεώργιος Καφαντάρης, με την επανασύνδεση με τον κανόνα του χρυσού και σε ισοτιμία με την αγγλική λίρα (1 λίρα=375 δραχμές). Επιπλέον ιδρύθηκε και η Τράπεζα της Ελλάδος, που βοήθησε στη σταθεροποίηση του εθνικού νομίσματος ως το 1932.
Κατά το διάστημα 1928-1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να τηρήσει ευλαβικά τον κανόνα του χρυσού και τη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Από το Σεπτέμβριο του 1931 η Αγγλία εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού για να στηρίξει την οικονομία της. Τότε άρχισαν κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της δραχμής (οι χρηματιστές ρευστοποιούσαν τα κεφάλαιά τους σε χρυσό και συνάλλαγμα και η Τράπεζα της Ελλάδος κινδύνευσε να ξεμείνει από χρυσό και συνάλλαγμα). Τότε τέθηκαν οι περιορισμοί από την ελληνική κυβέρνηση (Οκτώβριος 1931-Φεβρουάριος 1932), ενώ ο Βενιζέλος έκανε προσπάθειες στήριξης του εθνικού νομίσματος και αποφυγής της πτώχευσης.
Γελοιογραφία της εποχής, απεικονίζουσα το Ελ. Βενιζέλο να ζητά δάνεια
Η Ελλάδα είχε μεγάλη ανάγκη σε συνάλλαγμα (για τις εισαγωγές σίτου-αλεύρων και για την αποπληρωμή των δανείων). Το εξωτερικό χρέος είχε φτάσει στο 40% του κρατικού προϋπολογισμού και απορροφούσε το 81% του συναλλάγματος της χώρας. Γι’ αυτό ο Βενιζέλος τον Απρίλιο του 1932 κατέφυγε στη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών και ζήτησε από τους κύριους πιστωτές (Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία) να δεχθούν την αναστολή επί πενταετία της καταβολής των χρεωλυσίων του εξωτερικού χρέους της χώρας και τη χορήγηση ενός δανείου 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως, το Συμβούλιο της Κοινωνίας της Εθνών στην κρίσιμη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 1932 αρνήθηκε το αίτημα. Αναπόφευκτα η χώρα έφτασε σε χρεωκοπία. Ο Βενιζέλος παραδέχτηκε την χρεωκοπία στο βήμα της Βουλής στις 26 Απριλίου του 1932. Από 1 Μαΐου 1932 ανεστάλησαν οι πληρωμές των τοκοχρεωλυσίων των εξωτερικών δανείων (μονομερής στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους), ενώ για το εσωτερικό χρέος μειώθηκαν οι πληρωμές κατά 25%. Έτσι, η Ελλάδα έφυγε από τον κανόνα του χρυσού, έγινε αναγκαστική κυκλοφορία χρήματος (χρήμα χωρίς κάλυψη) και το εθνικό νόμισμα υποτιμήθηκε (ως το 1932 έφτασε η υποτίμηση στο 60%) και δυσκόλεψαν οι εισαγωγές.
Τέθηκαν περιορισμοί και ελήφθησαν προστατευτικά μέτρα:
α) στις 29 Ιουνίου 1932 θεσπίστηκε η δραχμοποίηση όλων των οφειλών-καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών σε ξένο νόμισμα (θα εξοφλούνταν σε δραχμές). Οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα ανέρχονταν στο 40% των συνολικών καταθέσεων. Όλο το συνάλλαγμα που θα δραχμοποιούνταν δόθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος.
β) οι γενικοί δασμοί επί της εισαγωγής αυξήθηκαν από 70% ως 200% για να δοθεί ώθηση στην εγχώρια παραγωγή
γ) θεσπίστηκαν ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών (όρια στις εισαγωγές)
δ) θεσπίστηκε η μέθοδος του συμψηφισμού σε είδος (Clearing: εμπορικός συμψηφισμός σε είδος). Το διεθνές εμπόριο γίνεται με διμερείς διακρατικές συμφωνίες και εμπορικές ανταλλαγές σε είδος με τον εξοβελισμό του συναλλάγματος από το εμπόριο. Η πρακτική αυτή κατέρρευσε με το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οριστικά όμως έπαψε να ισχύει για τις δυτικές χώρες το 1944 μετά τη διάσκεψη του Bretton Woods, στην οποία εκτός των άλλων (δημιουργία Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας) δημιουργήθηκε ένας διεθνής οργανισμός εμπορίου, ο οποίος ήταν ο εγγυητής για τη συνέχεια του ελεύθερου εμπορίου και της απελευθερωμένης οικονομίας.
Τα μέτρα αυτά ήταν αναγκαία και αυτός που κλήθηκε ως Υπουργός Οικονομικών να τα θεσμοθετήσει ήταν ο Κυριάκος Βαρβαρέσος. Τα μέτρα αυτά ήταν προστατευτικά και είχαν στόχο να «εθνικοποιήσουν»την αγορά (οι Έλληνες θα κατανάλωναν εγχώρια προϊόντα και θα μειωνόταν η εξάρτηση από τις ξένες αγορές). Το εμπορικό ισοζύγιο μετά το 1932 βελτιώθηκε. Οι εξαγωγές από 50.8% (1928) αυξήθηκαν σε 68.7% (1938). Η σημαντικότερη επιτυχία ήταν πως το 1938 η Ελλάδα κάλυπτε το 78,4% των αναγκών της με εγχώρια προϊόντα (το 1928 κάλυπτε το 58%). Η αυτάρκεια έφτασε σε 78.84%. Οφειλόταν και στην ευνοϊκή διεθνή συγκυρία: το διεθνές εμπόριο βρισκόταν σε ύφεση, υπήρχαν υψηλοί δασμοί εισαγωγής, ελήφθησαν προστατευτικά μέτρα. Ο Ξενοφών Ζολώτας θεωρεί πως αιτία ήταν και η «θερμοκηπική ατμόσφαιρα» (προστατευτική πολιτική) της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής ήταν υψηλοί (το 1933 ήταν 5.7% ενώ στα έτη 1934-1939 ήταν 8% κατά μέσο όρο), ενώ αυξήθηκε και ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής κατά 65% (1929-1938).
Στην Ελλάδα έμφαση δόθηκε στη γεωργία, ευεργετήθηκε από τον προστατευτισμό η βιομηχανία. Δε σημειώθηκε και μαζική πτώχευση ιδιωτικών Τραπεζών (1929-1932: 15 ιδιωτικές τράπεζες πτώχευσαν, δηλαδή ούτε το 10% του ελληνικού τραπε). Άλλες τράπεζες εκκαθαρίστηκαν (μεταφέρεται το χαρτοφυλάκιό τους από την Τράπεζα της Ελλάδος σε υγιείς τράπεζες) υποχρεωτικά και άλλες εθελοντικά.
Η πολιτική αυτάρκειας και η μέθοδος Clearing (πρώτη σύναψη συμφωνίας με Γερμανία το Σεπτέμβριο 1932) δημιούργησε εκτεταμένη εξάρτηση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία, όπως και για τα άλλα βαλκανικά κράτη. Το 1932-1938 οι ελληνικές εξαγωγές (καπνά) στη Γερμανία αυξήθηκαν σε αξία από 14% σε 40%,ενώ οι γερμανικές εισαγωγές (γαιάνθρακας, μηχανικός και πολεμικός εξοπλισμός) αυξήθηκαν από 9% σε 30% της συνολικής αξίας εισαγωγών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου