Η διαστρέβλωση των όρων και η θολοκουλτούρα, έχουν ταυτότητα και πρόσωπα. ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΒΡΙΟΙ...Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ... ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΑ... ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΡΟΑΙΩΝΙΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ. Καλλιόπη Σουφλή
γράφει ο Αντώνιος Α. Αντωνάκος
Στην εποχή μας όταν πρόκειται νά αναλύσουμε έναν όρο, μία λέξη, ένα νόημα, τό όποιο αναφέρεται στις σχέσεις με συστήματα εξουσίας, πρέπει νά έχουμε πάντα ύπ’ όψιν μας όσα έγραφε ό Θουκυδίδης στο τρίτο βιβλίο της ιστορίας του «του Πελοποννησιακού πολέμου» (Γ,82,4), σχετικά με την δράση των τότε ισχυρών:
«Και την είωθυΐαν άζίωσιν των ονομάτων ες τα έργα άντηλλαξαν τη δικαιώσει», πού σέ νεοελληνική απόδοση σημαίνει: «Για νά δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων».
«Οπως τότε δηλαδή οί διάφορες πόλεις μέ την πολυμήχανη ύπουλότητα των επιθέσεων τους κατήντησαν νά μεταβάλουν αυθαιρέτως την σημασία των λέξεων, δια των όποιων δηλοΰνται τά πράγματα, έτσι και σήμερα οί σύγχρονοι κοσμοεξουσιαστές εφαρμόζουν την ανωτέρω «θουκυδίδειον ρήσιν», για την αλλαγή της σημασίας των λέξεων.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, πολλοί είναι οι παίζοντες τό παιχνίδι των κοσμοεξουσιαστών. Για νά το πετύχουν όμως πρέπει νά αφαιρέσουν μέσα από κάθε λαό το στοιχείο, πού τον χαρακτηρίζει και τον διαφοροποιεί ώς έθνος. Νά αλλάξουν την σημασία των λέξεων, νά κάνουν τούς λαούς νά μισούν ότι έπρεπε νά αγαπούν και τό αντίθετο.
Έτσι δυστυχώς γίνεται… «Έχουμε ξαναγράψει ότι όποιος σήμερα αγαπά την πατρίδα του, όποιος σκέπτεται εθνικά, δηλαδή οποίος φρονεί εθνικά, λέγεται ορθώς «έθνικόφρων».
Κι όμως, για νά δικαιολογούν οί κοσμοεξουσιαστές τις πράξεις τους έχουν αλλάξει την σημασία της λέξεων, παρασύροντας και άλλους λεξικογράφους.
Ξέρετε για παράδειγμα τι γράψει τό ηλεκτρονικό «Μείζον Ελληνικό Λεξικό- Τεγό-πουλου – Φυτράκη για την λέξη «έθνικόφρων», πού σήμερα έχει γίνει «εθνικόφρονας»; Γράφει τά ακόλουθα μονοτονικά:
«Εθνικόφρονας [-ων, -ον (-ονος)] κ. εθνικόφρονας (ο) επίθ. ο εμφορούμενος από εθνικά φρονήματα | (ειδ.) συντηρητικός εθνικιστής, αντίθετος προς τις αριστερές τάσεις».
Διανοεΐσθε λοιπόν, αγαπητοί φίλοι, πού έχουμε φθάσει; Διανοεΐσθε ότι ή διαστρεβλωμένη επίτηδες ερμηνεία, πού τώρα χαρακτηρίζεται «ειδική», γράφει ότι έθνικόφρων εΐναι ό συντηρητικός εθνικιστής, αντίθετος προς τις αριστερές τάσεις;
Και τό ϊδιο λεξικό έχει ακόμα τό λήμμα «άντιδεξιός», χαρακτηρίζοντας τον ώς «αντίθετο προς την δεξιά ιδεολογία» ενώ τό αντίθετο «άντιαριστερός» δεν αναγράφεται πουθενά!
Γιατί; Μά απλούστατα, διότι ή «κομματική» ριζο-σπαστική αριστερά (και όχι οί αριστεροί στο σύνολο τους) και σήμερα άλλα και άπό παλιά δεν εξέφραζε τό έθνος άλλά τον διεθνισμό.
Μετά δέ την κατάρρευση του βρήκαν στέγη στήν θυγατρική του διεθνισμού, τήν παγκοσμιοποίηση! Γι’ αυτό και εφαρμόζουν κατά γράμμα τό «δόγμα Κίσσιγκερ» δια της «γραμμής Ρεπούση».
Άν όμως, οί προπάτορές μας ακολουθούσαν αύτη τήν πολιτική αντίληψη τότε ούτε ή παλιγγενεσία του 1821 θά γινόταν, ούτε οί λαμπρές σελίδες του 1912-13, ούτε ή δόξα του 1919-22, ούτε τό έπος του 1940 και οί «Έλληνες θά αναφέρονταν απλώς στά βιβλία των έξαφανισθέντων εθνών.
Οί εχθροί του Ελληνικού Έθνους επιδιώκουν νά παρασύρουν τον Ελληνικό λαό νά πιστεύση σε αυτήν τήν ηττοπαθή αντίληψη. Πόσες δέ, ωραίες στο αυτί λέξεις, δεν έχουν «επιστρατεύσει» σήμερα, για νά στολίζουν τήν ηττοπάθεια ή τήν προδοσία: Είρηνοφιλία, ίσότης των φυλών, ανεξιθρησκία, διεθνής κατανόηση κ.λπ. «Ομως οί «Έλληνες επιζήσαμε ιστορικώς χιλιάδες χρόνια και εξασφαλίσαμε τήν εθνική μας ελευθερία, μόνο με τήν συνειδητοποίηση τής ένότητός μας ώς «Εθνους. Αυτό βεβαιώνει ή πραγματικότητα και δεν μπορούν νά τήν αλλάξουν τά χιλιάδες ψεύδη τής μισελληνικής προπαγάνδας.
«Ας δούμε όμως ακόμη έναν παγκοσμιοποιημένο ορισμό. Αυτόν του εθνικισμού. Σύμφωνα λοιπόν πάλι με τό μονοτονικό «Μείζον Ελληνικό Λεξικό» Τεγόπουλου – Φυτράκη:
«Εθνικισμός:(ο) ουσ. η σε μεγάλο βαθμό προσήλωση στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά που συνοδεύεται, μερικές φορές, από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης | εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλει με έμφαση τον πολιτισμό και τα συμφέροντα του εις βάρος άλλων εθνών | κίνηση για πολιτική ανεξαρτησία υπόδουλης εθνότητας».
Αυτόν μάλιστα τον ορισμό αναμασούν όλα σχεδόν τά σύγχρονα ελληνικά λεξικά.
«Όμως ένας εκ των πλέον αρμοδίων έπι του θέματος, ό επιφανής καθηγητής πολλών Πανεπιστημίων Δημήτριος Βεζανής προσδιώρισε στήν «Γενική Πολιτειολογία» του τήν διαφορά μεταξύ «εθνικισμού» και «εθνισμού».
Ό εθνικισμός λοιπόν, γράφει ό εξαίρετος πολιτειολόγος, αποτελεί τήν «ένεργητικήν κατάφασιν της ιδέας του Έθνους». Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι όταν κάποιος είναι εθνικιστής πιστεύει στά ιδεώδη του «Εθνους του και ενεργεί, αγωνίζεται δηλαδή γι’ αυτά τά ιδανικά.
Από τήν άλλη ό Εθνισμός αποτελεί «τήν παθητικήν κατάφασιν της ιδέας του «Εθνους». Και τούτο μέ τήν σειρά του σημαίνει ότι ό Έθνιστής πιστεύει στά ιδεώδη του «Εθνους, άλλά ηθελημένα δεν αγωνίζεται γι’ αυτά.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά, άπό τον ανωτέρω ορισμό ότι ό εθνικιστής είναι ένας δρών αγωνιστής υπέρ του ‘Έθνους ενώ ό έθνιστής απλώς πιστεύει στο Έθνος, ανήκει εις αυτό, άλλα δεν επιθυμεί νά άγωνισθή για τό Έθνος του. Προσφάτως, μάλιστα, συναντήσαμε στις οθόνες τής τηλοψίας κάποιους πού δήλωναν ότι αγαπούσαν τήν Ελλάδα άλλά έξεδηλώνοντο κατά των συλλαλητηρίων).
Μου θυμίζει βεβαίως και κάποιους «γιαλαντζί» αντιστασιακούς, πού, όταν οί σύντροφοι τους πλήρωναν τήν αντίθεση τους προς τήν δικτατορία με φυλακίσεις στά υπόγεια, εκείνοι έκαναν αντίσταση στα μπαράκια τής αλλοδαπής. Αυτός είναι ό έθνιστής, ό παθητικός δηλαδή φορέας τής εθνικής ιδέας.
Οί ανωτέρω διακρίσεις ήταν απολύτως απαραίτητο νά αναφερθούν, διότι τελευταία οί εχθροί του έθνους, ακολουθώντας τήν αποκάλυψη του Θουκυδίδου, μέσω τών οργάνων τους προκαλούν μία σκόπιμη σύγχυση στις έννοιες του έθνικιστοΰ και έθνιστοΰ.
«Όμως τήν σύνδεση του εθνικισμού με τήν ενέργεια τήν είχε επισημάνει και ό «Ιων Δραγούμης, ό όποιος χαρακτηριστικώς, άπό τό 1904, στο σύγγραμά του /Ο Ελληνισμός μου και οί Έλληνες», Αθήναι. 1991, έκδ. «ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ» σελ. 62 κ.έ. γράφει:
«Ό εθνικισμός είναι μορφή τής ενέργειας… Ή ενέργεια μου μέ κάνει εθνικιστή…».
Τό πολιτικό λοιπόν σύνθημα, πού ανταποκρίνεται στήν ανάγκη τής εποχής είναι «ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΘΝΙΚΟ»!
Πρέπει οί «Έλληνες νά δείξουμε εμπράκτως τήν αγάπη μας προς τήν πατρίδα μας τήν Ελλάδα. Αλλά ή αγάπη μας αυτή δεν θά πρέπει νά μείνη στά λόγια ή στά κρυφά ενδόμυχα αισθήματα. Άλλά νά έκδηλωθή μέ έργα και μέ αγώνα.
Επειδή όμως σήμερα πολλοί είναι εκείνοι, πού δηλώνουν πατριώτες άλλα όχι εθνικιστές, ερμηνεύοντας μάλιστα κάθε φορά κατά τό δοκούν τούς όρους θά χρειασθή νά αναλύσουμε τήν σχέση μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού. «Ετσι θά καταλήξουμε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
«Πατρίς», λοιπόν, σύμφωνα με τά άρχαΐα κείμενα και λεξικά είναι «ή γη τών πατέρων». Μάλιστα στά άρχαΐα χρόνια οί Κρήτες, πού είχαν μητριαρχία, (ομιλούσαν όχι περί της Πατρίδος, περί της γης δηλαδή τών πατέρων, άλλα περί της Μητρίδος, δηλαδή περί της γης τών μητέρων(«Ή δέ πατρίς και μητρίς ώς Κρήτες καλοϋσι, πρεσβύτερα και μείζονα δίκαια γονέων έχουσα, πολυχρόνιος μεν εστίν ου μην άγήρως ούδ’ αύτάρκης, άλλ’ άεί πολυωρίας δεομένη και βοηθείας και φροντίδος επισπάται». Πλουτάρχου «εΐ πρεσβυτέρω πολιτευτέον»).
Ή αγάπη, λοιπόν, προς τήν Πατρίδα και ό αγώνας υπέρ αυτής ονομάζεται Πατριωτισμός.
Ό Εθνικισμός όπως αναλύσαμε προηγουμένως, βασίζεται στο «Εθνος. Ό δέ πατριωτισμός στήν Πατρίδα. Επομένως διαπιστώνουμε ότι ό Εθνικισμός υπάρχει στον πνευματικό χώρο, άλλα και στον βιολογικό, διότι προϋποθέτει τήν ύπαρξη φυλής. Επίσης ό Εθνικισμός είναι διαχρονικός, διότι στήν έννοια του Έθνους περιλαμβάνονται οί άγέννητοι και οί νεκροί. Και για τις πράξεις μας «Κριτές θά μάς δικάσουν, οί άγέννητοι, οι νεκροί», όπως λέει ό Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Τό Έθνος λοιπόν, επεκτείνεται στο παρελθόν και στο μέλλον. Ή πατρίδα από τήν άλλη έχει συναισθηματικό περιεχόμενο, διότι συνδέει τά άτομα ενός όμοεθνοΰς λαοΰ προς εναν γεωγραφικό χώρο. Μπορεί νά ύπαρξη «Εθνος χωρίς Πατρίδα (π.χ. διότι αύτη κατεκτήθη και τό έθνος έξεδιώχθη).
Ή έννοια του Έθνους επομένως είναι διαφορετική από τήν έννοια τής πατρίδος και οπωσδήποτε πιο εύρεΐα. Βεβαίως, όλα τά έθνη αγωνίζονται νά δημιουργήσουν Πατρίδα, ή οποία νά περιλαμβάνη όλους τους ομοεθνείς. «Ολα τά έθνη μάχονται νά άπελευθερώσουν τά τμήματα τής Πατρίδος τους, πού είναι υπόδουλα. Και μάλιστα, σήμερα δημιουργούνται τεχνικώ τω τρόπω άπό τούς κοσμοεξουσιαστές και «έθνη», τά όποΐα μέ διαστρεβλωμένη και κατασκευασμένη ιστορία προσπαθούν νά οικειοποιηθούν τό παρελθόν και τήν ιστορία σπουδαίων και πανάρχαιων λαών, τή βοήθεια πολλών άδρανούντων δηλωμένων έθνιστών, καλυπτομένων ύπό τό σύγχρονο επίθετο «πατριώτης», προβάλλοντας μάλιστα τό σοφιστικό επιχείρημα ότι «δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο πατριώτες».
Έχουμε ακούσει πλειστάκις στήν τηλοψία εκπροσώπους τής θολοκουλτούρας νά θέτουν σε «δίλημμα» τούς αμήχανους και αντιθέτους προς αυτήν τήν άποψη παρευρισκομένους, μέ τήν ερώτηση: «Είσαι εσύ περισσότερο πατριώτης άπό εμένα;»
Και αντί αύτοί νά τούς δώσουν τήν πρέπουσα απάντηση, συμβιβάζονται μέ τήν ισοβαθμία του πατριωτισμού όλων, προς χαράν τής επηρμένης θολοκουλτούρας.
Επομένως, άπό τήν ανάλυση τών ανωτέρω εννοιών προκύπτει ότι ό Εθνικισμός και ό Πατριωτισμός είναι δύο αλληλένδετες έννοιες. Επομένως, μπορούμε νά συμπεράνουμε, ότι ό καλός εθνικιστής είναι και καλός πατριώτης και αντιστρόφως.
Ή θολοκουλτούρα βεβαίως έχει έπιδοθή σέ εναν αγώνα διαστρεβλώσεως και αλλαγής της σημασίας τών λέξεων «εθνικισμός» και «πατριωτισμός». Και για τήν μεν πρώτη έχει δώσει τήν διαστρεβλωμένη ερμηνεία ότι «Εθνικισμός είναι ή σέ μεγάλο βαθμό προσήλωση στο έθνος και στά εθνικά ιδανικά που συνοδεύεται, μερικές φορές, από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης..,».
Αυτό τό μερικές φορές τά αλλάζει όλα… Δηλαδή και όσους, όσοι δεν συμπεριλαμβάνονται σέ αυτές τις μερικές φορές, θά τους πάρη τό ποτάμι της «σκόπιμου γενικότητος» του ορισμού, ό όποιος κάνει και όσους θέλουν νά εΐναι εθνικιστές νά φοβούνται νά τό δηλώσουν μήπως και τους ταυτίσουν μέ όσους υπάγονται στο «μερικές φορές». Μεσοβέζικα πράγματα, μεσοβέζικοι ορισμοί, πού κάνουν όμως στο ακέραιο τήν δουλειά (δηλαδή τήν εκ δουλείας παροχή υπηρεσίας) της θολοκουλτουρας.
«Γιά νά μήν απορούν, όμως, γιά τούς σωστούς ορισμούς (εθνικόφρονος και έθνικιστοΰ») τούς θυμίζω νά διαβάσουν τό εργο του όντως σπουδαίου άλλά και χαρακτηριζομένου άπό τούς ίδιους ((Πατέρα της Δημοκρατίας» Αλεξάνδρου Παπαναστασίου μέ τον τίτλο: «Εθνικισμός». Τό έργο αυτό τό έχουν εξαφανίσει άπό τήν αγορά, διότι τούς ξεμπροστιάζει, τραβώντας τήν ψεύτικη λεοντή τών υποτιθεμένων προοδευτικών αγωνιστών».
«Ήμποροΰμεν νά ορίσωμεν τον ‘Έθνικισμόν ώς την προσπάθειαν ενός έθνους προς επιβολήν του εντός των ορίων τον δι’ αποκρούσεων αλλοεθνούς επιβολής ή διά συγχωνεύσεως είς Έν όλον των χωρισμένων μερών τον αυτού «Εθνους. Εις την πρώτην περίπτωσιν ή εθνικιστική ιδέα εκδηλώνεται εις την καταπολέμησιν της ξενικής επιδράσεως, είς δε τήν δευτεραν είς τήν κατάπνιξιν των τοπικιστικών τμημάτων του αύτοϋ «Εθνους. Και εις τά δύο περιπτώσεις το ουσιώδες είναι ή προσπάθεια προς κυριαρχίαν τής υποστάσεως ολοκλήρου του «Εθνους».
Ό Παπαναστασίου τά έγραφε αυτά. όχι οί σημερινοί εθνικιστές. Τήν θολοκουλτούρα.. ό σπουδαίος Έλλην, τήν εΐχε καταλάβει άπό τότε. Και δεν είχε επισημάνει μόνο τήν αλλαγή των ορισμών άλλά και τις ριζο – σπαστικές μεθόδους καταστροφής του έθνους:
Ό Παπαναστασίου ήταν αυτός πού εΐχε επισημάνει τον καθοριστικό ρόλο τής γλώσσας στήν διατήρηση τής Εθνικής ταυτότητας, γράφοντας: «Όταν ή εισβολή ξένων (γλωσσικών) στοιχείων είναι τόσον μεγάλη, ώστε κατ’ ούσίαν αποτελεί τάσιν παραγκωνίσεως τής γλώσσης του σχετικού «Εθνους άπό ξένην, όπως ή αθρόα εισβολή λατινικών στοιχείων είς τήν ελληνικήν γλώσσαν κατά τούς πρώτους αιώνας τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, σημαίνει ότι εκ παραλλήλου γίνεται προσέγγισις εθνική πού τείνει νά μεταβάλη τον χαρακτήρα του σχετικού «Εθνους, νά το αφομοίωση με άλλο». Σήμερα θά ήταν απολύτως βέβαιος για τήν ορθότητα του ισχυρισμού του.
Ό Παπαναστασίου ήταν αυτός πού είχε γράψει ότι «»Οσον μεγαλύτερος καϊ λαμπρότερος είναι ένας πολιτισμός τόσον ίσχυρότερον είναι το σχετικόν εθνικόν αίσθημα και κατά συνέπειαν ο εθνικισμός».
Τέλος, ό Παπαναστασίου ήταν αυτός πού πιστεύει ότι ό αμυντικός εθνικισμός «θέλει την σύμπτωσιν κρατικών και εθνικών ορίων», σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό, ο όποιος «επιδιώκει την επέκτασιν τών κρατικών ορίων πέραν άπό τά εθνικά».
Γι’ αυτόν τον λόγο και ό μεγάλος Έλλην, ό πολίτης Παναγιώτης Παπαγαρυφάλλου, στην μελέτη του γιά τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου επισημαίνει: «Προσκολλημένη ή Ελλάδα – ώς «ψωροκώσταινα» στά στενά χωρικά όρια, τά όποια απέκτησε μέ πολέμους και αΐμα – δεν τόλμησε νά συμπεριφερθή μέ τήν ιστορική αναγκαιότητα τών εθνών, τά όποια, κατά τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, «έχουν την τάσιν εξαπλώσεως της επιβολής των …».
Τό βλέμμα μας λοιπόν πρέπει νά στραφή στήν νεολαία, ή οποία, όποτε της δοθή ή ευκαιρία και ή ελευθερία, εκφράζει τον εθνικισμό της, στις επευφημίες γιά κάθε νίκη της Εθνικής (και όχι λαϊκής) ομάδος τής Ελλάδος, και μάλιστα σέ κάθε άθλημα. Ή Ελληνική νεολαία μέ τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό της θά άναπετάξη τήν σημαία του αγώνος γιά τήν Ελλάδα.
Και γιά τον σκοπό αυτόν άς έχουμε κατά νουν όσα γράφει ό Νΐκος Καζαντζάκης στήν «Ασκητική» του: …«Τό πρώτο σον χρέος εκτελώντας την θητεία σου στην ΡΑΤΣΑ, είναι νά νιώσης μέσα σον όλους τους προγόνους.
Τό δεύτερο, νά φώτισης την ορμή τους καϊ νά σννεχίσης τό εργο τους.
Τό τρίτο σον χρέος, νά παραδώσης στον γυιό τήν μεγάλη εντολή νά σέ ζεπεράση»…
Αυτό θά κάνουμε και όλοι έμεΐς οί «όσοι ζωντανοί», κατά τον ‘Ίωνα Δραγούμη, «Ελληνες. Γιά νά παραδώσουμε στά παιδιά μας μία πατρίδα μέ όλα τά στοιχεία του ελληνικού έθνους: Ελληνική Γλώσσα, Ελληνική Ιστορία, Ελληνική Παράδοση, Ελληνικό πολιτισμό και Ελληνική ανθρωπιστική Παιδεία… Αντίθετα προς κάθε επιβουλή τής ριζο-σπαστικής θολοκουλτούρας.
Έγραφον εν Πειραιεΐ τή 25η Μαρτίου 2008
Αντώνιος Α. Αντωνάκος
Καθηγητής – Φιλόλογος Ιστορικός – Συγγραφεύς
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προλογική εργασία του Αντωνίου Α. Αντωνάκου στο βιβλίο του Πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Παπαναστασίου «Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ» μια πολύ σημαντική επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ
Πηγή
Πηγή
Στην εποχή μας όταν πρόκειται νά αναλύσουμε έναν όρο, μία λέξη, ένα νόημα, τό όποιο αναφέρεται στις σχέσεις με συστήματα εξουσίας, πρέπει νά έχουμε πάντα ύπ’ όψιν μας όσα έγραφε ό Θουκυδίδης στο τρίτο βιβλίο της ιστορίας του «του Πελοποννησιακού πολέμου» (Γ,82,4), σχετικά με την δράση των τότε ισχυρών:
«Και την είωθυΐαν άζίωσιν των ονομάτων ες τα έργα άντηλλαξαν τη δικαιώσει», πού σέ νεοελληνική απόδοση σημαίνει: «Για νά δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων».
«Οπως τότε δηλαδή οί διάφορες πόλεις μέ την πολυμήχανη ύπουλότητα των επιθέσεων τους κατήντησαν νά μεταβάλουν αυθαιρέτως την σημασία των λέξεων, δια των όποιων δηλοΰνται τά πράγματα, έτσι και σήμερα οί σύγχρονοι κοσμοεξουσιαστές εφαρμόζουν την ανωτέρω «θουκυδίδειον ρήσιν», για την αλλαγή της σημασίας των λέξεων.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, πολλοί είναι οι παίζοντες τό παιχνίδι των κοσμοεξουσιαστών. Για νά το πετύχουν όμως πρέπει νά αφαιρέσουν μέσα από κάθε λαό το στοιχείο, πού τον χαρακτηρίζει και τον διαφοροποιεί ώς έθνος. Νά αλλάξουν την σημασία των λέξεων, νά κάνουν τούς λαούς νά μισούν ότι έπρεπε νά αγαπούν και τό αντίθετο.
Έτσι δυστυχώς γίνεται… «Έχουμε ξαναγράψει ότι όποιος σήμερα αγαπά την πατρίδα του, όποιος σκέπτεται εθνικά, δηλαδή οποίος φρονεί εθνικά, λέγεται ορθώς «έθνικόφρων».
Κι όμως, για νά δικαιολογούν οί κοσμοεξουσιαστές τις πράξεις τους έχουν αλλάξει την σημασία της λέξεων, παρασύροντας και άλλους λεξικογράφους.
Ξέρετε για παράδειγμα τι γράψει τό ηλεκτρονικό «Μείζον Ελληνικό Λεξικό- Τεγό-πουλου – Φυτράκη για την λέξη «έθνικόφρων», πού σήμερα έχει γίνει «εθνικόφρονας»; Γράφει τά ακόλουθα μονοτονικά:
«Εθνικόφρονας [-ων, -ον (-ονος)] κ. εθνικόφρονας (ο) επίθ. ο εμφορούμενος από εθνικά φρονήματα | (ειδ.) συντηρητικός εθνικιστής, αντίθετος προς τις αριστερές τάσεις».
Διανοεΐσθε λοιπόν, αγαπητοί φίλοι, πού έχουμε φθάσει; Διανοεΐσθε ότι ή διαστρεβλωμένη επίτηδες ερμηνεία, πού τώρα χαρακτηρίζεται «ειδική», γράφει ότι έθνικόφρων εΐναι ό συντηρητικός εθνικιστής, αντίθετος προς τις αριστερές τάσεις;
Και τό ϊδιο λεξικό έχει ακόμα τό λήμμα «άντιδεξιός», χαρακτηρίζοντας τον ώς «αντίθετο προς την δεξιά ιδεολογία» ενώ τό αντίθετο «άντιαριστερός» δεν αναγράφεται πουθενά!
Γιατί; Μά απλούστατα, διότι ή «κομματική» ριζο-σπαστική αριστερά (και όχι οί αριστεροί στο σύνολο τους) και σήμερα άλλα και άπό παλιά δεν εξέφραζε τό έθνος άλλά τον διεθνισμό.
Μετά δέ την κατάρρευση του βρήκαν στέγη στήν θυγατρική του διεθνισμού, τήν παγκοσμιοποίηση! Γι’ αυτό και εφαρμόζουν κατά γράμμα τό «δόγμα Κίσσιγκερ» δια της «γραμμής Ρεπούση».
Άν όμως, οί προπάτορές μας ακολουθούσαν αύτη τήν πολιτική αντίληψη τότε ούτε ή παλιγγενεσία του 1821 θά γινόταν, ούτε οί λαμπρές σελίδες του 1912-13, ούτε ή δόξα του 1919-22, ούτε τό έπος του 1940 και οί «Έλληνες θά αναφέρονταν απλώς στά βιβλία των έξαφανισθέντων εθνών.
Οί εχθροί του Ελληνικού Έθνους επιδιώκουν νά παρασύρουν τον Ελληνικό λαό νά πιστεύση σε αυτήν τήν ηττοπαθή αντίληψη. Πόσες δέ, ωραίες στο αυτί λέξεις, δεν έχουν «επιστρατεύσει» σήμερα, για νά στολίζουν τήν ηττοπάθεια ή τήν προδοσία: Είρηνοφιλία, ίσότης των φυλών, ανεξιθρησκία, διεθνής κατανόηση κ.λπ. «Ομως οί «Έλληνες επιζήσαμε ιστορικώς χιλιάδες χρόνια και εξασφαλίσαμε τήν εθνική μας ελευθερία, μόνο με τήν συνειδητοποίηση τής ένότητός μας ώς «Εθνους. Αυτό βεβαιώνει ή πραγματικότητα και δεν μπορούν νά τήν αλλάξουν τά χιλιάδες ψεύδη τής μισελληνικής προπαγάνδας.
«Ας δούμε όμως ακόμη έναν παγκοσμιοποιημένο ορισμό. Αυτόν του εθνικισμού. Σύμφωνα λοιπόν πάλι με τό μονοτονικό «Μείζον Ελληνικό Λεξικό» Τεγόπουλου – Φυτράκη:
«Εθνικισμός:(ο) ουσ. η σε μεγάλο βαθμό προσήλωση στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά που συνοδεύεται, μερικές φορές, από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης | εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλει με έμφαση τον πολιτισμό και τα συμφέροντα του εις βάρος άλλων εθνών | κίνηση για πολιτική ανεξαρτησία υπόδουλης εθνότητας».
Αυτόν μάλιστα τον ορισμό αναμασούν όλα σχεδόν τά σύγχρονα ελληνικά λεξικά.
«Όμως ένας εκ των πλέον αρμοδίων έπι του θέματος, ό επιφανής καθηγητής πολλών Πανεπιστημίων Δημήτριος Βεζανής προσδιώρισε στήν «Γενική Πολιτειολογία» του τήν διαφορά μεταξύ «εθνικισμού» και «εθνισμού».
Ό εθνικισμός λοιπόν, γράφει ό εξαίρετος πολιτειολόγος, αποτελεί τήν «ένεργητικήν κατάφασιν της ιδέας του Έθνους». Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι όταν κάποιος είναι εθνικιστής πιστεύει στά ιδεώδη του «Εθνους του και ενεργεί, αγωνίζεται δηλαδή γι’ αυτά τά ιδανικά.
Από τήν άλλη ό Εθνισμός αποτελεί «τήν παθητικήν κατάφασιν της ιδέας του «Εθνους». Και τούτο μέ τήν σειρά του σημαίνει ότι ό Έθνιστής πιστεύει στά ιδεώδη του «Εθνους, άλλά ηθελημένα δεν αγωνίζεται γι’ αυτά.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά, άπό τον ανωτέρω ορισμό ότι ό εθνικιστής είναι ένας δρών αγωνιστής υπέρ του ‘Έθνους ενώ ό έθνιστής απλώς πιστεύει στο Έθνος, ανήκει εις αυτό, άλλα δεν επιθυμεί νά άγωνισθή για τό Έθνος του. Προσφάτως, μάλιστα, συναντήσαμε στις οθόνες τής τηλοψίας κάποιους πού δήλωναν ότι αγαπούσαν τήν Ελλάδα άλλά έξεδηλώνοντο κατά των συλλαλητηρίων).
Μου θυμίζει βεβαίως και κάποιους «γιαλαντζί» αντιστασιακούς, πού, όταν οί σύντροφοι τους πλήρωναν τήν αντίθεση τους προς τήν δικτατορία με φυλακίσεις στά υπόγεια, εκείνοι έκαναν αντίσταση στα μπαράκια τής αλλοδαπής. Αυτός είναι ό έθνιστής, ό παθητικός δηλαδή φορέας τής εθνικής ιδέας.
Οί ανωτέρω διακρίσεις ήταν απολύτως απαραίτητο νά αναφερθούν, διότι τελευταία οί εχθροί του έθνους, ακολουθώντας τήν αποκάλυψη του Θουκυδίδου, μέσω τών οργάνων τους προκαλούν μία σκόπιμη σύγχυση στις έννοιες του έθνικιστοΰ και έθνιστοΰ.
«Όμως τήν σύνδεση του εθνικισμού με τήν ενέργεια τήν είχε επισημάνει και ό «Ιων Δραγούμης, ό όποιος χαρακτηριστικώς, άπό τό 1904, στο σύγγραμά του /Ο Ελληνισμός μου και οί Έλληνες», Αθήναι. 1991, έκδ. «ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ» σελ. 62 κ.έ. γράφει:
«Ό εθνικισμός είναι μορφή τής ενέργειας… Ή ενέργεια μου μέ κάνει εθνικιστή…».
Τό πολιτικό λοιπόν σύνθημα, πού ανταποκρίνεται στήν ανάγκη τής εποχής είναι «ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΘΝΙΚΟ»!
Πρέπει οί «Έλληνες νά δείξουμε εμπράκτως τήν αγάπη μας προς τήν πατρίδα μας τήν Ελλάδα. Αλλά ή αγάπη μας αυτή δεν θά πρέπει νά μείνη στά λόγια ή στά κρυφά ενδόμυχα αισθήματα. Άλλά νά έκδηλωθή μέ έργα και μέ αγώνα.
Επειδή όμως σήμερα πολλοί είναι εκείνοι, πού δηλώνουν πατριώτες άλλα όχι εθνικιστές, ερμηνεύοντας μάλιστα κάθε φορά κατά τό δοκούν τούς όρους θά χρειασθή νά αναλύσουμε τήν σχέση μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού. «Ετσι θά καταλήξουμε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
«Πατρίς», λοιπόν, σύμφωνα με τά άρχαΐα κείμενα και λεξικά είναι «ή γη τών πατέρων». Μάλιστα στά άρχαΐα χρόνια οί Κρήτες, πού είχαν μητριαρχία, (ομιλούσαν όχι περί της Πατρίδος, περί της γης δηλαδή τών πατέρων, άλλα περί της Μητρίδος, δηλαδή περί της γης τών μητέρων(«Ή δέ πατρίς και μητρίς ώς Κρήτες καλοϋσι, πρεσβύτερα και μείζονα δίκαια γονέων έχουσα, πολυχρόνιος μεν εστίν ου μην άγήρως ούδ’ αύτάρκης, άλλ’ άεί πολυωρίας δεομένη και βοηθείας και φροντίδος επισπάται». Πλουτάρχου «εΐ πρεσβυτέρω πολιτευτέον»).
Ή αγάπη, λοιπόν, προς τήν Πατρίδα και ό αγώνας υπέρ αυτής ονομάζεται Πατριωτισμός.
Ό Εθνικισμός όπως αναλύσαμε προηγουμένως, βασίζεται στο «Εθνος. Ό δέ πατριωτισμός στήν Πατρίδα. Επομένως διαπιστώνουμε ότι ό Εθνικισμός υπάρχει στον πνευματικό χώρο, άλλα και στον βιολογικό, διότι προϋποθέτει τήν ύπαρξη φυλής. Επίσης ό Εθνικισμός είναι διαχρονικός, διότι στήν έννοια του Έθνους περιλαμβάνονται οί άγέννητοι και οί νεκροί. Και για τις πράξεις μας «Κριτές θά μάς δικάσουν, οί άγέννητοι, οι νεκροί», όπως λέει ό Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Τό Έθνος λοιπόν, επεκτείνεται στο παρελθόν και στο μέλλον. Ή πατρίδα από τήν άλλη έχει συναισθηματικό περιεχόμενο, διότι συνδέει τά άτομα ενός όμοεθνοΰς λαοΰ προς εναν γεωγραφικό χώρο. Μπορεί νά ύπαρξη «Εθνος χωρίς Πατρίδα (π.χ. διότι αύτη κατεκτήθη και τό έθνος έξεδιώχθη).
Ή έννοια του Έθνους επομένως είναι διαφορετική από τήν έννοια τής πατρίδος και οπωσδήποτε πιο εύρεΐα. Βεβαίως, όλα τά έθνη αγωνίζονται νά δημιουργήσουν Πατρίδα, ή οποία νά περιλαμβάνη όλους τους ομοεθνείς. «Ολα τά έθνη μάχονται νά άπελευθερώσουν τά τμήματα τής Πατρίδος τους, πού είναι υπόδουλα. Και μάλιστα, σήμερα δημιουργούνται τεχνικώ τω τρόπω άπό τούς κοσμοεξουσιαστές και «έθνη», τά όποΐα μέ διαστρεβλωμένη και κατασκευασμένη ιστορία προσπαθούν νά οικειοποιηθούν τό παρελθόν και τήν ιστορία σπουδαίων και πανάρχαιων λαών, τή βοήθεια πολλών άδρανούντων δηλωμένων έθνιστών, καλυπτομένων ύπό τό σύγχρονο επίθετο «πατριώτης», προβάλλοντας μάλιστα τό σοφιστικό επιχείρημα ότι «δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο πατριώτες».
Έχουμε ακούσει πλειστάκις στήν τηλοψία εκπροσώπους τής θολοκουλτούρας νά θέτουν σε «δίλημμα» τούς αμήχανους και αντιθέτους προς αυτήν τήν άποψη παρευρισκομένους, μέ τήν ερώτηση: «Είσαι εσύ περισσότερο πατριώτης άπό εμένα;»
Και αντί αύτοί νά τούς δώσουν τήν πρέπουσα απάντηση, συμβιβάζονται μέ τήν ισοβαθμία του πατριωτισμού όλων, προς χαράν τής επηρμένης θολοκουλτούρας.
Επομένως, άπό τήν ανάλυση τών ανωτέρω εννοιών προκύπτει ότι ό Εθνικισμός και ό Πατριωτισμός είναι δύο αλληλένδετες έννοιες. Επομένως, μπορούμε νά συμπεράνουμε, ότι ό καλός εθνικιστής είναι και καλός πατριώτης και αντιστρόφως.
Ή θολοκουλτούρα βεβαίως έχει έπιδοθή σέ εναν αγώνα διαστρεβλώσεως και αλλαγής της σημασίας τών λέξεων «εθνικισμός» και «πατριωτισμός». Και για τήν μεν πρώτη έχει δώσει τήν διαστρεβλωμένη ερμηνεία ότι «Εθνικισμός είναι ή σέ μεγάλο βαθμό προσήλωση στο έθνος και στά εθνικά ιδανικά που συνοδεύεται, μερικές φορές, από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης..,».
Αυτό τό μερικές φορές τά αλλάζει όλα… Δηλαδή και όσους, όσοι δεν συμπεριλαμβάνονται σέ αυτές τις μερικές φορές, θά τους πάρη τό ποτάμι της «σκόπιμου γενικότητος» του ορισμού, ό όποιος κάνει και όσους θέλουν νά εΐναι εθνικιστές νά φοβούνται νά τό δηλώσουν μήπως και τους ταυτίσουν μέ όσους υπάγονται στο «μερικές φορές». Μεσοβέζικα πράγματα, μεσοβέζικοι ορισμοί, πού κάνουν όμως στο ακέραιο τήν δουλειά (δηλαδή τήν εκ δουλείας παροχή υπηρεσίας) της θολοκουλτουρας.
«Γιά νά μήν απορούν, όμως, γιά τούς σωστούς ορισμούς (εθνικόφρονος και έθνικιστοΰ») τούς θυμίζω νά διαβάσουν τό εργο του όντως σπουδαίου άλλά και χαρακτηριζομένου άπό τούς ίδιους ((Πατέρα της Δημοκρατίας» Αλεξάνδρου Παπαναστασίου μέ τον τίτλο: «Εθνικισμός». Τό έργο αυτό τό έχουν εξαφανίσει άπό τήν αγορά, διότι τούς ξεμπροστιάζει, τραβώντας τήν ψεύτικη λεοντή τών υποτιθεμένων προοδευτικών αγωνιστών».
«Ήμποροΰμεν νά ορίσωμεν τον ‘Έθνικισμόν ώς την προσπάθειαν ενός έθνους προς επιβολήν του εντός των ορίων τον δι’ αποκρούσεων αλλοεθνούς επιβολής ή διά συγχωνεύσεως είς Έν όλον των χωρισμένων μερών τον αυτού «Εθνους. Εις την πρώτην περίπτωσιν ή εθνικιστική ιδέα εκδηλώνεται εις την καταπολέμησιν της ξενικής επιδράσεως, είς δε τήν δευτεραν είς τήν κατάπνιξιν των τοπικιστικών τμημάτων του αύτοϋ «Εθνους. Και εις τά δύο περιπτώσεις το ουσιώδες είναι ή προσπάθεια προς κυριαρχίαν τής υποστάσεως ολοκλήρου του «Εθνους».
Ό Παπαναστασίου τά έγραφε αυτά. όχι οί σημερινοί εθνικιστές. Τήν θολοκουλτούρα.. ό σπουδαίος Έλλην, τήν εΐχε καταλάβει άπό τότε. Και δεν είχε επισημάνει μόνο τήν αλλαγή των ορισμών άλλά και τις ριζο – σπαστικές μεθόδους καταστροφής του έθνους:
Ό Παπαναστασίου ήταν αυτός πού εΐχε επισημάνει τον καθοριστικό ρόλο τής γλώσσας στήν διατήρηση τής Εθνικής ταυτότητας, γράφοντας: «Όταν ή εισβολή ξένων (γλωσσικών) στοιχείων είναι τόσον μεγάλη, ώστε κατ’ ούσίαν αποτελεί τάσιν παραγκωνίσεως τής γλώσσης του σχετικού «Εθνους άπό ξένην, όπως ή αθρόα εισβολή λατινικών στοιχείων είς τήν ελληνικήν γλώσσαν κατά τούς πρώτους αιώνας τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, σημαίνει ότι εκ παραλλήλου γίνεται προσέγγισις εθνική πού τείνει νά μεταβάλη τον χαρακτήρα του σχετικού «Εθνους, νά το αφομοίωση με άλλο». Σήμερα θά ήταν απολύτως βέβαιος για τήν ορθότητα του ισχυρισμού του.
Ό Παπαναστασίου ήταν αυτός πού είχε γράψει ότι «»Οσον μεγαλύτερος καϊ λαμπρότερος είναι ένας πολιτισμός τόσον ίσχυρότερον είναι το σχετικόν εθνικόν αίσθημα και κατά συνέπειαν ο εθνικισμός».
Τέλος, ό Παπαναστασίου ήταν αυτός πού πιστεύει ότι ό αμυντικός εθνικισμός «θέλει την σύμπτωσιν κρατικών και εθνικών ορίων», σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό, ο όποιος «επιδιώκει την επέκτασιν τών κρατικών ορίων πέραν άπό τά εθνικά».
Γι’ αυτόν τον λόγο και ό μεγάλος Έλλην, ό πολίτης Παναγιώτης Παπαγαρυφάλλου, στην μελέτη του γιά τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου επισημαίνει: «Προσκολλημένη ή Ελλάδα – ώς «ψωροκώσταινα» στά στενά χωρικά όρια, τά όποια απέκτησε μέ πολέμους και αΐμα – δεν τόλμησε νά συμπεριφερθή μέ τήν ιστορική αναγκαιότητα τών εθνών, τά όποια, κατά τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, «έχουν την τάσιν εξαπλώσεως της επιβολής των …».
Τό βλέμμα μας λοιπόν πρέπει νά στραφή στήν νεολαία, ή οποία, όποτε της δοθή ή ευκαιρία και ή ελευθερία, εκφράζει τον εθνικισμό της, στις επευφημίες γιά κάθε νίκη της Εθνικής (και όχι λαϊκής) ομάδος τής Ελλάδος, και μάλιστα σέ κάθε άθλημα. Ή Ελληνική νεολαία μέ τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό της θά άναπετάξη τήν σημαία του αγώνος γιά τήν Ελλάδα.
Και γιά τον σκοπό αυτόν άς έχουμε κατά νουν όσα γράφει ό Νΐκος Καζαντζάκης στήν «Ασκητική» του: …«Τό πρώτο σον χρέος εκτελώντας την θητεία σου στην ΡΑΤΣΑ, είναι νά νιώσης μέσα σον όλους τους προγόνους.
Τό δεύτερο, νά φώτισης την ορμή τους καϊ νά σννεχίσης τό εργο τους.
Τό τρίτο σον χρέος, νά παραδώσης στον γυιό τήν μεγάλη εντολή νά σέ ζεπεράση»…
Αυτό θά κάνουμε και όλοι έμεΐς οί «όσοι ζωντανοί», κατά τον ‘Ίωνα Δραγούμη, «Ελληνες. Γιά νά παραδώσουμε στά παιδιά μας μία πατρίδα μέ όλα τά στοιχεία του ελληνικού έθνους: Ελληνική Γλώσσα, Ελληνική Ιστορία, Ελληνική Παράδοση, Ελληνικό πολιτισμό και Ελληνική ανθρωπιστική Παιδεία… Αντίθετα προς κάθε επιβουλή τής ριζο-σπαστικής θολοκουλτούρας.
Έγραφον εν Πειραιεΐ τή 25η Μαρτίου 2008
Αντώνιος Α. Αντωνάκος
Καθηγητής – Φιλόλογος Ιστορικός – Συγγραφεύς
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προλογική εργασία του Αντωνίου Α. Αντωνάκου στο βιβλίο του Πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Παπαναστασίου «Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ» μια πολύ σημαντική επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ
Πηγή
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου