Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ FOREIGN AFFAIRS - Γιατί η Ρωσία και η Τουρκία συγκρούονται

Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας [2] και της Ρωσίας [3] είναι επιβαρυμένες από τότε που η τουρκική πολεμική αεροπορία κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό [4] που παραβίασε για λίγο τον εναέριο χώρο της, τον Νοέμβριο. Αλλά οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών κλιμακώνονταν για μήνες πριν από αυτό, πρώτα για την παρέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία και στην συνέχεια στην Συρία. Ως αποτέλεσμα, στην διάρκεια αυτών των δύο ετών, οι δύο χώρες έχουν αναιρέσει σε μεγάλο βαθμό την συνεννόηση είχαν οικοδομήσει κατά τα προηγούμενα 15.

 
Χτισμένη στην οικονομική συνεργασία, στην κοινή δυσφορία για την κυριαρχούμενη από την Δύση διεθνή τάξη, καθώς και την προσωπική χημεία των ημι-αυταρχικών ηγετών τους, Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η ρωσο-τουρκική συνεννόηση ήταν, από πολλές απόψεις, μια ιστορική ανωμαλία. Τα κίνητρα της τελευταίας αντιπαράθεσης είναι πολύ βαθύτερα από την απώλεια ενός και μόνο αεροπλάνου, και είναι πιθανό να σημάνουν μια επιστροφή στην γεωπολιτική αντιπαλότητα που ήταν ο κανόνας για τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις σε όλη την ιστορία [5].
Η σημερινή αντιπαράθεση είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερο εντυπωσιακή από τα 15 χρόνια της επαναπροσέγγισης που προηγήθηκαν. Στο κάτω-κάτω, οι ιστορικοί προκάτοχοι της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν αντίπαλοι για τους περισσότερους από τους τελευταίους πέντε αιώνες. Μεγάλο μέρος της αυτοκρατορικής επέκτασης της Ρωσίας, ξεκινώντας με την προσάρτηση του Χανάτου της Κριμαίας το 1783, ήρθε σε βάρος [5] της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και των υποτελών της) κατά μήκος της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Τα ρωσικά κέρδη από την φθίνουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία απείλησαν την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και προκάλεσαν προσπάθειες από το Ηνωμένο Βασίλειο [6] και την Γαλλία [7] για την διατήρηση του οθωμανικού κράτους ως ουδέτερη ζώνη, κυρίως κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1854-1856. Οι φιλοδοξίες της Ρωσίας [8] να καταλάβει τα Τουρκικά Στενά και να ολοκληρώσει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βοήθησαν να προκληθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
 
---------------------------
Η ρωσο-τουρκική αντιπαλότητα επέζησε από την κατάρρευση τόσο της Οθωμανικής όσο και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, εκτός από μια σύντομη προσέγγιση στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Βλαντιμίρ Λένιν και ο Τούρκος ιδρυτής της Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ [9] (Ατατούρκ) ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Η Τουρκία κατάφερε να παραμείνει ουδέτερη κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η νικηφόρα Σοβιετική Ένωση αναβίωσε την μακροχρόνια φιλοδοξία της αυτοκρατορικής Ρωσίας για τον έλεγχο των Στενών. Ο Ιωσήφ Στάλιν απαίτησε [10] κοινό σοβιετο-τουρκικό έλεγχο της διέλευσης και το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στην Τουρκία.
Η Άγκυρα αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα ο Στάλιν να πιέσει για μια κομμουνιστική επανάσταση στην Τουρκία. Σε απάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν προσέφερε βοήθεια στην Άγκυρα σύμφωνα με τους όρους του δόγματος Τρούμαν, και το 1952 η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ [11]. Στην συνέχεια, η κεμαλική Τουρκία έγινε ένα προπύργιο του αντι-κομμουνισμού και ένας από τους πυλώνες της Δυτικής συμμαχίας. Η Σοβιετική Ένωση ποτέ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές της για να αποδυναμώσει την Τουρκία. Μεταξύ των εργαλείων της για κάτι τέτοιο ήταν η υποστήριξη στην εξέγερση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) κατά της Άγκυρας στην δεκαετία του 1980.
Η αδυναμία της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την υποχώρηση της ρωσικής ισχύος από τα σύνορα της Τουρκίας (βοηθούμενη από την εμφάνιση των κρατών του Νότιου Καυκάσου που λειτούργησαν σαν μια ενδιάμεση ζώνη) αφαίρεσε την στρατιωτική απειλή και επέτρεψε στις δύο χώρες να επικεντρωθούν στην οικονομική συνεργασία.
Η Άγκυρα και η Μόσχα συνέχισαν να συμπλέκονται, ωστόσο, κυρίως σχετικά με την κοινή γειτονιά τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία προσπάθησε να αξιοποιήσει ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς ώστε να αντικαταστήσει την Ρωσία ως ο προστάτης των σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικών, τουρκόφωνων δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Η Άγκυρα και η Μόσχα υποστήριξαν επίσης αντίθετες πλευρές στην σύγκρουση [12] μεταξύ της Αρμενίας [13] και του Αζερμπαϊτζάν [14] για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η οποία είχε παγώσει από την κατάπαυση του πυρός το 1994. Μια μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ο πόλεμος στην Τσετσενία [15], όπου η Ρωσία κατηγόρησε την Τουρκία για την υποστήριξη αυτονομιστών ανταρτών.
Με αμφότερες τις οικονομίες να έχουν σκοντάψει άσχημα στο γύρισμα του αιώνα, η Άγκυρα και η Μόσχα συμφώνησαν να αντιμετωπίσουν τις γεωπολιτικές ανησυχίες τους και να επικεντρωθούν στην εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας. Η Μόσχα αρνήθηκε να δώσει άσυλο στον ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, [16] και ακύρωσε την πώληση προηγμένων συστημάτων αεράμυνας S-300 στους Ελληνοκύπριους. Μια συμφωνία του 2001 αντιμετωπίζει τις εντάσεις μεταξύ των χωρών στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Στο πλαίσιο μιας συμφωνίας τον Ιανουάριο του 2002, η Ρωσία απέσυρε την υποστήριξή της στο ΡΚΚ, ενώ η Τουρκία υιοθέτησε μια πιο σκληρή γραμμή για Τσετσενικές και άλλες ομάδες του Βορείου Καυκάσου που επιχειρούν από το έδαφός της, παρά την ευρεία συμπάθεια που απολάμβαναν μεταξύ των Τούρκων (εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι πολίτες εντοπίζουν τους καταγωγή τους στον Καύκασο [17], από όπου πολλοί Μουσουλμάνοι έφυγαν απέναντι στην ρωσική κατάκτηση του 19ου αιώνα).
Με λιγότερα να διακυβεύονται στρατηγικά, οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας άνθισαν. Μέχρι το 2008, η Ρωσία είχε γίνει ο μεγαλύτερος ενιαίος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Η ενέργεια ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της οικονομικής τους σχέσης. Η Τουρκία, η οποία έχει λίγους υδρογονάνθρακες, εισήγαγε πάνω από το 40% του πετρελαίου της από την Ρωσία το 2009 (αν και ο αριθμός αυτός έκτοτε έπεσε κατακόρυφα). Η Ρωσία εξακολουθεί να προμηθεύει την χώρα με περίπου το 57% του φυσικού αερίου της [18]. Οι οικονομικοί δεσμοί επεκτάθηκαν στην πυρηνική ενέργεια, τις κατασκευές, τον τουρισμό και σε άλλους τομείς, επίσης.
 
----------------------------------
Υποβοηθητική της ρωσο-τουρκικής προσέγγισης ήταν η αυξανόμενη αποξένωση από την Δύση και η επικοινωνία μεταξύ του Πούτιν και του Ερντογάν. Και οι δύο αντιτάχθηκαν στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Εν τω μεταξύ, από την ρωσική πλευρά, η ανανεωμένη επέκταση του ΝΑΤΟ και οι λεγόμενες έγχρωμες επαναστάσεις στην Γεωργία και την Ουκρανία αναβίωσαν τους φόβους ότι η Δύση προσπαθεί να μειώσει την ρωσική επιρροή. Από την τουρκική πλευρά, οι άκαρπες συνομιλίες ένταξης στην ΕΕ [19], σε συνδυασμό με την εισδοχή της ελεύθερης Κύπρου [στμ: ελληνικής Κύπρου στο πρωτότυπο] στην Ένωση παρά την απόρριψη από αυτήν του ειρηνευτικού σχεδίου υπό την αιγίδα του ΟΗΕ βάθυνε την απογοήτευση της Άγκυρας. Οι δύο χώρες προσπάθησαν να τοποθετηθούν ως μεσολαβητές [20] μεταξύ της Δύσης και της Τεχεράνης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, και η Άγκυρα μέχρι που πήρε μια σχετικά ελαστική στάση για την εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία το 2008.
Παρά την εν λόγω συνεργασία, όμως, η ρωσο-τουρκική συνεννόηση βασιζόταν σε ρηχά γεωπολιτικά θεμέλια, τα οποία έχουν κλονιστεί κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια καθώς οι περιφερειακές συγκρούσεις πολλαπλασιάστηκαν. Πριν την κατάρριψη του ρωσικού τζετ από την Τουρκία, η Άγκυρα και η Μόσχα είχαν επιδιώξει να απομονώσουν τις διαφωνίες τους σχετικά με την Συρία, ενώ θα συνέχιζαν να συνεργάζονται αλλού. Αλλά οι κρίσεις στον Καύκασο, την Ουκρανία [21] και την Μέση Ανατολή έχουν όλες αφήσει την Ρωσία και την Τουρκία σε αντίθεση, μειώνοντας το περιθώριο ασφαλείας της Άγκυρας και τοποθετώντας εντάσεις στην ρωσοτουρκική σχέση που η κατάρριψη του τζετ απλώς έφερε στο προσκήνιο.
Κατ’ αρχήν, η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία άλλαξε ριζικά την ισορροπία δυνάμεων γύρω από την Μαύρη Θάλασσα, με την Μόσχα να ενισχύει τις ναυτικές δυνατότητες «αντι-πρόσβασης / άρνησης περιοχής» (anti-access/area denial, Α2/AD) [22] γύρω από την χερσόνησο, ακόμη και καθώς επεκτείνει την στρατιωτική παρουσία της στην Συρία. Η Τουρκία αντιμετωπίζει τώρα την προοπτική [5] της περικύκλωσής από την ρωσική ναυτική δύναμη.
Επιπλέον, η αυξανόμενη βία [23] κατά μήκος της γραμμή επαφής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και των συνόρων Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν απειλεί να σύρει την Ρωσία και την Τουρκία σε μια σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων. Οι προσπάθειες της Μόσχας να σύρει το Μπακού μακριά από την ευθυγράμμισή του με την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει γίνει με γνώμονα την ενέργεια, δεν έχουν βοηθήσει.
Περαιτέρω, η Συρία έχει ήδη μετατραπεί σε μια σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων, με την Άγκυρα όχι μόνο να ζητά την αποπομπή του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ, αλλά και να υποστηρίζει τις σουνιτικές ομάδες ανταρτών που η Μόσχα θεωρεί τρομοκρατικές. Η Ρωσία (μαζί με το Ιράν) έχει παράσχει στο συριακό καθεστώς αμέριστη στήριξη, μεταξύ άλλων μέσω της άμεσης στρατιωτικής επέμβασης που επέτρεψε στον Άσαντ να ανακτήσει ορμή στο έδαφος τις τελευταίες εβδομάδες, ναυαγώντας τις διεθνείς ειρηνευτικές συνομιλίες στην Γενεύη. Αλλά ο πόλεμος ήταν μια καταστροφή για την Τουρκία. Περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν εισέλθει στην χώρα, και το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) που συνδέεται με το ΡΚΚ έχει καθιερώσει ένα κουρδικό πρωτο-κράτος ακριβώς πάνω στα σύνορα με την Τουρκία, ακόμη και καθώς ο πόλεμος της Άγκυρας με το PKK [24] στο εσωτερικό της Τουρκίας έχει αναζωπυρωθεί και πάλι.
Η Άγκυρα έχει προσπάθησε να περιορίσει την κρίση, αλλά η Μόσχα την χρησιμοποίησε για να αυξήσει τα εθνικιστικά αισθήματα εναντίον της Τουρκίας, ενώ επέβαλε κυρώσεις που μπορεί να κοστίσουν στην τουρκική οικονομία [25] 0,5% του ΑΕΠ φέτος. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν επίσης αυξήσει τις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον τουρκικών πληρεξουσίων στην Συρία και αύξησαν την υποστήριξή τους [26] στο PYD. Η Ρωσία κατανοεί ότι η Τουρκία είναι υπό τεράστια πίεση από την κρίση των προσφύγων, τις τρομοκρατικές επιθέσεις που συνδέονται με το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) [27], και τον ανανεωμένο πόλεμο με το PKK, και επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημά της.
Όπως και σε προηγούμενες εποχές, η Τουρκία βλέπει την επέκταση της ρωσικής δύναμης ως απειλή τόσο για την ίδια όσο και για την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων. Σε απάντηση, η Τουρκία δεν είχε πολλές άλλες επιλογές από το να προσπαθήσει να μπαλώσει τους δεσμούς της με την Δύση. Η Άγκυρα κάλεσε αμέσως για διαβουλεύσεις στο ΝΑΤΟ μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου. Πιο πρόσφατα, υπέγραψε [28] μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία προσέφερε στην Τουρκία οικονομική βοήθεια και ανανέωσε τις συζητήσεις της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η Τουρκία προσέφερε περισσότερη βοήθεια στο να μειωθεί η ροή των προσφύγων προς την Ευρώπη.
Η ρωσο-τουρκική προσέγγιση των τελευταίων 15 ετών ήταν δυνατή μόνο επειδή το γεωπολιτικό περιβάλλον ήταν ασυνήθιστα βολικό. Μια ασθενέστερη, πιο εσωστρεφής Ρωσία έθετε λιγότερη απειλή για τα τουρκικά συμφέροντα. Η Τουρκία την ίδια στιγμή έψαχνε να στραφεί μακριά από την Δύση, και είδε την Ρωσία ως έναν χρήσιμο εταίρο. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Άγκυρα και η Μόσχα ήταν εύκολο να συνεργαστούν στο εμπόριο, την ενέργεια και ακόμη και την περιφερειακή διπλωματία.
Όμως τα τελευταία χρόνια η παραδοσιακή γεωπολιτική έχει επιστρέψει. Τώρα, τα ρωσικά και τα τουρκικά συμφέροντα αποκλίνουν όλο και περισσότερο στον Καύκασο, την Μαύρη Θάλασσα και την Μέση Ανατολή. Η προσάρτηση της Κριμαίας [29] κλιμάκωσε δραματικά την απειλή που αντιμετωπίζει η Τουρκία από τον βορρά, ενώ οι συριακές και κουρδικές συγκρούσεις έχουν δημιουργήσει μια ανοιχτή πληγή στα ανατολικά της σύνορα. Και, για άλλη μια φορά, οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις ορίζονται από έναν αγώνα για την περιφερειακή υπεροχή.
 
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

 
Πηγή: foreign affairs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου