Το Βρετανικό
Υπ. Εξωτερικών αποδέσμευσε σήμερα 1.5.2014 έγγραφα για το έτος 1982, που αφορούν
στην Κύπρο, την Ελλάδα, την Τουρκία και άλλες χώρες...
ΜΕΡΟΣ Α’
Μεταξύ των σημαντικότερων θεμάτων που απασχολούσαν την πολιτική τον χρόνο αυτό (1982) είναι η ανάμιξη του ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Hugo Gobbi, οι επαφές και οι προσπάθειές του να προωθήσει διζωνική λύση του Κυπριακού, η θέση του τότε προέδρου Σπύρου Κυπριανού, η συνεργασία ΔΗΚΟ-ΑΚΕΛ, η επίσκεψη Ανδρέα Παπανδρέου στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 1982, η άρνηση των Βρετανών να πωλούν οπλισμό στην Κυπριακή Δημοκρατία, η θέση Ντενκτάς έναντι των βάσεων, το θέμα των Αγνοουμένων, το θέμα των Βαρωσίων, η πρόταση Λόρδου για επανεγκατάσταση τόσο των Βαρωσίων όσο και των πέριξ χωριών στη νεκρή ζώνη ως ομόσπονδη περιοχή υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, η επιστολή Τζόνσον το 1964 προς Ινονού, πώς έβλεπαν οι Βρετανοί τις διάφορες προσωπικότητες στην Κύπρο, και άλλα τα οποία θα καλύψουμε.
Οι διζωνικές θέσεις των Τουρκοκυπρίων
Στη συνάντηση της 11ης Μαΐου 1982, με θέμα τις «Ελευθερίες», οι Τουρκοκύπριοι έθεσαν και πάλιν αναθεωρημένη πρόταση, με την οποία ζητούσαν όπως η ουσιώδης βάση ενός δικοινοτικού και εδαφικά διζωνικού ομόσπονδου συστήματος θα αποτελείται από δύο ομόσπονδα κράτη, στα οποία η κάθε κοινότητα θα έχει δικαιοδοσία στη δική της ζώνη. Ασφάλεια με διάφορες πτυχές, οικονομική βιωσιμότητα, αποφυγή περαιτέρω επανεγκατάστασης ατόμων εκτός όσων ήδη επανεγκαταστάθηκαν, το δικαίωμα του κάθε «κράτους» να εφαρμόζει νόμους για τον έλεγχο της χρήσης περιουσίας, που προνοούσε και τη δημιουργία δύο δικοινοτικών συμβουλευτικών επιτροπών, για να «βοηθήσουν τις ανάλογες Αρχές να υλοποιούν αυτά τα δικαιώματα».
Ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γ.Γ. του ΟΗΕ Γ. Γκόμπι είχε επίσης προσθέσει και τη δική του ιδέα για ταμείο αποζημίωσης, και είχε ενθαρρυνθεί από τις τουρκοκυπριακές προτάσεις, οι οποίες ενσωμάτωναν μεγάλο μέρος των δικών του ιδεών, καθώς και από την ελληνοκυπριακή αντίδραση. «Ο κ. Μαυρομάτης (Ε/κ συνομιλητής) χαρακτήρισε τις προτάσεις ως ‘εποικοδομητικές’ και αναμένεται να τις σχολιάσει στην επόμενη συνάντηση της 13ης Μαΐου», συμπλήρωνε τηλεγράφημα 12 Μαΐου 1982, από την Υπ. Αρμοστεία στη Λευκωσία προς το Υπ. Άμυνας στο Λονδίνο, τη βρετανική αντιπροσωπία στη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον και άλλες αντιπροσωπίες της Βρετανίας.
Βρετανικό «εμπάργκο» εξοπλισμού στην Κ.Δ.
Τον Οκτώβριο του 1982, Υπουργοί στο Φόρεϊν Όφις απέρριψαν αίτηση της βρετανικής εταιρείας Alvis Ltd να πωλήσει τεθωρακισμένα αυτοκίνητα (Stormer armoured personnel carriers) στην Κύπρο.
Το Φόρεϊν Όφις θεωρούσε την πώληση αμυντικού εξοπλισμού στην Κύπρο ως ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Η γενική τους πρακτική ήταν να μην προμηθεύουν με όπλα την Εθνική Φρουρά και να εγκρίνουν μόνον πωλήσεις ανταλλακτικών και βοηθητικών εξοπλισμών, σύμφωνα με τις απόψεις της Υπάτης Αρμοστείας στη Λευκωσία για την κάθε περίπτωση. Είναι βέβαια συζητήσιμο, έγραφαν, «ότι τα τεθωρακισμένα δεν είναι, αυστηρώς ομιλούντες, όπλα.
Όμως μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιθετική δυνατότητα και εξασφάλισή τους σε ποσότητες θα αυξήσει τη στρατιωτική τους ικανότητα σημαντικά (παρόλο που δεν θα αλλάξει το ισοζύγιο δυνάμεων υπέρ τους, εφόσον τα τουρκικά στρατεύματα είναι κατά πολύ ανώτερα από τα δικά τους τόσο σε αριθμό όσο και οχήματα). Τέτοιες πωλήσεις από βρετανική εταιρεία στους Ελληνοκυπρίους θα προκαλέσει έντονη κριτική τόσο από τους Τούρκους όσο και τους Τουρκοκυπρίους, θα διασαλευτούν οι σχέσεις μας μαζί τους και ο αμερόληπτος ρόλος που επιδιώκουμε να παίζουμε με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ και στο διακοινοτικό πρόβλημα θα επηρεαστεί σοβαρά».
Η παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου 1982
Σε φάκελο διατηρούνται δεκάδες φωτογραφίες από τη στρατιωτική παρέλαση την ημέρα της Ανεξαρτησίας, με τις εξής σημειώσεις από τις βρετανικές στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών στην Κύπρο:
«Η πρώτη μεγάλη παρέλαση της Εθνικής Φρουράς των Ελληνοκυπρίων στη Λευκωσία από το 1973 έλαβε χώρα την ημέρα της Ανεξαρτησίας την 1ην Οκτωβρίου 1982. Το πιο σημαντικό από αυτήν την παρέλαση ήταν η ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε ορισμένες νέες παραλαβές οπλισμού από τους Ελληνοκυπρίους. Για ενημέρωση στέλνεται μια συλλογή από φωτογραφίες με τους πιο σημαντικούς εξοπλισμούς».
Το θέμα των Αγνοουμένων
Το 1982 ήταν μια χρονιά που συζητιόταν το θέμα των Αγνοουμένων. Ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού είχε γράψει τον Απρίλιο του 1982 στην Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, ζητώντας υποστήριξη προς τις ελληνοκυπριακές προσπάθειες για πιέσεις πάνω στην Τουρκία για πληροφορίες για τους αγνοουμένους. Τον Ιούνιο του 1982, το Φόρεϊν Όφις, συζητώντας το θέμα, έγραψε ότι ήσαν πολύ κοντά στην πιθανότητα πραγματικής διερεύνησης και ήταν σημαντικό, έγραφαν, οι Ελληνοκύπριοι να μη χάσουν αυτήν την ευκαιρία που προσφερόταν, εγκαταλείποντας την επιτροπή για τη διερεύνηση.
Η Λαίδη Έλις, αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επισκέφθηκε ξανά την Κύπρο μεταξύ 21-26 Οκτωβρίου. Αυτήν τη φορά ως εκπρόσωπος για τους Αγνοουμένους της πολιτικής επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου. Οι Τουρκοκύπριοι δεν δέχτηκαν να τη δουν, κατηγορώντας τη για μεροληψία υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Στο Λονδίνο, εν τω μεταξύ, τα έγγραφα για το 1982 περιέχουν πολλές αιτήσεις από Ελληνοκυπρίους στη Βρετανία που αποτείνονταν στους κατά τόπους βουλευτές τους, ζητώντας βοήθεια για την ανεύρεση της τύχης συγγενικών τους προσώπων, συμπληρώνοντας και αίτηση που προφανώς είχε ετοιμαστεί από δική μας επιτροπή στο Λονδίνο, για μαζική αποστολή αιτήσεων.
Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ζούσαν
Σε εσωτερικό σημείωμα είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά αξιωματούχων του Φόρεϊν Όφις, οι οποίοι ετοιμάζοντας σημειώσεις/οδηγίες για τη Λαίδη Έλις για το θέμα, έγραψαν στις 2 Ιουνίου 1982: «Οι σημειώσεις που ετοιμάστηκαν για τη Βαρώνη Έλις δεν περιλαμβάνουν εισήγηση για τη γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει. Νομίζω πρέπει να της πούμε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει έγκυρη μαρτυρία που να λέει ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα είναι ακόμα στη ζωή και ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι το δέχονται τώρα αυτό. Εν τη απουσία έρευνας, όμως, η κυπριακή κυβέρνηση νιώθει υποχρεωμένη να κρατά το δημόσιο ενδιαφέρον προσηλωμένο στο θέμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βρίσκουν προπαγανδιστικά βοηθητικό να εκθέτουν τους Τούρκους.
Όμως το παραμικρό στοιχείο αμφιβολίας σε σχέση με την τύχη των αγνοουμένων στοιχίζει πραγματική αγωνία στις οικογένειές τους και γι’ αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Αμφότερες οι πλευρές στο παρελθόν ευθύνονται για καθυστερήσεις. Η επιμονή των Ελληνοκυπρίων σε διεθνείς νίκες προπαγάνδας, όπως εκείνη στο τρίτο ψήφισμα της Επιτροπής, το μόνο που καταφέρνει είναι να δίνει δικαιολογίες στους Τούρκους να διακόπτουν προσπάθειες να ξεκαθαρίσει το θέμα δικοινοτικά… Η δημιουργία της επιτροπής πέρυσι τον Απρίλιο ήταν κάτι σαν θρίαμβος για τον Γκόμπι…».
Τα χρέη της Βρετανίας σε σχέση με τις βάσεις
Η κυπριακή κυβέρνηση επανέφερε κατά χρονικά διαστήματα το θέμα των οφειλών της Βρετανίας σύμφωνα με τις Συνθήκες του 1960 και τις οποίες είχε σταματήσει η Βρετανία το 1965. Οι Βρετανοί το 1982 ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν νομική υποχρέωση να πληρώσουν μετά το 1965. Το 1978 έγραφαν ότι είχαν προσφέρει £7,5 εκ. σε δάνειο, στο πλαίσιο ανοικοδόμησης μετά την εισβολή. Η κυπριακή κυβέρνηση αρνήθηκε να το δεχθεί, γιατί οι Βρετανοί είχαν πει ότι θεωρούν ότι με αυτό αποδεσμεύονταν από τις υποχρεώσεις τους. Ο τότε Υπ. Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης είχε πάει στο Λονδίνο για το θέμα αυτό τον Μάιο του 1982, όμως μετά έπεσαν οι τόνοι.
Η Δεκέλεια να διδόταν στους Τούρκους
Στις 17 Μαΐου 1982, ο Ρ. Ντενκτάς συναντήθηκε με τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή στην Κύπρο, συνοδευόμενος από τον Τουρκοκύπριο Κενάν Ατακόλ.
Ο Ντενκτάς έθεσε το θέμα των βρετανικών βάσεων και την επίσκεψη Ρολάνδη στο Λονδίνο. Είπε ότι από τα £12 εκ. λίρες χορηγίας που είχε δώσει η βρετανική κυβέρνηση αρχές της δεκαετίας του 1960, το £1,5 εκ. είχε δοθεί στους Τουρκοκυπρίους. Ήλπιζε ότι, αν εδίδοντο εκ νέου νέες χορηγίες, σημαντικό ποσό θα έπρεπε να πήγαινε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Απέφυγε να αναφερθεί δημόσια στο θέμα, για να μη δημιουργήσει δυσκολίες.
Ο Ντενκτάς είπε, επίσης, ότι σε περίπτωση αποχώρησης των Βρετανών από τις βρετανικές κυρίαρχες περιοχές, μία από τις βάσεις (δηλαδή εκείνη της Δεκέλειας) έπρεπε να δοθεί στους Τουρκοκυπρίους. Ο Ύπατος Αρμοστής ανέφερε ότι δεν προβλεπόταν τέτοια αποχώρηση. Το ΑΚΕΛ, είπε ο Ντενκτάς, με την καθοδήγηση των Σοβιετικών υποστήριξε τις συνομιλίες, όμως η ευρύτερη πολιτική του μπορούσε να ήταν διαφορετική. Η τουρκοκυπριακή πλευρά καλωσόριζε το σημείο στη συμφωνία ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ, που αναφερόταν σε «ένα ομόσπονδο κράτος αποτελούμενο από δύο επαρχίες (provinces) (ή περιοχές districts), μία κάτω από ελληνοκυπριακή και μία κάτω από τουρκοκυπριακή διοίκηση».
Μεταξύ των σημαντικότερων θεμάτων που απασχολούσαν την πολιτική τον χρόνο αυτό (1982) είναι η ανάμιξη του ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Hugo Gobbi, οι επαφές και οι προσπάθειές του να προωθήσει διζωνική λύση του Κυπριακού, η θέση του τότε προέδρου Σπύρου Κυπριανού, η συνεργασία ΔΗΚΟ-ΑΚΕΛ, η επίσκεψη Ανδρέα Παπανδρέου στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 1982, η άρνηση των Βρετανών να πωλούν οπλισμό στην Κυπριακή Δημοκρατία, η θέση Ντενκτάς έναντι των βάσεων, το θέμα των Αγνοουμένων, το θέμα των Βαρωσίων, η πρόταση Λόρδου για επανεγκατάσταση τόσο των Βαρωσίων όσο και των πέριξ χωριών στη νεκρή ζώνη ως ομόσπονδη περιοχή υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, η επιστολή Τζόνσον το 1964 προς Ινονού, πώς έβλεπαν οι Βρετανοί τις διάφορες προσωπικότητες στην Κύπρο, και άλλα τα οποία θα καλύψουμε.
Οι διζωνικές θέσεις των Τουρκοκυπρίων
Στη συνάντηση της 11ης Μαΐου 1982, με θέμα τις «Ελευθερίες», οι Τουρκοκύπριοι έθεσαν και πάλιν αναθεωρημένη πρόταση, με την οποία ζητούσαν όπως η ουσιώδης βάση ενός δικοινοτικού και εδαφικά διζωνικού ομόσπονδου συστήματος θα αποτελείται από δύο ομόσπονδα κράτη, στα οποία η κάθε κοινότητα θα έχει δικαιοδοσία στη δική της ζώνη. Ασφάλεια με διάφορες πτυχές, οικονομική βιωσιμότητα, αποφυγή περαιτέρω επανεγκατάστασης ατόμων εκτός όσων ήδη επανεγκαταστάθηκαν, το δικαίωμα του κάθε «κράτους» να εφαρμόζει νόμους για τον έλεγχο της χρήσης περιουσίας, που προνοούσε και τη δημιουργία δύο δικοινοτικών συμβουλευτικών επιτροπών, για να «βοηθήσουν τις ανάλογες Αρχές να υλοποιούν αυτά τα δικαιώματα».
Ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γ.Γ. του ΟΗΕ Γ. Γκόμπι είχε επίσης προσθέσει και τη δική του ιδέα για ταμείο αποζημίωσης, και είχε ενθαρρυνθεί από τις τουρκοκυπριακές προτάσεις, οι οποίες ενσωμάτωναν μεγάλο μέρος των δικών του ιδεών, καθώς και από την ελληνοκυπριακή αντίδραση. «Ο κ. Μαυρομάτης (Ε/κ συνομιλητής) χαρακτήρισε τις προτάσεις ως ‘εποικοδομητικές’ και αναμένεται να τις σχολιάσει στην επόμενη συνάντηση της 13ης Μαΐου», συμπλήρωνε τηλεγράφημα 12 Μαΐου 1982, από την Υπ. Αρμοστεία στη Λευκωσία προς το Υπ. Άμυνας στο Λονδίνο, τη βρετανική αντιπροσωπία στη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον και άλλες αντιπροσωπίες της Βρετανίας.
Βρετανικό «εμπάργκο» εξοπλισμού στην Κ.Δ.
Τον Οκτώβριο του 1982, Υπουργοί στο Φόρεϊν Όφις απέρριψαν αίτηση της βρετανικής εταιρείας Alvis Ltd να πωλήσει τεθωρακισμένα αυτοκίνητα (Stormer armoured personnel carriers) στην Κύπρο.
Το Φόρεϊν Όφις θεωρούσε την πώληση αμυντικού εξοπλισμού στην Κύπρο ως ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Η γενική τους πρακτική ήταν να μην προμηθεύουν με όπλα την Εθνική Φρουρά και να εγκρίνουν μόνον πωλήσεις ανταλλακτικών και βοηθητικών εξοπλισμών, σύμφωνα με τις απόψεις της Υπάτης Αρμοστείας στη Λευκωσία για την κάθε περίπτωση. Είναι βέβαια συζητήσιμο, έγραφαν, «ότι τα τεθωρακισμένα δεν είναι, αυστηρώς ομιλούντες, όπλα.
Όμως μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιθετική δυνατότητα και εξασφάλισή τους σε ποσότητες θα αυξήσει τη στρατιωτική τους ικανότητα σημαντικά (παρόλο που δεν θα αλλάξει το ισοζύγιο δυνάμεων υπέρ τους, εφόσον τα τουρκικά στρατεύματα είναι κατά πολύ ανώτερα από τα δικά τους τόσο σε αριθμό όσο και οχήματα). Τέτοιες πωλήσεις από βρετανική εταιρεία στους Ελληνοκυπρίους θα προκαλέσει έντονη κριτική τόσο από τους Τούρκους όσο και τους Τουρκοκυπρίους, θα διασαλευτούν οι σχέσεις μας μαζί τους και ο αμερόληπτος ρόλος που επιδιώκουμε να παίζουμε με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ και στο διακοινοτικό πρόβλημα θα επηρεαστεί σοβαρά».
Η παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου 1982
Σε φάκελο διατηρούνται δεκάδες φωτογραφίες από τη στρατιωτική παρέλαση την ημέρα της Ανεξαρτησίας, με τις εξής σημειώσεις από τις βρετανικές στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών στην Κύπρο:
«Η πρώτη μεγάλη παρέλαση της Εθνικής Φρουράς των Ελληνοκυπρίων στη Λευκωσία από το 1973 έλαβε χώρα την ημέρα της Ανεξαρτησίας την 1ην Οκτωβρίου 1982. Το πιο σημαντικό από αυτήν την παρέλαση ήταν η ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε ορισμένες νέες παραλαβές οπλισμού από τους Ελληνοκυπρίους. Για ενημέρωση στέλνεται μια συλλογή από φωτογραφίες με τους πιο σημαντικούς εξοπλισμούς».
Το θέμα των Αγνοουμένων
Το 1982 ήταν μια χρονιά που συζητιόταν το θέμα των Αγνοουμένων. Ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού είχε γράψει τον Απρίλιο του 1982 στην Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, ζητώντας υποστήριξη προς τις ελληνοκυπριακές προσπάθειες για πιέσεις πάνω στην Τουρκία για πληροφορίες για τους αγνοουμένους. Τον Ιούνιο του 1982, το Φόρεϊν Όφις, συζητώντας το θέμα, έγραψε ότι ήσαν πολύ κοντά στην πιθανότητα πραγματικής διερεύνησης και ήταν σημαντικό, έγραφαν, οι Ελληνοκύπριοι να μη χάσουν αυτήν την ευκαιρία που προσφερόταν, εγκαταλείποντας την επιτροπή για τη διερεύνηση.
Η Λαίδη Έλις, αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επισκέφθηκε ξανά την Κύπρο μεταξύ 21-26 Οκτωβρίου. Αυτήν τη φορά ως εκπρόσωπος για τους Αγνοουμένους της πολιτικής επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου. Οι Τουρκοκύπριοι δεν δέχτηκαν να τη δουν, κατηγορώντας τη για μεροληψία υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Στο Λονδίνο, εν τω μεταξύ, τα έγγραφα για το 1982 περιέχουν πολλές αιτήσεις από Ελληνοκυπρίους στη Βρετανία που αποτείνονταν στους κατά τόπους βουλευτές τους, ζητώντας βοήθεια για την ανεύρεση της τύχης συγγενικών τους προσώπων, συμπληρώνοντας και αίτηση που προφανώς είχε ετοιμαστεί από δική μας επιτροπή στο Λονδίνο, για μαζική αποστολή αιτήσεων.
Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ζούσαν
Σε εσωτερικό σημείωμα είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά αξιωματούχων του Φόρεϊν Όφις, οι οποίοι ετοιμάζοντας σημειώσεις/οδηγίες για τη Λαίδη Έλις για το θέμα, έγραψαν στις 2 Ιουνίου 1982: «Οι σημειώσεις που ετοιμάστηκαν για τη Βαρώνη Έλις δεν περιλαμβάνουν εισήγηση για τη γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει. Νομίζω πρέπει να της πούμε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει έγκυρη μαρτυρία που να λέει ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα είναι ακόμα στη ζωή και ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι το δέχονται τώρα αυτό. Εν τη απουσία έρευνας, όμως, η κυπριακή κυβέρνηση νιώθει υποχρεωμένη να κρατά το δημόσιο ενδιαφέρον προσηλωμένο στο θέμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βρίσκουν προπαγανδιστικά βοηθητικό να εκθέτουν τους Τούρκους.
Όμως το παραμικρό στοιχείο αμφιβολίας σε σχέση με την τύχη των αγνοουμένων στοιχίζει πραγματική αγωνία στις οικογένειές τους και γι’ αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Αμφότερες οι πλευρές στο παρελθόν ευθύνονται για καθυστερήσεις. Η επιμονή των Ελληνοκυπρίων σε διεθνείς νίκες προπαγάνδας, όπως εκείνη στο τρίτο ψήφισμα της Επιτροπής, το μόνο που καταφέρνει είναι να δίνει δικαιολογίες στους Τούρκους να διακόπτουν προσπάθειες να ξεκαθαρίσει το θέμα δικοινοτικά… Η δημιουργία της επιτροπής πέρυσι τον Απρίλιο ήταν κάτι σαν θρίαμβος για τον Γκόμπι…».
Τα χρέη της Βρετανίας σε σχέση με τις βάσεις
Η κυπριακή κυβέρνηση επανέφερε κατά χρονικά διαστήματα το θέμα των οφειλών της Βρετανίας σύμφωνα με τις Συνθήκες του 1960 και τις οποίες είχε σταματήσει η Βρετανία το 1965. Οι Βρετανοί το 1982 ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν νομική υποχρέωση να πληρώσουν μετά το 1965. Το 1978 έγραφαν ότι είχαν προσφέρει £7,5 εκ. σε δάνειο, στο πλαίσιο ανοικοδόμησης μετά την εισβολή. Η κυπριακή κυβέρνηση αρνήθηκε να το δεχθεί, γιατί οι Βρετανοί είχαν πει ότι θεωρούν ότι με αυτό αποδεσμεύονταν από τις υποχρεώσεις τους. Ο τότε Υπ. Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης είχε πάει στο Λονδίνο για το θέμα αυτό τον Μάιο του 1982, όμως μετά έπεσαν οι τόνοι.
Η Δεκέλεια να διδόταν στους Τούρκους
Στις 17 Μαΐου 1982, ο Ρ. Ντενκτάς συναντήθηκε με τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή στην Κύπρο, συνοδευόμενος από τον Τουρκοκύπριο Κενάν Ατακόλ.
Ο Ντενκτάς έθεσε το θέμα των βρετανικών βάσεων και την επίσκεψη Ρολάνδη στο Λονδίνο. Είπε ότι από τα £12 εκ. λίρες χορηγίας που είχε δώσει η βρετανική κυβέρνηση αρχές της δεκαετίας του 1960, το £1,5 εκ. είχε δοθεί στους Τουρκοκυπρίους. Ήλπιζε ότι, αν εδίδοντο εκ νέου νέες χορηγίες, σημαντικό ποσό θα έπρεπε να πήγαινε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Απέφυγε να αναφερθεί δημόσια στο θέμα, για να μη δημιουργήσει δυσκολίες.
Ο Ντενκτάς είπε, επίσης, ότι σε περίπτωση αποχώρησης των Βρετανών από τις βρετανικές κυρίαρχες περιοχές, μία από τις βάσεις (δηλαδή εκείνη της Δεκέλειας) έπρεπε να δοθεί στους Τουρκοκυπρίους. Ο Ύπατος Αρμοστής ανέφερε ότι δεν προβλεπόταν τέτοια αποχώρηση. Το ΑΚΕΛ, είπε ο Ντενκτάς, με την καθοδήγηση των Σοβιετικών υποστήριξε τις συνομιλίες, όμως η ευρύτερη πολιτική του μπορούσε να ήταν διαφορετική. Η τουρκοκυπριακή πλευρά καλωσόριζε το σημείο στη συμφωνία ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ, που αναφερόταν σε «ένα ομόσπονδο κράτος αποτελούμενο από δύο επαρχίες (provinces) (ή περιοχές districts), μία κάτω από ελληνοκυπριακή και μία κάτω από τουρκοκυπριακή διοίκηση».
ΦΑΝΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΥ
Δημοσιογράφος – ερευνήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου