Του Σταύρου Καρκαλέτση*
Ο Ραούφ Ντενκτάς είχε δηλώσει το 1995 το εξής φοβερό, θέλοντας να καταδείξει την προσκόλληση των Κυπρίων, Ελλήνων και Τούρκων, στις εθνικές τους ταυτότητες και τις μητέρες-πατρίδες: «Το μοναδικό πράγμα που είναι γνήσια κυπριακό στο νησί, είναι το κυπριώτικο γαιδούρι». Η ιστορία είναι σε γενικές γραμμές γνωστή. Ήταν κάποτε ένα νησί. Το πλέον απομακρυσμένο και απομονωμένο –μαζί με τον Πόντο- κομμάτι του Ελληνισμού. Όπου, ήδη το 1821, με την επανάσταση, έχουμε τα πρώτα σκιρτήματα των υπόδουλων Ελλήνων της Κύπρου και αποστολές επιφανών προσωπικοτήτων του νησιού στις ευρωπαικές αυλές (προκήρυξη της Ρώμης), διεκδικώντας την ένωση με την αγωνιζόμενη Ελλάδα.
Από τότε, και μέσα από μια πορεία δια πυρός και σιδήρου δύο αιώνων, έγιναν πολλά και δραματικά. Η τελευταία μέχρι σήμερα εποποιία του Ελληνισμού συνολικά, αυτή της ΕΟΚΑ, δεν πέτυχε τον αντικειμενικό της σκοπό, παρά τα ολοκαυτώματα και τις αγχόνες. Το γραμμάτιο που κλήθηκε να ξοφλήσει η ΕΟΚΑ ήταν η κατάθεση της κυπριακής ψυχής στο ιστορικό δημοψήφισμα του 1950: Ένωση με την Ελλάδα, 96%.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Πως ο κυπριακός Ελληνισμός υπέγραψε το αίτημά του για εθνική αποκατάσταση μέσα στους κόλπους της μητέρας πατρίδας, με αίμα το 1821 και με μελάνι το 1950. Και ξανά με αίμα στον αγώνα του 1955-59.
Η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ανεξάρτητο κράτος το 1960 ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού της αγγλοκρατούμενης πολιτικής κάστας των Αθηνών. Γιατί ενώ η ΕΟΚΑ στάθηκε αλύγιστη και απροσκύνητη, κατοπινοί «εθνάρχες» σε Αθήνα και Λευκωσία είχαν αρχίσει ήδη τα παζάρια με τους αποικιοκράτες του Λονδίνου, μέσα από μυστικές διαδρομές και διαπραγματεύσεις. Μιλάμε για μια δοτή και κολοβή ανεξαρτησία της Κύπρου, που θα οδηγούσε νομοτελειακά στη διάλυσή της.
Η ίδρυση κράτους το 1960, στάθηκε η θρυαλλίδα που θα διασπούσε τον κόσμο στην Κύπρο, ως προς το εθνικό θέμα. Ενώ μέχρι τότε η τεράστια πλειοψηφία του λαού παρέμενε προσκολλημένη στην αυτοδιάθεση και στο ενωτικό ιδεώδες (ακόμη και η κυπριακή Αριστερά, που σήμερα ηγείται της αντίθετης ιδεολογίας), μετά το 1960 τα πράγματα άλλαξαν. Κι άλλαξαν πολύ.
Το ότι δημιουργήθηκε ανεξάρτητο κράτος, δημιούργησε, αναγκαστικά και απαραίτητα συνάμα, εξουσίες και αξιώματα. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κάστα εξουσίας, μια πυραμίδα που ξεκινούσε από τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατέληγε στον τελευταίο ανθυποτμηματάρχη ή κλητήρα του τάδε υπουργείου ή οργανισμού. Όλοι αυτοί που απέσπασαν κρατικά αξιώματα, είχαν πλέον να υπερασπιστούν τον μικροσυντεχνιακό τους μικρόκοσμο. Είχαν αξιώματα που θα τα έχαναν, αν προχωρούσε η πολιτική ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, που προωθούνταν στην δεκαετία του 1960, ιδίως από τις κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου. Για την ακρίβεια, θα υποβαθμιζόταν ο ρόλος της νεοσχηματισθείσας ελίτ της Λευκωσίας. Κοντολογής: Ένας Κύπριος υπουργός θα μετέπιπτε σε διευθυντή περιφερειακής υπηρεσίας του ελληνικού δημοσίου. Για αυτό ο Μακάριος ζητούσε από τον Παπανδρέου να τον χρίσει Αντιβασιλέα της Ελλάδας σε περίπτωση ένωσης (ταπεινή μου εκτίμηση, να το πιάνω από την ανάποδη: Οι Κυπραίοι, ράτσα πανέξυπνη και δαιμόνια, σε περίπτωση ένωσης όχι μόνο θα δεν θα υποβαθμίζονταν, αλλά θα κυβερνούσαν, μεταφορικά, ολόκληρη την Ελλάδα, όπως έκαναν και οι Κρητικοί, που από το 1912 που ενώθηκαν με το ελληνικό κράτος, έχουν προσφέρει –με διαφορά- τους περισσότερους υπουργούς και πρωθυπουργούς από κάθε άλλη περιοχή).
Τότε, εν πάσει περιπτώσει, άρχισε να καλλιεργείται από τις κυβερνήσεις Μακαρίου η άποψη «δεν είμαι Έλληνας, είμαι Κυπραίος», στα πλαίσια μαις κυπροκεντρικής πλέον θεώρησης, όπου ενυπήρχαν τα σπέρματα της αμφισβήτησης της ελληνικότητας τόπου και ανθρώπων. Αυτό συνεχίστηκε καθ’ όλη την δεκαετία του 1960 και προσέλαβε και πολιτικά συγκρουσιακή διάσταση (μακαριακοί/ανεξαρτησιακοί εναντίον γριβικών/ενωτικών).
Το καίριο πλήγμα στην πορεία αυτή στάθηκε η εγκληματική συμπεριφορά της Ελλάδας το 1974. Και επί χούντας και επί Καραμανλή του πρεσβυτέρου. Η πρώτη, αφού επιδόθηκε σε ένα ηλίθιο πραξικόπημα που έδωσε στην καραδοκούσα Τουρκία το άλλοθι για την εισβολή, την ώρα του «Αττίλα» συνέστησε στην καιόμενη Κύπρο «αυτοσυγκράτηση». Ο δε Καραμανλής, επέδειξε την ίδια απάθεια, «αυτοσυγκρατούμενος» και αυτός, αφού «η Κύπρος ήταν μακριά». Παρ’ ότι όλοι οι ειδήμονες περί τα στρατιωτικά γνωρίζουν πως η Ελλάδα του 1974 διέθετε αεροναυτικό πλεονέκτημα. Κι αυτό το ομολογούν κι οι ίδιοι οι Τούρκοι, παρά τους εδώ καλλιεργούμενους μύθους.
Η συμπεριφορά αυτή της Αθήνας (προσοχή: όχι του ελληνικού λαού!) το 1974, έδωσε το καλύτερο όπλο στους κυπροκεντρικούς της Λευκωσίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Διότι ο ελληνοκεντρικός κόσμος του νησιού έμεινε ιδεολογικά ορφανός, έχοντας να αντιμετωπίσει τη χλεύη της αντίπαλης πλευράς και το «που είναι τώρα η Ελλάδα σας;».
Στην προσπάθεια αυτή, της απονεύρωσης μιας πολύ ισχυρής ελληνικής εθνικής ταυτότητας, οι κυπροκεντρικοί (που στα χρόνια που ακολούθησαν στεγάστηκαν πολιτικά στους επίγονους του μακαριακού ανεξαρτησιασμού) μετεξελίχθηκαν στον περίφημο νεοκυπριακό χώρο, που εκφράστηκε μέσα και από σχετικό σύνδεσμο, ο οποίος και ενέλαβε εργολαβικά τον αφελληνισμό της Κύπρου. Ο νεοκυπριακός χώρος έγινε έτσι η αντιδιαστολή του ελληνοκεντρικού, «ψαρεύοντας» κόσμο από ολόκληρο το¨πολιτικό φάσμα. Το «δεν είμαι Έλληνας-είναι Κύπριος» εκφράζει σήμερα το ίδιο σκληρά έναν σημερινό ultra-νεοφιλελεύθερο γιάπη της Λευκωσίας, όσο και έναν παραδοσιακό αριστερόστροφο κρατιστή του ΑΚΕΛ.
ΚΥΠΡΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΟ «ΕΘΝΟΣ»
Οι αντιλήψεις όλων αυτών που δεν κρύβουν την απέχθειά τους για την Ελλάδα, λειτουργούν ως μηχανισμός παραγωγής (όσο τρελλό κι αν ακούγεται) κυπροκεντρικής εθνικής συνείδησης, η οποία περνά αναγκαστικά μέσα από την απαξίωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Έτσι ερμηνεύονται δηλώσεις του τύπου «και οι δύο λεγόμενες μητέρες πατρίδες εισέβαλαν στην Κύπρο», «οι Κύπριοι έχουν περισσότερα κοινά με τους Σύρους παρά με τους Έλληνες» (δήλωση Δημήτρη Χριστόφια) ή «ξιπετσισμένος κουρκουτάς» (για την Ελλάδα ο χαρακτηρισμός, από τον προκάτοχό του στο ΑΚΕΛ). Φτηνός ανθελληνισμός –το προαναφέραμε- κυριαρχεί όμως και σε «δεξιούς» υποτίθεται πολιτικούς χώρους, ιδεολογικά εκτροφεία ενός νεωτεριστικού κυπριωτισμού που θέλει την Ελλάδα «μακριά κι αγαπημένη…».
Για τους νεοκύπριους, ο αντιιμπεριαλιστικός και αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ υπήρξε λάθος. Ένα άλλο χαρακτηριστικό τους είναι η προσπάθεια επιβολής των ιδεοληψιών τους μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας. Κατηγορούν τους εθνοκεντρικούς πως υποβαθμίζουν την παρουσία των Τουρκοκυπρίων στην ιστορική πορεία του νησιού. Ο Νεοκυπριακός Σύνδεσμος επισημαίνει για παράδειγμα πως είναι «μύθευμα» η συνοχή των εθνικών κρατών και ενοχλείται με την καθιερωμένη άποψη πως «…η Κύπρος ήταν πάντα ένα κομμάτι του αλύτρωτου Ελληνισμού» επισημαίνοντας πως δεν γίνονται επαρκείς αναφορές για τους Τουρκοκυπρίους στην ιστορική πορεία του νησιού.
Η καλλιέργεια μιας νεοκυπριακής εθνικής κουλτούρας και η «με το στανιό» επιβολή της, αγνοεί ότι η Κύπρος απετέλεσε ήδη από τα Τρωικά και τον 14ο-13ο αι. π.Χ. μέρος του ελληνικού κόσμου. τον ελληνικό πολιτισμό.
Ο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ είναι Τουρκοκύπριος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πως διαπερνά και την «άλλη πλευρά» το νεοκυπριακό ιδεολόγημα, μέσα από τα δικά του λόγια: «Υπάρχει ένα ιστορικό δυστύχημα: Πως οι Κύπριοι έπαψαν να σκέφτονται κυπριακά και να αντιλαμβάνονται την Κύπρο σαν μητέρα τους».
Άλλος γνωστός στην κυπριακή εκπαιδευτική κοινότητα υπερασπιστής της γραμμής αυτής, ο Καίσαρας Μαυράτσας, εξηγεί πως «…σήμερα, η νέα τάση είναι ο κυπριωτισμός, ο οποίος συνιστά μια νέα, διαφορετική μορφή εθνικισμού. Η θεωρία αυτή, ότι για να έχουμε ένα βιώσιμο κυπριακό κράτος πρέπει να συγκροτήσουμε μια κοινωνία πολιτών που να είναι νομιμόφρονες στην Κυπριακή Δημοκρατία και όχι στο τουρκικό ή το ελληνικό κράτος».
Eννοείται πως το νεοκυπριακό μπλοκ ήταν από τους βασικούς στυλοβάτες στο εθνοκτόνο «ΝΑΙ» στην καταστροφή της Κύπρου (σχέδιο Ανάν την βάφτισαν…). Η δε απογοήτευσή τους δεν κρυβόταν μετά το χαστούκι της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού κυπριακού λαού.«Δημιουργήθηκε η ελπίδα για κάτι νέο με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., όμως έγινε η συσπείρωση γύρω από το μύθο που καλλιέργησε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος και οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο λύσης στο δημοψήφισμα. Χρειάζεται μια νέα αφήγηση που πρέπει να καλλιεργηθεί στους Κυπρίους, ότι η Κύπρος αποτελεί δίαυλο διακίνησης προσώπων και πολιτισμών», δήλωνε τότε επιφανής εκπρόσωπος των απεθνοποιημένων της Μεγαλονήσου.
Για να φτάσουμε στο σημείο, το 1987, η Αδαμαντία Πολλίς (άλλος διάτων αστέρας του νεοκυπριωτισμού) να συμπεραίνει ότι «…υπάρχουν αρκετά κοινά κυπριακά στοιχεία –και στοιχεία διαφοροποίησης από τις μητέρες πατρίδες– ώστε οι δυσχέρειες στο σχηματισμό μιας κυπριακής εθνοτικής ιδεολογίας να μην είναι πλέον ανυπέρβλητες». Η συγκεκριμένη παραθέτει και ένα «αδιάσειστο» (για κάθε λογικό νου όμως, γελοίο) επιχείρημα: «Η Κύπρος ιστορικά ποτέ δεν ήταν ένα ενσωματωμένο μέρος της Ελλάδας». Λες και όταν δημιουργήθηκε το πρώτο, μικροσκοπικό ελληνικό κράτος, να μην ήσαν εκτός όχι μόνο η Κύπρος, αλλά όλη σχεδόν η σημερινή Ελλάδα (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Αιγαίο, Κρήτη κτλ). «Το γεγονός ότι η Κύπρος είχε διάφορες εμπειρίες κατακτητών και απομεινάρια διάφορων λαών και κουλτουρών», συνεχίζει ακάθεκτη, «δείχνει ότι υπάρχει ένα ξεχωριστό αμάλγαμα». Συμφωνούμε: Τέτοιο «αμάγαλμα» διαπιστώνεται και στα Επτάνησα (ενετοκρατία), στην Κρήτη (ίδιοι οι κατακτητές και η πορεία της με αυτήν της Κύπρου), στην Μακεδονία (σλαβικά και οθωμανικά στοιχεία). Μόνο η Κύπρος γνώρισε λοιπόν «εμπειρίες κατακτητών» για να την εκλάβουμε ως κάτι διαφορετικό; Ο υπόλοιπος ελληνικός χώρος δεν λεηλατούνταν από το 1204 μέχρι τον 20ό αιώνα από κάθε λογής κατακτητές και αφεντικά;
Επιστρέφοντας στον κατεξοχήν υπέρμαχο του «νεοκυπριωτισμού», τον Καίσαρα Μαυράτσα, να αναφέρουμε το επιχείρημά του (και σημαία όλων των νεοκυπρίων) περί διαφορετικής γλώσσας (όχι διαλέκτου, γλώσσας!!!): «Υπάρχουν δυσκολίες κατανόησης της ελληνοκυπριακής(!!!) από τους Ελλαδίτες, οι Ελληνοκύπριοι έχουν τη δική τους γλωσσική ποικιλία η οποία διαφέρει σαφώς από τη γλώσσα που ομιλείται στην Ελλάδα». Εδώ η γλωσσολογία σηκώνει τα χέρια, αφού η πλέον αρχαιοπρεπής και γνήσια ελληνική διάλεκτος σήμερα, βαφτίζεται «γλώσσα».
Είναι τόσος ο «καημός»να διαφοροποιήσουν την Κύπρο από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, που επιστρατεύουν ακόμη και …το χαλλούμι: «Οι δύο κοινότητες της Κύπρου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, μοιράζονται τις ίδιες γαστριμαργικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις: οι κοινοί χοροί όπως το τσιφτετέλι, το θέατρο σκιών (Καραγκιόζης), το κυπριακό τυρί (χαλλούμι) κοκ.». Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε τον γαστρονομικό πλούτο του λαού μας και τα τοπικά προιόντα κάθε περιοχής. Όμως μάλλον δεν αρκεί το χαλλούμι και ο καραγκιόζης για να «κατασκευαστεί» ξέχωρη κυπριακή ταυτότητα.
Από κοντά, επικουρικοί των εθνικά λοβοτομημένων της Λευκωσίας, και οι εν Αθήναις «προοδευτικάριοι» του αεθνικού μετασχηματισμού, όπως η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μυρσίνη Ζορμπά, που θεωρούσε (εποχή σχεδίου Ανάν) ως μόνα χωριστικά στοιχεία των δύο κοινοτήτων της Κύπρου τη γλώσσα και τη θρησκεία, τα οποία αποκάλεσε και «δευτερεύοντα χαρακτηριστικά». (Ελευθεροτυπία, 09.08.2003). Και εδώ, η επιστήμη σηκώνει ανήμπορη τα χέρια: «Δευτερεύοντα χαρακτηριστικά» η θρησκεία και η γλώσσα, και προφανώς πιο σημαντικά το χαλλούμι και ο καραγκιόζης!
Στην αγωνία τους λοιπόν να αποδείξουν πως η Κύπρος είναι «κάτι διαφορετικό» και οι Κύπριοι όχι ακριβώς Έλληνες μα «κάτι άλλο», οι εργολάβοι της εθνικής κατεδάφισης υποπίπτουν στην μια ιστορική ανακρίβεια μετά την άλλη, καταντώντας γραφικοί. Προσέξτε το παρακάτω «επιχείρημα» (από συνέδριο του Νεοκυπριακού Συνδέσμου): «΄Εχουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των Κυπρίων. Υπάρχουν στοιχεία διαφοροποίησης των Κυπρίων από τον Τουρκισμό (sic) και τον Ελληνισμό, όπως η έλλειψη πονηριάς, η ύπαρξη αφέλειας, η συνέπεια και εντιμότητα, η σε υπερβολικό βαθμό ανεκτικότητα». Τα συμπεράσματα σε σένα φίλε αναγνώστη. Στοιχεία ανθρώπινης συμπεριφοράς (υπάρχουν προφανώς πονηροί Κύπριοι και Ελλαδίτες, όπως υπάρχουν και αφελείς) βαφτίζονται εθνικές ιδιαιτερότητες, για να «καταγγελθεί» το εθνικό κέντρο (οι Ελλαδίτες στιγματίζονται συλλήβδην ως ανέντιμοι και πονηροί). Εδώ η «επιστημοσύνη» τους, αγγίζει τα όρια του σκληρού ρατσισμού. Και θλιβερό είναι πόσο αυτά τα στερεότυπα έχουν εμποτίσει και την εδώ, στην Αθήνα, ψευτοπροοδευτική μηχανή «σταμπαρίσματος». Οι Κύπριοι χαρακτηρίζονται από τους ασπόνδυλους και άκαπνους της μικροαθηναικής χωματερής ως στυγνοί έμποροι, συμφεροντολόγοι και «άνευ μπέσας».
Να θυμίσουμε, τονίζοντας πως το εγχείρημα συνεχίζεται, τις αποκαλυπτικές της νεοκυπριώτικης ιδεοληψίας πρόσφατες δηλώσεις του Ανδρέα Χρήστου (προσώπου μάλλον όχι τυχαίου, αφού είναι δήμαρχος Λεμεσού, και πρώην υπουργός του Χριστόφια). Δηλώσεις προς τον πρώην πρέσβη της Ελλάδας στην Κύπρο Χρήστο Ζαχαράκη: «Ο ισχυρισμός για ύπαρξη Ελληνισμού στην Κύπρο συνιστά εσφαλμένη και αναληθή θέση. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους Ελληνοκύπριους αποτελεί συμπτωματικό γεγονός, γιατί αυτή επεβλήθη από μερικές εκατοντάδες Έλληνες όταν στην Κύπρο ζούσε γηγενής πληθυσμός 500.000 ατόμων, επί των οποίων θα μπορούσαν να έχουν υπερισχύσει οι Αιγύπτιοι ή οι Φοίνικες».
Όταν τα υπόλοιπα «επιχειρήματα» τελειώνουν, τότε πάμε στις συμπτώσεις λοιπόν. Συμπτωματικό γεγονός η ελληνική γλώσσα που μιλούν 32 αιώνες τώρα οι Κύπριοι, διασταλτικά σύμπτωση ίσως και η ελληνικότητά τους….
Να μερικοί, ας πούμε βασικοί και πάγιοι τρόποι έκφρασης στην πορεία προς τον εθνικό και θρησκευτικό αποχρωματισμό των Ελλήνων της Κύπρου:
-Η προσπάθεια υιοθέτησης, χρόνια τώρα, κυπριακού εθνικού ύμνου, με κατάργηση του ελληνικού. Εδώ υπάρχει το λογικοφανές επιχείρημα πως αφού η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος, πρέπει να έχει τον δικό της ύμνο.
-Ο πόλεμος κατά της ελληνικής σημαίας, αφού μόνο τυχαίο γεγονός δεν είναι οι βανδαλισμοί (σκίσιμο και κάψιμο ελληνικών σημαιών, κυρίως από νεολαίους της ΑΚΕΛικής νεολαίας ΕΔΟΝ). Όπου πάντως επιχειρήθηκε αφαίρεση της γαλανόλευκης, όπως πριν λίγα χρόνια στο ΡΙΚ, υπήρξαν ισχυρές αντιδράσεις.
-Η ανθελληνική αρθρογραφία σε διάφορα έντυπα, που όχι σπάνια αναφέρεται σε ελληνόφωνη (και όχι ελληνική) κοινότητα στο νησί. Ιδίως σήμερα που η Ελλάδα βρίσκεται στο κατάντημα που την έφεραν οι πολιτικοί της εξάρτησης, οι ριψάσπιδες της Λευκωσίας έχουν ακλόνητα επιχειρήματα: Να ποια είναι η Ελλάδα και τα χάλια της. Τουτέστιν: Να πάθουμε κι εμείς τα ίδια, δηλώνοντας αθεράπευτα Έλληνες;
-Ο σκληρός ανθελληνισμός μέρους της κυπριακής γραφειοκρατίας και η προσπάθεια για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπου μεταρρύθμιση ίσον η συγκροτημένη προσπάθεια για απεθνικοποίησης της Παιδείας και σταδιακής εδραίωσης κυπριακής συνείδησης.
ΟΙ ΒΑΘΥΤΕΡΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΤΑΞΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Σε προηγούμενο τεύχος του «HN» είχε γίνει αναφορά στο ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην εκστρατεία διάβρωσης του εθνικού και πατριωτικού αισθήματος των Κυπρίων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως, την εποχή του σχεδίου Ανάν, τη σκυτάλη από τον Νεοκυπριακό Σύνδεσμο πήραν οι διάφορες ξενοκίνητες και έξωθεν χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ, που μέχρι σήμερα «το παλεύουν σκληρά» για να μεταλλαχθεί η κυπριακή κοινωνία σε πολτό λωτοφάγων, άνευ εθνικής μνήμης και συλλογικής ταυτότητας. Σύγχρονοι καβαφικοί «Ποσειδωνιάται»,διατηρούντες μια αμυδρή περί προγόνων και ταυτότητας ανάμνηση,
Το ευφυολόγημά τους περί κυπριακής εθνικής ταυτότητας πάσχει δομικά. Καταρρίπτεται σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, όπως και το σχέδιο (δια)λυσης που πήγαν να επιβάλλουν το 2004 (ο Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωνε τότε πως το σχέδιο Ανάν ξετιναζόταν από συνταγματικής άποψης σε ελάχιστα λεπτά, όμως το …υπερασπίστηκε!).
Κυπριακό έθνος υπάρχει και υφίσταται, στον βαθμό που υπάρχει και πελοποννησιακό ή θεσσαλικό. Με την νεοκυπριακή λογική, οι Δωδεκανήσιοι που ήσαν μέχρι το 1947 εκτός ελληνικού κράτους θα έπρεπε να λογίζονται έθνος. To ίδιο παλιότερα και οι Επτανήσιοι, επί «Ιονίου Πολιτείας». Είναι φανερό πως συζήτηση έστω τέτοιας υφής, είναι πέραν του γελοίου και δεν αντέχει σε επιστημονική κριτική.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου, και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα στο αρχαιοπρεπές γλωσσικό του ιδίωμα, τα «τζυπραίικα», είναι από τα πιο ακραιφνή τμήματα του λαού μας. Κι όχι μόνο αυτό. Η παρουσία των Τούρκων στην Κύπρο ουδέποτε ξεπέρασε το 15-18%, όταν στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία άγγιζε πριν το 1912 ποσοστά της τάξης του 40%, ενώ και οι Τουρκοκρητικοί πριν το 1922 ξεπερνούσαν το 30% στην Κρήτη. Για να μην θυμίσουμε τον ακράτητο ενθουσιασμό και την εθελοντική κάθοδο χιλιάδων Κυπρίων σε κάθε εθνική παλιγγενεσία, από το 1821 μέχρι το 1940.
Η προσπάθεια καλλιέργειας κυπριακής εθνικής συνείδησης, μπορεί να επανέρχεται δριμύτερη κατά καιρούς, όπως μετά το 1974 ή πιο πρόσφατα με την ΑΚΕΛική διακυβέρνηση. Όμως, μάταιο το εγχείρημα , γιατί προσπαθεί να παραβιάσει αδήριτες ιστορικές νόρμες. Δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον που μιλά, γράφει, σκέφτεται, τραγουδάει, χορεύει, ζει ελληνικά, πως είναι όχι Έλληνας μα «κάτι άλλο». Όταν δε, αδυνατείς να του προσδιορίσεις επακριβώς ποιο είναι αυτό το «κάτι άλλο», το πράγμα καταντά, πλάι στο επικίνδυνο, και αστείο. Μας αφορά όμως το επικίνδυνο. Αν δούμε ποιοι προωθούν έξωθεν μια αεθνική Κύπρο.
Θα αναρωτιούνταν άνετα κάποιος, γιατί τόση πολεμική απέναντι στην Ελλάδα και τα σύμβολά της; Είναι απλώς οι στην Λευκωσία ιδεολογικοί συνοδοιπόροι των αθηναικών Εξαρχείων, που βγάζουν σπυράκια απέναντι σε λέξεις όπως Έθνος και Πατρίδα; Είναι οι αγκυλωμένες αναρχικές ή νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες του σκληρού εξατομικισμού και της αποθέωσης της μονάδας, εξοβελιζομένης της ανθρώπινης προσωπικότητας; Είναι κι αυτά κι άλλα πολλά, όπως και ψυχοπαθητικά σύνδρομα. Κατά την άποψή μου, το κυριότερο από αυτά (και εξηγήσιμο της ανθελληνικής τους υστερίας) είναι η απεγνωσμένη προσπάθειά τους να γίνουν αρεστοί στον Τούρκο κατακτητή. Για να εξασφαλίσουν το νέο-οθωμανικό έλεος και λύπηση. Κοντολογής: «Ξέρουμε πως είστε οι ισχυροί, τα πρώην αφεντικά μας, όμως αφού δεν δηλώνουμε και τόσο Έλληνες, λυπηθείτε μας κι αφήστε μας να συνεχίσουμε να ζούμε εδώ, υπάκουοι και φρόνιμοι…». Έχουμε δηλαδή εθελούσια προσχώρηση στην εθνική αυτοαναίρεση. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε πόσο αποκρουστικά ραγιαδίστικη και πηλιογουσική είναι μια τέτοια μετάλλαξη. Ν’ αλλάζεις ταυτότητα και ιδέες, με την κουτοπόνηρη λογική πως έτσι θα σε λυπηθούν τ’ αφεντικά, τούρκικα και λοιπά…
Το μεγάλο στοίχημα παίζεται σήμερα και θα παίζεται και αύριο στην Κύπρο. Μια Κύπρο που στην πλειοψηφία της επιμένει ελληνικά, και ας προδώθηκε και μια και πέντε και δέκα από το εθνικό κέντρο. Την μάνα Ελλάδα για τους Κυπραίους, που στην πραγματικότητα τους συμπεριφέρθηκε σαν άκαρδη μητριά.
Μια σύμφωνη με τα διεθνώς ισχύοντα και το δίκαιο των λαών προσέγγιση, δεν θα ήθελε προφανώς melt pot θεωρίες στη Μεγαλόνησο. Γιατί αυτές ακριβώς προωθούν οι νεοκύπριοι «προοδευτικοί» και οι αγγλοσάξονες πάτρωνές τους. Κι αυτό τουλάχιστον θα έπρεπε να προβληματίσει: Έξωθεν υποστηρικτές της απεθνοποίησης των Ελλήνων Κυπρίων είναι (και) σήμερα Άγγλοι και Αμερικανοί. Τυχαίο;
Η συμβατή με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο αντίληψη, δεν θέλει την εθνική ισοπέδωση ούτε των Ελλήνων ούτε των Τούρκων στην Κύπρο, όπως την εννοούν και την προοωθούν οι αεθνικοί νεωτεριστές. Πάνω στα ερείπια δεν στήνεις εκ των άνω πλαστές συνειδήσεις. Πόσο μάλλον εθνικές…
Το δίκαιο είναι η συνύπαρξη περνούν μέσα από την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας, όχι από την εξάλειψή της. Θέλουν αλληλοκατανόηση και λληλοαποδοχή. Δημοκρατικά και με βάση την καθιερωμένη διεθνώς αρχή της πλειοψηφίας: Οι Έλληνες της Κύπρου αναλογικά στα αξιώματα και στις εξουσίες, και οι Τούρκοι το ίδιο. Με βάση τα πληθυσμιακά ποσοστά τους να συμμετέχουν στην δημόσια ζωή και να απολαμβάνουν όλα όσα ως μειονότητα (και όχι κοινότητα) δικαιούνται (τονίζω το μειονότητα, γιατί οι Τουρκοκύπριοι που ζουν σήμερα στο νησί δεν ξεπερνούν τις 70.000, ήτοι το 8% περίπου του νομίμου πληθυσμού. Και πουθενά στον κόσμο ποσοστά του 8 ή 10% δεν συνιστούν κοινότητα. Είναι μειονότητα).
Μπορεί οι μπροστάρηδες μια μεταλλαγμένης, αεθνικής Κύπρου, να στηρίζονται σε τούρκικες λόγχες και νεοταξίτικα δολλάρια, έχουμε κι εμείς όμως όπλα. Που στην Κύπρο του σήμερα είναι πιο καλοακονισμένα, απ’ ότι στην μητροπολιτική ψυχορραγούσα Ελλάδα του μνημονίου. Στην πρώτη γραμμή της απόκρουσης της εκστρατείας αφελληνισμού του κυπριακού λαού, χθες και σήμερα, βρίσκονται η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου και η εκπαίδευση. Η Εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου, έχει πίσω της μια βαριά κληρονομιά αγώνων και θυσιών, και πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος επί τουρκοκρατίας και επανάστασης. Το υψηλό επίπεδο της κυπριακής εκπαίδευσης και η προσήλωση των Κυπρίων λειτουργών στις αξίες και τα νάματα των ελληνικών αξιών, δεν χαρίζουν στην κυπριακή εκπαίδευση απλώς μια ανωτερότητα έναντι της παρηκμασμένης ελλαδικής. Είναι ο ισχυρότερος κυματοθραύστης απέναντι στην εθνομηδενιστική εκδοχή της Ιστορίας, που προωθούν οι εν Κύπρω Ρεπούση(δες).
Πριν λίγα χρόνια, ο εν Αθήναις Αμερικανός πρέσβης Μόντι Στέρνς, στο βιβλίο του «Περίπλοκες Συμμαχίες» έγραψε –πρώτος- τα εξής αποκαλυπτικά: «Στην Κύπρο θα πρωτοτυπήσουμε. Διότι οι συνθήκες προσφέρονται για τη δημιουργία ενός αεθνικού κράτους». Στο χέρι ολόκληρου του ελληνικού λαού, σε Ελλάδα και Κύπρο, στο χέρι των αστείρευτων λαικών δυνάμεων, στο χέρι μας, είναι να τους διαψεύσουμε. Γιατί αν αντέξει η Κύπρος, μπορεί να ελπίζει κι η Ελλάδα. Μπορεί στο νησί της Αφροδίτης η κατοχή να’ ναι στρατιωτική και εδώ οικονομική. Όμως τ’ αφεντικά, νέα και παλιά, είναι πάντα αφεντικά. Τα ονόματα αλλάζουν. Το θέμα είναι να μην αλλάξουμε εμείς. Κι αν τα ζώπυρά μας μείνουν αναλλοίωτα, αν δεν καταντήσουμε μεταλλαγμένοι, τότε δεν θα γίνουμε η μασημένη τροφή κανενός.
Το ξέρουν, και για αυτό –ακόμα και πάντα- μας υπολογίζουν και μας φοβούνται…
Ας ξανακάνουμε το απρόβλεπτο και το ηρωικό, μέρος του παλιού, καλού μας εαυτού…
* Iστορικός, αμυντικός αναλυτής, πρόεδρος ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Ηellenic Nexus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου