Ήρθαν
οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά
τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και
έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους
ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν
τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν
γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους·
και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν· και
έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν. Ένας Τούρκος έκανε αναφορά
στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν
με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο
εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους
έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος
και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους
είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και
σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη.
Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην
πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και
‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να
σωθούμε».
Έτσι οι εχθροί
έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της
ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή
τους άρπαζαν ζωντανούς· όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν.
Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς.
Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και
έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και
μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά
και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν.
Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες.
Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του
Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα
τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν.
Το ίδιο έκαναν
και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν
διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα,
έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις
ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν
πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα
έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα· και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα
ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν. Ω, η σοφή
σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη.
Και
έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού,
τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ
και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το
αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο
ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο
θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και
ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και
παιδιά. Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ;
Παντού πλημμύριζε το κακό και
έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις
τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών,
τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί
ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε
τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο
και αμόλυντο. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε
πόλη και χώρα που κατοικούν χριστιανοί. Κανέναν αυλόγυρο και κανένα
σπίτι δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να τα σκάψουν για να βρουν τάχα
κρυμμένα χρήματα. Βρήκαν πολλούς θησαυρούς, παλιούς και νέους, και άλλα
πολύτιμα πράγματα που τα σφετερίστηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου