Του Αιρετικού
Η λιτότητα δεν λειτουργεί. Αν γυρίσει κανείς στο παρελθόν θα διαπιστώσει ότι ήδη από την δεκαετία του ΄20 , η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας , οδήγησε τις χώρες που τα εφάρμοσαν σε κοινωνικό αδιέξοδο ακόμα και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο paratiritis.grπαρουσιάζει την εμπειρία από την υιοθέτηση προγραμμάτων λιτότητας σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γερμανία και Ιαπωνία.
ΗΠΑ
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ιαπωνία, προσπάθησαν ταυτόχρονα να χαράξουν το δρόμο τους προς την ανάπτυξη. Το σχέδιο αυτό δεν απέτυχε απλά. Βοήθησε επίσης να ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η οικονομία των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1920 ήταν ένα παράξενο τέρας. Οι γεωργικές τιμές μειώθηκαν, η ανεργία αυξανόταν, και όμως η χρηματιστηριακή αγορά άνθιζε. Στη συνέχεια, το 1929, βούτηξε θεαματικά, οδηγώντας στην κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και στην απογείωση του ελλείμματος. Στην τότε συγκυρία, φοβούμενοι ότι οι Αμερικανοί θα ακολουθήσουν τους Βρετανούς και επίσης θα εγκαταλείψουν τον «κανόνα του χρυσού», οι επενδυτές έστειλαν ορμητικά τα χρήματά τους έξω από τη χώρα, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και την επιδείνωση της οικονομικής συστολής. Σε ένα κλασικό παράδειγμα ρητορικής της λιτότητας, ο πρόεδρος Χούβερ υποστήριξε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να «διαβιεί εν ευημερία πάνω στα ερείπια των φορολογουμένων της» και, το 1931, προχώρησε σε ταυτόχρονη αύξηση φόρων και περικοπή δαπανών. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, η ανεργία εκτοξεύτηκε, από 8% στο 23% και η οικονομία κατέρρευσε – όπως και η ικανότητα των ΗΠΑ να αποτελούν προορισμό για τις εξαγωγές άλλων κρατών. Η οικονομία των ΗΠΑ δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως παρά μόνο όταν οι τεράστιες πολεμικές δαπάνες μείωσαν την ανεργία στο 1,2% το 1944.
Ηνωμένο Βασίλειο
Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε εξέλθει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό, τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Για να αναπτυχθεί μετά τον πόλεμο, το Λονδίνο θα έπρεπε να έχει υποτιμήσει τη λίρα, κάτι που θα έκανε τα προϊόντα του πιο ανταγωνιστικά. Αλλά δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και η βάση του κανόνα του χρυσού, ακόμη και ένα ίχνος υποτίμησης θα δημιουργούσε πανικό στις συναλλαγές, υποτίμηση της λίρας και σημαντική πτώση της αξίας των βρετανικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό. Παγιδευμένο σε αυτή την θέση, το Ηνωμένο Βασίλειο, επέβαλλε μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία, με την ελπίδα να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των βρετανικών εξαγωγών και την παρεμπόδιση της μεταπολεμικής ανάκαμψης. Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο περιήλθε σε στασιμότητα, με χρονίως υψηλά ποσοστά ανεργίας, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920.
Τα πράγματα μόνο χειροτέρεψαν για τους Βρετανούς, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τα επιτόκια το 1929 για να συγκρατήσουν την απογείωση της Wall Street και όταν το Σχέδιο Γιάνγκ (Young Plan) για την αποπληρωμή των γερμανικών αποζημιώσεων τέθηκε σε ισχύ, το 1930, δίνοντας προτεραιότητα στα κρατικά χρέη, έναντι των ιδιωτικών, πράγμα που σήμαινε ότι τα επίσημα χρέη της Γερμανίας θα πληρώνονταν κατά προτεραιότητα σε περίπτωση χρεοκοπίας. Αυτό είχε σημασία, διότι στο παρελθόν, πολλά ιδιωτικά αμερικανικά κεφάλαια είχαν εισρεύσει στη Γερμανία, δεδομένου ότι τα ιδιωτικά χρήματα ήταν εκείνη την εποχή εγγυημένα κατά προτεραιότητα έναντι των επίσημων χρεών. Όταν το Σχέδιο Γιάνγκ αντέστρεψε τις προτεραιότητες τους χρέους, η προκύπτουσα φυγή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες διασφάλισε ότι τα βρετανικά επιτόκια θα παραμένουν υψηλά και η στασιμότητα θα συνεχιστεί.
Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε ούτε να ανατιμήσει ούτε να υποτιμήσει το νόμισμά του, ο αποπληθωρισμός – δηλαδή η λιτότητα – παρέμεινε η επιλεγμένη οικονομική πολιτική, ακόμα κι αν ήταν αυτοκαταστροφική. Παρά τους επανειλημμένους γύρους περικοπών των δαπανών, και παρά το γεγονός της εγκατάλειψης του κανόνα του χρυσού, το βρετανικό χρέος αυξήθηκε από 170% του ΑΕΠ το 1930 στο 190% το 1933. Μέχρι το 1938, σε πραγματικούς όρους, η βρετανική οικονομική παραγωγή ήταν ελαφρώς υψηλότερη από όσο όταν ήταν το 1918. Εν ολίγοις, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, προσπάθησαν να χαράξουν τον δρόμο τους προς την ευημερία την ίδια στιγμή, και απλώς επιδείνωσαν τις δυσκολίες τους. Στη Γερμανία και την Ιαπωνία, αυτό οδήγησε στην άνοδο του φασισμού.
Γερμανία
Τα δεινά της Γερμανίας κατά την περίοδο αυτή πολλές φορές αποδίδονται στον υπερπληθωρισμό του 1923, ο οποίος έγινε ο κύριος εγχώριος οικονομικός μπαμπούλας τής εποχής, ένας εφιάλτης που ποτέ δεν θα επιτρεπόταν να συμβεί ξανά. Αλλά αυτό που παραβλέπει αυτή η άποψη είναι ότι ο υπερπληθωρισμός ήταν πολύ περισσότερο μια συνειδητή πολιτική της κυβέρνησης για να αποφύγει την πληρωμή αποζημιώσεων στη Γαλλία, παρά μια ασύνετη προσπάθεια μιας κεϋνσιανής προσπάθειας οικονομικής τόνωσης που πήγε στραβά. Μετά την κατοχή του Ρουρ από την Γαλλία το 1923, η γερμανική κυβέρνηση άρχισε να πληρώνει τους μισθούς των τοπικών εργατών σαν μια πράξη αντίστασης, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να κορυφωθεί. Η γερμανική Κεντρική Τράπεζα, η Reichsbank, τύπωνε χρήμα για να καλύψει το έλλειμμα, γεγονός που προκάλεσε την υποτίμηση της αξίας του γερμανικού μάρκου. Αυτό έκανε την πληρωμή των επανορθώσεων αδύνατη, επιβάλλοντας μια επαναδιαπραγμάτευση του γερμανικού χρέους. Λίγο αργότερα, όμως, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε, και η χώρα άρχισε να στέκεται και πάλι στα πόδια της.
Όταν το Σχέδιο Γιάνγκ για την αποπληρωμή τού χρέους προκάλεσε έξοδο των αμερικανικών ιδιωτικών κεφαλαίων από τη Γερμανία, η Reichsbank αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τη εκροή, ωθώντας την οικονομία σε ύφεση. Σε εκείνη την συγκυρία, το Κεντρώο Κόμμα κέρδισε την καγκελαρία και προσπάθησε να ισιώσει το δημοσιονομικό πλοίο με δρακόντειες περικοπές δαπανών. Όμως, όσο περισσότερο η κυβέρνηση περιέκοπτε, τόσο περισσότερο οι Ναζί κέρδιζαν σε απήχηση. Στις εκλογές του 1930, οι Ναζί κέρδισαν το 18,3% των ψήφων και έγιναν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ. Ήταν, στο κάτω – κάτω, το μόνο κόμμα που επιχειρηματολογούσε ενάντια στη λιτότητα. Μέχρι το 1933, καθώς οι περικοπές συνεχίζονταν, πήραν το 43,9% των ψήφων. Η λιτότητα, και όχι ο πληθωρισμός, έδωσαν στον κόσμο τον εθνικοσοσιαλισμό.
Ιαπωνία
Η ιαπωνική κυβέρνηση εφάρμοσε την λιτότητα με μεγαλύτερη συνέπεια και με περισσότερο σθένος από ό, τι εφαρμόστηκε οπουδήποτε αλλού. Μετά την πτώση του χρηματιστηρίου το 1920, αρκετοί γύροι περικοπών δαπανών επιδείνωσαν έναν συνεχιζόμενο αποπληθωρισμό. Το μεγαλύτερο κονδύλι στον προϋπολογισμό του Τόκιο ήταν οι στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες σχεδόν υποδιπλασιάστηκαν κατά την επόμενη δεκαετία. Η Ιαπωνία συνέχισε να περικόπτει τις δαπάνες προκειμένου να επιστρέψει στον «χρυσό κανόνα», κάτι που πέτυχε το 1930 – ακριβώς όταν οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης ξεκίνησαν μια ελεύθερη πτώση, πλήττοντας τις εξαγωγές της Ιαπωνίας. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ιαπωνίας κατέγραψε αρνητικά ποσοστά κατά 9,7% το 1930 και κατά 9,5% το 1931, ενώ τα επιτόκια της εκτοξεύτηκαν. Παρά την κατάρρευση, το Τόκιο επιτάχυνε τις περικοπές των δαπανών, με τον στρατό να φέρει το κύριο βάρος. Μέχρι τα τέλη του 1930, ο στρατός είχε απαυδήσει.
Μετά την κύρωση της Ναυτικής Συνθήκης του Λονδίνου τον Οκτώβριο του 1930, η οποία έθετε όρια στην κατασκευή πολεμικών πλοίων, μια υπερεθνικιστική ομάδα στην Ιαπωνία προσπάθησε να σκοτώσει τον πρωθυπουργό Osachi Hamaguchi (που τελικά υπέκυψε στα τραύματά του). Αργότερα, το 1932, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας Junnosuke Inoue, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας της πολιτικής της λιτότητας σε όλη τη δεκαετία του 1920, δολοφονήθηκε. Ο υπουργός Οικονομικών της νέας κυβέρνησης, Takahashi Korekiyo, εγκατέλειψε την λιτότητα, και η οικονομία άρχισε γρήγορα να γυρνάει, αναπτυσσόμενη κατά μέσο όρο με ρυθμό 4% ετησίως από το 1932 ως το 1936.
Η λιτότητα δεν λειτουργεί. Αν γυρίσει κανείς στο παρελθόν θα διαπιστώσει ότι ήδη από την δεκαετία του ΄20 , η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας , οδήγησε τις χώρες που τα εφάρμοσαν σε κοινωνικό αδιέξοδο ακόμα και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο paratiritis.grπαρουσιάζει την εμπειρία από την υιοθέτηση προγραμμάτων λιτότητας σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γερμανία και Ιαπωνία.
ΗΠΑ
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ιαπωνία, προσπάθησαν ταυτόχρονα να χαράξουν το δρόμο τους προς την ανάπτυξη. Το σχέδιο αυτό δεν απέτυχε απλά. Βοήθησε επίσης να ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η οικονομία των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1920 ήταν ένα παράξενο τέρας. Οι γεωργικές τιμές μειώθηκαν, η ανεργία αυξανόταν, και όμως η χρηματιστηριακή αγορά άνθιζε. Στη συνέχεια, το 1929, βούτηξε θεαματικά, οδηγώντας στην κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και στην απογείωση του ελλείμματος. Στην τότε συγκυρία, φοβούμενοι ότι οι Αμερικανοί θα ακολουθήσουν τους Βρετανούς και επίσης θα εγκαταλείψουν τον «κανόνα του χρυσού», οι επενδυτές έστειλαν ορμητικά τα χρήματά τους έξω από τη χώρα, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και την επιδείνωση της οικονομικής συστολής. Σε ένα κλασικό παράδειγμα ρητορικής της λιτότητας, ο πρόεδρος Χούβερ υποστήριξε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να «διαβιεί εν ευημερία πάνω στα ερείπια των φορολογουμένων της» και, το 1931, προχώρησε σε ταυτόχρονη αύξηση φόρων και περικοπή δαπανών. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, η ανεργία εκτοξεύτηκε, από 8% στο 23% και η οικονομία κατέρρευσε – όπως και η ικανότητα των ΗΠΑ να αποτελούν προορισμό για τις εξαγωγές άλλων κρατών. Η οικονομία των ΗΠΑ δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως παρά μόνο όταν οι τεράστιες πολεμικές δαπάνες μείωσαν την ανεργία στο 1,2% το 1944.
Ηνωμένο Βασίλειο
Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε εξέλθει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό, τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Για να αναπτυχθεί μετά τον πόλεμο, το Λονδίνο θα έπρεπε να έχει υποτιμήσει τη λίρα, κάτι που θα έκανε τα προϊόντα του πιο ανταγωνιστικά. Αλλά δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και η βάση του κανόνα του χρυσού, ακόμη και ένα ίχνος υποτίμησης θα δημιουργούσε πανικό στις συναλλαγές, υποτίμηση της λίρας και σημαντική πτώση της αξίας των βρετανικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό. Παγιδευμένο σε αυτή την θέση, το Ηνωμένο Βασίλειο, επέβαλλε μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία, με την ελπίδα να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των βρετανικών εξαγωγών και την παρεμπόδιση της μεταπολεμικής ανάκαμψης. Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο περιήλθε σε στασιμότητα, με χρονίως υψηλά ποσοστά ανεργίας, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920.
Τα πράγματα μόνο χειροτέρεψαν για τους Βρετανούς, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τα επιτόκια το 1929 για να συγκρατήσουν την απογείωση της Wall Street και όταν το Σχέδιο Γιάνγκ (Young Plan) για την αποπληρωμή των γερμανικών αποζημιώσεων τέθηκε σε ισχύ, το 1930, δίνοντας προτεραιότητα στα κρατικά χρέη, έναντι των ιδιωτικών, πράγμα που σήμαινε ότι τα επίσημα χρέη της Γερμανίας θα πληρώνονταν κατά προτεραιότητα σε περίπτωση χρεοκοπίας. Αυτό είχε σημασία, διότι στο παρελθόν, πολλά ιδιωτικά αμερικανικά κεφάλαια είχαν εισρεύσει στη Γερμανία, δεδομένου ότι τα ιδιωτικά χρήματα ήταν εκείνη την εποχή εγγυημένα κατά προτεραιότητα έναντι των επίσημων χρεών. Όταν το Σχέδιο Γιάνγκ αντέστρεψε τις προτεραιότητες τους χρέους, η προκύπτουσα φυγή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες διασφάλισε ότι τα βρετανικά επιτόκια θα παραμένουν υψηλά και η στασιμότητα θα συνεχιστεί.
Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε ούτε να ανατιμήσει ούτε να υποτιμήσει το νόμισμά του, ο αποπληθωρισμός – δηλαδή η λιτότητα – παρέμεινε η επιλεγμένη οικονομική πολιτική, ακόμα κι αν ήταν αυτοκαταστροφική. Παρά τους επανειλημμένους γύρους περικοπών των δαπανών, και παρά το γεγονός της εγκατάλειψης του κανόνα του χρυσού, το βρετανικό χρέος αυξήθηκε από 170% του ΑΕΠ το 1930 στο 190% το 1933. Μέχρι το 1938, σε πραγματικούς όρους, η βρετανική οικονομική παραγωγή ήταν ελαφρώς υψηλότερη από όσο όταν ήταν το 1918. Εν ολίγοις, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, προσπάθησαν να χαράξουν τον δρόμο τους προς την ευημερία την ίδια στιγμή, και απλώς επιδείνωσαν τις δυσκολίες τους. Στη Γερμανία και την Ιαπωνία, αυτό οδήγησε στην άνοδο του φασισμού.
Γερμανία
Τα δεινά της Γερμανίας κατά την περίοδο αυτή πολλές φορές αποδίδονται στον υπερπληθωρισμό του 1923, ο οποίος έγινε ο κύριος εγχώριος οικονομικός μπαμπούλας τής εποχής, ένας εφιάλτης που ποτέ δεν θα επιτρεπόταν να συμβεί ξανά. Αλλά αυτό που παραβλέπει αυτή η άποψη είναι ότι ο υπερπληθωρισμός ήταν πολύ περισσότερο μια συνειδητή πολιτική της κυβέρνησης για να αποφύγει την πληρωμή αποζημιώσεων στη Γαλλία, παρά μια ασύνετη προσπάθεια μιας κεϋνσιανής προσπάθειας οικονομικής τόνωσης που πήγε στραβά. Μετά την κατοχή του Ρουρ από την Γαλλία το 1923, η γερμανική κυβέρνηση άρχισε να πληρώνει τους μισθούς των τοπικών εργατών σαν μια πράξη αντίστασης, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να κορυφωθεί. Η γερμανική Κεντρική Τράπεζα, η Reichsbank, τύπωνε χρήμα για να καλύψει το έλλειμμα, γεγονός που προκάλεσε την υποτίμηση της αξίας του γερμανικού μάρκου. Αυτό έκανε την πληρωμή των επανορθώσεων αδύνατη, επιβάλλοντας μια επαναδιαπραγμάτευση του γερμανικού χρέους. Λίγο αργότερα, όμως, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε, και η χώρα άρχισε να στέκεται και πάλι στα πόδια της.
Όταν το Σχέδιο Γιάνγκ για την αποπληρωμή τού χρέους προκάλεσε έξοδο των αμερικανικών ιδιωτικών κεφαλαίων από τη Γερμανία, η Reichsbank αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τη εκροή, ωθώντας την οικονομία σε ύφεση. Σε εκείνη την συγκυρία, το Κεντρώο Κόμμα κέρδισε την καγκελαρία και προσπάθησε να ισιώσει το δημοσιονομικό πλοίο με δρακόντειες περικοπές δαπανών. Όμως, όσο περισσότερο η κυβέρνηση περιέκοπτε, τόσο περισσότερο οι Ναζί κέρδιζαν σε απήχηση. Στις εκλογές του 1930, οι Ναζί κέρδισαν το 18,3% των ψήφων και έγιναν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ. Ήταν, στο κάτω – κάτω, το μόνο κόμμα που επιχειρηματολογούσε ενάντια στη λιτότητα. Μέχρι το 1933, καθώς οι περικοπές συνεχίζονταν, πήραν το 43,9% των ψήφων. Η λιτότητα, και όχι ο πληθωρισμός, έδωσαν στον κόσμο τον εθνικοσοσιαλισμό.
Ιαπωνία
Η ιαπωνική κυβέρνηση εφάρμοσε την λιτότητα με μεγαλύτερη συνέπεια και με περισσότερο σθένος από ό, τι εφαρμόστηκε οπουδήποτε αλλού. Μετά την πτώση του χρηματιστηρίου το 1920, αρκετοί γύροι περικοπών δαπανών επιδείνωσαν έναν συνεχιζόμενο αποπληθωρισμό. Το μεγαλύτερο κονδύλι στον προϋπολογισμό του Τόκιο ήταν οι στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες σχεδόν υποδιπλασιάστηκαν κατά την επόμενη δεκαετία. Η Ιαπωνία συνέχισε να περικόπτει τις δαπάνες προκειμένου να επιστρέψει στον «χρυσό κανόνα», κάτι που πέτυχε το 1930 – ακριβώς όταν οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης ξεκίνησαν μια ελεύθερη πτώση, πλήττοντας τις εξαγωγές της Ιαπωνίας. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ιαπωνίας κατέγραψε αρνητικά ποσοστά κατά 9,7% το 1930 και κατά 9,5% το 1931, ενώ τα επιτόκια της εκτοξεύτηκαν. Παρά την κατάρρευση, το Τόκιο επιτάχυνε τις περικοπές των δαπανών, με τον στρατό να φέρει το κύριο βάρος. Μέχρι τα τέλη του 1930, ο στρατός είχε απαυδήσει.
Μετά την κύρωση της Ναυτικής Συνθήκης του Λονδίνου τον Οκτώβριο του 1930, η οποία έθετε όρια στην κατασκευή πολεμικών πλοίων, μια υπερεθνικιστική ομάδα στην Ιαπωνία προσπάθησε να σκοτώσει τον πρωθυπουργό Osachi Hamaguchi (που τελικά υπέκυψε στα τραύματά του). Αργότερα, το 1932, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας Junnosuke Inoue, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας της πολιτικής της λιτότητας σε όλη τη δεκαετία του 1920, δολοφονήθηκε. Ο υπουργός Οικονομικών της νέας κυβέρνησης, Takahashi Korekiyo, εγκατέλειψε την λιτότητα, και η οικονομία άρχισε γρήγορα να γυρνάει, αναπτυσσόμενη κατά μέσο όρο με ρυθμό 4% ετησίως από το 1932 ως το 1936.
Αποδεικνύοντας ότι καμιά καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη, ωστόσο, ο ίδιος
ο Korekiyo δολοφονήθηκε το 1936, μαζί με αρκετά άλλα πολιτικά πρόσωπα.
Από το 1936, η πολιτική κυβέρνηση είχε καταρρεύσει, παρασύροντας μαζί
της τα πειράματα της Ιαπωνίας τόσο με τη δημοκρατία όσο και με την
λιτότητα. Η ιμπεριαλιστική επέκταση της Ιαπωνίας ήταν το αποτέλεσμα.
Πηγή: http://www.logiosermis.net/2013/12/blog-post_5370.html#ixzz2mRj6csTW
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου