Στο πρόσφατο βιβλίο του Η μυστική δράση των Τούρκων στην Ελλάδα και η σύγχρονη ΜΙΤ ο συντάκτης του παρόντος είχε… εκφράσει την άποψη ότι η τουρκική απειλή, χωρίς να παύσει ποτέ να εκφράζεται στο στρατιωτικό τομέα, όπως αποδεικνύεται από πλήθος στοιχείων, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια διαφοροποίηση, με την παράλληλη εφαρμογή της στρατηγικής της απειλής χρήσεως βίας εναντίον της χώρας μας και της στρατηγικής της ήπιας ισχύος. Όπως τεκμηριώνεται στο παραπάνω βιβλίο, κεντρικά στοιχεία της νέας στρατηγικής, η οποία επετάθη τα τελευταία λίγα χρόνια και προσλαμβάνει ιδιαίτερη δυναμική μετά την είσοδο της Ελλάδας στην παρούσα κρίση, είναι η πολιτιστική διείσδυση, η οικονομική διείσδυση και η θρησκευτική διείσδυση.
Τον τελευταίο καιρό, η νέα αυτή στρατηγική φαίνεται να επικεντρώνεται σε αυτό το οποίο στο σύγχρονο ψυχολογικό πόλεμο αποκαλείται «ο αγώνας για την καρδιά και το μυαλό» του αντιπάλου, η υπονόμευση, δηλαδή, της θελήσεως του αντιπάλου να αντισταθεί και ο επηρεασμός του θυμικού του κατά τρόπο φιλικά διακείμενο προς τον ασκούντα τη στρατηγική διεισδύσεως και κυριαρχίας επί του αντιπάλου του χωρίς πόλεμο. Πρόκειται, δηλαδή, για μια στοχευμένη προσπάθεια τροποποιήσεως της αναλήψεως του αντιπάλου για την πραγματικότητα που θυμίζει τη γνωστή από την αρχαιότητα ρήση «ου τα πράγματα αλλά η των πραγμάτων δόξα [Σ.Σ: γνώμη] κινεί τον άνθρωπο».
Σύμφωνα με τον αποστάτη της ΚGB Yuri Besmenov -εκ των πλέον εμπείρων στελεχών της εν λόγω σοβιετικής υπηρεσίας, που έδινε διαλέξεις στις ΗΠΑ για θέματα πλύσεως εγκεφάλου και προπαγάνδας-, το πρώτο στάδιο προς την κατεύθυνση αυτή είναι αυτό της ηθικής αποδομήσεως και των παραδοσιακών αξιών του αντιπάλου (demoralization), που διαρκεί δεκαπέντε με είκοσι χρόνια. Όσος δηλαδή, είναι ο χρόνος που απαιτείται για τη διαμόρφωση μιας γενιάς με την Παιδεία μέσω της εκθέσεως του στην εχθρική ή κατευθυνόμενη ξένη «ιδεολογία». Το φαινόμενο αυτό υλοποιείται κυρίως μέσω του προσεταιρισμού ακαδημαϊκών, με σκοπό τον επηρεασμό της διδασκαλίας τους κατά τρόπο πρόσφορο για τους σκοπούς του ασκούντος την εν λόγω πολιτική.
Η άποψη ότι η τουρκική πλευρά επιδιώκει να διεισδύσει στο χώρο των ακαδημαϊκών και να δημιουργήσει φιλικό διακείμενο προς τις θέσεις της Τουρκίας καθηγητικό κατεστημένο είναι κυρίαρχη στο χώρο των καθηγητών των ΑΕΙ. Πρώτος διδάξας στη συγκεκριμένη θέση ήταν ο αείμνηστος καθηγητής Νεοκλής Σαρρής, μακράν ο καλύτερος και βαθύτερος γνώστης της Τουρκίας, ο οποίος έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την απειλή αλώσεως των ελληνικών πανεπιστημίων και ιδίως των εδρών Ιστορίας ήδη από τη δεκαετία του ΄90. Σημειώνεται ότι Έλληνες καθηγητές, γνωστοί για τη χαρακτηριστική προσέγγισή τους με τις τουρκικές θέσεις, δεν είναι άγνωστοι στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών…
Η ελληνοτουρκική επιτροπή για την άμβλυνση των ιστορικών αναφορών στα βιβλία της Ιστορίας (βλέπε την κατάπτυστη διατύπωση περί «συνωστισμού» στην προκυμαία της Σμύρνης) ήταν μία ακόμη διάσταση της προσπάθειας ελέγχου της Παιδείας. Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετείται και η προ ολίγων ημερών έντονη διαμαρτυρία της περιβόητης Συμβουλευτικής Επιτροπής της Μειονότητας και του υποτιθέμενου «Έλληνα» βουλευτή Χατζηοσμάν -η παρουσία του οποίου στη Βουλή, όπως και των άλλων ομόδοξων του, αποτελεί όνειδος για τα κόμματά τους- όταν έγινε γνωστή η –κατά στοιχειώδη τρόπο- επανόρθωση της ασχήμιας του βιβλίου Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού.
Προσέγγιση και δημοσιογράφων
Η προσπάθεια προσεγγίσεως έγκυρων Ελλήνων δημοσιογράφων-διαμορφωτών γνώμης είναι επίσης μία πάγια τακτική των Τούρκων, η οποία τον τελευταίο καιρό επιτείνεται. Πρόκειται για μια έμμεση προσπάθεια επηρεασμού των απόψεών τους μέσω προσκλήσεων σε συνεντεύξεις, ποντάροντας ότι λόγω «συναδελφικότητας», ευγένειας και κατάλληλης συμπεριφοράς και ερωτήσεων, οι Έλληνες δημοσιογράφοι θα «στρογγυλέψουν» τις θέσεις τους.
Στην ίδια κατεύθυνση έχει επισημανθεί πρόσφατα προσπάθεια ελέγχου των ελληνικής καταγωγής ανταποκριτών των τουρκικών ΜΜΕ, όπως και -κυρίως, μάλιστα – προσπάθεια μετοχικής διεισδύσεως σε ελληνικά ΜΜΕ. Οι σχετικές πληροφορίες επί του θέματος αναφέρουν ότι η προσπάθεια αυτή αναμένεται να ενταθεί καθώς τα περισσότερα από τα Μέσα αυτά αντιμετωπίζουν έντονα οικονομικά προβλήματα. Σημειώνεται ότι προ καιρού επισημάνθηκε από τις ελληνικές υπηρεσίες προσπάθεια εξαγοράς ελληνικού τηλεοπτικού σταθμού από τον Τούρκο υπήκοο Νετζίπ Βαρόλ, μέτοχο της τουρκικής εταιρείας ΜΕGΑ S.Α με έδρα τη Σμύρνη, μέσω της γερμανικής μητρικής της εταιρείας ΜΕGΑ Satellitenfersehen, προς απόκρυψη της τουρκικής ταυτότητας του πραγματικού αγοραστού.
Από τα πλέον σημαντικά μέσα της τουρκικής πολιτιστικής διεισδύσεως στην Ελλάδα είναι και οι γνωστές δακρύβρεχτες τουρκικές τηλεοπτικές σειρές που θυμίζουν τα μελό της δικής μας Μάρθας Βούρτση της δεκαετίας του ’50, που έχουν πλημμυρίσει τους ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, με ποσοστά τηλεθεάσεως που άρχισαν ήδη να αποδίδουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Σκοπός τους η εξοικείωση της ελληνικής κοινής γνώμης με το μέχρι χθες «μισητό αντίπαλο», ο οποίος εμφανίζεται ωραιοποιημένος και κατά τρόπο που πείθει ότι δεν διαφέρει σε τίποτε από εμάς. Σημειώνεται ότι την περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκαν στη Λέρο τα γυρίσματα μιας ακό μη τουρκικής τηλεοπτικής σειράς ειδικώς φτιαγμένη για το ελληνικό κοινό, με τίτλο «Έρωτας στο Αιγαίο» [Σ.Σ: υποθέτουμε ότι ο άνδρας θα είναι, βέβαια, Τούρκος…].
Πολιτιστικός ιμπεριαλισμός
Στη σφαίρα των διεθνών σχέσεων, το φαινόμενο είναι γνωστό ως «πολιτιστικός ιμπεριαλισμός», ο οποίος σε αντίθεση με το γνωστό ιμπεριαλισμό, που συνεπάγεται επιθετική συμπεριφορά, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως συγκεκαλυμμένη πτυχή μιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής ή ως «δευτερεύουσα επίθεση», η οποία απορρέει από μια πολιτική, άμεσος στόχος της οποίας δεν είναι η πολιτιστική σφαίρα. Κατά τον Thomas Guback (Πολιτιστικός Ιμπεριαλισμός – Παρατηρήσεις πάνω στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, εκδόσεις Ηρόδοτος, 1987), ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός ερμηνεύεται ως η σκόπιμα δημιουργημένη από μια επεκτατική δύναμη κυριαρχία στην πολιτιστική σφαίρα, που πραγματοποιείται -χωρίς να εξαντλείται- με τη χειραγώγηση των πολιτιστικών προϊόντων (ταινίες τηλεοπτικά προγράμματα, εικονογραφημένα περιοδικά κ.λπ.), με στόχο τη δημιουργία και διατήρηση, για μια σειρά από λόγους της ηγεμονίας σε ένα ξένο κράτος.
Η σοβαρότητα αυτού του τύπου επεκτατικής πολιτικής συνεχίζει ο Guback, συχνά συγκαλύπτεται από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αναψυχής και «φυγής» δεδομένου ότι οι ταινίες κ.λπ. είναι ακίνδυνες σε σχέση με τους πολέμους κ.λπ. Κατά τον ίδιο, ο (απλός) ιμπεριαλισμός θεωρείται σαν κυβερνητική πολιτική γραμμή, η οποία εφαρμόζεται από κρατικούς υπαλλήλους, ένοπλες δυνάμεις ή πράκτορες, ενώ οι ιμπεριαλιστικές μέθοδοι που ενεργοποιούνται στο πολιτιστικό επίπεδο από κράτη με οικονομία της αγοράς έχουν το αποκλειστικό χαρακτηριστικό να αναπτύσσονται κυρίως από ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάτι που τείνει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια πρακτική ανεξάρτητη από κυβερνήσεις. Αλλά, καταλήγει, όπως ο παραδοσιακός ιμπεριαλισμός, όσο και να φαίνεται πολιτικός δεν διαχωρίζεται από μία θεμελιώδη οικονομική διάσταση, έτσι και ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να διαχωριστεί από κυβερνητικές εγγυήσεις που παρέχονται για μία σειρά από λόγους.
Αυτό που αγνοείται στη χώρα μας είναι το γεγονός ότι οι ταινίες και τα τηλεοπτικά προϊόντα δεν είναι μόνο όργανα «εισβολής» υπό την έννοια που προανεφέρθη, αλλά και πως λόγω της ίδιας της φύσεως τους είναι φορείς ιδεολογίας και αξιών που επιδιώκουν τη διαμόρφωση συνειδήσεως. Τούτο δε, όπως επεσήμανε προ ετών ο καθηγητής Γιάγκος Ανδρεάδης η διείσδυση δηλαδή αυτή, γίνεται ακριβώς σ’ εκείνο τον τομέα όπου είναι λιγότερο ορατή και μοιάζει πιο ακίνδυνη: στον τομέα του πολιτισμού, όπου τα τραύματα σε ένα λαό είναι τόσο βαθύτερα όσο πιο δύσκολα γίνονται αντιληπτά.
Το θέμα μεγάλο, όμως, όπως κι αυτό της συντηρήσεως των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα που αναφέραμε στο προπροηγούμενο τεύχος γι’ αυτό και θα επανέλθουμε.
Μάνος Ηλιάδης / Επίκαιρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου