του Παντελή
Καρύκα-Συγγραφέα – hellasforce.com
Το πρώτο σοβαρό επεισόδιο μεταξύ του Ελληνικού και του Βουλγαρικού Στρατού σημειώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1912, στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης. Οι Βούλγαροι ήλεγχαν τη σιδηροδρομική γραμμή σε όλο της το μήκος, εκτός από το τμήμα της από τη Θεσσαλονίκη ως το 14ο χιλιόμετρο. Στο σημείο αυτό είχε εγκατασταθεί ελληνικό φυλάκιο στο οποίο είχε τοποθετηθεί ως φρουρά ο 6ος Λόχος του 21ου Συντάγματος Πεζικού.
Σε φυλάκιο στο πλέον προωθημένο σημείο είχαν εγκατασταθεί 20 Έλληνες στρατιώτες, με επικεφαλής υπαξιωματικό. Τις μεσημβρινές ώρες της 21ης Νοεμβρίου, 90 Βούλγαροι στρατιώτες περικύκλωσαν το ελληνικό φυλάκιο και υποχρέωσαν τους Έλληνες στρατιώτες να το εγκαταλείψουν. Προς στιγμή απειλήθηκε σύρραξη μεταξύ των βουλγαρικών δυνάμεων και ελληνικών ενισχύσεων. Τελικά χάρη στην ψυχραιμία των Ελλήνων το επεισόδιο δεν έλαβε μεγαλύτερη έκταση. Το ίδιο βράδυ η ελληνική φρουρά επανήλθε στις θέσεις της.
Νέα επεισόδια ξέσπασαν τον Φεβρουάριο του 1913, αρχικά στην περιοχή της Αριδαίας, με τη συμμετοχή των παλαιών γνωστών, των κομιτατζήδων. Και εδώ τα ελληνικά τμήματα επέδειξαν ψυχραιμία μα και αποφασιστικότητα και η κλιμάκωση της έντασης αποφεύχθηκε.
Αν στην Αριδαία η μάχη αποφεύχθηκε, δεν συνέβη το ίδιο και στη Νιγρίτα και στα Νέα Κερδύλια. Η περιοχή είχε απελευθερωθεί ήδη από τις 22 Οκτωβρίου από ελληνικά τμήματα. Ελληνικές αρχές είχαν εγκατασταθεί και όλα έδειχναν ότι η ζωή θα έβρισκε και πάλι τους κανονικούς της ρυθμούς. Οι Βούλγαροι όμως είχαν άλλη άποψη.
Λίγο μετά την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών έφτασαν στην περιοχή βουλγαρικές δυνάμεις, δήθεν για να αναπαυθούν. Από τη στιγμή της άφιξής τους όμως οι Βούλγαροι δεν έπαψαν να προκαλούν και πάνω από όλα να αμφισβητούν τη νομιμότητα της ελληνικής διοίκησης στην περιοχή. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι ελληνικές δυνάμεις γύρω και μέσα στη Νιγρίτα ενισχύθηκαν. Το αυτό έπραξαν και οι Βούλγαροι.
Η υποβόσκουσα ένταση δεν άργησε να ξεσπάσει. Στις 16 Φεβρουαρίου βουλγαρική συμμορία, υπό τον κομιτατζή Λευτέροφ, επιτέθηκε κατά ελληνικού σκάφους που ξεφόρτωνε εφόδια για τον στρατό στο λιμάνι του χωριού των Νέων Κερδυλίων.
Η ελληνική φρουρά απάντησε στα πυρά και η μάχη γενικεύτηκε και διήρκεσε επτά ώρες. Πολλοί άνδρες και από τα δύο μέρη έπεσαν. Τέσσερις μέρες αργότερα ισχυρό απόσπασμα του Βουλγαρικού Στρατού επιτέθηκε απροκάλυπτα κατά της Νιγρίτας. Ακολούθησε άγρια μάχη στην οποία οι Βούλγαροι νικήθηκαν και, ύστερα από τέσσερις μέρες αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους 150 νεκρούς και τραυματίες. Θα έρχονταν όμως και χειρότερα.
Από τα τέλη Απριλίου ως την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, στην περιοχή του Παγγαίου διεξήχθησαν κανονικές μάχες μεταξύ της VII Μεραρχίας Πεζικού και ισχυρών βουλγαρικών δυνάμεων. Στην περιοχή του χωριού Αγγίστα το 19ο Σύνταγμα Πεζικού της VII Μεραρχίας, έδωσε επική μάχη με διπλάσιες βουλγαρικές δυνάμεις, που υποστηρίζονταν από ιππικό και πυροβολικό.
Μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού, το σύνταγμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι Βούλγαροι εισήλθαν σε χωριά της περιοχής και επιδόθηκαν σε ένα όργιο αίματος, φωτιάς και λεηλασίας. Όσοι κάτοικοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν, καθώς και μερικοί δυστυχείς, βαριά τραυματισμένοι Έλληνες στρατιώτες, σφάχτηκαν ανηλεώς. Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε να ξεσπάσει και επίσημα.
Για αυτό η ελληνική κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με την σερβική και στις 19 Μαΐου κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης αμυντικής συμμαχίας. Βάσει της συνθήκης καθορίζονταν και τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Οι δύο σύμμαχοι προσπάθησαν εξ αρχής να έρθουν σε συνεννόηση με τη Βουλγαρία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι Έλληνες και Σέρβοι άρχισαν να προετοιμάζονται για τον επικείμενο πόλεμο που οι πρώην σύμμαχοί τους, τους επέβαλαν.
Ως τα μέσα Ιουνίου του 1913 στη Μακεδονία είχαν συγκεντρωθεί, υπό τη διοίκηση του βασιλιά πια Κωνσταντίνου, 110.000 άνδρες, οι οποίοι επάνδρωναν 82 τάγματα πεζικού, 42 πυροβολαρχίες, 8 μεραρχιακές ημιλαρχίες, 8 ίλες ιππικού και 30 λόχους ασφαλείας. Όλοι γνώριζαν και όλοι, από τον βασιλιά ως τον τελευταίο στρατιώτη, ήταν έτοιμοι για τον νέο πόλεμο με τους Βούλγαρους. Με υψηλό ηθικό και ενισχυμένος, μετά τη συγκρότηση δύο νέων μεραρχιών, ο Ελληνικός Στρατός ήταν και πάλι έτοιμος να πράξει το καθήκον του, να προασπίσει τα εθνικά δίκαια.
Το πρώτο σοβαρό επεισόδιο μεταξύ του Ελληνικού και του Βουλγαρικού Στρατού σημειώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1912, στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης. Οι Βούλγαροι ήλεγχαν τη σιδηροδρομική γραμμή σε όλο της το μήκος, εκτός από το τμήμα της από τη Θεσσαλονίκη ως το 14ο χιλιόμετρο. Στο σημείο αυτό είχε εγκατασταθεί ελληνικό φυλάκιο στο οποίο είχε τοποθετηθεί ως φρουρά ο 6ος Λόχος του 21ου Συντάγματος Πεζικού.
Σε φυλάκιο στο πλέον προωθημένο σημείο είχαν εγκατασταθεί 20 Έλληνες στρατιώτες, με επικεφαλής υπαξιωματικό. Τις μεσημβρινές ώρες της 21ης Νοεμβρίου, 90 Βούλγαροι στρατιώτες περικύκλωσαν το ελληνικό φυλάκιο και υποχρέωσαν τους Έλληνες στρατιώτες να το εγκαταλείψουν. Προς στιγμή απειλήθηκε σύρραξη μεταξύ των βουλγαρικών δυνάμεων και ελληνικών ενισχύσεων. Τελικά χάρη στην ψυχραιμία των Ελλήνων το επεισόδιο δεν έλαβε μεγαλύτερη έκταση. Το ίδιο βράδυ η ελληνική φρουρά επανήλθε στις θέσεις της.
Νέα επεισόδια ξέσπασαν τον Φεβρουάριο του 1913, αρχικά στην περιοχή της Αριδαίας, με τη συμμετοχή των παλαιών γνωστών, των κομιτατζήδων. Και εδώ τα ελληνικά τμήματα επέδειξαν ψυχραιμία μα και αποφασιστικότητα και η κλιμάκωση της έντασης αποφεύχθηκε.
Αν στην Αριδαία η μάχη αποφεύχθηκε, δεν συνέβη το ίδιο και στη Νιγρίτα και στα Νέα Κερδύλια. Η περιοχή είχε απελευθερωθεί ήδη από τις 22 Οκτωβρίου από ελληνικά τμήματα. Ελληνικές αρχές είχαν εγκατασταθεί και όλα έδειχναν ότι η ζωή θα έβρισκε και πάλι τους κανονικούς της ρυθμούς. Οι Βούλγαροι όμως είχαν άλλη άποψη.
Λίγο μετά την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών έφτασαν στην περιοχή βουλγαρικές δυνάμεις, δήθεν για να αναπαυθούν. Από τη στιγμή της άφιξής τους όμως οι Βούλγαροι δεν έπαψαν να προκαλούν και πάνω από όλα να αμφισβητούν τη νομιμότητα της ελληνικής διοίκησης στην περιοχή. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι ελληνικές δυνάμεις γύρω και μέσα στη Νιγρίτα ενισχύθηκαν. Το αυτό έπραξαν και οι Βούλγαροι.
Η υποβόσκουσα ένταση δεν άργησε να ξεσπάσει. Στις 16 Φεβρουαρίου βουλγαρική συμμορία, υπό τον κομιτατζή Λευτέροφ, επιτέθηκε κατά ελληνικού σκάφους που ξεφόρτωνε εφόδια για τον στρατό στο λιμάνι του χωριού των Νέων Κερδυλίων.
Η ελληνική φρουρά απάντησε στα πυρά και η μάχη γενικεύτηκε και διήρκεσε επτά ώρες. Πολλοί άνδρες και από τα δύο μέρη έπεσαν. Τέσσερις μέρες αργότερα ισχυρό απόσπασμα του Βουλγαρικού Στρατού επιτέθηκε απροκάλυπτα κατά της Νιγρίτας. Ακολούθησε άγρια μάχη στην οποία οι Βούλγαροι νικήθηκαν και, ύστερα από τέσσερις μέρες αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους 150 νεκρούς και τραυματίες. Θα έρχονταν όμως και χειρότερα.
Από τα τέλη Απριλίου ως την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, στην περιοχή του Παγγαίου διεξήχθησαν κανονικές μάχες μεταξύ της VII Μεραρχίας Πεζικού και ισχυρών βουλγαρικών δυνάμεων. Στην περιοχή του χωριού Αγγίστα το 19ο Σύνταγμα Πεζικού της VII Μεραρχίας, έδωσε επική μάχη με διπλάσιες βουλγαρικές δυνάμεις, που υποστηρίζονταν από ιππικό και πυροβολικό.
Μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού, το σύνταγμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι Βούλγαροι εισήλθαν σε χωριά της περιοχής και επιδόθηκαν σε ένα όργιο αίματος, φωτιάς και λεηλασίας. Όσοι κάτοικοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν, καθώς και μερικοί δυστυχείς, βαριά τραυματισμένοι Έλληνες στρατιώτες, σφάχτηκαν ανηλεώς. Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε να ξεσπάσει και επίσημα.
Για αυτό η ελληνική κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με την σερβική και στις 19 Μαΐου κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης αμυντικής συμμαχίας. Βάσει της συνθήκης καθορίζονταν και τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Οι δύο σύμμαχοι προσπάθησαν εξ αρχής να έρθουν σε συνεννόηση με τη Βουλγαρία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι Έλληνες και Σέρβοι άρχισαν να προετοιμάζονται για τον επικείμενο πόλεμο που οι πρώην σύμμαχοί τους, τους επέβαλαν.
Ως τα μέσα Ιουνίου του 1913 στη Μακεδονία είχαν συγκεντρωθεί, υπό τη διοίκηση του βασιλιά πια Κωνσταντίνου, 110.000 άνδρες, οι οποίοι επάνδρωναν 82 τάγματα πεζικού, 42 πυροβολαρχίες, 8 μεραρχιακές ημιλαρχίες, 8 ίλες ιππικού και 30 λόχους ασφαλείας. Όλοι γνώριζαν και όλοι, από τον βασιλιά ως τον τελευταίο στρατιώτη, ήταν έτοιμοι για τον νέο πόλεμο με τους Βούλγαρους. Με υψηλό ηθικό και ενισχυμένος, μετά τη συγκρότηση δύο νέων μεραρχιών, ο Ελληνικός Στρατός ήταν και πάλι έτοιμος να πράξει το καθήκον του, να προασπίσει τα εθνικά δίκαια.
hellasforce.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου