Το Ιράν είναι ένα αρχαίο και σπουδαίο έθνος, με λαμπρό πολιτισμό αλλά και με προϋποθέσεις και δυνατότητες να αναδειχθεί Ηγετική Περιφερειακή Δύναμις στο γεωπολιτικό υποσύστημα του Περσικού Κόλπου. Το γεωστρατηγικό πρόβλημά του, κατά τους νεωτέρους χρόνους, συνίστατο εις το ότι ευρίσκετο μονίμως μεταξύ δύο Μεγάλων Δυνάμεων, δεινώς ανταγωνιζομένων μεταξύ των, υποχρεούμενο δε διαρκώς να δίδει επίπονους αγώνες, προκειμένου να περιφρουρήσει την ανεξάρτητη ύπαρξή του από τις εναντίον του επιβουλές των μειζόνων γεωστρατηγικών δρώντων: ευρισκόμενο μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσσικής Αυτοκρατορίας αρχικώς, κατέστη, κατά την κλασσική εποχή των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, το «μήλον της έριδος» (όπως και τα Στενά των Δαρδανελλίων, σημειωτέον) μεταξύ των Ευρασιατικών Ηπειρωτικών Δυνάμεων και των Αγγλοσαξονικών Θαλασσίων Δυνάμεων:
– μεταξύ της Αγίας Ρωσσίας των Ρωμανώφ και του British Empire ήδη κατά τον 19ο αι.,
– μεταξύ του Γερμανικού Ράϊχ και της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας εις αμφοτέρους τους παγκοσμίους πολέμους,
– μετέπειτα δε, ήδη αρχομένου του Ψυχρού Πολέμου, μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως, αφ’ ενός, και Βρεττανικής Αυτοκρατορίας και ΗΠΑ, αφ’ ετέρου.
Κατά την διάρκεια αυτών των μακροχρονίων και σκληρών αγώνων επιβιώσεώς του, το Ιράν διέθετε τρεις σπουδαίους συμμάχους: την γεωγραφία του, την ιστορική μνήμη του και την διπλωματία του.
Στο νέο γεωστρατηγικό περιβάλλον του 21ου αι., το Ιράν θα επιδιώξει – και ήδη επιδιώκει – να αναδειχθεί σε Ηγέτιδα Περιφερειακή Δύναμη του γεωπολιτικού υποσυστήματος όχι μόνον του Περσικού Κόλπου αλλά και της εν γένει Μ. Ανατολής. Εάν συμβεί τούτο, θα οφείλεται (οσονδήποτε οξύμωρον και αν ακούγεται) στην πολιτική που ακολούθησαν οι ΗΠΑ. Τόσον η γεωστρατηγική περιθωριοποίηση του Ιράκ – συνεπεία της πρώτης αμερικανικής εισβολής (1991) και της συνεπακόλουθης 12ετίας οικονομικού αποκλεισμού – όσον και, κυρίως, η ολοσχερής εξουδετέρωση του προαναφερθέντος κράτους ως γεωστρατηγικού δρώντος, μετά την νέα αμερικανική εισβολή (2003), την ανατροπή του Σαντάμ Χουσσείν και την μακροχρόνια κατοχή της χώρας, εξαφάνισαν από το εγγύτατο γεωστρατηγικό περιβάλλον της Τεχεράνης τον εξακολουθητικώς ενοχλητικώτερο γείτονά της (ο οποίος, μάλιστα, έτρεφε την στρατηγική φιλοδοξία να καταστεί Περιφερειακός Ηγεμών, διαθέτοντας ένα υψηλό επίπεδο κρατικής οργανώσεως, καλώς κατηρτισμένο ανθρώπινο κεφάλαιο και μιαν αρίστη στρατιωτική μηχανή).
Η εξαφάνιση μιας άλλοτε Μέσης Δυνάμεως με ηγεμονικές, μάλιστα, αξιώσεις, σε συνδυασμό με την αποχώρηση της ΕΣΣΔ, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980, και την επακολουθήσασα, επίσης, έκλειψή της από το διεθνές και το περιφερειακό γεωστρατηγικό περιβάλλον, καθώς και με την συνεπακόλουθη γεωστρατηγική υποβάθμιση που γνώρισε η Συρία, μετά την πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, διήνοιξαν ιστορικώς πρωτοφανείς γεωστρατηγικές δυνατότητες υπέρ του Ιράν: για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της Νεωτέρας Ιστορίας, η Τεχεράνη έβλεπε ως ρεαλιστική την δυνατότητα:
– πρώτον, να αποδράσει από την θέση μεταξύ σφύρας και άκμονος, στην οποίαν κατά κανόνα ευρίσκετο – ως πεδίον προβολής ισχύος και επιρροής δύο ανταγωνιστικών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων – και, – δεύτερον, να καλύψει το τοπικό κενό ισχύος, το οποίον ανέκυψε συνεπεία της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, αλλά και να οικοδομήσει η ιδία την ιδικήν της σφαίρα επιρροής, εκτεινομένη από Αφγανιστάν και Σηϊτικών πληθυσμών του γειτονικού Ιράκ μέχρι των Μεσογειακών ακτών της Συρίας και του Λιβάνου.
Παραφράζοντες τον γνώριμο νεολογισμό, τον οποίον οι μεταψυχροπολεμικές στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ ανά την Ευρασίαν εισήγαγαν στο λεξιλόγιο γνωμηγητόρων και αναλυτών, θα λέγαμε ότι η κατάλληλη διάνοιξη του τοπίου, ώστε να δυνηθεί το Ιράν να αξιώνει την Περιφερειακή Ηγεμονία, υπήρξε «collateral benefit» (αντί «collateral damage») της εισβολής στο Ιράκ.
Εξ άλλου, είναι αξιοσημείωτος ο υψηλός βαθμός συνεχείας, τον οποίον παρουσιάζει η Στρατηγική και η Διπλωματία της Τεχεράνης, και αυτό αφορά, προ παντός άλλου, στο ζήτημα της Περιφερειακής Ηγεμονίας. Επειδή δε η εστίαση στα ιδεολογικά κελύφη και επιφαινόμενα, συχνέστατα παρεμποδίζει την ανίχνευση και διακρίβωση των ρεαλιστικών συμφερόντων και επιδιώξεων των κρατών, υπενθυμίζεται – εις πείσμα της κρατούσης στα Δυτικά ΜΜΕ υστερίας κατά του Ιράν και της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του – ότι και ο Σάχης Μωάμεθ Ρεζά Παχλευή (Mohammad Reza Pahlavi), αδιαμφισβήτητος εκφραστής της πλέον δυτικότροπης εκσυγχρονιστικής τάσεως της χώρας στον 20όν αι., ήθελε, τον καιρό της διακυβερνήσεώς του, να καταστήσει την χώρα του Ηγέτιδα Δύναμη του όλου γεωπολιτικού υποσυστήματος της Μ. Ανατολής – και τούτο συνεπήγετο, κατά την αντίληψή του, και την απόκτηση Πυρηνικών Όπλων.
Κατά τις εκτιμήσεις ορισμένων εγκύρων Δυτικών αναλυτών, αυτό που φαίνεται, κυρίως, να ενδιαφέρει το Ιράν είναι, μάλλον, το πρόγραμμα κατασκευής Πυρηνικών Όπλων παρά η ίδια η κατοχή τους. Το παράδειγμα της Βορείου Κορέας είναι πολλαπλώς εύγλωττο, εν προκειμένω: η ανακοίνωση περί υπάρξεως προγράμματος κατασκευής Πυρηνικών Όπλων σαφώς αποσκοπούσε στο να παράσχει στην ιθύνουσα ελίτ της εν λόγω χώρας ένα ουσιαστικό εργαλείο διαπραγματεύσεως με την Δύση.
Άλλωστε, μία συνεννόηση μεταξύ Δύσεως και Τεχεράνης θα μπορούσε να λάβει χώρα αύριο το πρωΐ, εάν και εφ’ όσον, βεβαίως, η Δύση (διάβαζε: Ουάσιγκτων) έπαυε να εμφορείται από μονομέρεια, που φθάνει τα όρια μονομανίας, και λειτουργούσε με όρους Πολιτικού Ρεαλισμού αντί ιδεοληψίας. Είναι, οπωσδήποτε, λίαν αξιοπρόσεκτον ότι εμβληματικές μορφές της αμερικανικής διεθνολογικής κοινότητος, όπως ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της Σχολής του Νεο-Ρεαλισμού Kenneth N. Waltz, παρενέβησαν εσχάτως στον δημόσιο διάλογο, με άρθρο στην επιθεώρηση «Foreign Affairs», επιχειρηματολώντας «γιατί το Ιράν θα έπρεπε να αποκτήσει την βόμβα».
Ενόσω, όμως, η Ουάσιγκτων εμμένει στην ανορθολογική, μη ρεαλιστική, ιδεοληπτική στάση της έναντι της Τεχεράνης – απαγορεύοντας μάλιστα και στους Δυτικοευρωπαίους δορυφόρους της να υιοθετήσουν μία ρεαλιστική προσέγγιση –, το πιθανώτερο και λογικώτερο είναι να αναμένουμε την εντυπωσιακή αναβάθμιση της στρατηγικής συνεργασίας Ιράν – Ρωσσίας.
Εν προκειμένω, ας σημειωθεί ότι η Ρωσσία έχει κάθε λόγο να στραφεί προς πρακτικές «Στρατιωτικού Κεϋνσιανισμού» (Military Keynesianism), και επομένως αναμένεται να αυξήσει θεαματικώς τις εξαγωγές και πωλήσεις οπλικών συστημάτων της, τόσο για αμιγώς οικονομικούς λόγους όσο και για πολιτικούς λόγους:
Από οικονομικής απόψεως, η Ρωσσία θα αναζητήσει και ασφαλώς θα εξεύρει λυσιτελείς τρόπους αναπληρώσεως των διαφυγόντων κερδών, αφ’ ης στιγμής οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία, κατόπιν της προσυνεννοήσεως του παρελθόντος Σεπτεμβρίου, έρριξαν κατακόρυφα την τιμή του αργού πετρελαίου, στο πλαίσιο του εξαπολυθέντος Οικονομικού Πολέμου κατά της Ρωσσίας.
Από πολιτικής και στρατηγικής απόψεως, η Ρωσσία, ευλόγως και δικαίως, δεν θα αισθάνεται πια δεσμευμένη καθ’ οιονδήποτε τρόπον έναντι των ΗΠΑ ούτε θα έχει την παραμικρά συστολή εις το να υποστηρίξει, ενεργώς και δυναμικώς, χώρες τις οποίες οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι τους είχαν (αυθαιρέτως και παρανόμως, ούτως ή άλλως) στοχοποιήσει τόσα χρόνια ως «κράτη-παρίες» (rogue states) – αφού οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι τους όχι μόνον παρέβησαν πάσαν γενομένην συμφωνίαν και πάσαν αναληφθείσαν δέσμευσιν καθώς και πάσαν θεμελιώδη αρχήν του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και έφθασαν στο απαράδεκτο στάδιο προπαρασκευής και διενεργείας πολεμικής φύσεως επιχειρήσεων με σκοπό την αποσταθεροποίηση της Ρωσσίας.
Αντιθέτως, η Ρωσσία θα έχει κάθε λόγο πλέον να σφυρηλατήσει εκείνη την «αντι-ηγεμονική συσπείρωση» (anti-hegemonic coalition) κατά του επικινδύνως επηρμένου και αλαζόνος Ηγεμόνος, την οποίαν είχε προλέξει ο Samuel P. Huntington σε άρθρο του το 1999. Αυτονοήτως, το Ιράν θα καταλάβει εξέχουσα θέση στην εν λόγω αντι-ηγεμονική συσπείρωση.
Ηλίας Ηλιόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου