«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΥΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ» Αν νομίζετε πως περνάτε δύσκολες εποχές και πως η εξαθλίωση κτυπά την πόρτα σας, ρίξτε μια σύντομη ματιά στην κόλαση των Σοβιετικών Γκούλαγκ και ξανασκεφτείτε το!
Η Σιβηρία είναι μια παγωμένη ήπειρος που όλοι ξέρουν που βρίσκεται αλλά λίγοι θέλουν να την επισκεφτούν. Ακόμη λιγότεροι επιθυμούν να εγκατασταθούν σε αυτή παρότι είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους. Η αιτία είναι οι μεγάλοι, σκοτεινοί και δυσβάστακτα σκληροί χειμώνες της, με τη θερμοκρασία να καταποντίζεται στους –50 βαθμούς Κελσίου. Τα καλοκαίρια οι πάγοι λιώνουν και το έδαφος μετατρέπεται σε ένα αδιάβατο λασπώδες τέλμα. Η υγρασία είναι ανυπόφορη, ενώ σύννεφα από επιθετικά κουνούπια καλύπτουν όλο σου το σώμα. Τέτοιες ακραίες συνθήκες πρέπει να είναι μαζοχιστής κανείς για να τις υπομείνει. Αυτό το γνώριζαν καλά οι Τσάροι της Ρωσίας και για να προωθήσουν τον εποικισμό της Σιβηρίας δεν έστειλαν σ’
αυτή μόνον ξυλοκόπους και τυχοδιώκτες, αλλά εξόριζαν μαζικά τους Ρώσους κατάδικους. Οι πολιτικοί ηγέτες της Ρωσίας ήθελαν να λύσουν το πρόβλημα της αραιοκατοίκησης και εκμετάλλευσης του απώτερου ανατολικού και βόρειου τμήματος της Σιβηρίας εκτοπίζοντας σ’ αυτές τις εκτάσεις τους υπηκόους τους, κυρίως κατάδικους και πολιτικούς κρατούμενους. Ήδη από τον 18ο αιώνα οι Τσάροι καταδίκαζαν τους αιχμαλώτους τους σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ήταν μια μορφή τιμωρίας που έγινε γνωστή με τη λέξη Κάτοργκα (κάτεργα), που έχει ελληνική ετυμολογία, προερχόμενη από το ρήμα κατείργω που σημαίνει «εγκλείω, περιορίζω, εμποδίζω». Αυτό έκανε και ο Μέγας Πέτρός όταν το 1722 έβγαλε μια ντιρεκτίβα με την οποία διέταζε να σταλούν οι εγκληματίες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους σε περιοχές εκτοπισμών στην ανατολική Σιβηρία για να εργαστούν σε ορυχεία, να υλοτομήσουν τα δάση της Τάιγκα και να κατασκευάσουν δρόμους, και φρούρια. Ο ίδιος χρησιμοποίησε έναν ολόκληρο στρατό εκατοντάδων χιλιάδων σκλάβων-καταδίκων για να χτίσει τη νέα του πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο ρώσικος εποικισμός της Σιβηρίας: από τα κάτεργα και τους κατάδικους. Αλλά ποτέ ο αριθμός των εποίκων-καταδίκων δεν ήταν αρκετός για μια τόσο μεγάλη έκταση. Μεταξύ του 1824 και του 1889 στάλθηκαν στη Σιβηρία περίπου 720.000 Ρώσοι κατάδικοι και οι περισσότεροι έμειναν μόνιμα εκεί μαζί με τις οικογένειες τους αποικίζοντας τις άδειες αλλά πλούσιες σε ορυκτά εκτάσεις της Σιβηρίας. Δεν ήταν όμως αρκετοί, ούτε και μόνιμοι. Οι κατάδικοι ζούσαν σε ανοικτά στρατόπεδα και όταν η ζωή τους γινόταν ανυπόφορη μπορούσαν πάντοτε να αποδράσουν. Αυτό έκανε και ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τσουχατβίλι (Στάλιν), που συνελήφθη από την Τσαρική αστυνομία και εξορίστηκε τέσσερις φορές στη Σιβηρία, αλλά κατάφερε να αποδράσει τις τρεις από αυτές. Αυτή η εμπειρία από τη Σιβηρία σημάδεψε τον «πατερούλη» Στάλιν –έναν μεγάλο θαυμαστή της μεθόδου του «στρατού σκλάβων» του Μέγα Πέτρου– δίνοντας του ιδέες για τα μετέπειτα στρατόπεδα τιμωρίας και εργασίας που ο ίδιος θα αποφάσιζε να δημιουργηθούν. Όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία τον Οκτώβριο του 1917 δεν είχαν παρά να μιμηθούν το σύστημα των Τσάρων σε πολύ σκληρότερη όμως εκδοχή. Έτσι δημιουργήθηκαν τα Γκουλάγκ, ένα όνομα που κατέληξε συνώνυμο της φρίκης!
ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ GULAG
Η λέξη Γκουλάγκ (GULAG / ГУЛАГ) αποτελεί ακρωνύμιο του Glavnoe Upravlenie Lagere, που στα ρωσικά σημαίνει «Κεντρική Διοίκηση Στρατοπέδου». Παρά την αρχική της σημασία η λέξη αυτή κατέληξε να περιγράφει ολόκληρο το σοβιετικό σύστημα καταναγκαστικών έργων που περιλάμβανε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα επιβολής τιμωρίας, στρατόπεδα ποινικών και πολιτικών κρατουμένων, στρατόπεδα γυναικών, παιδιών και στρατόπεδα μεταγωγών. Κατέληξε να σημαίνει ολόκληρο το τυραννικό σοβιετικό σύστημα, μια αληθινή «κρεατομηχανή» που έφτασε στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς της επί Στάλιν. Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός στη Δύση μετά το 1973, όταν ο Ρώσος πυρηνικός επιστήμονας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και πρώην εξόριστος, δημοσίευσε το βιβλίο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, όπου περιέγραψε τις εμπειρίες του ως κρατούμενος του σοβιετικού συστήματος αναμόρφωσης. Ονομάστηκε «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» επειδή αποτελούνταν από μια αλυσίδα 476 ξεχωριστών στρατοπέδων (ορισμένοι υποστηρίζουν πως υπήρχαν χιλιάδες μικρότερα στρατόπεδα), που έμοιαζαν με «νησιά» διάσπαρτα μέσα στην απέραντη σοβιετική ενδοχώρα, ορισμένα από αυτά ακόμη και πέρα από τον αρκτικό κύκλο. Με βάση σχετικούς υπολογισμούς εκτιμάται πως περισσότεροι από 18 εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από το αχανές σύστημα των σοβιετικών Γκούλαγκ μόνο κατά την περίοδο 1929 ως 1953, την εποχή δηλαδή της Σταλινικής δικτατορίας. Άλλα 6-7 εκατομμύρια εξορίστηκαν στις ερήμους του Καζακστάν και στην Τάιγκα της Σιβηρίας. Σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία 1.053.829 άνθρωποι πέθαναν στα Γκούλαγκ μόνον μεταξύ του 1934 και του 1953, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό όσοι πέθαναν στις «εργατικές αποικίες» ή πέθαναν αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους από τις επιπλοκές στην υγεία τους που έπαθαν κατά την περίοδο της κράτησής τους στα Γκούλαγκ. Και ήταν συχνό φαινόμενο οι διοικήσεις των στρατοπέδων να απολύουν ετοιμοθάνατους κρατούμενους τους, ώστε να μην επιβαρύνονται οι δείκτες θνησιμότητας των στρατοπέδων τους. Ο αριθμός των μόνιμων επίσημων κρατουμένων στα Γκούλαγκ ήταν 510.000 το 1934 για να εκτιναχθεί στο 1.730.000 το 1953, τη χρονιά θανάτου στου Στάλιν.
ΟΙ «ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ»
Φυσικά δεν ήταν μόνον οι «εχθροί του λαού», δηλαδή οι πολιτικοί κρατούμενοι η πλειοψηφία στα Γκούλαγκ. Οι περισσότεροι ήταν ποινικοί κρατούμενοι, κοινοί εγκληματίες, αν και οι πολιτικοί, που στέλνονταν στα Γκούλαγκ χωρίς δίκη και με «συνοπτικές διαδικασίες», ήταν πάντοτε ένα σημαντικό ποσοστό. Οι πολιτικοί κρατούμενοι συχνά αποκαλούνταν με τα αρχικά «KR» (αντεπαναστάτες), κόντρας ή κόντρικς, αλλά και βράγκι νάροντα («εχθροί του λαού»). Τους ξετρύπωνε η μυστική αστυνομία του Στάλιν, που έγινε ειδική στο ανακαλύπτει «εχθρούς του λαού», οι οποίοι εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν «πειθήνιοι και άκακοι», κατάφερναν να «παρεισφρήσουν στο σοσιαλισμό», αλλά «κατά βάθος δεν τον αποδέχονταν». Οι εχθροί δεν ήταν φυσικά «καταστροφείς», «δολιοφθορείς» ή δάκτυλοι ξένων δυνάμεων, όπως διατυμπάνιζε η σοβιετική προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα «εχθρός του λαού» μπορούσε να χαρακτηριστεί οποιοσδήποτε αρκεί να αμφισβητούσε το σοβιετικό σύστημα ακόμη και να αργούσε μερικά λεπτά να πάει στην εργασία που του είχαν αναθέσει, κάτι που θεωρούνταν «αντισοβιετική συμπεριφορά»! Παράδειγμα ο πατέρας του γνωστού Ρώσου στρατηγού και πολιτικού Αλεξάντερ Λέμπεντ ο οποίος, επειδή άργησε δύο φορές στη δουλειά του στο εργοστάσιο από δέκα λεπτά, καταδικάστηκε σε πενταετή κάθειρξη στα Γκούλαγκ. Κάποιος άλλος καταδικάστηκε επίσης για πέντε χρόνια για «κερδοσκοπία», επειδή απλώς έκανε εμπόριο τσιγάρων! Ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων που στάλθηκαν στα Γκούλαγκ μόνο κατά την περίοδο του Στάλιν, ξεπερνούν κατά πολύ τα 2,5 εκατομμύρια, όπως τους υπολογίζουν επίσημα τα σοβιετικά αρχεία. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό τους. Το 1946 είχαν φτάσει να αποτελούν το 60% του συνόλου των κρατουμένων, επειδή οι περισσότεροι ποινικοί κρατούμενοι είχαν αμνηστευτεί λόγω του πολέμου. Το σίγουρο πάντως είναι πως πολιτικοί
κρατούμενοι υπήρχαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση τουλάχιστον μέχρι την εποχή του μεταρρυθμιστή Γκορμπατσόφ, ο παππούς του οποίου ήταν κι αυτός κρατούμενος στρατοπέδου των Γκούλαγκ. Πρέπει να σημειωθεί πως οι μαζικές εκτελέσεις και οι εκτοπισμοί λειτουργούσαν επί Στάλιν ως μαγικά ξόρκια που απέβλεπαν στην πειθάρχηση του Σοβιετικού λαού. Οι «εχθροί του λαού» ήταν παντού. Ήταν οι «Τροτσκιστές», διάφορες «ύποπτες» εθνότητες (Γερμανοί, Πολωνοί, Εσθονοί, Έλληνες κ.α.), αλλά κι εντελώς άσχετες ομάδες όπως γλωσσομαθείς, συλλέκτες γραμματοσήμων με διεθνείς επαφές (!), πολίτες που μάθαιναν την Εσπεράντο, ακόμη και Βουδιστές Λάμα των Μογγόλων! Δεν είχαν σημασία οι ομάδες, μόνον οι αριθμοί. Αν το Πολιτικό Γραφείο στη Μόσχα είχε ως «στόχο παραγωγής» έναν συγκεκριμένο αριθμό «εχθρών του λαού» για να τον στείλει στη Σιβηρία, τότε έπρεπε να αυξηθούν τα όρια π.χ. από 1.500 σε 2.000 τη βδομάδα. Υπήρξε μια παράνοια για την κάλυψη των ποσοστών της εξόντωσης και έτσι η Σοβιετική μυστική αστυνομία και οι δήμιοι είχαν συνεχώς δουλειά, αυξάνοντας συνεχώς τις κατηγορίες των υποψήφιων θυμάτων: «Δεν επρόκειτο για μια κατάσταση όπου έβαζαν στο στόχαστρο τους εχθρούς, αλλά για τυφλό μένος και πανικό» (Getty Naumov, The Road to Terrror).
«ΡΑΜΠΟΤΣΑΓΙΑ ΖΟΝΑ»: ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΑΝ ΡΟΜΠΟΤ
Η πολιτική αστυνομία του σοβιετικού καθεστώτος, που μετονομάζεται αλληλοδιαδόχως σε Τσε-Κα, GPU, NKVD και KGB, δεν ήταν μόνο το κυριότερο στήριγμα της κομμουνιστικής δικτατορίας. Ήταν, επίσης και ο μεγαλύτερος «επιχειρηματίας» αυτού του καθεστώτος. Η πολιτική αστυνομία του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν αυτή που διαχειριζόταν το απέραντο δίκτυο των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας και μέσα από το σύστημα των Γκούλαγκ είχε ένα συνεχώς ανανεούμενο και άνευ κόστους, ανθρώπινο δυναμικό που ήταν έγκλειστο στα στρατόπεδα.
Κατά τη διάρκεια της ακμής τους τα στρατόπεδα Γκούλαγκ έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη σοβιετική οικονομία. Παρήγαγαν το 1/3 του χρυσού της χώρας, κι ένα μεγάλο μέρος της ξυλείας, του άνθρακα καθώς και άλλων προϊόντων. Οι κρατούμενοι δούλευαν σκληρά, πολλές ώρες, σε αντίξοες συνθήκες και με λιγοστή τροφή, κατασκευάζοντας δρόμους, υλοτομώντας δένδρα, εξορύσσοντας μεταλλεύματα, καλλιεργώντας γη και δουλεύοντας σε βιομηχανικά συγκροτήματα της Σιβηρίας. Τα στρατόπεδα αυτά ήταν μια «Ραμπότσαγια Ζόνα», μια «ζώνη εργασίας», όπου η σκληρή εργασία ήταν στο επίκεντρο της καθημερινότητας των κρατουμένων και η κύρια σκέψη της διοίκησης. Οι κρατούμενοι ήταν ενταγμένοι σε ομάδες εργασίας, που καθοδηγούνταν από ομαδάρχες κι έπρεπε να εκπληρώσουν συγκεκριμένες νόρμες παραγωγής, που υπολογίζονταν με «επιστημονική λογική». Ανάλογα με την επίτευξη της νόρμας τους οι κρατούμενοι έπαιρναν και την αντίστοιχη μερίδα φαγητού. Για να εξασφαλίσουν το μέγιστο επίπεδο μερίδας φαγητού, που έφτανε ως τα 1.200 γραμμάρια ψωμιού ημερησίως (το ψωμί ήταν το «σκληρό νόμισμα» των στρατοπέδων), έπρεπε να εργάζονται εντατικά για πολλές ώρες. Όσοι δεν εργάζονταν εντατικά θα έπρεπε να αρκεστούν στα 700 γραμμάρια ψωμιού, ενώ οι «τεμπέληδες» ήταν αναγκασμένοι να τη βγάλουν με 400 γραμμάρια ή να πεθάνουν της πείνας. Σε εποχές λιμού, όπως ήταν ο χειμώνας του 1942, οι αρχές τους στρατοπέδου περιόριζαν τις μερίδες στους κρατούμενους φτάνοντας σε σημείο ώστε να πετύχουν το ρεκόρ επιβίωσης σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων με μόλις 400 θερμίδες την ημέρα!
Η εργασία συνεχιζόταν αδιάκοπα χειμώνα-καλοκαίρι. Ειδικά κατά τους σκληρούς σιβηριανούς χειμώνες η εργασία των κρατουμένων συνεχιζόταν κανονικά, εκτός κι αν η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους –45,5 βαθμούς Κελσίου (άσχετα αν υπήρχε ή όχι παγωμένος αέρας), οπότε οι κανόνες όριζαν τη διακοπή των εργασιών οπότε οι κρατούμενοι ζωντάνευαν ξαφνικά, μάζευαν τα εργαλεία τους, σχημάτιζαν γραμμή κι επέστρεφαν στο στρατόπεδό τους. Κατά την επιστροφή τους, μέσα από την παγωμένη χιονοθύελλα που ούρλιαζε, όλο και κάποιος έπεφτε και θάβονταν στο χιόνι, ενώ το πτώμα του ανακαλύπτονταν παγωμένο την άνοιξη. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, όπως το σκληροπυρηνικό στρατόπεδο του Κολίμα, όπου οι κρατούμενοι σταματούσαν να εργάζονται μόνον όταν η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους –50 βαθμούς Κελσίου!
ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ
Τα εργατικά ατυχήματα ήταν πολύ συχνό φαινόμενο στα Γκούλαγκ. Πολλοί κρατούμενοι μάλιστα αυτοτραυματίζονταν για να απαλλαγούν από τη σκληρή εργασία και να απολαύσουν έστω για λίγες μέρες τη «θαλπωρή» της νοσοκομειακής πτέρυγας του στρατοπέδου, που δεν διέθετε βέβαια καμία άνεση απλώς είχαν ευκαιρία να ξεκουραστούν. Κάποιοι σακατεύονταν από μόνοι τους για να πάνε σε νοσοκομεία για ανίατους ή παρίσταναν τους κωφούς ή τους τρελούς. Εγκληματίες ακρωτηρίαζαν μόνοι τους τα τρία μεσαία δάκτυλα των χεριών τους για να μην μπορούν να κόβουν δένδρα ή να τραβούν χειράμαξες. Άλλοι έκοβαν ολόκληρο χέρι ή πόδι, ή τυφλώνονταν ρίχνοντας οξύ στο ένα τους μάτι. Άλλοι πάθαιναν επίτηδες κρυοπαγήματα για να τους ακρωτηριάσουν τα άκρα. Υπήρχαν μάλιστα και κρατούμενοι που κάρφωναν τους όρχεις τους στον πάγκο εργασίας για να καταστούν ανίκανοι προς εργασία! Οι πιο τολμηροί έκλεβαν μια σύριγγα κι έκαναν ένεση με σαπούνι στο πέος τους παριστάνοντας ότι έπασχαν από κάποιο αφροδίσιο νόσημα! Κάποιοι άλλοι κάπνιζαν σκόνη από ασήμι για να εμφανιστεί έτσι «σκιά» στους πνεύμονες τους ώστε να τον μεταφέρουν σε στρατόπεδο για πάσχοντες από ανίατες ασθένειες. Υπήρχαν βεβαίως και οι απατεώνες που παρίσταναν τους ψυχασθενείς, τους κωφούς ή τους παράλυτους. Οι γιατροί όμως του στρατοπέδου είχαν γίνει ειδικοί στο να ξεσκεπάζουν τους ψευδοασθενείς. Έτσι τους «παράλυτους» τους τοποθετούσαν στο χειρουργικό τραπέζι, τους έκαναν μια ελαφρά αναισθησία και όταν ξυπνούσαν τους έβαζαν να σταθούν στα πόδια τους. Φυσικά οι περισσότεροι έκαναν πάντα ένα-δύο βήματα πριν θυμηθούν πως ήταν «παράλυτοι» και καταρρεύσουν στο πάτωμα. Σε μια «κωφή» γυναίκα έφεραν τη μητέρα της για επίσκεψη, που της φώναξε και η κόρη φυσικά απάντησε.
Οι υποτιθέμενοι «φρενοβλαβείς» ήταν πιο εύκολη περίπτωση. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την ανακάλυψη της απάτης τους ήταν να τους βάλουν στον ίδιο θάλαμο με πραγματικά σχιζοφρενείς. Μέσα σε λίγες ώρες οι απατεώνες ασθενείς κτυπούσαν οι ίδιοι τις πόρτες και ζητούσαν να βγουν έξω! Αν αυτή η μέθοδος αποτύγχανε τότε τους έκαναν ένεση με καμφορά, κάτι που τους προκαλούσε τέτοια ψυχιατρική κρίση, που όσοι επιζούσαν δεν ήθελαν με τίποτε να το ξαναζήσουν!
Η ΑΡΓΚΟ ΤΩΝ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
Η εμπειρία των Γκούλαγκ άφηνε τα ανεξίτηλα σημάδια της πάνω σε όσους πέρασαν από αυτά. Ακόμη και μετά από δεκαετίες οι πρώην κρατούμενοι αναγνωρίζονταν στο δρόμο απλά και μόνο από το βλέμμα των μάτια τους. Οι σκληρές και ιδιαίτερες συνθήκες των Γκούλαγκ, που ήταν ένας ολόκληρος σκοτεινός κόσμος μέσα στη Σοβιετική Ένωση, δημιούργησαν μια δικιά τους αυτόνομη υποκουλτούρα. Τα στρατόπεδα των Γκούλαγκ λειτουργούσαν με τους δικούς τους νόμους, τους δικούς τους ηθικούς κανόνες, τις δικές τους συνήθειες, σύμβολα, ακόμη και τη δική τους αργκό. Αυτή την αργκό την επέβαλαν οι κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου, δηλαδή οι εγκληματίες που αποκαλούνταν Ούρκι ή Μπλάτνοϊ, ενώ αν ανήκαν στην ελίτ του εγκλήματος αποκαλούνταν Βόρι βι Ζάκονε.Αυτοί είχαν τους δικούς τους κώδικες, έθιμα και κανόνες πολύ πριν δημιουργηθούν τα Γκούλαγκ και όταν αυτά δημιουργήθηκαν τα επέβαλαν εύκολα και στους άλλους. Η αργκό των στρατοπέδων ήταν μια ιδιαίτερη γλώσσα (φαίνεται πως προήλθαν από τα εβραϊκά ή γίντις, που ήταν διαδεδομένα στο κακόφημο λιμάνι της Οδησσού –ένα πραγματικό «φυτώριο» εγκληματιών) και ήταν σημαντικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των κρατουμένων. Αποκαλούνταν Μπλάτνοϊ Σλόβο («γλώσσα των κλεφτών») και κάποιες φορές Μπλάτναγια Μούζικα («μουσική των κλεφτών»). Η εκμάθηση αυτής της ιδιαίτερης γλώσσας ήταν ένα «τελετουργικό μύησης», που έπρεπε να υπομείνει όλοι οι κρατούμενοι. Διέθετε ένα εκτεταμένο λεξιλόγιο λεπτομερέστατων υβριστικών εκφράσεων και εκατοντάδες λέξεις για καθημερινά αντικείμενα. Πολλές φράσεις υπήρχαν για να περιγράψουν την έννοια του εγκλήματος, όπως η φράση Μούζικε Χόντιτ, που σημαίνει «χορεύοντας με τη μουσική». Υπήρχαν ξεχωριστές λέξεις για τον κλέφτη εκκλησιών, τον κλέφτη λεωφορείων, την τυχαία κλοπή κ.α. Η Μπλάτνοϊ Σλόβο ήταν μια αργκό κατά το ήμισυ αισχρή και κατά το ήμισυ αρρωστημένα συναισθηματική, γεμάτη με λέξεις που αντανακλούσαν την ηθική των κλεφτών. Αντί για τη λέξη ομιλία (γκόβορτ) οι κλέφτες χρησιμοποιούσαν τη λέξη κτύπημα, επειδή οι έγκλειστοι επικοινωνούσαν παραδοσιακά με κτυπήματα στους τοίχους. Όσο κι αν οι αρχές των στρατοπέδων προσπάθησαν να αποτρέψουν τη χρήση της «γλώσσας των κλεφτών» δεν τα κατάφεραν. Η γλώσσα αυτή όχι μόνον επιβίωσε αλλά διαδόθηκε και στους υπόλοιπους, τους πολιτικούς κρατούμενους, που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν φράσεις της ακόμη και στην αλληλογραφία τους. Πρέπει να σημειωθεί άλλωστε πως και οι σοβιετικές αρχές είχαν τη δική τους «γλώσσα» –ολόκληρες κωδικές ονομασίες σχετικά με τα Γκούλαγκ. Κατ’ αρχάς η περιβόητη NKVD αναφέρονταν στα στρατόπεδα αυτά με το χαρακτηρισμό «ειδικά αντικείμενα» ή «υποκεφάλαια», για να αποκρύψουν την πραγματική φρικτή τους δραστηριότητα. Οι κρατούμενες έγκυες γυναίκες αναφέρονταν ως «Βιβλία» και τα παιδιά ως «Αποδείξεις». Οι άνδρες ως «Λογαριασμοί», οι εκτοπισμένοι ως «Σκουπίδια» και όσοι υποβάλλονταν σε έρευνα ως «Φάκελοι». Τα ίδια τα στρατόπεδα είχαν κωδικό όνομα «Κοινοπραξία», ενώ ένα από αυτά λέγονταν κωδικά «Ελεύθερο»!
ΤΑΤΟΥΑΖ: ΟΙ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ ΤΩΝ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
Εκτός από την ιδιαίτερη γλώσσα τους οι εγκληματίες, που άνηκαν στην ανώτερη κάστα των Γκουλάγκ και στους οποίους οι υπόλοιποι όφειλαν σεβασμό, ξεχώριζαν από το περπάτημά τους «με μικρά βήματα και τα πόδια ελαφρώς ανοικτά», τις χρυσές ή ασημένιες κορώνες στα δόντια τους και, βεβαίως, από τα τατουάζ τους. Ανάγκαζαν τους καλλιτέχνες των στρατοπέδων να τους ζωγραφίσουν στο σώμα τους διάφορα σχέδια με τη βοήθεια βελόνας: μια καρδιά, τον εσταυρωμένο, χαρτιά τράπουλας ή μια γυναίκα. «Παρέδιδαν το χάλκινο σώμα τους στην τέχνη του τατουάζ και με τον τρόπο αυτό ικανοποιούσαν λίγο τις καλλιτεχνικές, ερωτικές, ακόμα και ηθικές τους ανάγκες», έγραφε ο Σολζενίτσιν στα απομνημονεύματά του. Ορισμένα τατουάζ των ούρκι είχαν συναισθηματικό περιεχόμενο με φράσεις όπως «Δεν υπάρχει ευτυχία σ’ αυτή τη ζωή…» κ.α.
Άλλοι έκαναν αστεία τατουάζ, όπως μια μαϊμού που αυνανίζεται. Κάποιοι έβαζαν τους καλλιτέχνες να τους ζωγραφίσουν στο στήθος το πρόσωπο του Λένιν ή του Στάλιν, επειδή πίστευαν πως κανένα εκτελεστικό απόσπασμα δεν θα τολμούσε να πυροβολήσει ένα πορτρέτο τους! Άλλοι ήταν ακόμη πιο προχωρημένοι, όπως περιγράφει ο Ντανίλο Κις το τατουάζ ενός εγκληματία κρατούμενου: «μπροστά αετός που με το ράμφος του κατασπαράζει το συκώτι του Προμηθέα. Πίσω, σκύλος σε ασυνήθιστη στάση, ζευγάρι με μια κυρία. Δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Κορόνα και γράμματα. Φως και σκοτάδι. Τραγωδία και κωμωδία. Παρωδία της ίδιας της ανωτερότητας. Ταύτιση του σεξ και του γέλιου. Του έρωτα και του θανάτου».
Η ΤΡΑΠΟΥΛΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Οι αρχηγοί των εγκληματιών στα Γκούλαγκ αρέσκονταν στη χαρτοπαιξία. Τα πιο αγαπημένα και συνηθισμένα χαρτιά ήταν χειροποίητα, κατασκευασμένα από κολλημένα μεταξύ τους στρώματα εφημερίδας. Στη μεσαιωνική εικονογραφία αυτών των χαρτιών είχε αναμιχθεί κι ένας ρώσικος συμβολισμός: ο αριθμός των χαρτιών ήταν είκοσι έξι. Τις ατέλειωτες πολικές νύχτες, μέσα στο μπλε μισοσκόταδο των κελιών με καπνούς από φτηνά τσιγάρα παπιρόσα, οι κρατούμενοι εγκληματίες έπαιζαν κυριολεκτικά τα πάντα: ρούβλια, σκούφους για το κρύο, ρούχα, τσιγάρα, κύβους ζάχαρης, κομμάτια σώματος, βιασμούς, ακόμη και
ανθρώπινες ζωές. Αν κάποιος έχανε και η ποινή του ήταν να σκοτώσει κάποιον κρατούμενο τότε ήταν αναγκασμένος να το κάνει, διαφορετικά αποκτούσε το παρατσούκλι σκύλα, όλοι τον περιφρονούσαν και σέρνονταν χρόνια ολάκερα σαν ψωριασμένη σκύλα. Όταν το παιχνίδι ανάμεσα σε δύο κλέφτες που ήταν ψηλά στην ιεραρχία ήταν παρατεταμένο ή δυσάρεστο συνήθως κατέληγε σε εξευτελισμό ή θάνατο. Ένας νικητής αρχηγός απαίτησε από τον καλλιτέχνη του στρατοπέδου να κάνει στο πρόσωπο του ηττημένου ένα τατουάζ που απεικόνιζε ένα τεράστιο πέος που στρέφονταν προς το στόμα του. Ο καλλιτέχνης το έκανε, αλλά λίγο αργότερα ο ηττημένος με το τατουάζ πίεσε το πρόσωπο του σε μια καυτή μασιά για να το σβήσει! Προτίμησε το σημάδι ενός εγκαύματος παρά κάτι το τόσο προσβλητικό. Κάποιοι έπαιζαν στα χαρτιά ακόμη και τη φωνή τους και αφού έχαναν ήταν υποχρεωμένοι να μη μιλούν για χρόνια. Υπήρχε ένας τέτοιος «κωφάλαλος», που τον έστελναν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει γιατί κι εκεί οι τοπικοί ούρκα είχαν ακουστά την ιστορία του. Ήταν γνωστό πως οι παραβιάσεις τέτοιων συμφωνιών ανάμεσα στους ούρκι τιμωρούνταν με θάνατο και όλοι γνώριζαν πως κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τους νόμους των κλεφτών. Δεν έπαιζες με τέτοια πράγματα στα Γκουλάγκ. Εκεί οι πάντες γνώριζαν καλά πως ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο… Παρά την ύπαρξη πολλών μαρτυριών από την κόλαση των Γκούλαγκ πολλά πράγματα εξακολουθούν να μην είναι ξεκάθαρα, αλλά να ανήκουν στη σφαίρα του θρύλου. Υπάρχει μια ολόκληρη λογοτεχνία γι’ αυτή τη «χαμένη ήπειρο», που βρίθει από urban legends. Τι ήταν πραγματικότητα και τι θρύλος; Είναι δύσκολο να το πει κανείς. Το σίγουρο είναι πως οι ιστορικοί έχουν πολύ δουλειά μπροστά τους. Μπορεί η Σοβιετική Ένωση να κατέρρευσε και η δημοκρατία να είναι σήμερα μια βεβαιότητα, ωστόσο η μελέτη της ιστορίας των Γκούλαγκ είναι βέβαιο πως προσφέρει πολλά διδάγματα. Όχι μόνον σε πιο σημείο μπορεί να φτάσει η εξαθλίωση των ανθρώπων, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν σ’ αυτήν. Και αυτό είναι το πιο φρικτό.
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
- Anne Aplebaum, Γκούλαγκ: Η Αληθινή Ιστορία, IOLKOS, 2009
- Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 2009
- Slavoj Zizek, Μίλησε Κανείς για Ολοκληρωτισμό; Scripta, 2002
- Ντανίλο Κις, Ένας Τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς, Κέδρος, 2006
- Tomasz Kizny, Gulag: Life and Death Inside the Soviet Concentration Camps 1917-1990, Firefly Books Ltd., 2004
- Orlando Figes, The Whisperers: Private Life in Stalin Russia, Allen Lane, 2007
- Paul R. Gregory, Valery Lazarev, The Economics of Forced Labour: The Soviet Gulag, Stanford: Hoover Institution Press, 2003
- Oleg V. Khlevniuk, The History of the Gulag: From Collectivization to the Great Terror, Yale University Press, 2004
- Yurii Fidelgolts, Kolyma, Moscow, 1997
- Simeon Vilsnsky, Deti Gulaga: 1918-1956, Moscow, 2002
- Yanusz Bardach, Man Is a Wolf to Man: Surviving Stalin’s Gulag, London 1998
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου