Ένα περίεργο αλλά συνάμα ιδιαίτερα σοβαρό παιχνίδι με τις περιουσίες σ’ όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας παίζει εδώ και μερικά χρόνια η Τουρκία, το οποίο φαίνεται πως δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί. Μέσα από τις διάφορες «νομοθεσίες» του ψευδοκράτους η Τουρκία έχει καταφέρει να βάλει χέρι σε ακίνητες περιουσίες τόσο στα κατεχόμενα όσο και στις ελεύθερες περιοχές. Ενέργειες που μπορεί πολιτικά να θεωρούνται επιζήμιες και κατακριτέες αλλά νομικά φαίνεται να είναι καθ’ όλα κατοχυρωμένες και ενδεχομένως δύσκολα να μπορούν να ανατραπούν.
Χρησιμοποιώντας ως όχημα τη λεγόμενη επιτροπή ακινήτων περιουσιών που συνέστησε σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Τουρκία έχει στήσει εδώ και χρόνια έναν καλά οργανωμένο μηχανισμό μέσω του οποίου οικειοποιείται ακίνητα και από τις δύο πλευρές του οδοφράγματος. Στα μεν κατεχόμενα εξαγοράζει περιουσίες από Ελληνοκύπριους και στις δε ελεύθερες περιοχές μέσω ανταλλαγών αποκτά τη δικαιοδοσία περιουσιών Τουρκοκυπρίων.
Όλο το παιχνίδι των τουρκικών ενεργειών παίζεται μέσω ενός «αναγνωρισμένου και νομικά κατοχυρωμένου» οργάνου, βάσει και των σχετικών αποφάσεων που έλαβε σε δύο περιπτώσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αρχικά με την απόφαση στην υπόθεση Ξενίδη-Αρέστη εναντίον Τουρκίας (22 Δεκεμβρίου 2005) και εν συνεχεία με τη Δημόπουλος και άλλοι εναντίον Τουρκίας (1η Μαρτίου 2010). Στη μεν πρώτη απόφαση το ΕΔΑΔ επέβαλε στην Τουρκία να προχωρήσει στη σύσταση ενός εσωτερικού ένδικου μέσου (λαμβανομένου υπόψη ότι τα κατεχόμενα θεωρούνται υποτελής διοίκηση στην Τουρκία σύμφωνα με την προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου στην 4η Διακρατική), το οποίο θα εξετάζει τις αιτήσεις Ελληνοκυπρίων για ό,τι αφορά τα δικαιώματα περιουσίας τους στα κατεχόμενα και το οποίο όργανο θα έπρεπε να προσφέρει αποτελεσματική θεραπεία. Με τη δεύτερη απόφαση το ΕΔΑΔ ήρθε και επικύρωσε τη λειτουργία της «επιτροπής» καθιστώντας την ως το αποκλειστικό ένδικο μέσο προς το οποίο οφείλουν οι Ελληνοκύπριοι να προσφύγουν για τις όποιες διεκδικήσεις τους για ακίνητες περιουσίες που έχουν στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Στη βάση των πιο πάνω αποφάσεων συστάθηκε η «επιτροπή ακινήτων περιουσιών» βάσει του «νόμου 67/2005», τον οποίο το ΕΔΑΔ θεωρεί ως τουρκικό νόμο και άρα αποδέχεται ως νόμιμο, ενώ η ίδια η Τουρκία τον εμφανίζει ως «νόμο της «ΤΔΒΚ» (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) και τον οποίο οι Ελληνοκύπριοι χαρακτηρίζουν ως παράνομο.
Η «επιτροπή ακινήτων περιουσιών» άρχισε τη λειτουργία της στις 17 Μαρτίου 2006 ανοίγοντας τις πύλες της για όσους Ελληνοκύπριους ήθελαν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα. Ο «νόμος 67/2005» αποτελούσε ουσιαστικά αντιγραφή ενός άλλου σχετικού νόμου που είχε εφαρμόσει η Τουρκία συστήνοντας μια ανάλογη επιτροπή για διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων του κουρδικού πληθυσμού στις ανατολικές επαρχίες της χώρας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπήρχε ωστόσο μια σημαντική διαφορά μεταξύ των όσων υποδείκνυε το ΕΔΑΔ και το τι επεδίωκε να εφαρμόσει η Τουρκία. Το Δικαστήριο μιλούσε για εξέταση υποθέσεων και καταβολή αποζημιώσεων σε σχέση με την απώλεια χρήσης της περιουσίας. Δηλαδή η ιδιοκτησία παρέμενε στον νόμιμο ιδιοκτήτη και έπαιρνε ένα ποσό για όσο χρόνο δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει όπως αυτός επιθυμούσε. Αυτό που εφάρμοσε η Τουρκία ήταν η καταβολή αποζημίωσης επί της περιουσίας, δηλαδή επί της αξίας, που σήμαινε εξαγορά του ακινήτου.
Μια πράξη που ήρθε να επικυρωθεί το 2010 με τη δεύτερη σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλος.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο σ’ ό,τι αφορά τον «νόμο 67/2005», είναι πως αυτός «λαμβάνει υπόψη τις αρχές της διζωνικότητας και δικοινοτικότητας που αποτελούν κοινά στοιχεία στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου 1977 και 1979, καθώς επίσης και σχέδια λύσης του Κυπριακού που ετοιμάστηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη», όπως αναφέρεται στα σχετικά έγγραφα της ίδιας της «επιτροπής». Σημειώνεται το εξίσου σημαντικό από μέρους της «επιτροπής» ότι «επιδιώκει να ικανοποιεί τις νόμιμες απαιτήσεις των ιδιοκτητών ακινήτων χωρίς προκατάληψη στα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας».
Αναφορές αρκούντως καθαρές σ’ ό,τι αφορά το τι σκόπευε και τι εφαρμόζει η τουρκική πλευρά επικαλούμενη τη «διζωνικότητα και δικοινοτικότητα», δηλαδή τη διασφάλιση της αρχής της πλειοψηφίας όχι μόνο πληθυσμιακά αλλά και εδαφικά. Γι’ αυτό και ο «νόμος 67/2005» προβλέπει εξαγορά των ακινήτων που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους τα οποία εφόσον πληρωθούν, μετατρέπονται αυτομάτως σε τουρκική κτήση. Η «νομιμότητα» των εν λόγω πράξεων ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα έγγραφα που καταθέτουν οι Ελληνοκύπριοι που απευθύνονται στην «επιτροπή» είναι οι τίτλοι ιδιοκτησίας. Η «επιτροπή» ζητά τίτλους ιδιοκτησίας των ακινήτων – προκειμένου οι αιτητές να αποδείξουν ότι είναι όντως δικές τους περιουσίες. Ο μόνος τρόπος απόδειξης είναι μέσω του Κτηματολογίου της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο εξέδιδε τίτλους σε πρόσφυγες ή ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα χωρίς (στα αρχικά στάδια των διαδικασιών) να θεωρεί πως τα κίνητρα αυτών που απευθύνονταν κοντά του ήταν για να πάνε στην «επιτροπή». Ανεξαρτήτως όμως αυτού, όλοι οι τίτλοι ιδιοκτησίας που κατατέθηκαν στην «επιτροπή» είναι νόμιμοι αφού εκδόθηκαν από το Κτηματολόγιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στοιχείο που δύσκολα θα μπορεί να ανατρέψει τη «νομιμότητα» των πράξεων που έγιναν ή το σημερινό ιδιοκτησιακό καθεστώς πολλών ακινήτων στα κατεχόμενα.
Πέρα όμως από τους Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα, στο Κτηματολόγιο είχαν απευθυνθεί -ιδιαίτερα μετά το 2003- και πολλοί Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες ακινήτων στις ελεύθερες περιοχές. Ακόμα και με τους περιορισμούς που εφαρμόστηκαν μετά το 1974, η έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας δεν απαγορεύτηκε.
Η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτά τα δύο δεδομένα για να προωθήσει ένα ακόμα σχέδιό της στην Κύπρο που ήταν ο «νόμιμος έλεγχος» επί του εδάφους. Προώθησε και εφάρμοσε μια νέα πρακτική, αυτήν της ανταλλαγής περιουσιών, που επίσης «νομιμοποιείται» μέσω του «νόμου 67/2005». Στους Τ/κ δίνονταν αντίστοιχης αξίας περιουσίες στα κατεχόμενα με εκείνες που είχαν στις ελεύθερες περιοχές. Κι αυτό το αντιστάθμισμα γινόταν στη βάση των τίτλων ιδιοκτησίας που είχε ενώπιόν της η «επιτροπή» τόσο από Ε/κ όσο και από Τ/κ.
Με αυτό τον τρόπο τίτλοι ιδιοκτησίας τ/κ περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές έχουν περάσει στα χέρια της Τουρκίας. Στα χέρια της οποίας βρίσκονται και πολλοί τίτλοι ιδιοκτησίας ε/κ περιουσιών. Καθιστώντας την κατ’ αυτό τον τρόπο διαχειριστή μιας σημαντικής πτυχής του κυπριακού προβλήματος, αυτής του περιουσιακού.
Ξέμειναν από ρευστό και δεν πληρώνουν…
Η ροή αιτήσεων προς την «επιτροπή» μπορεί μεν να συνεχίζεται κανονικά αλλά είναι εμφανές ότι υπάρχει μια σημαντική μείωση στις αιτήσεις που υποβάλλονται σε σύγκριση με το παρελθόν. Από την άλλη, κατά τα τακτά χρονικά διαστήματα η «επιτροπή» προβαίνει σε ανακοινώσεις αποφάσεων που έχει λάβει για καταβολή αποζημιώσεων προς Ε/κ για τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα. Ανακοινώσεις, ωστόσο, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς για ένα χρόνο τώρα δεν έχει πληρώσει τα ποσά τα οποία αποφάσισε να δώσει.
Σύμφωνα με πληροφορίες μας σ’ όλες τις αποφάσεις που έλαβε από τον Μάιο του 2014 και εντεύθεν η «επιτροπή» δεν έχει πληρώσει ούτε μια στερλίνα σε Ελληνοκύπριους. Και πρόκειται για ποσά πολλών εκατομμυρίων στερλινών. Συναφείς πληροφορίες αναφέρουν ότι η Τουρκία, που αναλαμβάνει και το κόστος της εξαγοράς των περιουσιών, είχε στείλει γύρω στα 50 εκατομμύρια στερλίνες για να καταβληθούν σε Ελληνοκύπριους. Ωστόσο, τα χρήματα αυτά δεν είχαν φτάσει ποτέ στην «επιτροπή» καθώς το κατοχικό καθεστώς τα χρησιμοποίησε προκειμένου να καλύψει ανάγκες του «δημοσίου» και άλλες σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε τον προηγούμενο ένα χρόνο και είχαν προκαλέσει αντιδράσεις και κινητοποιήσεις στα κατεχόμενα.
Σε μια από τις περιπτώσεις που περιμένουν ακόμα να λάβουν τα χρήματα από την «επιτροπή», το ποσό που αποφασίστηκε τον περασμένο Μάιο ανέρχεται στο 1.690.000 στερλίνες για ακίνητη περιουσία 35.764 τετραγωνικών μέτρων στην κατεχόμενη Λευκωσία. Άλλες τέτοιες περιπτώσεις είναι: 3,2 και 2,1 εκατομμύρια στερλίνες για περιουσίες στη Βασίλεια, 3,6 εκατ. για περιουσία στη Λευκωσία, 1,8 εκατ. στην Κερύνεια, 2,5 εκατ. στην Αμμόχωστο.
Μέχρι το τέλος Μαΐου 2015 έχουν υποβληθεί 6.179 αιτήσεις προς την «επιτροπή» από Ελληνοκύπριους. Αποφάσεις λήφθηκαν για 681 υποθέσεις και αποφασίστηκε να δοθεί το ποσό των 202.100.387 στερλινών. Σε δύο περιπτώσεις αποφάσισε την ανταλλαγή και αποζημίωση, σε μια περίπτωση αποκατάσταση και σε πέντε αποκατάσταση και αποζημίωση. Επίσης σε μια περίπτωση αποφάσισε την αποκατάσταση περιουσίας μετά τη λύση του Κυπριακού και για μια ακόμα για μερική αποζημίωση.
Ανδρέας Πιμπίσιης («ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου