ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ…
07 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992… Τα 12 μέλη της ΕΟΚ υπογράφουν τη συνθήκη του
Μάαστριχτ,με την οποία ανοίγει ο δρόμος για την υιοθέτηση του κοινού
νομίσματος, του ευρώ. Με την συνθήκη η ΕΟΚ μετονομάζεται σε Ευρωπαϊκή
Ένωση. Από ελληνικής πλευράς την συνθήκη του Μάαστριχτ υπογράφει ο
Υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που έλαβε το όνομά της από την πόλη
Μάαστριχτ στην οποία υπεγράφη στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, αποτελεί την
τρίτη κατά σειρά θεμελιώδη συνθήκη με την οποία ολοκληρώθηκε η Ευρωπαϊκή
Ένωση ως σύγχρονος θεσμός, ύστερα από τη Συνθήκη της Ρώμης και την
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986). Βέβαια στην εξέλιξη αυτή του θεσμού αυτού
υπήρξαν και πολλές άλλες επιμέρους συνθήκες, που, αν και μη
θεμελιώδεις, συνέβαλαν ουσιαστικά στην πορεία και την εξέλιξη της ΕΕ.
Εκ μέρους της Ελλάδας υπεγράφη από τον Υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά και τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Ευθύμιο Χριστοδούλου. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ τροποποιήθηκε από μεταγενέστερες συνθήκες.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ επικυρώθηκε στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από τα κοινοβούλια των κρατών, με εξαίρεση την Ιρλανδία, τη Γαλλία και τη Δανία, στις οποίες η συνθήκη τέθηκε σε δημοψήφισμα. Στη Γαλλία η συνθήκη επικυρώθηκε με ποσοστό μόλις 51% έναντι 49% που τάχτηκε κατά. Στη Δανία η συνθήκη απορρίφθηκε. Ύστερα όμως από τη συμφωνία του Εδιμβούργου, η οποία εξαιρούσε τη Δανία από τέσσερα σημεία της συνθήκης του Μάαστριχτ, ακολούθησε νέο δημοψήφισμα το οποίο υπήρξε θετικό. Στην Ελλάδα η συνθήκη επικυρώθηκε από τη βουλή. Υπέρ της συνθήκης τάχτηκαν τα κόμματα ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός και ΠΟΛΑΝ ενώ κατά της συνθήκης τάχθηκε μόνο το ΚΚE.
Προϋποθέσεις υιοθέτησης του ευρώ
Κάθε χώρα που επιθυμούσε να υιοθετήσει το νέο νόμισμα έπρεπε να πληροί τα λεγόμενα «Κριτήρια Σύγκλισης» που προέβλεπε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τα κριτήρια συμπεριλάμβαναν τέσσερις προϋποθέσεις:
Οι ισοτιμίες του νομίσματος της κάθε χώρας πρέπει να παραμείνουν μέσα στη ζώνη που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) για δύο τουλάχιστον χρόνια.
Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούν να ξεπερνάνε κατά περισσότερες από δύο ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των τριών πιο αποδοτικών κρατών μελών.
Ο πληθωρισμός πρέπει να είναι κάτω από μια τιμή αναφοράς (μέσα σε 3 χρόνια οι τιμές δεν πρέπει να ξεπερνάνε κατά περισσότερο από 1,5% τις αντίστοιχες του πιο αποδοτικού κράτους μέλους).
Το δημόσιο χρέος πρέπει να είναι μικρότερο από το 60% του ΑΕΠ ή να βαίνει προς αυτόν το στόχο (δηλαδή μπορεί να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό, αλλά να έχει πτωτική τάση και να τείνει προς αυτό) και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μικρότερα από 3% του ΑΕΠ.
Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν με απώτερο σκοπό την ομαλή ενοποίηση-σύγκλιση των κρατών μελών. Πριν τη συνθήκη είναι λογικό η κάθε χώρα να είχε τη δική της ανεξάρτητη οικονομία, ανάλογα με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το Μέσο Εισόδημα και το καταναλωτικό προφίλ. Έτσι κρίθηκε απαραίτητο να τεθούν ορισμένα κριτήρια τα οποία θα εξασφάλιζαν την ομοιογένεια των χωρών.
Εκ μέρους της Ελλάδας υπεγράφη από τον Υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά και τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Ευθύμιο Χριστοδούλου. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ τροποποιήθηκε από μεταγενέστερες συνθήκες.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ επικυρώθηκε στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από τα κοινοβούλια των κρατών, με εξαίρεση την Ιρλανδία, τη Γαλλία και τη Δανία, στις οποίες η συνθήκη τέθηκε σε δημοψήφισμα. Στη Γαλλία η συνθήκη επικυρώθηκε με ποσοστό μόλις 51% έναντι 49% που τάχτηκε κατά. Στη Δανία η συνθήκη απορρίφθηκε. Ύστερα όμως από τη συμφωνία του Εδιμβούργου, η οποία εξαιρούσε τη Δανία από τέσσερα σημεία της συνθήκης του Μάαστριχτ, ακολούθησε νέο δημοψήφισμα το οποίο υπήρξε θετικό. Στην Ελλάδα η συνθήκη επικυρώθηκε από τη βουλή. Υπέρ της συνθήκης τάχτηκαν τα κόμματα ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός και ΠΟΛΑΝ ενώ κατά της συνθήκης τάχθηκε μόνο το ΚΚE.
Προϋποθέσεις υιοθέτησης του ευρώ
Κάθε χώρα που επιθυμούσε να υιοθετήσει το νέο νόμισμα έπρεπε να πληροί τα λεγόμενα «Κριτήρια Σύγκλισης» που προέβλεπε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τα κριτήρια συμπεριλάμβαναν τέσσερις προϋποθέσεις:
Οι ισοτιμίες του νομίσματος της κάθε χώρας πρέπει να παραμείνουν μέσα στη ζώνη που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) για δύο τουλάχιστον χρόνια.
Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούν να ξεπερνάνε κατά περισσότερες από δύο ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των τριών πιο αποδοτικών κρατών μελών.
Ο πληθωρισμός πρέπει να είναι κάτω από μια τιμή αναφοράς (μέσα σε 3 χρόνια οι τιμές δεν πρέπει να ξεπερνάνε κατά περισσότερο από 1,5% τις αντίστοιχες του πιο αποδοτικού κράτους μέλους).
Το δημόσιο χρέος πρέπει να είναι μικρότερο από το 60% του ΑΕΠ ή να βαίνει προς αυτόν το στόχο (δηλαδή μπορεί να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό, αλλά να έχει πτωτική τάση και να τείνει προς αυτό) και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μικρότερα από 3% του ΑΕΠ.
Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν με απώτερο σκοπό την ομαλή ενοποίηση-σύγκλιση των κρατών μελών. Πριν τη συνθήκη είναι λογικό η κάθε χώρα να είχε τη δική της ανεξάρτητη οικονομία, ανάλογα με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το Μέσο Εισόδημα και το καταναλωτικό προφίλ. Έτσι κρίθηκε απαραίτητο να τεθούν ορισμένα κριτήρια τα οποία θα εξασφάλιζαν την ομοιογένεια των χωρών.
http://www.hellasforce.com/blog/category/istoria/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου