Ο δακτυλογράφος του 44ου Συντάγματος Πεζικού Γιάννης Μπριλάκης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου και μέσα στα χιόνια και το βαρύ ψύχος πολεμούσε και έγραφε. Αποτυπώνει στο ημερολόγιο του τις φρικτές μέρες του ελληνο-ιταλικού πολέμου, μέσα σε ένα διαρκή κίνδυνο. Τον κίνδυνο που άρχισε να τον «τυλίγει» από την πρώτη στιγμή που κατατάχθηκε και προωθήθηκε με χιλιάδες Έλληνες στα βουνά της Αλβανίας. Κατατάχθηκε στο Στρατό στις 4 Σεπτεμβρίου του ’40 και δυο ημέρες πριν την κήρυξη του πολέμου, γύρισε στο χωριό του το Σπήλι, έχοντας 48ωρη άδεια και «τυχαίως γλεντήσαμε με φίλους». Το πρωί πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο την απόφαση των Ιταλών: «Όλοι, τότε, μείναμε απολιθωμένοι. Γυναίκες έκλαιαν και υπήρχε μεγάλη ταραχή, γιατί όλοι μας περιμέναμε ότι θα μας νικούσε η Ιταλία. Προπαντός, όμως, για τις κακουχίες που θα υποφέραμε, αδιάφορο ότι σύντομα καταλάβαμε ότι τους νικούσαμε…»
Το ημερολόγιο του πολέμου που έγραψε ο δακτυλογράφος είναι συγκλονιστικό και κόβει την ανάσα. Περιγράφει μέρα- μέρα με κάθε λεπτομέρεια τις εικόνες των συγκρούσεων μέσα στα χιόνια, άλλα αξιοπερίεργα και τεκταινόμενα και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών, που μέσα σε ανήκουστες συνθήκες έδιναν και τη ζωή τους για την πατρίδα. Χιλιάδες στη νιότη τους, «πότισαν» με το αίμα τους τα πεδία των μαχών και χιλιάδες άλλοι, σαράβαλα, γύρισαν για να βρουν στον τόπο τους ως κατακτητές τους ναζί του Χίτλερ.
Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποσπάσματα από το ημερολόγιο:
«Την 15η Δεκεμβρίου 1940, ώρα 2 το μεσημέρι, φύγαμε από το χωριό Καπεστίτσα και περάσαμε το χωριό Μπιλίτσα και κάποια άλλα. Το χιόνι από την αρχή μας χτυπούσε και στοίβαζε πάνω μας. Άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι έκλαιγαν. Πολλά βάσανα υποφέραμε. Τα άλογα γλιστρούσαν από την παγωνιά. Ανά τρεις στρατιώτες κρατούσαν το καθένα και κάθε λεπτό έπεφταν. Το πήραμε απόφαση πως δεν θα φτάσομε ποτέ…
Είδα στο δρόμο δυο στρατιώτες και έσερναν ένα κάρο και πιο πίσω τους ένας άλλος τραβούσε το άλογο. Αυτοί οι στρατιώτες μάζευαν τα εγκαταλειμμένα πράγματα, γιατί ψοφούσαν πολλά άλογα στο δρόμο…
ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΨΕΙΡΕΣ
»… Ώρα 5η το απόγευμα της 4ης Ιανουαρίου 1941. Φύγαμε! Η διμοιρία μας είχε μείνει οπισθοφυλακή. Βαδίζαμε από την 5η απογεματινή μέχρι ώρα 4.30΄το ξημέρωμα της άλλης μέρας… Σ’ όλο το δρόμο έβρεχε. Οι πολλές λάσπες γέμισαν τα άρβυλά μου και από την κούραση δεν μπορούσα να μιλήσω… Και δεν ήταν μόνο αυτά τα φοβερά που περνούσαμε! Προ πολλού είχαμε και συνεχείς επιθέσεις από τις ψείρες. Τι μαρτύριο κι αυτό! Ήταν τόσες πολλές, που κάθε μέρα τις κυνηγούσαμε και σε κάθε επίθεση τους σκοτώναμε, ίσως, και πεντακόσιες. Κατόρθωσα και κλιβανίστηκα και γλίτωσα απ’ αυτό το μαρτύριο μερικές μέρες…
»…Πρωινή ώρα 3ης Φεβρουαρίου. Εμφανίστηκαν περί τα δέκα τανκς και δυο τεθωρακισμένα αυτοκίνητα με Ιταλούς στρατιώτες. Αμέσως, όλα τα πολυβόλα του τάγματός μας, οι όλμοι υποστηρίξεως, το Πυροβολικό και γενικά όλα τα όπλα, τους έβαλαν. Τα πέντε τανκς καταστράφηκαν και τα άλλα πέντε αιχμαλωτίστηκαν, όπως και τα τεθωρακισμένα…
Αυτά τα οχήματα πολέμου, όπως μας αποκάλυψαν αργότερα, ερχόταν από το Τεπελένι. Ερχόταν και άλλα πίσω, όμως, μόλις είδαν το οικτρό τέλος των συναδέλφων τους γύρισαν πίσω. Κατάλαβαν ότι θα είχαν την ίδια τύχη. Πιάσαμε 198 αιχμαλώτους. Έτρεξαν, τότε, μερικοί, πέντε- έξι δικοί μας, για να πάρουν λάφυρα αλλά άφησαν τη ζωή τους. Γιατί, τους έβαλε το δικό μας Πυροβολικό, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Έλληνες και τους σκότωσε. Αυτά έχει, δυστυχώς, ο πόλεμος…
»… Σε λίγο, ώρα 10.30’, έρχονται πολλά αεροπλάνα και μας βομβάρδιζαν. Εγώ κοιμόμουνα και κατατρομαγμένος ξύπνησα, όταν τα χώματα από την έκρηξη της βόμβας με σκέπασαν, ενώ οι χειροβομβίδες που έπεφταν σωρηδόν, χαλούσαν τον κόσμο. Γύρω μας έπεσαν τέσσερις βόμβες και πολύ μακρύτερα μας πολλές άλλες. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτα. Τραυματίστηκαν έξι, μεταξύ αυτών ο κ. Βαβουράκης από την Κοξαρέ και ο Σ. Αθανασιάδης από το Μιξόρρουμα. Του πρώτου το ένα πόδι κόπηκε τελείως και το άλλο έφερε πολλά τραύματα. Ο δεύτερος έχασε το αριστερό του χέρι και είδα ό,τι κρατούσε ελάχιστα από τον ώμο. Ο Λεντζής από το Αμπελάκι, ο Σαρρής και άλλοι, έπαθαν μεγάλη ζημιά…
Είδα και ένα άλλο, αξιοπερίεργο και το σημειώνω: Έπεσε μια βόμβα και ξερίζωσε ένα δέντρο, που ήταν δεμένο από το χαλινάρι το άλογο του ιερέα. Το άλογο δεν έπαθε τίποτα. Θαύμα! Παρατηρούσα το σκληρό θέαμα των τραυματιών και ράγιζε η καρδιά μου! Φώναζαν από τους πόνους, αλλά τι να τους κάνομε; Τους πήραν οι τραυματιοφορείς και τους πήγαν κάτω. Τα τραύματά τους ήταν βαριά και οι περισσότεροι πέθαναν στο νοσοκομείο, καθώς έμαθα μετά…
ΗΤΑΝ ΦΡΙΚΗ
»…Απέναντί μας, όχι πολύ μακριά, ήταν οι κορυφές του Πούντα Νορντ. Λόγω της απότομης θέσης των, δεν ήταν και τόσο μακριά. Κοιτάζαμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον τη μάχη, που πριν λίγη ώρα, είχε αρχίσει. Αν και η διαταγή έγραφε «Υποστήριξις Πυροβολικού», καμιά υποστήριξη δεν είδαμε, γιατί άργησε…
Κοιτάζαμε απέναντι τους δικούς μας και ήταν φρίκη. Οι Ιταλοί ήταν σωρηδόν σε διάφορους τόπους, και πολλές φορές βλέπαμε τέσσερις-πέντε δικούς μας και έπαιρναν κυνήγι πενήντα-εξήντα Ιταλούς. Το πράγμα ήταν φοβερό! Ο Πλεύρης έλεγε, πως μολονότι είναι η έκτη φορά που λαβαίνει μέρος στον πόλεμο, τέτοιο ηρωισμό σε στρατιώτες δεν είδε ποτέ του…
Έπειτα από λίγη ώρα, λίγοι στρατιώτες του 10ου λόχου κατεβάζουν 138 αιχμάλωτους. Ένας από αυτούς τους δικούς μας ήταν τραυματισμένος στο χέρι. Και από τους πόνους φώναζε, βρισκόμενος γύρω από τους αιχμάλωτους: «Σφάξετέ τους μωρέ τους άτιμους και μας κατάστρεψαν». Κανείς, όμως, δεν τους πείραξε. Μάλλον όλοι, τους λυπηθήκαμε. Όλοι τους έτρεμαν από το φόβο τους και κοίταζε χαρούμενα ο ένας τον άλλο. Θα έλεγαν μέσα τους πως τελείωσε γι’αυτούς ο πόλεμος…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου