Του Michael
Downing (North Carolina)
Είμαι ηλικίας 62 ετών και μου λείπει η Αμερική που μεγάλωσα
και φοβάμαι ότι αυτή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι γονείς μου δεν κλείδωναν την
εξώπορτα του σπιτιού μας μέχρι που έγινα έφηβος. Η μόνη φορά που κάποιος ήρθε στο
σπίτι μας (ενώ λείπαμε) κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ήταν όταν κάποιος μπήκε
στο σπίτι μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να κάνει ένα τηλεφώνημα, λόγω ενός
ατυχήματος με τραυματισμό. Δεν υπήρχαν τότε κινητά τηλέφωνα. Και ήταν τόσο ανήσυχος
για το γεγονός, ώστε άφησε ένα σημείωμα με τα στοιχεία του.
Έπρεπε να περπατήσουμε για να πάμε στο σχολείο, ακόμη και 20-30
λεπτά. Μετά το σχολείο, τα Σαββατοκύριακα μπορούσαμε να πηδήξουμε στα ποδήλατά μας
με τα καλάμια του ψαρέματός μας και τα γάντια και να εξαφανιστούμε χωρίς κανείς
να ανησυχήσει για το πού ήμασταν, εφόσον γυρνούσαμε στο σπίτι για το δείπνο. Καθώς
μεγάλωνα και μπήκα στην εφηβεία, δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπω αγροτικά φορτηγάκια
στο πάρκινγκ του σχολείου με ένα τουφέκι, ένα κυνηγετικό όπλο και ένα καλάμι
για ψάρεμα στη σχάρα πίσω από το κάθισμα και οι περισσότεροι δεν ανησυχούσαν
σχετικά με το κλείδωμα των φορτηγών τους. Δεν ήταν ασυνήθιστο για τους
ανθρώπους να βγουν έξω το πρωί πριν το σχολείο και να κυνηγήσουν μέχρι να
ακουστεί το κουδούνι του σχολείου. Κανείς ποτέ δεν πυροβολήθηκε στο σχολείο και
κανείς δεν ανησυχούσε ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Ο πατέρας μου ήταν βετεράνος του Β΄ Π.Π. που μεγάλωσε σε μια
αγροτική φάρμα όπου η μεγάλη ύφεση δεν σήμαινε πολλά πράγματα, αλλά ήξερε ότι
οι γείτονες φροντίζουν για τους γείτονες και αυτό διδαχθήκαμε κι εμείς. Ο
μεγάλος κήπος που φύτεψε έφερε μια συγκομιδή που, σαν παιδιά, πήραμε ότι μπορούσαμε
από αυτήν και γυρίζαμε στη γειτονιά μας στα σπίτια εκείνων που είχαν ανάγκη και
ιδιαίτερα των ηλικιωμένων. Οι οδηγίες που είχαμε ήταν να ρωτήσουμε ευγενικά αν ήθελαν
να τους βοηθήσουμε με το να τους δώσουμε μερικά από τα περίσσεια λαχανικά που
είχαμε κι έτσι να μην πάνε χαμένα. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου κατά τη
διάρκεια της της εποχής του κυνηγιού του ελαφιού, διένειμαν κρέας, όπου αυτό
ήταν αναγκαίο. Οι γείτονες και οι εκκλησίες φρόντιζαν εκείνους που είχαν
ανάγκη.
Δεν νομίζω ότι πρόκειται να επιστρέψουμε σε εκείνους τους καιρούς
πάλι. Ως λαός έχουμε αλλάξει και έχουμε ξεχάσει, από που προερχόμαστε και ποιοι
είμαστε. Ελπίζω ότι μπορούμε να γονατίσουμε και να προσευχηθούμε να βρούμε το
δρόμο μας πίσω, γιατί αν δεν το κάνουμε, έρχονται πραγματικά σκοτεινές μέρες. Όσο
για μένα, προετοιμάζομαι για τις σκοτεινές μέρες που έρχονται, γιατί δεν
πιστεύω ότι μπορούμε να γυρίσουμε σπίτι μας και πάλι ...
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου