Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ ........13 -9--2016
Ως γνωστόν μετά το πέρας του Α’ και Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ιδρύθηκαν από τις νικητήριες δυνάμεις δύο οργανισμοί ασφαλείας με σκοπό την προστασία του πλανήτη από την απειλή του πολέμου και την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των κινδύνων που μάστιζαν τον πλανήτη. Αυτοί οι οργανισμοί ήταν η Κοινωνία των Εθνών και ο ΟΗΕ. Η Κοινωνία των Εθνών (συντομογραφικά ΚτΕ, Κ.τ.Ε. και στα αγγλικά League of Nations) ήταν Διεθνής Οργανισμός - Σύνδεσμος που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι. Ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών κατόπιν αμερικανικής πρωτοβουλίας και σημείωσε σταθμό στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, καθώς υπήρξε η πρώτη προσπάθεια για συνεννόηση όλων των κρατών πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη.
Οι στόχοι του Συνδέσμου περιλάμβαναν τον αφοπλισμό, την πρόληψη του πολέμου μέσω της συλλογικής ασφάλειας, τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής παγκόσμια. Η φιλοσοφία της διπλωματίας του Συνδέσμου αποτέλεσε θεμελιώδη αλλαγή στη σκέψη από αυτή που επικρατούσε τα προηγούμενα εκατό χρόνια. Ο Σύνδεσμος δεν διέθετε δική του στρατιωτική δύναμη και έτσι εξαρτάτο από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να επιβάλει τα ψηφίσματά του, τις οικονομικές κυρώσεις που αποφάσιζε, ή για την παροχή στρατευμάτων, όταν χρειάζονταν από τον Σύνδεσμο.
Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν συχνά απρόθυμες να διαθέσουν στρατεύματα για αυτούς τους σκοπούς. Η επιβολή των κυρώσεων του Συνδέσμου μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα των μελών που αναλάμβαναν την τήρησή τους και με δεδομένη την φιλειρηνική ψυχολογία που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες ήταν απρόθυμες να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Ο Σύνδεσμος είναι πολύ καλός στο να επιβάλλεται όταν οι σπουργίτες φωνάζουν, αλλά εντελώς αδύνατος όταν κυνηγούν οι αετοί».
Μετά από μια σειρά από αξιοσημείωτες επιτυχίες αλλά και ορισμένες αποτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Σύνδεσμος τελικά αποδείχθηκε ανίκανος να εμποδίσει την επιθετικότητα των Δυνάμεων του Άξονα κατά τη δεκαετία του 1930. Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απέδειξε ότι ο Σύνδεσμος είχε αποτύχει στον πρωταρχικό σκοπό του, που ήταν η αποφυγή κάθε Παγκόσμιου Πολέμου στο μέλλον. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.
Η έννοια μίας ειρηνικής Κοινότητας των Εθνών είχε περιγραφεί ήδη από το 1795, όταν ο Εμμάνουελ Καντ στο έργο του Διαρκής Ειρήνη: Ένα φιλοσοφικό Σχέδιο υπογραμμίζει την ιδέα μιας Κοινωνίας [Συνδέσμου] Εθνών που θα ελέγχει τις συγκρούσεις και θα προωθεί την ειρήνη μεταξύ των κρατών. Επίσης η Διεθνής συνεργασία για την προώθηση της συλλογικής ασφάλειας άρει την καταγωγή της από τη Συναυλία της Ευρώπης και αναπτύχθηκε μετά τους Ναπολεόντιους Πολέμους του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί το “status quo” μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και έτσι να αποφεύγονται οι πόλεμοι.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης από την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου με το πρώτο Συνέδριο της Γενεύης για τη θέσπιση νόμων σχετικά με την ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου και τις διεθνείς συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907 που διέπουν τους κανόνες του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διενέξεων.
Πρόδρομος του Συνδέσμου της Κοινωνίας των Εθνών, υπήρξε η Διακοινοβουλευτική Ένωση (ΔΚΕ/IPU), που έχει σχηματιστεί από τους ακτιβιστές της ειρήνης William Randal Cremer και Frederic Passy το 1889. Ο οργανισμός αυτός είχε διεθνή δραστηριότητα, με το ένα τρίτο των μελών των κοινοβουλίων, στις 24 χώρες που είχαν κοινοβούλια, να υπηρετούν ως μέλη του ΔΚΕ/IPU μέχρι το 1914.
Οι στόχοι του ήταν να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να επιλύσουν διεθνείς διενέξεις με ειρηνικά μέσα και τη διαιτησία, καθώς και η διοργάνωση ετήσιων συνεδρίων για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τις διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας. Στην δομή του ΔΚΕ/IPU υπήρχε ένα Συμβούλιο με επικεφαλής έναν Πρόεδρο, κάτι που αργότερα θα αντικατοπτρίζονταν στη δομή του Συνδέσμου.
Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα δυο μπλοκ εξουσίας εμφανίστηκαν μέσω συμμαχιών μεταξύ των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτές οι συμμαχίες, που τέθηκαν σε ισχύ με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ήταν αυτές που ενέπλεξαν όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στον πόλεμο.
Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των βιομηχανικών χωρών και η πρώτη φορά που τα επιτεύγματα της εκβιομηχάνισης (για παράδειγμα η μαζική παραγωγή) χρησιμοποιήθηκαν για πόλεμο. Το αποτέλεσμα αυτής της βιομηχανικής πολεμικής σύγκρουσης είχε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό θυμάτων, με 10 εκατομμύρια μέλη των ενόπλων δυνάμεων νεκρούς, περίπου 21 εκατομμύρια τραυματίες και περίπου 10 εκατομμύρια θανάτους αμάχων. Κατά τον χρόνο που οι εχθροπραξίες τελείωσαν, το Νοέμβριο 1918, ο πόλεμος είχε σοβαρές επιπτώσεις, επηρεάζοντας τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα της Ευρώπης και προκαλώντας υλικές και ψυχολογικές βλάβες στην ήπειρο.
Το αντιπολεμικό συναίσθημα αυξήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο: ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε ως «ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους» και τα πιθανά αίτιά του διερευνήθηκαν επισταμένως. Ως αίτια εντοπίστηκαν και περιλαμβάνονται ο ανταγωνισμός εξοπλισμών, οι συμμαχίες, η μυστική διπλωματία και η ελευθερία των κυρίαρχων κρατών να κηρύττουν πόλεμο για ίδιον όφελος.
Ως αντιληπτά διορθωτικά μέτρα για τα αίτια αυτά θεωρήθηκαν, η δημιουργία μιας διεθνούς οργάνωσης της οποίας στόχος θα ήταν να αποφευχθούν μελλοντικά πόλεμοι μέσω του αφοπλισμού, της ανοιχτής διπλωματίας, της διεθνούς συνεργασίας, των περιορισμών στο δικαίωμα κηρύξεων πολέμων και κυρώσεις που έκαναν τον πόλεμο κακή επιλογή για τους λαούς.
Ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνονταν, μια σειρά από κυβερνήσεις και ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν σχέδια αλλαγής του τρόπου με τον οποίο οι διεθνείς σχέσεις πραγματοποιούνταν, προκειμένου να προληφθεί η επανάληψη πολέμων. Η ιδέα για την ίδια την Κοινωνία των Εθνών φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι (Edward Grey).
Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον και ο σύμβουλός του Συνταγματάρχης Έντουαρντ Χάουζ (Edward M. House) υιοθέτησαν με ενθουσιασμό την ιδέα ως μέσο για την αποφυγή τυχόν επανάληψης της αιματοχυσίας που είδε ο κόσμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών ήταν το κεντρικό θέμα των Δεκατεσσάρων Σημείων για την Ειρήνη του Ουίλσον, ειδικά το τελευταίο σημείο:
Μια γενική ‘Ένωση των Εθνών πρέπει να σχηματιστεί υπό συγκεκριμένες συμφωνίες με σκοπό να παρέχουν αμοιβαίες εγγυήσεις της πολιτικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών κρατών εξίσου.
Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, η οποία επιδίωξε μια μόνιμη ειρήνη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέκρινε την πρόταση της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών (γαλλικά: Société des Nations, γερμανικά: Völkerbund) στις 25 Ιανουαρίου 1919. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών συντάχθηκε από ειδική επιτροπή, και ο Σύνδεσμος συστήθηκε από το Μέρος Ι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Στις 28 Ιουνίου 1919, το Σύμφωνο υπεγράφη από 44 κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των 31 κρατών τα οποία είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Αντάντ ή εντάχθηκαν σε αυτή κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Παρά τις προσπάθειες του Ουίλσον να καθορίσει και να προωθήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, για τον οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1919, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο. Η Αντιπολίτευση στην αμερικανική Γερουσία, κυρίως από τους ρεπουμπλικάνους πολιτικούς Χένρι Κάμποτ Λοτζ (Henry Cabot Lodge) και Ουίλιαμ Μπόρα (William E. Borah), μαζί με την άρνηση του Ουίλσον για συμβιβασμό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην επικυρώσουν τη Σύμβαση.
Ο Σύνδεσμος διεξήγαγε το πρώτο Συμβούλιο που συνήλθε στο Παρίσι στις 16 Ιανουαρίου 1920, έξι ημέρες μετά από την ημέρα που η Συνθήκη των Βερσαλλιών τέθηκε σε ισχύ. Τον Νοέμβριο η έδρα του Συνδέσμου μεταφέρθηκε στη Γενεύη, όπου την πρώτη Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 παρακολούθησαν εκπρόσωποι 41 εθνών.
Οι επίσημες γλώσσες της Κοινωνίας των Εθνών ήταν η γαλλική, η αγγλική και τα ισπανικά (από το 1920). Ο Σύνδεσμος έλαβε σοβαρά υπόψη την υιοθέτηση της Εσπεράντο ως γλώσσας των εργασιών του και ενθάρρυνε δραστήρια την χρήση της, αλλά η επιλογή αυτή δεν υιοθετήθηκε ποτέ. Το 1921 υπήρξε μια πρόταση από τον Λόρδο Ρόμπερτ Σέσιλ (Robert Cecil) για την εισαγωγή της Εσπεράντο στα δημόσια σχολεία των κρατών-μελών και μια έκθεση προς εξέταση του θέματος αυτού.
Όταν η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα, πρότεινε τη διδασκαλία της Εσπεράντο στα σχολεία, μια πρόταση που έγινε αποδεκτή από 11 αντιπροσωπείες. Η ισχυρότερη αντίδραση ήρθε από την γαλλική αντιπροσωπεία, τον Γκαμπριέλ Ανοτό (Gabriel Hanotaux), εν μέρει προκειμένου να προστατευθεί η γαλλική γλώσσα η οποία, ισχυριζόταν, ήταν ήδη η διεθνής γλώσσα. Η επιφύλαξη της γαλλικής αντιπροσωπείας έγινε δεκτή, εκτός από το τμήμα που αφορούσε την διδασκαλία της Εσπεράντο στα σχολεία.
Η Κοινωνία των Εθνών δεν διέθετε ούτε επίσημη σημαία ούτε λογότυπο. Προτάσεις για τη θέσπιση ενός επίσημου συμβόλου έγιναν κατά τη διάρκεια της σύστασης της Κοινωνίας το 1920, αλλά τα κράτη μέλη δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Ωστόσο, επί μέρους οργανισμοί της Κοινωνίας των Εθνών χρησιμοποίησαν ποικίλα λογότυπα και σημαίες (ή τίποτα από αυτά) στις δικές τους εργασίες. Το 1929 πραγματοποιήθηκε διεθνής διαγωνισμός για να ορισθεί ένα σύμβολο, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Ένας από τους λόγους για την αποτυχία αυτή μπορεί να είναι ο φόβος των κρατών - μελών ότι η δύναμη αυτής της υπερεθνικής οργάνωσης θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις δικές τους.
Τέλος, το 1939, προέκυψε ένα ημιεπίσημο έμβλημα: δύο πεντάκτινα αστέρια εντός μπλε πενταγώνου. Το Πεντάγωνο και τα αστέρια σημειώνεται πως συμβολίζουν τις πέντε ηπείρους και τις πέντε φυλές της ανθρωπότητας. Σε ένα τόξο της κορυφής και του κάτω μέρους της σημαίας είχε τα ονόματα στα αγγλικά League of Nations και τα γαλλικά Société des Nations. Η σημαία αυτή χρησιμοποιήθηκε στο κτίριο που πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης του 1939 και 1940.
Η Κοινωνία των Εθνών είχε τέσσερα κύρια όργανα, μια Γραμματεία (με επικεφαλής τον Γενικό Γραμματέα και έδρα της την Γενεύη), ένα Συμβούλιο, μια Εθνοσυνέλευση και το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου. Η Κοινωνία είχε επίσης πολλές υπηρεσίες και επιτροπές. Έγκριση για κάθε δράση απαιτείται τόσο με ομοφωνία του Συμβουλίου όσο και της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση.
Το προσωπικό της Γραμματείας του Συνδέσμου ήταν υπεύθυνο για την προετοιμασία της ημερήσιας διάταξης της Εθνοσυνέλευσης και του Συμβουλίου και τη δημοσίευση των εκθέσεων των συνεδριάσεων και λοιπών συνήθων θεμάτων, αποτελεσματικά, ενεργώντας ως δημόσια υπηρεσία για το Σύνδεσμο. Η Εθνοσυνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών ήταν μια συνάντηση όλων των κρατών μελών, με κάθε κράτος - μέλος να εκπροσωπείται από τρεις αντιπροσώπους (μέγιστος αριθμός) και μία ψήφο. Η Εθνοσυνέλευση συνήλθε στη Γενεύη και, μετά τις εργασίες της πρώτης συνόδου το 1920, οι επόμενες συνεδριάσεις πραγματοποιούνταν μία φορά το χρόνο, το Σεπτέμβριο.
Το Συμβούλιο του Συνδέσμου ενεργούσε ως ένα είδος εκτελεστικού οργάνου κατευθύνοντας τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Το Συμβούλιο ξεκίνησε με τέσσερα μόνιμα μέλη (την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία) και τέσσερα μή μόνιμα μέλη τα οποία εκλέγονται από τη Εθνοσυνέλευση με τριετή θητεία. Τα πρώτα τέσσερα μη μόνιμα μέλη ήταν το Βέλγιο, η Βραζιλία, η Ελλάδα και η Ισπανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος, αλλά η αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι την αμερικανική συμμετοχή στον Σύνδεσμο.
Η σύνθεση του Συμβουλίου άλλαξε αρκετές φορές στη συνέχεια. Ο αριθμός των μη μονίμων μελών αυξήθηκε για πρώτη φορά σε έξι στις 22 Σεπτεμβρίου 1922 και κατόπιν σε εννέα στις 8 Σεπτεμβρίου 1926. Η Γερμανία εντάχθηκε επίσης στον Σύνδεσμο και έγινε το πέμπτο μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αργότερα, ανεβάζοντας τα μέλη του Συμβουλίου σε δεκαπέντε μέλη. Αργότερα, μετά την αποχώρηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας από τον Σύνδεσμο, ο αριθμός των μη μόνιμων θέσεων αυξήθηκε από εννέα σε έντεκα.
Το Συμβούλιο συνεδρίαζε, κατά μέσο όρο, πέντε φορές το χρόνο και σε έκτακτες συνεδρίες όταν αυτό χρειάζονταν. Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν 107 δημόσιες συνεδριάσεις μεταξύ 1920 και 1939.
Ο Σύνδεσμος επόπτευε τη λειτουργία του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαίου και αρκετών άλλων υπηρεσιών και Επιτροπών που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των πιεστικών διεθνών προβλημάτων. Σε αυτά περιλαμβάνονταν η Επιτροπή Αφοπλισμού, ο Οργανισμός Υγείας, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, η Επιτροπή Εντολών, η Διεθνής Επιτροπή για τα Δικαιώματα Πνευματικής Συνεργασίας (προάγγελος της UNESCO), το Μόνιμο Κεντρικό Συμβούλιο Οπίου, η Επιτροπή Προσφύγων, και η Επιτροπή Δουλείας. Πολλά από αυτά τα ιδρύματα μεταβιβάσθηκαν στα Ηνωμένα Έθνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο - Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου (που έγινε Διεθνές Δικαστήριο) και ο Οργανισμός Υγείας (όπως αναδιαρθρώθηκε σε Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization)), έγιναν όργανα του ΟΗΕ.
Ο Οργανισμός Υγείας του Συνδέσμου είχε τρεις φορείς, το Γραφείο Υγείας, που αποτελούνταν από μόνιμους υπαλλήλους του Συνδέσμου, ένα εκτελεστικό τμήμα του Γενικού Συμβουλευτικού Συμβουλίου ή Διάσκεψης που αποτελούνταν από εμπειρογνώμονες ιατρούς και μια επιτροπή Υγείας. Ο σκοπός της επιτροπής ήταν να διενεργεί έρευνες, να επιβλέπει τη λειτουργία του τομέα υγείας του Συνδέσμου και να προετοιμάζει εργασίες που θα παρουσιάζονταν στο Συμβούλιο.
Ο φορέας αυτός επικεντρώθηκε στον τερματισμό της λέπρας, της ελονοσίας και του κίτρινου πυρετού, ειδικά για τα δύο τελευταία ξεκινώντας μια διεθνή εκστρατεία για την εξόντωση των κουνουπιών. Ο Οργανισμός Υγείας, επίσης, εργάστηκε με επιτυχία με την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης για την πρόληψη επιδημιών τύφου συμπεριλαμβανομένης της διοργάνωσης μιας μεγάλης εκπαιδευτικής εκστρατείας σχετικής με την ασθένεια.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CE%BD
Το 1919, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΔΟΕ) ιδρύθηκε ως μέρος της Συνθήκης των Βερσαλλιών και έγινε λειτουργικό όργανο της ΚτΕ. Ο πρώτος Διευθυντής του υπήρξε ο Άλμπερτ Τόμας. Ο ΔΟΕ με επιτυχία περιόρισε την προσθήκη του μολύβδου στις βαφές και έπεισε πολλές χώρες να υιοθετήσουν την οκτάωρη εργασία ανά ημέρα και την εργασία σαράντα οκτώ ωρών την εβδομάδα. Επίσης, εργάστηκε για τον τερματισμό της παιδικής εργασίας, την αύξηση των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών και καθιστούσε τους εφοπλιστές υπεύθυνους για τα ατυχήματα στα οποία εμπλέκονται οι ναυτικοί. Ο οργανισμός συνέχισε να υφίσταται μετά το τέλος της ΚτΕ, καθιστάμενος οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών το 1946.
Η ΚτΕ ήθελε να ρυθμίσει το εμπόριο ναρκωτικών και δημιούργησε το Διαρκές Κεντρικό Συμβούλιο Οπίου με σκοπό να επιβλέπει το σύστημα στατιστικού ελέγχου που θεσπίστηκε με το δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Οπίου και συντόνιζε την παραγωγή, κατασκευή, εμπορία και λιανική πώληση οπίου και των υποπροϊόντων αυτού. Το Κεντρικό Συμβούλιο καθόρισε επίσης ένα σύστημα εισαγωγής πιστοποιητικών και εξαγωγής αδειών για τη νόμιμη διεθνή εμπορία των ναρκωτικών.
Η Επιτροπή Δουλείας επιδίωξε να εξαλείψει την δουλεία και την εμπορία σκλάβων σε ολόκληρο τον κόσμο και αγωνίστηκε εναντίον της καταναγκαστικής πορνείας. Η σημαντικότερη επιτυχία της ήταν ο, μέσω πιέσεων κυβερνήσεων που διαχειρίζονταν υποτελείς χώρες, τερματισμός της δουλείας στις χώρες αυτές. Η ΚτΕ εξασφάλισε την δέσμευση της Αιθιοπίας για τον τερματισμό της δουλείας ως προϋπόθεση για την ένταξή της το 1926 και συνεργάσθηκε με τη Λιβερία για την κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και της δια-φυλετικής δουλείας.
Κατάφερε να εξασφαλίσει την χειραφέτηση 200.000 σκλάβων στη Σιέρα Λεόνε και οργάνωσε επιδρομές κατά των δουλεμπόρων στην προσπάθειά της να σταματήσει την πρακτική της καταναγκαστικής εργασίας στην Αφρική. Κατάφερε επίσης να μειώσει το ποσοστό θνησιμότητας των εργαζομένων στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής της Τανγκανίκα από 55% σε 4%. Διατηρήθηκαν αρχεία ελέγχου της δουλείας, της πορνείας και της εμπορίας γυναικών και παιδιών.
Υπό την ηγεσία του Φρίντχοφ Νάνσεν η Επιτροπή Προσφύγων φρόντισε τα συμφέροντα των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένης της επίβλεψης του επαναπατρισμού τους και -όταν χρειαζόταν- της επανεγκατάστασής τους. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχαν δύο έως τρία εκατομμύρια πρώην αιχμαλώτων πολέμου διάσπαρτα σε όλη τη Ρωσία, και εντός δύο ετών από την ίδρυση της το 1920, η Επιτροπή βοήθησε 425.000 από αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Εγκατάστησε κατασκηνώσεις στην Τουρκία το 1922 για να ασχοληθεί με την προσφυγική κρίση στη χώρα αυτή και να συμβάλλει στην πρόληψη των ασθενειών και της πείνας . Θέσπισε το διαβατήριο Νάνσεν ως μέσο αναγνώρισης για τους λαούς χωρίς πατρίδα.
Η Επιτροπή Μελέτης του Νομικού Καθεστώτος των Γυναικών θέλησε να κάνει μια έρευνα για την κατάσταση των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Σχηματίστηκε τον Απρίλιο του 1938 και διαλύθηκε στις αρχές του 1939. Στα μέλη της επιτροπής συμπεριλαμβάνονταν η Π. Μπαστίντ (Γαλλία), η M. Ντε Ρουέλλ (Βέλγιο), η Άνκα Γκότζεβατς (Γιουγκοσλαβία), ο Χ. Γκάττεριτζ (Μεγάλη Βρετανία), η Κέρστιν Χέσσελγκρεν (Σουηδία), η Δωροθέα Κένυον (Ηνωμένες Πολιτείες), ο M. Πώλ Σεμπάστυεν (Ουγγαρία) και ο Γραμματέας Χιού Μακ Κίννον Γουντ (Μεγάλη Βρετανία).
Από τα 42 ιδρυτικά μέλη, 23 (ή 24, μετρώντας την Ελεύθερη Γαλλία) παρέμειναν μέλη μέχρι την διάλυση της Κοινωνίας των Εθνών το 1946. Στο έτος ιδρύσεως προσχώρησαν άλλα έξι μέλη, εκ των οποίων μόνο δύο παρέμειναν μέλη σε όλη την ύπαρξή της. Επιπλέον 15 χώρες εντάχθηκαν κατά τα επόμενα έτη.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των κρατών-μελών ήταν 58 μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 όταν εντάχθηκε ο Ισημερινός και 23 Φεβρουαρίου 1935 όταν αποσύρθηκε η Παραγουάη. Μέχρι εκείνη την ώρα, μόνο η Κόστα Ρίκα (22 Ιανουαρίου 1925), η Βραζιλία (14 Ιουνίου 1926), η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας (27 Μαρτίου 1933) και η Γερμανία (19 Σεπτεμβρίου 1933) αποσύρθηκαν και έμεινε μόνο η Αίγυπτος, να ενταχθεί (στις 26 Μαΐου 1937 ).
Η Σοβιετική Ένωση έγινε μέλος μόλις στις 18 Σεπτεμβρίου 1934, όταν εντάχθηκε για να ανταγωνισθεί τη Γερμανία (η οποία είχε εγκαταλείψει το προηγούμενο έτος), και εκδιώχθηκε από την ΚτΕ στις 14 Δεκεμβρίου 1939, για την επίθεση κατά της Φινλανδίας. Για την αποβολή της Σοβιετικής Ενώσεως η ΚτΕ παραβίασε τους κανόνες της, αφού μόνο 7 από τα 15 μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της απομάκρυνσης (η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Βολιβία, η Αίγυπτος, η Νότια Αφρικανική Ένωση και η Δομινικανή Δημοκρατία), χωρίς να έχουν την πλειοψηφία των ψήφων που απαιτούνταν από το Χάρτη για να το πράξει. Τρία από αυτά τα μέλη επιλέχθηκαν ως μέλη του Συμβουλίου την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας (η Νoτιοαφρικανική Ένωση, η Βολιβία και η Αίγυπτος). Αυτή ήταν μία από τις τελευταίες πράξεις της ΚτΕ πριν από την παύση της λειτουργίας της λόγω της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Αίγυπτος ήταν η τελευταία χώρα που εντάχθηκε (στις 26 Μαΐου 1937). Το πρώτο μέλος που αποσύρθηκε ή έφυγε από την ΚτΕ μετά την ίδρυσή της ήταν η Κόστα Ρίκα, στις 22 Ιανουαρίου 1925, η οποία εντάχθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1920. Αυτό την καθιστά επίσης το ταχύτερα αποσυρθέν μέλος μετά την ένταξή του. Το τελευταίο μέλος που αποσύρθηκε ή έφυγε από την ΚτΕ πριν από τη διάλυσή της ήταν το Λουξεμβούργο στις 30 Αυγούστου 1942. Η Βραζιλία ήταν το πρώτο ιδρυτικό μέλος που έφυγε (14 Ιουνίου 1926) και η Αϊτή ήταν η τελευταία χώρα – μέλος (Απρίλιος 1942).
Το Ιράκ, το οποίο προσχώρησε το 1932, ήταν το πρώτο μέλος της συμμαχίας που ήταν στο παρελθόν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών κατ’ εντολή.
Οι Εντολές (Mandates) της Κοινωνίας των Εθνών θεσπίσθηκαν με το άρθρο 22 της Σύμβασης της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτά τα εδάφη ήταν πρώην αποικίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν τεθεί υπό την εποπτεία της ΚτΕ μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μόνιμη Επιτροπή Εντολών επόπτευε τις Εντολές της Κοινωνίας των Εθνών αλλά οργάνωνε και δημοψηφίσματα σε αμφισβητούμενα εδάφη, έτσι ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να αποφασίσουν σε ποια χώρα θα ενταχθούν. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες Εντολών.
Οι Εντολές «Α» (εφαρμόσθηκαν κυρίως σε τμήματα της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) ήταν τα εδάφη που είχαν φθάσει σε ένα στάδιο ανάπτυξης, όπου η ύπαρξή τους ως ανεξάρτητων εθνών μπορεί να αναγνωριστεί προσωρινά υπό την προϋπόθεση χορήγησης διοικητικών συμβουλών και βοήθειας από μια Υποχρεωτική Διοίκηση μέχρι τη στιγμή που θα είναι σε θέση να σταθούν μόνα τους. Οι επιθυμίες αυτών των κοινοτήτων πρέπει να είναι το κύριο κριτήριο για την επιλογή της Διοίκησης.
Οι Εντολές «Β» ίσχυσαν για τις πρώην αποικίες της Γερμανίας, των οποίων την ευθύνη ανέλαβε η ΚτΕ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές ήταν εδάφη που η ΚτΕ όρισε ότι ήταν σε ένα τέτοιο επίπεδο που η Υποχρεωτική Διοίκηση πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη διοίκηση του εδάφους υπό συνθήκες που εγγυώνται την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας, υπό την προϋπόθεση μόνο της διατήρησης της δημόσιας τάξης και ηθικής, την απαγόρευση των καταχρήσεων, όπως το δουλεμπόριο, η διακίνηση όπλων και η διακίνηση αλκοολούχων ποτών και την παρεμπόδιση της δημιουργίας οχυρώσεων ή στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων και της στρατιωτικής εκπαίδευσης των ιθαγενών για σκοπούς άλλους εκτός της αστυνόμευσης και της άμυνας της επικράτειας, και την προϋπόθεση της εξασφάλισης ίσων ευκαιριών για το εμπόριο των λοιπών μελών της ΚτΕ. -- Άρθρο 22, το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών
Περιοχές στη Νοτιοδυτική Αφρική και σε ορισμένες νήσους του Νοτίου Ειρηνικού διοικούνταν από μέλη της ΚτΕ στα πλαίσια Εντολών «Γ». Αυτές οι περιοχές ταξινομήθηκαν ως εδάφη τα οποία, λόγω της διασποράς του πληθυσμού τους, ή του μικρού τους μεγέθους, ή της απόστασης από τα κέντρα του πολιτισμού, ή γεωγραφικής γειτνίασης τους με το έδαφος της Υποχρεωτικής Διοίκησης, και άλλες συνθήκες, θα ήταν προτιμότερο να διοικούνται σύμφωνα με τους νόμους της Διοίκησης ως αναπόσπαστα τμήματα της επικράτειάς της, με την επιφύλαξη των προαναφερόμενων εγγυήσεων προς το συμφέρον του ιθαγενούς πληθυσμού. -- Άρθρο 22, το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών
Τα εδάφη αυτά κυβερνήθηκαν από «Δυνάμεις Υποχρεωτικών Διοικήσεων», όπως το Ηνωμένο Βασίλειο στην περίπτωση της Εντολής της Παλαιστίνης και της Ένωσης της Νότιας Αφρικής στην περίπτωση της Νοτιοδυτικής Αφρικής έως ότου τα εδάφη κρίθηκαν ικανά προς αυτοδιοίκηση. Υπήρχαν δεκατεσσάρων Εντολών εδάφη κατανεμημένα μεταξύ των έξι Δυνάμεων Υποχρεωτικών Διοικήσεων (του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας).
Στην πράξη, τα εδάφη των Εντολών αντιμετωπίζονταν ως αποικίες και είχαν θεωρηθεί από τους κριτικούς της ΚτΕ ως λεία πολέμου. Με την εξαίρεση του Ιράκ, που προσχώρησε στην ΚτΕ στις 3 Οκτωβρίου 1932, τα εν λόγω εδάφη δεν άρχισαν να κερδίζουν την ανεξαρτησία τους παρά μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια διαδικασία που δεν τελείωσε μέχρι το 1990. Μετά τη διάλυση της ΚτΕ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες περιοχές Εντολών έγιναν Εδάφη υπό την Κηδεμονία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Συμπληρωματικά με τις Εντολές, η ίδια η ΚτΕ διοίκησε την περιοχή του Σάαρλαντ για 15 χρόνια, πριν αυτή επιστρέψει στη Γερμανία μετά από δημοψήφισμα, και την ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας) από τις 15 Νοεμβρίου 1920 έως την 1 Σεπτεμβρίου 1939 οπότε η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία.
Η επόμενη μέρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άφησε πολλά θέματα που έπρεπε να διευθετηθούν μεταξύ των εθνών, συμπεριλαμβανομένης της ακριβούς θέσης των εθνικών συνόρων και σε ποια χώρα θα εντάσσονταν συγκεκριμένες περιοχές. Τα περισσότερα από αυτά τα ερωτήματα εξετάσθηκαν από τις νικηφόρες Συμμαχικές Δυνάμεις σε φορείς όπως το Ανώτατο Συμβούλιο. Οι Σύμμαχοι έτειναν να φέρνουν στην ΚτΕ μόνο ιδιαίτερα δύσκολες υποθέσεις. Αυτό σήμαινε ότι κατά τα τρία πρώτα χρόνια του 1920, η ΚτΕ έπαιξε μικρό ρόλο στην επίλυση της αναταραχής που προκλήθηκε από τον πόλεμο. Τα ερωτήματα που εξέτασε η ΚτΕ τα πρώτα χρόνια της περιλάμβαναν εκείνα που ορίζονταν από τις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων.
Καθώς η ΚτΕ αναπτύχθηκε ο ρόλος της διευρύνθηκε, και από τα μέσα του 1920 έγινε το κέντρο της διεθνούς δραστηριότητας. Αυτή η αλλαγή μπορεί να φανεί στις σχέσεις μεταξύ της ΚτΕ και των χωρών που δεν μετείχαν σε αυτή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, για παράδειγμα, συνεργάσθηκαν με την ΚτΕ. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1920, η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία χρησιμοποίησαν όλες την Κοινωνία των Εθνών ως το επίκεντρο της διπλωματικής τους δραστηριότητας και κάθε ένας από τους Υπουργούς Εξωτερικών συμμετείχε στις συναντήσεις της στη Γενεύη. Επίσης χρησιμοποίησαν τους μηχανισμούς της ΚτΕ στην προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων και της διευθέτησης των διαφορών τους.
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις ανάθεσαν το θέμα της Άνω Σιλεσίας στην ΚτΕ αφού δεν μπόρεσαν να επιλύσουν την εδαφική διαφορά. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πολωνία έθεσε αξίωση για την Άνω Σιλεσία, που αποτελούσε μέρος της Πρωσίας. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών σύστησε την τέλεση δημοψηφίσματος στην Άνω Σιλεσία για να διαπιστωθεί αν τα εδάφη της πρέπει να είναι μέρος της Γερμανίας ή της Πολωνίας. Παράπονα για τη στάση των Γερμανικών αρχών οδήγησαν στην εκδήλωση ταραχών και τελικά στις δύο πρώτες εξεγέρσεις της Σιλεσίας (1919 και 1920).
Ένα δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 1921 με 59,6% (περίπου 500000) των ψήφων υπέρ της ένταξής της στην Γερμανία, αλλά η Πολωνία ισχυρίσθηκε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάχθηκε το δημοψήφισμα ήταν άδικες. Το αποτέλεσμα αυτό οδήγησε στην Τρίτη Εξέγερση της Σιλεσίας το 1921. Στις 12 Αυγούστου 1921 η ΚτΕ κλήθηκε να διευθετήσει το θέμα και το Συμβούλιο δημιούργησε μια επιτροπή με εκπροσώπους από το Βέλγιο, τη Βραζιλία, την Κίνα και την Ισπανία να μελετήσει την κατάσταση.
Η επιτροπή εισηγήθηκε τη διαίρεση της Άνω Σιλεσίας μεταξύ της Πολωνίας και της Γερμανίας, σύμφωνα με τις προτιμήσεις που εμφανίστηκαν στο δημοψήφισμα, και ότι οι δύο πλευρές πρέπει να αποφασίσουν τις λεπτομέρειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο περιοχών, για παράδειγμα αν τα εμπορεύματα πρέπει να περνούν ελεύθερα από τα σύνορα λόγω της οικονομικής και βιομηχανικής αλληλεξάρτησης αυτών των δύο περιοχών. Το Νοέμβριο του 1921 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στη Γενεύη για να διαπραγματευθεί την σύμβαση μεταξύ της Γερμανίας και της Πολωνίας. Η τελική διευθέτηση κατέληξε, μετά από πέντε συνεδριάσεις, στην παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής στη Γερμανία, αλλά με το πολωνικό τμήμα να περιέχει το μεγαλύτερο μέρος των ορυκτών πόρων της περιοχής και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας. Όταν η συμφωνία αυτή δημοσιοποιήθηκε το Μάιο του 1922, πικρή δυσαρέσκεια εκφράστηκε στη Γερμανία, αλλά η συνθήκη επικυρώθηκε και από τις δύο χώρες. Η διευθέτηση έφερε στην περιοχή ειρήνη που διήρκεσε μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Τα σύνορα της Αλβανίας δεν ορίσθηκαν από τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919 και παρέμεινε στην ΚτΕ να τα ορίσει αλλά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1921 δεν είχαν ακόμα καθοριστεί. Αυτό δημιουργούσε ασταθή κατάσταση, με τα ελληνικά στρατεύματα να εισβάλουν επανειλημμένα σε αλβανικό έδαφος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στα νότια και τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να επιχειρούν, μετά από συγκρούσεις με αλβανικά φύλα, βαθειά μέσα στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Η ΚτΕ έστειλε μια Επιτροπή εκπροσώπων διαφόρων Δυνάμεων στην περιφέρεια και, το Νοέμβριο του 1921, αποφάσισε ότι τα σύνορα της Αλβανίας θα πρέπει να είναι αυτά του 1913 με τρεις ελάσσονες αλλαγές που ευνόησαν τη Γιουγκοσλαβία, η οποία απέσυρε τις δυνάμεις της λίγες εβδομάδες αργότερα, αν και με διαμαρτυρίες.
Τα σύνορα της Αλβανίας έγιναν και πάλι αιτία διεθνών συγκρούσεων όταν ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελλίνι και τέσσερις βοηθοί του έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκαν στις 24 Αυγούστου 1923, ενώ οριοθετούσαν τα νέα πρόσφατα εγκριθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Ο Ιταλός ηγέτης Μπενίτο Μουσολίνι οργισμένος απαίτησε την σύσταση επιτροπής που θα διερευνούσε το περιστατικό και όρισε ότι η έρευνα θα έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός πέντε ημερών. Όποια και αν ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας, ο Μουσολίνι επέμεινε ότι η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να καταβάλει στην Ιταλία αποζημίωση πενήντα εκατομμυρίων λιρετών. Η Ελλάδα δήλωσε ότι δεν θα πληρώσει αν δεν αποδειχθεί ότι το αδίκημα τελέσθηκε από Έλληνες.
Ο Μουσολίνι έστειλε ένα πολεμικό πλοίο να βομβαρδίσει το Ελληνικό νησί της Κέρκυρας και τα στρατεύματα της Ιταλίας κατέλαβαν την Κέρκυρα στις 31 Αυγούστου 1923. Η ενέργεια αυτή ήταν αντίθετη προς το σύμφωνο της ΚτΕ και η Ελλάδα άσκησε έφεση ενώπιον της ΚτΕ για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Οι Σύμμαχοι όμως συμφώνησαν (κάτω από την επιμονή του Μουσολίνι) ότι η Διάσκεψη των πρέσβεων θα πρέπει να επιλύσει την διαφορά διότι η διάσκεψη ήταν που διόρισε τον Στρατηγό Τελλίνι. Το Συμβούλιο της ΚτΕ εξέτασε τη διαφορά αλλά στη συνέχεια πέρασε τα συμπεράσματά του στο Συμβούλιο των Πρέσβεων για την τελική απόφαση. Στο Συμβούλιο των Πρέσβεων έγιναν δεκτές οι περισσότερες από τις συστάσεις της ΚτΕ και η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πενήντα εκατομμύρια λίρες στην Ιταλία αν και εκείνοι που διέπραξαν το έγκλημα δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ. Τα στρατεύματα του Μουσολίνι εγκατέλειψαν θριαμβευτικά την Κέρκυρα.
Οι νήσοι Άαλαντ είναι ένα αρχιπέλαγος περίπου 6.500 νησιών στη Βαλτική Θάλασσα, στο μέσον της απόστασης μεταξύ Σουηδίας και Φινλανδίας. Στα νησιά ομιλούνταν αποκλειστικά η σουηδική γλώσσα αλλά το 1809, η Σουηδία έχασε τόσο τη Φινλανδία όσο και τα νησιά Άαλαντ από την Αυτοκρατορική Ρωσία. Τον Δεκέμβριο του 1917, κατά τη διάρκεια της αναταραχής της Ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης η Φινλανδία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της και θεώρησε, παρά τις απόψεις των κατοίκων των νησιών, ότι τα νησιά ήταν μέρος του νέου κράτους, καθώς οι Ρώσοι συμπεριέλαβαν τα νησιά Άαλαντ στο Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας όταν αυτό σχηματίστηκε το 1809.
Κατά το 1920 η διαφορά κλιμακώθηκε σε επίπεδο που ο κίνδυνος του πολέμου ήταν ορατός. Η Βρετανική κυβέρνηση ανάφερε το πρόβλημα στο Συμβούλιο της ΚτΕ, η Φινλανδία όμως δεν επέτρεψε την παρέμβαση της ΚτΕ καθώς θεώρησε ότι είναι εσωτερικό ζήτημα. Η ΚτΕ δημιούργησε μια μικρή ομάδα για να αποφασίσει αν η ΚτΕ θα πρέπει να διερευνήσει το θέμα και, όταν δόθηκε καταφατική απάντηση, δημιουργήθηκε μια ουδέτερη Επιτροπή. Τον Ιούνιο του 1921, η ΚτΕ ανακοίνωσε την απόφασή της: τα νησιά θα έπρεπε να παραμείνουν τμήμα της Φινλανδίας αλλά με εγγυημένη την προστασία των νησιωτών, συμπεριλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης. Η Σουηδία συμφώνησε, αν και απρόθυμα, και αυτή ήταν η πρώτη διεθνής συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο που συνήφθη απευθείας από την ΚτΕ.
Το λιμάνι της πόλης Μεμέλ (νυν Κλάιπεντα) και η γύρω περιοχή με κυρίαρχο πληθυσμό τον γερμανικό ήταν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η περιοχή παραχωρήθηκε στη Λιθουανία κατά το άρθρο 99 της Συνθήκης των Βερσαλλιών αλλά οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και Πολωνίας επιθυμούσαν την μετατροπή της σε διεθνή πόλη. Με την έλευση του 1923 ο έλεγχος της περιοχής δεν είχε μεταφερθεί ακόμα στη Λιθουανία, με συνέπεια την εισβολή των Λιθουανικών δυνάμεων και την κατάληψη του λιμένα τον Ιανουάριο του 1923.
Αφού οι Σύμμαχοι απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία με τη Λιθουανία, παρέπεμψαν το θέμα στην Κοινωνία των Εθνών. Τον Δεκέμβριο του 1923, το Συμβούλιο της ΚτΕ διόρισε Εξεταστική Επιτροπή για να ερευνήσει την υπόθεση. Η Επιτροπή επέλεξε να εντάξει τη Μεμέλ στην Λιθουανία και έδωσε δικαιώματα αυτονομίας στην περιοχή. Αυτή η επιλογή εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΚτΕ στις 14 Μαρτίου 1924 και στη συνέχεια από τις Συμμαχικές Δυνάμεις και τη Λιθουανία.
Η ΚτΕ επίλυσε μία διαφορά μεταξύ του Ιράκ και της Τουρκίας πάνω στον έλεγχο της πρώην Οθωμανικής επαρχίας της Μοσούλης το 1926. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, που έλαβαν μία Εντολή ‘Α’ από την Κοινωνία των Εθνών επί του Ιράκ το 1920 και συνεπώς εκπροσωπούσαν το Ιράκ στις εξωτερικές υποθέσεις, η Μοσούλη ανήκε στο Ιράκ. Από την άλλη πλευρά, η νέα Τουρκική Δημοκρατία υποστήριξε πως η επαρχία ήταν μέρος των ιστορικών εδαφών της. Μια Εξεταστική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών με μέλη Βέλγους, Ούγγρους και Σουηδούς εστάλη στην περιοχή το 1924 για να μελετήσει την υπόθεση και διαπίστωσε ότι ο λαός της Μοσούλης δεν επιθυμούσε να ούτε στην Τουρκία ούτε στο Ιράκ, αλλά αν έπρεπε να επιλέξουν θα προτιμούσαν το Ιράκ.
Το 1925, η Επιτροπή συνέστησε ότι η περιοχή έπρεπε να παραμείνει τμήμα του Ιράκ, υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρετανοί θα διατηρήσουν την Εντολή επί του Ιράκ για άλλα 25 χρόνια, ώστε να διασφαλισθούν τα δικαιώματα αυτονομίας του κουρδικού πληθυσμού. Το Συμβούλιο της ΚτΕ ενέκρινε τη σύσταση και αποφάσισε στις 16 Δεκεμβρίου 1925 να αναθέσει την Μοσούλη στο Ιράκ. Παρόλο που η Τουρκία είχε δεχθεί την διαιτησία της Κοινωνίας των Εθνών στη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, απέρριψε την απόφαση αμφισβητώντας την αρμοδιότητα της ΚτΕ. Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, που αποφάνθηκε ότι όταν το Συμβούλιο ελάμβανε μια ομόφωνη απόφαση θα έπρεπε να γίνει σεβαστή. Ωστόσο η Βρετανία, το Ιράκ και η Τουρκία επικύρωσαν μια ξεχωριστή συνθήκη στις 5 Ιουνίου 1926 που ακολούθησε επί το πλείστον την απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ και παραχωρούσε την Μοσούλη στο Ιράκ. Συμφωνήθηκε, ωστόσο, ότι το Ιράκ θα μπορούσε να αιτηθεί την ένταξη ως μέλος της ΚτΕ εντός 25 ετών και η εντολή της Βρετανίας επί του Ιράκ θα έληγε με την είσοδο του Ιράκ στην ΚτΕ.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Πολωνία και η Λιθουανία ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους και οι δύο, αλλά υπήρχε διαφωνία σχετικά με τα σύνορα μεταξύ των χωρών. Κατά τη διάρκεια του Πολωνο-Σοβιετικού Πολέμου, η Λιθουανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Σοβιετική Ένωση με την οποία ορίζονταν τα σύνορα της Λιθουανίας. Η συμφωνία αυτή έδινε τον έλεγχο της πόλης Βίλνα (λιθουανικά: Βίλνιους, πολωνικά: Βίλνο), παλιάς πρωτεύουσας της Λιθουανίας, στην Λιθουανία η οποία την έκανε έδρα της κυβέρνησης της χώρας.
Αυτή η υψηλή ένταση μεταξύ της Λιθουανίας και της Πολωνίας οδήγησε σε φόβους έναρξης πολέμου και στις 7 Οκτωβρίου 1920 η ΚτΕ διαπραγματεύτηκε μία βραχύβια εκεχειρία. Η πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ήταν πολωνικής καταγωγής. Στις 9 Οκτωβρίου 1920 ο Στρατηγός Ζελιγκόφσκι με μια πολωνική στρατιωτική δύναμη κατέλαβε την πόλη και υποστήριξε ότι η κυβέρνηση της Κεντρικής Λιθουανίας ήταν τώρα υπό την προστασία τους.
Η Λιθουανία ζήτησε τη βοήθεια του Συμβουλίου της ΚτΕ και σε απάντηση το Συμβούλιο κάλεσε την Πολωνία να αποχωρήσει από την περιοχή. Η πολωνική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα συμμορφωθεί με την απόφαση, αλλά αντί να αποχωρήσει ενίσχυσε την πόλη με περισσότερα στρατεύματα. Αυτό ώθησε την ΚτΕ να αποφασίσει ότι το μέλλον της Βίλνα θα πρέπει να καθορισθεί από τους κατοίκους της μέσω δημοψηφίσματος και ότι οι πολωνικές δυνάμεις θα έπρεπε να αποσυρθούν και να αντικατασταθούν από μια διεθνή δύναμη που θα οργάνωνε ΚτΕ. Αρκετά έθνη της ΚτΕ, περιλαμβανομένων της Γαλλίας και Βρετανίας, ξεκίνησαν την προετοιμασία αποστολής στρατευμάτων στην περιοχή ως μέρος της διεθνούς δύναμης.
Στο τέλος του 1920 οι εχθροπραξίες μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας εντάθηκαν και πάλι αλλά στις αρχές του 1921 η πολωνική κυβέρνηση άρχισε να αναζητά ειρηνική διευθέτηση. Η ίδια συμφώνησε να υποστηρίξει το σχέδιο της ΚτΕ για την περιοχή, να αποσύρει τα πολωνικά στρατεύματα και να συνεργασθεί για το δημοψήφισμα. Η ΚτΕ ωστόσο αντιμετώπισε αυτή τη φορά αντιπολίτευση από τη Λιθουανία και τη Σοβιετική Ένωση, που αντιτάχθηκαν στην παρουσία διεθνών δυνάμεων στη Λιθουανία. Τον Μάρτιο του 1921 η ΚτΕ εγκατέλειψε τα σχέδια δημοψηφίσματος και αποστολής διεθνούς δύναμης και επέστρεψε στην προσπάθεια να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μιας διευθέτησης μεταξύ των δύο πλευρών. Η Βίλνα και η γύρω περιοχή τυπικά προσαρτήθηκαν στην Πολωνία το Μάρτιο του 1922 και στις 14 Μαρτίου 1923, η διάσκεψη των Συμμάχων όρισε τα σύνορα μεταξύ της Λιθουανίας και της Πολωνίας αφήνοντας την Βίλνα εντός της Πολωνίας. Οι Λιθουανικές αρχές αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απόφαση αυτή, και παρέμειναν επισήμως σε εμπόλεμη κατάσταση με την Πολωνία μέχρι το 1927. Η Λιθουανία απεκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την Πολωνία μετά από τελεσίγραφο που της επιδόθηκε το 1938, έλυσε την εμπόλεμη κατάσταση και “de facto” αναγνώρισε τα σύνορα της γείτονος χώρας.
Υπήρχαν αρκετές συνοριακές διαμάχες μεταξύ της Κολομβίας και του Περού στις αρχές του 20ου αιώνα, και το 1922, οι κυβερνήσεις τους υπέγραψαν τη συνθήκη Salomón-Lozano επιχειρώντας να επιλύσουν τις διενέξεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτής της συνθήκης, η συνοριακή πόλη Λετίτσια και η γύρω περιοχή παραχωρήθηκαν από το Περού στην Κολομβία δίνοντάς της πρόσβαση στον Αμαζόνιο ποταμό.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1932, οι ιδιοκτήτες των βιομηχανιών καουτσούκ και ζάχαρης που έχασαν την έκταση γης που δόθηκε στην Κολομβία οργάνωσαν μια ένοπλη ανάκτηση της Λετίτσια. Στην αρχή η Περουβιανή κυβέρνηση δεν αναγνώρισε την στρατιωτική αυτή επιχείρηση αλλά ο Πρόεδρος του Περού Λουίς Σέρρο αποφάσισε να αντισταθεί στην Κολομβιανή ανακατάληψη. Ο περουβιανός στρατός κατέλαβε την Λετίτσια, με αποτέλεσμα την ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δύο λαών. Μετά από μήνες διπλωματικής διαμάχης οι κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, και οι εκπρόσωποί τους παρουσίασαν τις υποθέσεις τους ενώπιον του Συμβουλίου της ΚτΕ.
Μια προσωρινή ειρηνευτική συμφωνία, που υπεγράφη από τα δύο μέρη τον Μάιο του 1933, επέτρεψε στη ΚτΕ να αναλάβει τον έλεγχο του εδάφους, ενώ οι διμερείς διαπραγματεύσεις προχωρούσαν. Τον Μάιο του 1934, μια τελική ειρηνευτική συμφωνία που υπεγράφη είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή της Λετίτσια στην Κολομβία, την επίσημη συγγνώμη του Περού για την εισβολή του 1932, την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής γύρω από την Λετίτσια, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ποταμών Αμαζονίου και Πουτουμάγιο και την υπόσχεση μή επιθέσεως.
Το Σάαρ ήταν επαρχία που σχηματιζόταν από τμήματα της Πρωσίας και του Παλατινάτου του Ρήνου, που ιδρύθηκε και τέθηκε υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών κατά τα όσα υπαγόρευε η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ένα δημοψήφισμα που θα διεξαγόταν μετά από δεκαπέντε χρόνια κυριαρχίας της ΚτΕ θα διαπίστωνε αν η περιοχή θα πρέπει να ανήκει στη Γερμανία ή στη Γαλλία. Όταν το δημοψήφισμα διεξήχθη το 1935, 90,3% των ψήφων υποστήριξαν την ένταξη στα εδάφη της Γερμανίας. Στις 17 Ιανουαρίου 1935 η ενσωμάτωση των εδαφών της περιοχής με τη Γερμανία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.
Εκτός από τις εδαφικές διαφορές, η ΚτΕ προσπάθησε επίσης να παρέμβει στις συγκρούσεις μεταξύ εθνών, είτε διμερείς είτε εμφύλιες. Ανάμεσα στις επιτυχίες της ήταν η προσπάθεια για την καταπολέμηση του διεθνούς εμπορίου του οπίου, της σεξουαλικής δουλείας και η εργασία της για την ελάφρυνση της δυσχερούς θέσης των προσφύγων, ιδιαίτερα στην Τουρκία κατά την περίοδο μέχρι το 1926. Μία από τις καινοτομίες σε αυτό το τελευταίο ζήτημα ήταν το 1922 η εισαγωγή του διαβατηρίου Νάνσεν, το οποίο ήταν το πρώτο διεθνώς αναγνωρισμένο δελτίο ταυτότητας για τους απάτριδες πρόσφυγες. Πολλές από τις επιτυχίες της ΚτΕ είχαν επιτευχθεί από τις διάφορες Υπηρεσίες και Επιτροπές της.
Μετά από ένα περιστατικό μεταξύ συνοριοφυλάκων στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας τον Οκτώβριο του 1925, άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών. Τρεις ημέρες μετά το αρχικό επεισόδιο, ελληνικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία. Η Βουλγαρική κυβέρνηση διέταξε τα στρατεύματά της να προβάλλουν μόνο συμβολική αντίσταση, εμπιστευόμενη την ΚτΕ για τη διευθέτηση της διαφοράς, και εκκένωσε μεταξύ δέκα και δεκαπέντε χιλιάδες άτομα από την περιοχή των συνόρων. Η ΚτΕ πράγματι καταδίκασε την Ελληνική εισβολή, και ζήτησε τόσο την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων όσο και την αποζημίωση της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα συμμορφώθηκε, αλλά παραπονέθηκε για την διαφορετική αντιμετώπιση της επίλυσης σε σύγκριση με την Ιταλία στο αντίστοιχο περιστατικό της Κέρκυρας.
Μετά τις κατηγορίες για εξαναγκασμένη εργασία στις τεράστιες, ιδιοκτησίας της αμερικανικής εταιρίας Firestone, φυτείες καουτσούκ και αμερικανικές κατηγορίες για εμπορία δούλων, η κυβέρνηση της Λιβερίας ζήτησε από την ΚτΕ τη διενέργεια έρευνας. Η Επιτροπή που δημιουργήθηκε για την έρευνα αυτή ορίσθηκε από κοινού από την ΚτΕ, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Λιβερία.
Το 1930 η έκθεση της ΚτΕ επιβεβαίωσε την ύπαρξη δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας. Στην έκθεση αναφέρεται ότι εμπλέκονται πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι στην πώληση κατά συμβόλαιο δούλων και εισηγήθηκε την αντικατάσταση από Ευρωπαίους ή Αμερικανούς.
Η λιβεριανή κυβέρνηση κήρυξε παράνομη την αναγκαστική εργασία και τη δουλεία και ζήτησε την αμερικανική συνδρομή, αίτημα που δημιούργησε οργή στο εσωτερικό της Λιβερίας και οδήγησε στην παραίτηση του Προέδρου Τσαρλς Δ. Β. Κινγκ και του Αντιπροέδρου του. Η ΚτΕ τότε απείλησε την θέσπιση καθεστώτος κηδεμονίας πάνω στην Λιβερία εκτός εάν πραγματοποιούνταν μεταρρυθμίσεις. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αυτών έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του νέου Προέδρου Έντουιν Μπάρκλεϊ.
Το επεισόδιο του Μούκντεν, γνωστό επίσης ως «περιστατικό της Μαντζουρίας» ή «η Άπω Ανατολική Κρίση» ήταν μία από τις μεγάλες οπισθοδρομήσεις της ΚτΕ και έδρασε ως καταλύτης για την απόσυρση της Ιαπωνίας από τον οργανισμό. Βάσει των όρων της συμφωνίας μίσθωσης, η ιαπωνική κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να διατηρεί τα στρατεύματά της στην περιοχή γύρω από τη Νότια Μαντζουριανή Σιδηροδρομική γραμμή, σημαντικό άξονα των συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, στην κινεζική περιοχή της Μαντζουρίας.
Το Σεπτέμβριο του 1931 ένα τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής καταστράφηκε ελαφρώς από αξιωματικούς και στρατιώτες του Ιαπωνικού στρατού Κβάντουνγκ ως πρόφαση για την εισβολή στην Μαντζουρία. Ο Ιαπωνικός στρατός ωστόσο ισχυρίστηκε ότι οι Κινέζοι στρατιώτες σαμποτάρισαν την σιδηροδρομική γραμμή και σε μορφή αντιποίνων (δρώντας αντίθετα με τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας) κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή της Μαντζουρίας. Μετονόμασαν την περιοχή σε Μαντσούκουο, και στις 9 Μαρτίου 1932, δημιούργησαν μια κυβέρνηση-μαριονέτα με τον Που Γι, πρώην αυτοκράτορα της Κίνας, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Σε διεθνές επίπεδο, η νέα αυτή χώρα αναγνωρίσθηκε μόνο από τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος εξακολούθησε να θεωρεί την Μαντζουρία νόμιμα τμήμα της Κίνας. Το 1932 Ιαπωνικές αεροπορικές και θαλάσσιες δυνάμεις βομβάρδισαν την κινεζική πόλη της Σαγκάης που πυροδότησε έναν σύντομο πόλεμο καλούμενο περιστατικό της 28ης Ιανουαρίου.
Η Κοινωνία των Εθνών συμφώνησε στο αίτημα βοηθείας από την Κινεζική κυβέρνηση, αλλά το μακρύ ταξίδι με πλοίο καθυστέρησε τους εντεταλμένους της ΚτΕ να διερευνήσουν το θέμα. Όταν έφθασαν, οι εντεταλμένοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κινέζικους ισχυρισμούς ότι οι Ιάπωνες είχαν εισβάλει παράνομα, ενώ οι Ιάπωνες υποστήριξαν ότι ενεργούσαν για την διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Παρά το υψηλό κύρος της Ιαπωνίας στην ΚτΕ η μετέπειτα Έκθεση Λύττον κήρυττε την Ιαπωνία εν αδίκω και απαιτούσε τα εδάφη της Μαντσουρίας να επιστραφούν στην Κίνα. Πριν καν ψηφιστεί από την Εθνοσυνέλευση η έκθεση, η Ιαπωνία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προωθήσει περαιτέρω τις δυνάμεις της στην Κίνα. Η έκθεση πέρασε με 42-1 ψήφους στην Εθνοσυνέλευση το 1933 (μόνο η Ιαπωνία ψήφισε κατά), αλλά αντί να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κίνα, η Ιαπωνία απέσυρε τη συμμετοχή της στην Κοινωνία των Εθνών.
Κατά το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, η ΚτΕ θα έπρεπε να απαντήσει με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Ιαπωνίας ή να συγκεντρώσει στρατό και να κηρύξει πόλεμο. Καμία από αυτές τις δράσεις δεν αναλήφθηκε. Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων θα ήταν σχεδόν άχρηστη επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μέλος της ΚτΕ και έτσι οικονομικές κυρώσεις που θα έθετε στα κράτη μέλη της η ΚτΕ θα ήταν αναποτελεσματικές, καθώς η χώρα που θα περιορίζονταν από τις συναλλαγές με άλλα κράτη μέλη θα μπορούσε απλά να στρέψει τις συναλλαγές της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ΚτΕ θα μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό αλλά οι κύριες δυνάμεις όπως η Βρετανία και η Γαλλία ήταν απασχολημένες πάρα πολύ με τις δικές τους υποθέσεις, όπως η διατήρηση του ελέγχου των εκτεταμένων αποικιών τους, ιδιαίτερα μετά την αναταραχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ιαπωνία λοιπόν διατήρησε τον έλεγχο της Μαντζουρίας μέχρι που ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετικής Ένωσης κατέλαβε την περιοχή και την επέστρεψε στην Κίνα κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ΚτΕ απέτυχε να αποτρέψει το 1932 τον πόλεμο μεταξύ της Βολιβίας και της Παραγουάης για την άγονη περιοχή του Γκραν Τσάκο της Νότιας Αμερικής, στα σύνορα μεταξύ των δυο χωρών. Παρά το γεγονός ότι η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη, περιείχε τον ποταμό Παραγουάη που θα έδινε σε μία από τις δύο μεσόγειες χώρες πρόσβαση στον Ατλαντικό Ωκεανό και υπήρχε επίσης η εκτίμηση, που αργότερα αποδείχθηκε εσφαλμένη, ότι το Γκραν Τσάκο θα είναι πλούσια πηγή πετρελαίου.
Οι συνοριακές αψιμαχίες καθ’ όλο της δεκαετίας του 1920 εξελίχθηκαν σε πλήρη πόλεμο το 1932, όταν ο Βολιβιανός στρατός επιτέθηκε στους Παραγουανούς στο Φορτ Κάρλος Αντόνιο Λόπες στη Λίμνη Πιτιαντούτα. Η Παραγουάη άσκησε έφεση στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά η ΚτΕ δεν ανέλαβε δράση καθώς το Παναμερικανικό Συνέδριο προσφέρθηκε να μεσολαβήσει. Ο πόλεμος υπήρξε καταστροφικός για τις δύο πλευρές, προκαλώντας 57.000 απώλειες για τη Βολιβία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν περίπου τρία εκατομμύρια, και για την Παραγουάη, της οποίας ο πληθυσμός ήταν περίπου ένα εκατομμύριο, 36.000 νεκρούς. Επίσης, έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Μέχρι τη στιγμή που η κατάπαυση του πυρός αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις 12 Ιουνίου 1935, η Παραγουάη είχε καταλάβει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής. Αυτό αναγνωρίσθηκε το 1938 στην εκεχειρία με την οποία παραχωρήθηκαν στην Παραγουάη τα τρία τέταρτα του βόρειου Τσάκο.
Τον Οκτώβριο του 1935 ο Ιταλός ηγέτης Μπενίτο Μουσολίνι έστειλε 400.000 στρατιώτες να εισβάλουν στην Αβυσσηνία (Αιθιοπία). Ο Στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο διοικούσε την εκστρατεία από το Νοέμβριο του 1935, διατάσσοντας, με την άδεια του Μουσολίνι, βομβαρδισμούς, τη χρήση χημικών όπλων όπως το αέριο μουστάρδας και την δηλητηρίαση του δικτύου ύδρευσης, εναντίον στόχων που περιελάμβαναν ανυπεράσπιστα χωριά και ιατρικές εγκαταστάσεις. Ο σύγχρονος Ιταλικός στρατός κατανίκησε τις αδύναμες ένοπλες δυνάμεις της Αβυσσηνίας και κατέλαβε την Αντίς Αμπέμπα το Μάιο του 1936, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ σε φυγή.
Η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε την επίθεση της Ιταλίας και επέβαλε οικονομικές κυρώσεις το Νοέμβριο του 1935, αλλά οι κυρώσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές διότι δεν απαγόρευσαν την πώληση πετρελαίου ή το κλείσιμο των στενών της Διώρυγας του Σουέζ (που ελέγχονταν από τη Βρετανία). Όπως παρατήρησε αργότερα ο Βρετανός Πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν, αυτό συνέβη τελικά επειδή κανείς δεν είχε διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν την Ιταλική επίθεση.
Τον Οκτώβριο του 1935, ο Αμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ (μη μέλος της ΚτΕ) επικαλέστηκε τον Αμερικανικό Νόμο Ουδετερότητας του 1935 και θέσπισε εμπάργκο πώλησης όπλων και πυρομαχικών προς τις δύο πλευρές αλλά επιπλέον και ένα «ηθικό εμπάργκο» για τους εμπόλεμους Ιταλούς, που αφορούσε την απαγόρευση πώλησης και άλλων εμπορικών αγαθών.
Στις 5 Οκτωβρίου και αργότερα στις 29 Φεβρουαρίου 1936 οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν, με αβέβαιη επιτυχία, να περιορίσουν τις εξαγωγές πετρελαίου και άλλων υλικών στα επίπεδα της κανονικής περιόδου ειρήνης. Η ΚτΕ ήρε τις κυρώσεις στις 4 Ιουλίου 1936 αλλά μέχρι τότε η Ιταλία είχε ήδη αποκτήσει τον έλεγχο των αστικών περιοχών της Αβησσυνίας.
Το Δεκέμβριο του 1935 το Σύμφωνο Σταθερότητας Χόαρ-Λαβάλ (Hoare-Laval) ήταν μια προσπάθεια του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Σάμιουελ Χόαρ και του Γάλλου πρωθυπουργού Πιέρ Λαβάλ για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Αβησσυνία με την κατάρτιση ενός σχεδίου για τη διχοτόμηση της χώρας σε δύο μέρη: έναν Ιταλικό τομέα και έναν αβησσυνιακού τομέα.
Ο Μουσολίνι ήταν διατεθειμένος να συμφωνήσει με το Σύμφωνο• ωστόσο, η είδηση για την προετοιμασία υπογραφής του Σύμφωνου διέρρευσε τόσο στη βρετανική όσο και τη γαλλική κοινή γνώμη που διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα εναντίον της, περιγράφοντάς την ως ξεπούλημα της Αβησσυνίας. Οι Χόαρ και Λαβάλ υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από τις θέσεις τους και τόσο η βρετανική όσο και η γαλλική κυβέρνηση αποστασιοποιήθηκαν από αυτούς. Τον Ιούνιο του 1936, παρόλο που δεν υπήρχε προηγούμενο Αρχηγού Κράτους να απευθύνεται στην Εθνοσυνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, προσωπικά ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Ι μίλησε στη Συνέλευση και επικαλέστηκε την βοήθειά της για την προστασία της χώρας του.
Όπως συνέβη και με την Ιαπωνία, η ισχύς των μεγάλων δυνάμεων στην αντιμετώπιση της κρίσης στην Αβησσυνία μετριάσθηκε από την αντίληψη ότι η μοίρα των φτωχών αυτής της μακρινής χώρας που δεν κατοικούνταν από Ευρωπαίους δεν αποτελούσε δικό τους κεντρικό ενδιαφέρον. Επιπλέον, έδειξε πως η ΚτΕ μπορούσε να επηρεαστεί από το ατομικό συμφέρον των μελών της. Επίσης, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι κυρώσεις δεν ήταν ιδιαίτερα σκληρές ήταν ότι τόσο η Βρετανία και η Γαλλία φοβούνταν την προοπτική της σύστασης συμμαχίας μεταξύ του Μουσολίνι και του Αδόλφου Χίτλερ.
Στις 17 Ιουλίου 1936 ο Ισπανικός Στρατός ξεκίνησε ένα πραξικόπημα που οδήγησε σε μια παρατεταμένη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Ισπανών Ρεπουμπλικάνων (την αριστερή νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της Ισπανίας) και τους εθνικιστές, συντηρητικούς, αντικομμουνιστές αντάρτες στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ισπανικού στρατού.
Ο Άλβαρεθ ντελ Βάγιο, ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, άσκησε προσφυγή ενώπιον της ΚτΕ τον Σεπτέμβριο του 1936 ζητώντας ενισχύσεις για να υπερασπιστούν την εδαφική της ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία. Τα μέλη της ΚτΕ ωστόσο δεν επενέβησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο αλλά ούτε απέτρεψαν ξένες επεμβάσεις στη σύγκρουση. Οι Χίτλερ και Μουσολίνι συνέχισαν την ενίσχυση του στρατηγού Φράνκο και του Εθνικιστικού Μετώπου, και η Σοβιετική Ένωση ενίσχυσε την ισπανική κυβέρνηση. Το Φεβρουάριο του 1937 η ΚτΕ ξεκίνησε την απαγόρευση της επέμβασης εθελοντών ξένων εθνών.
Το άρθρο οκτώ της Συνθήκης της ΚτΕ ανάθεσε στο Σύνδεσμο το έργο της μείωσης «των εξοπλισμών στο χαμηλότερο σημείο που χρειάζεται για εθνική ασφάλεια και την επιβολή δια της κοινής δράσης των διεθνών υποχρεώσεων». Σημαντικό ποσό του χρόνου και της ενέργειας της ΚτΕ αφιερώθηκε στον αφοπλισμό ακόμα και αν πολλές κυβερνήσεις των κρατών μελών αμφέβαλλαν ότι ένας τόσο εκτεταμένος αφοπλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί ή ακόμα ήταν επιθυμητός.
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις υποχρεώνονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών να επιχειρήσουν να αφοπλιστούν και η επιβολή περιορισμών εξοπλισμών στις χώρες που ηττήθηκαν στον Πόλεμο είχαν περιγραφεί ως το πρώτο βήμα προς τον παγκόσμιο αφοπλισμό. Το Σύμφωνο της ΚτΕ απέδωσε στην ΚτΕ το καθήκον της δημιουργίας ενός σχεδίου αφοπλισμού για κάθε κράτος, αλλά το Συμβούλιο απέσυρε την ευθύνη αυτή και την ανάθεσε σε ειδική επιτροπή που συστάθηκε το 1926 για να προετοιμάσει την Παγκόσμια Διάσκεψη Αφοπλισμού του 1932-34.
Τα μέλη της ΚτΕ είχαν διαφορετικές απόψεις για τον αφοπλισμό. Οι Γάλλοι ήταν απρόθυμοι να μειώσουν τους εξοπλισμούς χωρίς εγγυήσεις στρατιωτικής βοηθείας σε περίπτωση επιθέσεως, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία αισθανόταν ευάλωτες σε επιθέσεις από τα ανατολικά και ήθελαν την διαβεβαίωση της ΚτΕ για απάντηση σε επιθετική δραστηριότητα εναντίον των μελών της πριν αυτά αφοπλισθούν.
Η Επιτροπή αφοπλισμού έλαβε κατ’ αρχήν τη συμφωνία της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας για τον περιορισμό του μεγέθους των στόλων τους. Το Σύμφωνο Κέλογκ-Μπριάν που διευκολύνθηκε από την Επιτροπή το 1928, απέτυχε στο στόχο του για την κήρυξη του πολέμου ως εκτός νόμου.
Τελικά, η Επιτροπή απέτυχε να σταματήσει τη στρατιωτική ενίσχυση της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Η ΚτΕ παρέμεινε σιωπηλή στην αντιμετώπιση όλων των μεγάλων γεγονότων που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως ήταν η επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας από τον Χίτλερ, η κατάληψη της Σουδητίας και το Άνσλους (προσάρτηση στη ναζιστική Γερμανία) της Αυστρίας, τα οποία είχαν απαγορευτεί από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Στην πραγματικότητα τα μέλη της ΚτΕ επανεξοπλίστηκαν.
Κατά το 1933, η Ιαπωνία απλά αποχώρησε από την ΚτΕ αντί να υποκύψει στην απόφασή της, όπως έκανε και η Γερμανία το 1933 (χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την αποτυχία της Παγκόσμιας Διάσκεψης Αφοπλισμού να συμφωνήσει για την ισοτιμία όπλων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας), και η Ιταλία το 1937. Ο Επίτροπος της ΚτΕ στο Γκντανσκ δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις Γερμανικές αξιώσεις για την πόλη, παράγοντας που συνέβαλε σημαντικά στο ξέσπασμα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Η τελευταία σημαντική πράξη της ΚτΕ ήταν η αποβολή της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1939 μετά την εισβολή στη Φινλανδία.
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμαινε ότι η Κοινωνία των Εθνών είχε αποτύχει στον πρωταρχικό της σκοπό ο οποίος ήταν να αποφευχθεί οποιοσδήποτε μελλοντικός παγκόσμιος πόλεμος. Υπήρχαν μια σειρά από λόγους για αυτή την αποτυχία, πολλοί από τους οποίους είχαν να κάνουν με γενικές αδυναμίες στο εσωτερικό του οργανισμού.
Οι απαρχές της ΚτΕ ως οργανισμού που δημιουργήθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στο πλαίσιο της ειρηνευτικής διευθέτησης στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε στο να θεωρείται ως η «Κοινωνία των Νικητών». Επίσης συνέδεσαν αυτές οι απαρχές την ΚτΕ με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, έτσι ώστε όταν η Συνθήκη απαξιώθηκε και έχασε την αποδοχή των κρατών αυτό αντικατοπτρίστηκε και στην Κοινωνία των Εθνών.
Η υποτιθέμενη ουδετερότητα της ΚτΕ έτεινε να εκλαμβάνεται ως αναποφασιστικότητα. Η ΚτΕ απαιτούσε την ομοφωνία των εννέα, και αργότερα δεκαπέντε, μελών του Συμβουλίου για να εκδώσει ψήφισμα• ουσιαστικές και αποτελεσματικές ενέργειες ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο να υλοποιηθούν. Ήταν επίσης αργή στη λήψη αποφάσεων καθώς για ορισμένες αποφάσεις απαιτούνταν η ομόφωνη συγκατάθεση του συνόλου της Εθνοσυνέλευσης.
Η αντιπροσώπευση στην Κοινωνία των Εθνών ήταν συχνά ένα πρόβλημα. Αν και επρόκειτο να περιλαμβάνει όλα τα έθνη, πολλά ποτέ δεν εντάχθηκαν ή υπήρξαν μέλη για σύντομο χρονικό διάστημα. Η πλέον αξιοσημείωτη απουσία ήταν αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που υποτίθεται πως θα έπαιζε στην ΚτΕ ρόλο όχι μόνο διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας αλλά και της χρηματοδότησης της ΚτΕ.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τον σχηματισμό της ΚτΕ και επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μορφή που πήρε, αλλά η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ψήφισε κατά της συμμετοχής των ΗΠΑ στην ΚτΕ στις 19 Νοεμβρίου 1919. Η Βρετανή ιστορικός Ρουθ Χένιγκ υπέδειξε ότι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μέλος της ΚτΕ, αυτό θα παρείχε πρόσθετη ασφάλεια στην Γαλλία και την Βρετανία, η Γαλλία ενδεχομένως να ένιωθε πιο ασφαλής και τόσο η Γαλλία όσο και η Βρετανία ίσως να ενθαρρύνονταν για περισσότερη συνεργασία στα θέματα της Γερμανίας και έτσι θα γινόταν η άνοδος στην εξουσία του ναζιστικού κόμματος λιγότερο πιθανή.
Τουναντίον η Χένινγκ αναγνωρίζει ότι εάν η Αμερική ήταν μέλος της ΚτΕ, η απροθυμία της να εμπλακεί σε πόλεμο με ευρωπαϊκά κράτη και να θέσει σε ισχύ οικονομικές κυρώσεις ενδέχεται να παρεμπόδιζε την δυνατότητα της ΚτΕ να ασχοληθεί με διεθνή επεισόδια. Η δομή της κυβέρνησης των ΗΠΑ μπορούσε επίσης να κάνει την συμμετοχή της προβληματική καθώς οι εκπρόσωποί της στην ΚτΕ δεν θα μπορούσαν να λάβει αποφάσεις εξ ονόματος της εκτελεστικής εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς αυτές να έχουν εγκριθεί από τα νομοθετικά σώματα.
Τον Ιανουάριο του 1920, όταν ξεκίνησε η ΚτΕ, η Γερμανία δεν επιτράπηκε να συμμετάσχει, επειδή κρίθηκε ως θύτης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Σοβιετική Ρωσία είχε επίσης αρχικά εξαιρεθεί από την ΚτΕ καθώς οι κομμουνιστικές απόψεις δεν ήταν αποδεκτές από τους νικητές του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ΚτΕ εξασθένησε περαιτέρω όταν σημαντικές δυνάμεις αποχώρησαν κατά τη δεκαετία του 1930. Η Ιαπωνία ξεκίνησε ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αλλά αποχώρησε το 1933 μετά την έκφραση της διαφωνίας της ΚτΕ για την εισβολή της στα κινεζικά εδάφη της Μαντζουρίας. Η Ιταλία ξεκίνησε επίσης ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αλλά αποσύρθηκε το 1937. Η ΚτΕ αποδέχθηκε τη Γερμανία ως μέλος το 1926, θεωρώντας ότι πρόκειται για «φιλειρηνική χώρα» αλλά απεσύρθη όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ήρθε στην εξουσία της Γερμανίας το 1933.
Μια άλλη σημαντική αδυναμία γεννήθηκε από την αντίφαση μεταξύ της ιδέας της συλλογικής ασφάλειας, που αποτέλεσε τη βάση της ΚτΕ, καθώς και οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των επιμέρους κρατών. Το συλλογικό σύστημα ασφαλείας που χρησιμοποιούσε η ΚτΕ σήμαινε ότι τα έθνη είχαν την υποχρέωση να δράσουν εναντίον κρατών που θεωρούσαν φίλια και κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα εθνικά τους συμφέροντα, για να υποστηρίξουν συμφέροντα χωρών με τις οποίες δεν είχαν συνήθεις δεσμούς.
Η αδυναμία αυτή εκτέθηκε κατά την διάρκεια της Αβυσσηνιακής Κρίσεως όταν η Βρετανία και η Γαλλία έπρεπε να ισορροπήσουν τη διατήρηση της ασφάλειας που είχαν επιχειρήσει να δημιουργήσουν για τις ίδιες τους στην Ευρώπη «προκειμένου να υπερασπιστούν εναντίον των εχθρών της εσωτερικής τάξης», στην οποία ασφάλεια η υποστήριξη της Ιταλίας διαδραμάτιζε καίριο ρόλο, με τις υποχρεώσεις τους προς την Αβυσσηνία ως μέλους της ΚτΕ.
Στις 23 Ιουνίου 1936, ως επακόλουθο της έναρξης της κατάρρευσης των προσπαθειών της ΚτΕ για την συγκράτηση της Ιταλίας στον κατακτητικό πόλεμο κατά της Αβυσσηνίας, ο Βρετανός πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η συλλογική ασφάλεια απέτυχε τελικά, λόγω της απροθυμίας σχεδόν όλων των εθνών της Ευρώπης να προχωρήσουν σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει στρατιωτικές κυρώσεις ο πραγματικός λόγος ή ο κύριος λόγος, ήταν όπως ανακαλύφθηκε κατά τη διαδικασία εβδομάδων ότι δεν υπήρχε καμία χώρα εκτός από τη χώρα - θύτη η οποία ήταν έτοιμη για πόλεμο εάν η συλλογική δράση είναι να γίνει πραγματικότητα και δεν αφορά μόνο πράγμα που συζητείται αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι η κάθε χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο; αλλά πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει σε πόλεμο άμεσα. Αυτό είναι τρομερό πράγμα, αλλά είναι ουσιαστικό μέρος της συλλογικής ασφάλειας.
Τελικά η Βρετανία και η Γαλλία εγκατέλειψαν την έννοια της συλλογικής ασφάλειας υπέρ του κατευνασμού έναντι του εντεινόμενου γερμανικού μιλιταρισμού υπό τον Αδόλφο Χίτλερ.
Η Κοινωνία των Εθνών δεν διέθετε δικές της ένοπλες δυνάμεις και εξαρτιόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις για την επιβολή των αποφάσεών της, αποφάσεις τις οποίες οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν απρόθυμες να υλοποιήσουν. Τα δύο πλέον σημαντικά μέλη της ΚτΕ, η Βρετανία και η Γαλλία, ήταν απρόθυμα να χρησιμοποιούν κυρώσεις και ακόμη πιο απρόθυμα να καταφύγουν σε στρατιωτική δράση εξ ονόματος της ΚτΕ. Αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ειρηνιστές αποτελούσαν ισχυρή δύναμη τόσο στον πληθυσμό όσο και στις κυβερνήσεις των δύο χωρών. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με την ΚτΕ και προτιμούσαν όταν βρίσκονταν στην κυβέρνηση να διαπραγματεύονται Συνθήκες χωρίς τη συμμετοχή του οργανισμού.
Επιπλέον, η θέση συνηγόρου του αφοπλισμού της ΚτΕ για τη Βρετανία, τη Γαλλία και τα άλλα μέλη, την ίδια στιγμή που η ΚτΕ προωθούσε την ιδέα της συλλογικής ασφάλειας, σήμαινε ότι η ΚτΕ ακούσια αφαιρούσε από τον εαυτό της το μόνο ισχυρό μέσο με το οποίο η αρχή της θα γινόταν δεκτή. Αν η ΚτΕ ήθελε να αναγκάσει μια χώρα να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο, χρειαζόταν το Βασιλικό Ναυτικό και το Γαλλικό στρατό για να επιβληθεί.
Όταν το Βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο συζήτησε την ιδέα συγκρότησης της ΚτΕ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μώρις Χάνκεϊ, Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, κυκλοφόρησε ένα μνημόνιο σχετικά με το θέμα. Ξεκίνησε λέγοντας: «Γενικά, μου φαίνεται ότι κάθε τέτοιου είδους σχέδιο είναι επικίνδυνο για εμάς, διότι θα δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας εντελώς φανταστική». Επιτέθηκε στην Βρετανική προπολεμική πίστη της ιερότητας των Συνθηκών ως απατηλής και κατέληξε στο συμπέρασμα δηλώνοντας:
Η ΚτΕ θα έχει ως μόνο αποτέλεσμα την αποτυχία, και όσο αυτή η αποτυχία θα καθυστερεί τόσο πιο βέβαιο είναι ότι αυτή η χώρα θα εφησυχάζει μέχρι να κοιμηθεί. Θα βάλει έναν πολύ ισχυρό μοχλό στα χέρια των καλώς εννοούμενων ιδεαλιστών που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση που περικόπτουν τις δαπάνες εξοπλισμών και σε βάθος χρόνου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει αυτή τη χώρα σε μειονεκτική θέση.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Σερ Άϊρ Κρόου επίσης, έγραψε ένα μνημόνιο προς το Βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο υποστηρίζοντας ότι «ένας σεμνός Οργανισμός και το Συμφώνο αυτού» θα είναι απλά «μια συνθήκη, όπως και οι άλλες συνθήκες»: «Τι υπάρχει για να διασφαλίσει ότι, όπως και άλλες συνθήκες, δεν θα παραβιαστεί;». Ο Κρόου εξέφρασε σκεπτικισμό για την προγραμματιζόμενη «επίκληση για κοινή δράση» κατά των εισβολέων, γιατί πίστευε ότι οι δράσεις των μεμονωμένων κρατών θα εξακολουθούσαν να καθορίζονται από τα εθνικά συμφέροντα και την ισορροπία δυνάμεων. Επίσης, επέκρινε την πρόταση της ΚτΕ για οικονομικές κυρώσεις γιατί θα ήταν ατελέσφορη και ότι «είναι όλα θέμα πραγματικής στρατιωτικής κυριαρχίας». Ο Παγκόσμιος αφοπλισμός ήταν πρακτικώς αδύνατος, προειδοποίησε ο Κρόου.
Καθώς η κατάσταση στην Ευρώπη εξελισσόταν σε ανοιχτό πόλεμο, η Εθνοσυνέλευση μετέφερε αρκετή ισχύ στο Γενικό Γραμματέα στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 και 14 Δεκεμβρίου 1939 ώστε να επιτρέψει στην ΚτΕ να συνεχίσει νόμιμα να υφίσταται και να εκτελούνται μειωμένες λειτουργίες. Η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών, το Παλάτι των Εθνών, παρέμενε ελεύθερο -καθώς ήταν σε ελβετικό έδαφος- για έξι περίπου έτη, μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η τελική συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1946 στη Γενεύη. Σύνεδροι από 43 κράτη συμμετείχαν στη Εθνοσυνέλευση. Αυτή η συνεδρίαση ασχολήθηκε με την εκκαθάριση της Κοινωνίας των Εθνών: περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου $ 22.000.000 το 1946, συμπεριλαμβανομένου του Παλατιού της Ειρήνης και των αρχείων της ΚτΕ, μεταβιβάστηκαν στον ΟΗΕ, αποθεματικά κεφάλαια επιστράφηκαν στα έθνη που τα είχαν καταβάλει, και τα χρέη της ΚτΕ διευθετήθηκαν. Ο Ρόμπερτ Σέσιλ λέγεται ότι συνόψισε το συναίσθημα που επικρατούσε στη συγκέντρωση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του προς την τελική Εθνοσυνέλευση όταν είπε:
Ας αναφέρουμε με τόλμη ότι η επιθετικότητα, όπου και αν εμφανίζεται και όπως και αν υποστηρίζεται, είναι ένα διεθνές έγκλημα απέναντι στο οποίο κάθε ειρηνόφιλο κράτος έχει την υποχρέωση να αντιστέκεται και να χρησιμοποιεί όποια δύναμη είναι απαραίτητη για να το συντρίψει, ότι ο μηχανισμός της Χάρτας, καθόλου λιγότερο από τον μηχανισμό της Σύμβασης, είναι επαρκής για αυτό το σκοπό αν χρησιμοποιηθεί σωστά, και ότι κάθε έντιμος πολίτης κάθε κράτους πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη ... Τολμώ να τονίσω στο ακροατήριό μου ότι το μεγάλο έργο της ειρήνης δεν αναπαύεται μόνο στα στενά συμφέροντα των δικών μας λαών, αλλά ακόμα περισσότερο σε εκείνες τις σπουδαίες αρχές του σωστού και του λάθους από τις οποίες τα έθνη, όπως και τα άτομα, εξαρτώνται.
Η πρόταση διάλυσης της Κοινωνίας των Εθνών πέρασε ομόφωνα: «Η Κοινωνία των Εθνών, παύει να υφίσταται εκτός από τα σχετικά με την εκκαθάριση των υποθέσεών της». Η πρόταση διάλυσης της ΚτΕ επίσης καθόρισε την ημερομηνία του τέλους του Οργανισμού ως την επόμενη ημέρα μετά το κλείσιμο της Εθνοσυνέλευσης. Στις 19 Απριλίου 1946 ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, Νορβηγός Κάρλ Χάμπρο, δήλωσε πως «η εικοστή πρώτη και η τελευταία σύνοδος της Γενικής Εθνοσυνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών έκλεισε». Ως αποτέλεσμα, η Κοινωνία των Εθνών έπαψε να υφίσταται στις 20 Απριλίου 1946.
Ο καθηγητής Ντέιβιντ Κένεντι υπέδειξε ότι η Κοινωνία των Εθνών είναι μια μοναδική στιγμή, όπου οι διεθνείς σχέσεις «θεσμοθετήθηκαν» σε αντίθεση με τις πριν τον Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου μεθόδους των νόμων και της πολιτικής.
Κατά την Διάσκεψη της Τεχεράνης το 1943, οι Συμμαχικές Δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα νέο όργανο που θα αντικαταστήσει την ΚτΕ: τα Ηνωμένα Έθνη. Πολλοί φορείς της ΚτΕ, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας συνέχισαν να λειτουργούν και τελικά συνδέθηκαν με τον ΟΗΕ. Η διάρθρωση των Ηνωμένων Εθνών επρόκειτο να τον καταστήσει αποτελεσματικότερο από την ΚτΕ. Οι κύριοι Σύμμαχοι του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία, οι Η.Π.Α. και η Κίνα) αποτέλεσαν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: Αυτές οι νέες «Μεγάλες Δυνάμεις» απέκτησαν σημαντική διεθνή επιρροή, αντικατοπτρίζοντας το Συμβούλιο της ΚτΕ. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη του ΟΗΕ• ωστόσο, δεν απαιτούνται ομόφωνες αποφάσεις, σε αντίθεση με το Συμβούλιο της ΚτΕ. Στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα του βέτο στις αποφάσεις του Συμβουλίου έτσι ώστε να προστατεύουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, κάτι το οποίο εμπόδισε τα Ηνωμένα Έθνη να ενεργήσουν αποφασιστικά σε πολλές περιπτώσεις.
Όπως και η ΚτΕ, ο ΟΗΕ δεν έχει δικές του ένοπλες δυνάμεις, όμως είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην επίκληση των μελών του για ένοπλες επεμβάσεις, όπως κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας και της αποστολής στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ο ΟΗΕ σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάστηκε να βασιστεί στις οικονομικές κυρώσεις. Ο ΟΗΕ έχει επίσης μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην προσέλκυση μελών από τις χώρες του κόσμου, καθιστώντας τον πιο αντιπροσωπευτικό.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) είναι ένας διεθνής οργανισμός παγκόσμιας εμβέλειας μεταξύ των κρατών του κόσμου με σκοπό τη συνεργασία στο Διεθνές Δίκαιο, την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική ισότητα. Πρόδρομός του θεωρείται η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) που αποτέλεσε απαίτηση των Εθνών για τη διεθνή ειρήνη μετά από τις θηριωδίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδρύθηκε το 1945 από τις χώρες που νίκησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αρχικά είχε 51 μέλη. Μετά την προσχώρηση του νεότερου κράτους, του Νοτίου Σουδάν το 2011, ο Ο.Η.Ε. αριθμεί 193 κράτη μέλη, δηλαδή σχεδόν όλα τα διεθνώς αναγνωρισμένα ανεξάρτητα έθνη.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CE%97%CE%BD%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CE%BD
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών υπογράφηκε στις 26 Ιουνίου 1945, στον Άγιο Φραγκίσκο, στο τέλος της Συνδιασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για τη Διεθνή Οργάνωση, και άρχισε να ισχύει στις 24 Οκτωβρίου 1945. Το Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Χάρτη.
Όλες οι ανεξάρτητες χώρες του κόσμου είναι μέλη του ΟΗΕ, εκτός από την Πόλη του Βατικανού, ενώ μέλος του ΟΗΕ δεν είναι η Ταϊβάν. Ειδικότερα, 193 συνολικά είναι τα κράτη μέλη του ΟΗΕ.
Στις 25 Απριλίου 1945 άρχισε μετά από πρόσκληση των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων, των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ, της Μ. Βρετανίας και της Κίνας (χωρίς τη Γαλλία) στο Σαν Φραντσίσκο η τελική διάσκεψη κρατών στην οποία θα έπρεπε να ενταχθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων στα πλαίσια του United Nation Organisation (ΟΗΕ). Η γερμανική Βέρμαχτ δεν είχε ακόμη συνθηκολογήσει, η κατάρρευση όμως του ναζιστικού Ράιχ ήταν ήδη μη αναστρέψιμη. Προτού συγκληθεί αυτή η διάσκεψη, μεταξύ των κύριων νικητριών δυνάμεων είχαν υπάρξει χρόνια συνεννόησης και προετοιμασίας. Δυό μήνες ήταν αρκετοί ώστε να γίνει επεξεργασία και έγκριση της Χάρτας του ΟΗΕ, ενός ντοκουμέντου στη βάση του οποίου τα κράτη ήθελαν να διαμορφώσουν το μέλλον ειρηνικά. Ο δρόμος τους προς τα εκεί δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την πρόθεση των κρατών και την πίσω από ρυθμίσεις της Χάρτας, από ιστορική απόσταση, συχνά όχι πλέον κατανοητή ορθολογικότητα.
Με την κατάρρευση της ευρωπαϊκής ειρηνικής τάξης πραγμάτων δεν παρήκμασε μόνο αυτός ο οργανισμός. Τυπικά η Κοινωνία των Εθνών άρθηκε στις 18 Απριλίου 1946 από την συνέλευση του οργανισμού. Αλλά πολύ καιρό πριν φαινόταν σαν να είχε χαθεί οριστικά η ιδέα ενός οικουμενικού οργανισμού για τη διασφάλιση της ειρήνης, συνεπώς και η ευκαιρία του.
Αυτά έγιναν προγραμματική της κυβέρνησης Τρούμαν μετά το θάνατο του Ρούσβελτ τον Απρίλιο του 1945. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ James F. Byrnes το διατύπωσε με τα λόγια:
«Αυτό που πρέπει να πράξουμε δεν είναι να κάνουμε ασφαλή τον κόσμο για τη δημοκρατία, αλλά για τις Ηνωμένες Πολιτείες». Μια αρχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που ισχύει μέχρι σήμερα.
Για να συμμετάσχουν τα ουδέτερα κράτη, ο υφυπουργός Sumner Wells είχε προτείνει για αυτά μια έρευνα για το πώς φαντάζονταν τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Κυρίως, θα έπρεπε να εκφράσουν την άποψή τους για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης και τον περιορισμό των εξοπλισμών.
Στόχος ήταν η σύγκλιση μιας διάσκεψης των ουδέτερων χωρών, η οποία όμως δεν έλαβε χώρα λόγω της πολεμικής εξέλιξης. Έτσι, ο Πρόεδρος συμφώνησε να γίνει μια συνάντηση με τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ στη Νέα Γη [ΠΓ: ένα νησί του Καναδά] για την ανάπτυξη μιας μελλοντικής ειρηνικής τάξης πραγμάτων με άξονα τις ΗΠΑ-Μ. Βρετανία. Ο Τσώρτσιλ φανταζόταν έναν αποτελεσματικό διεθνή οργανισμό με βάση το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών. Ο Ρούσβελτ, ωστόσο, δεν ήθελε ν΄ ακούσει κάτι τέτοιο επειδή τον εγγυητή μιας μελλοντικής ειρήνης τον έβλεπε στις ισχυρές βρετανο-αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.
Τα κράτη εκείνα που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του άξονα, ή που δεν ήταν σε θέση να αντιταχθούν αποτελεσματικά στο φασισμό, δεν ήθελε να συμμετάσχουν στις αποφάσεις για την παγκόσμια ειρήνη. Αρχικά διχάζονταν επίσης και στις αντιλήψεις που αφορούσαν την οικονομικο-πολιτική νέα τάξη. Η αμερικανική κυβέρνηση ήθελε μια νέα ρύθμιση της αγοράς πρώτων υλών στη βάση της μη διάκρισης και μιας δίκαιης κατανομής, ενώ οι Βρετανοί ήθελαν να διασφαλίσουν το προνομιακό σύστημα δασμών τους απέναντι στις χώρες της Κοινοπολιτείας στη βάση των «υφιστάμενων υποχρεώσεων».
Ο Ρούσβελτ κατόρθωσε να επιβληθεί στα βασικά σημεία. Στην κοινή τελική δήλωση της 14ης Αυγούστου 1941, η οποία λόγω της θεμελιώδους σημασίας της έμεινε στην Ιστορία ως «Χάρτα του Ατλαντικού», δόθηκε προτεραιότητα στην ελευθερία του παγκόσμιου εμπορίου και στην ελεύθερη πρόσβαση για όλες τις πρώτες ύλες σε σχέση με τις «υφιστάμενες υποχρεώσεις», ανακοινώνοντας έναν «μόνιμο οργανισμό για τη γενική ασφάλεια» αμέσως μετά τον αφοπλισμό τέτοιων εθνών, τα οποία απειλούν με βία:
Για μια διεύρυνση αυτής της συμμαχίας των δυό, οι ΗΠΑ ήταν ήδη έτοιμες όταν αναγκάστηκαν να εισέλθουν στον πόλεμο λόγω της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Από κοινού με τον Τσώρτσιλ, ο Ρούσβελτ σχεδίασε μια «Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών», η οποία υπογράφηκε την 1η Ιανουαρίου 1942 από 26 έθνη, συμπεριλαμβανομένου της Σοβιετικής Ένωσης. Ενόσω ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ήρε τις ισχυρές επιφυλάξεις που είχε από τον Αύγουστο του 1939 ενάντια στη Σοβιετική Ένωση για το λεγόμενο Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, έβλεπε [απ΄ την άλλη μεριά] στην κυβέρνηση του Βισύ της Γαλλίας, μετά την ανακωχή της από το καλοκαίρι του 1940 με τη Γερμανία, έναν συνεργό, ο οποίος δεν ανήκε στον κύκλο των «Ηνωμένων Εθνών». Μέχρι το 1945 προσχώρησαν στη Διακήρυξη ακόμη 21 κράτη. Η Γαλλία ήταν σε θέση να ενταχθεί μόνο μετά την απελευθέρωση του Παρισιού από τους συμμάχους τον Αύγουστο του 1944.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουάσινγκτον τον Μάιο του 1942, ο Ρούσβελτ πρότεινε να διευρυνθεί η συμμαχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Και οι τέσσερις θα έπρεπε ισότιμα με τις ένοπλες δυνάμεις τους να μοιραστούν τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης μετά την κατάκτηση της νίκης.
Απέναντι σ΄ αυτό το σχέδιο των «τεσσάρων μεγάλων» ο Τσώρτσιλ είχε σοβαρές επιφυλάξεις επειδή χωρίς λόγο φοβόταν για την ύπαρξη της Κοινοπολιτείας. Όπως και παλιότερα προτιμούσε τον ισχυρό άξονα ΗΠΑ-Μ. Βρετανίας με την Κοινοπολιτεία. Και πρότεινε ειδικά περιφερειακά συμβούλια για την Ευρώπη και την Ασία με δικές τους ένοπλες δυνάμεις και ένα Ανώτατο Δικαστήριο.
Αλλά μόλις ένα χρόνο αργότερα, στη σύνοδο των τριών υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1943, η βρετανική κυβέρνηση αποδέχτηκε το σχέδιο για τους τέσσερις και παραιτήθηκε από τις προτάσεις περί περιφεροποίησης. Η αμερικανική κυβέρνηση με τη σειρά της είχε [ήδη] εξοικειωθεί με έναν μόνιμο διεθνή οργανισμό, παρά του ότι δεν ήταν ακόμη θαμμένο το πτώμα «Κοινωνία των Εθνών» και ήταν αποφασισμένη να αναλάβει το βασικό ρόλο τόσο κατά την προετοιμασία όσο και μετέπειτα στον ίδιο τον οργανισμό.
Τα αποτελέσματα της Μόσχας επιβεβαιώθηκαν ένα μήνα αργότερα, το Νοέμβριο του 1943 στην Τεχεράνη, από τους Ρούσβελτ, Στάλιν και Τσώρτσιλ, και η αμερικανική κυβέρνηση ξεκίνησε αμέσως με τη σχεδίαση ενός οργανωτικού μοντέλου. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν επικράτησε σταδιακά η διαπίστωση, ότι σε ένα εκτελεστικό όργανο του οργανισμού δεν θα έπρεπε να εκπροσωπούνται μόνο οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις, αλλά και ένας περιορισμένος αριθμός μικρότερων και μεσαίων κρατών σε μία εναλλασσόμενη σειρά.
Επιπλέον, σχεδιάστηκε η ύπαρξη μιας Γενικής Συνέλευσης για όλα τα κράτη-μέλη ως δεύτερο συμβουλευτικό σώμα και το οποίο οριοθετήθηκε συνειδητά σε σχέση με την Κοινωνία των Εθνών, παίρνοντας την ονομασία «General Conference» («Γενική Διάσκεψη»). Για τα σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν επίσης την ψηφοφορία και την εκτέλεση των αποφάσεων έπαιξαν επίσης ρόλο οι αρνητικές εμπειρίες από την Κοινωνία των Εθνών. Καμιά από τις μεγάλες δυνάμεις δεν θα έπρεπε να έχει την υπεροχή, έτσι που για τα προνομιούχα μέλη έπρεπε να ισχύει η αρχή της ομοφωνίας. Ωστόσο η πρόταση, η οποία είχε γίνει ήδη κατά την περίοδο [ύπαρξης] της Κοινωνίας των Εθνών, ότι τα μέλη εκείνα που συμμετέχουν σε μια σύγκρουση πρέπει να απέχουν από την ψηφοφορία, δεν έγινε αποδεκτή.
Το κεντρικό ερώτημα ήταν πως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι αποφάσεις. Στο ζήτημα αυτό, κατά την άποψη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Κοινωνία των Εθνών είχε αποτύχει. Οι εναλλακτικές λύσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προέβλεπαν αφενός, ότι τα εθνικά τμήματα των συμμαχικών στρατευμάτων έπρεπε να τεθούν κάτω από τη διοίκηση της Εκτελεστικής Επιτροπής και να χρησιμοποιούνται κατά την επιβολή κυρώσεων, αφετέρου τη δημιουργία μιας μόνιμης διεθνούς αστυνομικής δύναμης, η οποία θα βρίσκεται στη διάθεσή της Επιτροπής.
Σε κάθε περίπτωση, στις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις θα έπρεπε να δοθεί το δικαίωμα να έχουν επαρκείς ένοπλες δυνάμεις για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους για εκφοβισμό και επεμβάσεις παγκοσμίως. Έτσι, ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά ακόμη και στο σχέδιο για μια ειρηνική τάξη πραγμάτων για την μεταπολεμική περίοδο, αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να συνδυαστούν μεταξύ τους ο πλήρης αφοπλισμός και η αποτελεσματική εγγύηση της ειρήνης.
Οι προτάσεις συνοψίστηκαν το 1943 στο λεγόμενο Σχέδιο Περιγράμματος και τον Φεβρουάριο του 1944 δόθηκε η επίσημη έγκριση από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ. Το Σχέδιο περιέχει τα βασικά στοιχεία του μετέπειτα ΟΗΕ: μια Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία είναι εξοπλισμένη με ευρείες αρμοδιότητες απόφασης και εκτέλεσης, που αποτελείται από μόνιμα και μη μόνιμα μέλη –αργότερα ονομάστηκε Συμβούλιο Ασφαλείας- και μια ασθενέστερη Γενική Συνέλευση, που ουσιαστικά έκανε συστάσεις. Το νέο Διεθνές Δικαστήριο περιορίστηκε επίσης από την αρχή της κυριαρχίας, όπως και το Διαρκές Δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών, δηλαδή η υποταγή κάτω από τη δικαιοδοσία του δεν έπρεπε να γίνει αυτόματα με την προσχώρηση στο νέο οργανισμό, αλλά μόνο με ξεχωριστή δήλωση.
Το Σχέδιο-Περίγραμμα αποτέλεσε τη βάση της διάσκεψης του Dumbarton Oaks κοντά στην Ουάσιγκτον, όπου από τις 21 Αυγούστου έως τις 9 Οκτωβρίου 1944 οι εμπειρογνώμονες των τεσσάρων δυνάμεων επεξεργάστηκαν το σχέδιο για τα Καταστατικά του νέου οργανισμού. Σε ό,τι αφορά ορισμένα προβλήματα δεν υπήρξε συμφωνία.
Για παράδειγμα, αναφορικά με την επιθυμία της Σοβιετικής Ένωσης να γίνουν δεκτές στον οργανισμό και οι δεκαέξι Ενωσιακές Δημοκρατίες, ή η επιθυμία των Βρετανών και των Αμερικανών να περιορίσουν το δικαίωμα του βέτο για τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία συμμετέχουν τα ίδια σε μια σύγκρουση. Οι εμπειρογνώμονες της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και οι Βρετανοί, αντιστάθηκαν όμως επίσης και στην επιθυμία να θεμελιωθούν ακόμη περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η διάσκεψη κορυφής στη Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945 (χωρίς την Κίνα) έφερε, αναφορικά με το ζήτημα της οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών, ουσιαστικούς συμβιβασμούς. Οι δυτικές δυνάμεις αποδέχτηκαν δυό Ενωσιακές Δημοκρατίες, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, ως ανεξάρτητα μέλη με πλήρη δικαιώματα ψήφου και ο Στάλιν απέκτησε το απεριόριστο δικαίωμα βέτο κατά την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το ζήτημα αυτό ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας για τους Σοβιετικούς.
Οι Ρώσοι κατηγορήθηκαν ότι νοιάζονται πάρα πολύ για το δικαίωμα ψήφου. Θεωρούσαν επίσης, στη πραγματικότητα, ως πολύ σημαντικό, ότι όλα θα αποφασίζονται με ψηφοφορίες, γι΄ αυτό ενδιαφέρονταν πάρα πολύ για τα αποτελέσματά τους. Ας υποθέσουμε ότι η Κίνα ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας ζητά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ ή η Αίγυπτος την επιστροφή της διώρυγας του Σουέζ, τότε όλες οι χώρες μάλλον δεν θα πρέπει να είναι μόνες τους, αλλά [πρέπει] να υποστηριχτούν στη Γενική Συνέλευση και στο Συμβούλιο Ασφαλείας από φίλους και ίσως από προστάτιδες δυνάμεις. Ο Στάλιν φοβόταν ότι τέτοιες αντιπαραθέσεις θα μπορούσαν να καταστρέψουν την ενότητα των μεγάλων δυνάμεων.
“ Μετά από πολλές προσπάθειες και εξηγήσεις κατορθώσαμε να πείσουμε τον Στάλιν να αποδεχτεί μια αμερικανική πρόταση, σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας πρακτικά θα ήταν καταδικασμένο σε αδυναμία, σε περίπτωση που οι “τέσσερις μεγάλοι” δεν συμφωνούσαν. Αν υπήρχε αποκλίνουσα άποψη που αφορούσε σε μια σημαντική αντιδικία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΣΣΔ, η Μ. Βρετανία ή η Κίνα μπορούσαν να αρνηθούν τη συγκατάθεσή τους και να εμποδίσουν το Συμβούλιο να αναλάβει οτιδήποτε. Αυτό ήταν το βέτο. Τους καρπούς του στο μεταξύ τους δοκίμασε ο κόσμος».
Το αποτέλεσμα αυτής της «πειθούς» ήταν ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορούσε να αποφασίζει με επτά ψήφους υπέρ, από τα έντεκα μέλη. Αν πρόκειται για αποφάσεις που δεν έχουν ως αντικείμενο διαδικαστικά θέματα, πρέπει στις επτά ψήφους να βρίσκονται τα πέντε μόνιμα μέλη (στο μεταξύ είχε προστεθεί και η Γαλλία). Όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν μπόρεσε να επιτευχθεί συμφωνία στο ζήτημα της ένταξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καταστατικό, στα οποία ο Στάλιν δεν απέδιδε μεγάλη σημασία για τη διεθνή ειρήνη και ο Τσώρτσιλ με το βλέμμα στραμμένο στην Κοινοπολιτεία δεν ήθελε να ενταχθούν στο Καταστατικό.
Ωστόσο, αποδέχτηκαν την πρόταση του Ρούσβελτ να καθιερωθεί για τις υφιστάμενες ακόμη αποικίες μια κηδεμονία των Ηνωμένων Εθνών, από την οποία όμως ο Τσώρτσιλ ήθελε να εξαιρεθούν οι βρετανικές αποικίες. Ο Τσώρτσιλ υποστήριξε σθεναρά τη διατήρηση της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας, επειδή η Μ. Βρετανία διεξήγαγε ήδη εδώ και χρόνια μια σκληρή πάλη για τη διατήρηση της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η πάλη αυτή θα τελειώσει με πλήρη επιτυχία, και όσο διάστημα ηUnion Jack (Εθνική Σημαία) κυματίζει πάνω από τα εδάφη του βρετανικού στέμματος, δεν θα επιτρέψει να χαθεί ούτε μια σπιθαμή βρετανικού εδάφους μεταξύ των σαράντα κρατών. Η Βρετανική Αυτοκρατορία στο ζήτημα της «κηδεμονίας», που αφορούσε στα νεαρά έθνη, ποτέ δεν κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου από το Διεθνές Δικαστήριο. Η αποαποικιοποίηση του κόσμου αφέθηκε όπως ήταν στη Χάρτα του ΟΗΕ. Και χρειάστηκαν περισσότερα από είκοσι χρόνια προτού οι λαοί με τους απελευθερωτικούς αγώνες επιβάλλουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, και να αναγνωριστεί στα απελευθερωτικά κινήματα το δικαίωμα για βίαιο χωρισμό από τους αποικιοκράτες τους.
Όπως αποφασίστηκε στη Γιάλτα, η τελική διάσκεψη των κρατών έλαβε χώρα στο Σαν Φραντσίσκο από τις 25 Απριλίου έως τις 26 Ιουνίου 1945. Ήταν τα κράτη που υπέγραψαν την «Χάρτα του Ατλαντικού» ή αντίστοιχα εκείνα τα κράτη που είχαν ενταχθεί στον αντιχιτλερικό συνασπισμό, 50 συνολικά.
Ως πρότυπο χρησίμευσε το σχέδιο που αποφασίστηκε στη Γιάλτα του Dumbarton Oaks, το οποίο εγκρίθηκε με μικρές αλλαγές στις 25 Ιουνίου 1945. Στις 24 Οκτωβρίου 1945 τέθηκε σε ισχύ η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, αφότου πρώτα, σύμφωνα με το Άρθρο 110, είχε κατατεθεί προς επικύρωση από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και την πλειοψηφία των κρατών. Η πρώτη Γενική Συνέλευση συνήλθε στις 10 Ιανουαρίου 1946, το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 17 Ιανουαρίου στο Λονδίνο. Πρώτος Γενικός Γραμματέας διορίστηκε την 1η Φεβρουαρίου 1946 ο Νορβηγός Trygve Lie, και στις 14 Δεκεμβρίου 1946 η Γενική Συνέλευση αποφάσισε να ιδρύσει την έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
Σήμερα, 70 χρόνια μετά από την ίδρυσή του, το 1945, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, με την κριτική να πυκνώνει, λόγω της προσφυγικής κρίσης και των συγκρούσεων που είναι σε εξέλιξη, βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά από μεγάλων διεθνών προκλήσεων.
Η διεθνής συγκυρία φαίνεται να επιβεβαιώνει ακριβώς το αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που διακηρύσσει ο Καταστατικός Χάρτης του διεθνούς οργανισμού, τα οποία δεν είναι άλλα από την διατήρηση με αποτελεσματικά συλλογικών μέτρων της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Η τρομοκρατία του Ισλαμικού Κράτους, ο «ψυχρός πόλεμος» γύρω από την ουκρανική κρίση, η πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας, το χάος στη Μέση Ανατολή. Αυτές είναι οι βασικότερες, αλλά όχι οι μόνες, πηγές έντασης.
21 οργανισμοί για την ειρήνη καταλογίζουν ήδη ευθύνες στον ΟΗΕ για την αποτυχία στην αντιμετώπιση του πολέμου στην Συρία. Στα μέσα Ιουλίου ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας Σαλίλ Σέτι μίλησε αναφορικά με την προσφυγική κρίση για μια «ντροπιαστική αποτυχία της διεθνούς κοινότητας».
Γι' αυτή την εξέλιξη ο πρώην πρέσβης της Γερμανίας στον ΟΗΕ Χανς Χάινριχ Σουμάχερ θεωρεί υπεύθυνα πρωτίστως τα κράτη-μέλη. Ο Σουμάχερ ασκεί κριτική κυρίως στη δομή του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα πέντε μέλη του οποίου (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο) μπορούν να ασκήσουν βέτο σε οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης.
Όπως φάνηκε στις περιπτώσεις της Συρίας και της Ουκρανίας, ισχυρίζεται ο Σουμάχερ, οι εθνικοί ανταγωνισμοί μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα. Παράλληλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι δύσπιστα απέναντι σε κάθε προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, που θα περιόριζε τη δύναμή τους.
Κριτική για τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα των Ηνωμένων Εθνών προκαλούν και οι νέες κατηγορίες για βιασμούς από κυανόκρανους. Ένας Γάλλος στρατιώτης, όπως και 14 ακόμη συμπατριώτες του που κατηγορούνται για κακοποίηση ανηλίκων, βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατηγορία του βιασμού νεαρής γυναίκας το 2014 στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Έρευνες για αντίστοιχες περιπτώσεις στην Αϊτή, το Κονγκό, τη Λιβερία και το Νότιο Σουδάν βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Από την εποχή της γενοκτονίας στη Ρουάντα το 1994 και της σφαγής στη Σρεμπρένιτσα το 1995 κυριαρχεί δυσπιστία στην κοινή γνώμη για την αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών αποστολών του ΟΗΕ.
Στην ιστορία του ΟΗΕ ωστόσο υπάρχουν και πολλές επιτυχίες. Όπως εξηγεί ο πρώην γερμανός πρέσβης στον ΟΗΕ Γκούντερ Πλόιγκερ στη Deutsche Welle, πλάι στην ενίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σημαντικότερη επιτυχία του οργανισμού υπήρξε η συμβολή του στην αποαποικιοποίηση: από το 1945 μέχρι το 2002 ο ΟΗΕ συνέβαλε με τη δράση του ώστε 120 αποικίες να γίνουν ανεξάρτητα κράτη. Κατά τη γνώμη του Πλόιγκερ, η διαδικασία αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στα κινήματα για τη δημοκρατία στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και κυρίως στην αποφυγή της βίας κατά την επανένωση των δύο Γερμανιών.
Πάραυτα οι περισσότερες δράσεις του δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες, μέλη του ΟΗΕ κατηγορήθηκαν για εμπόριο όπλων και ξέπλυμα χρήματος, πολλές καταγγελίες για λεηλασίες, φόνους και βιασμούς στις περιοχές που στάλθηκαν στρατεύματα του σημειώθηκαν, ενώ ο οργανισμός αυτός χρηματοδοτήθηκε από μεγάλες δυνάμεις (κυρίως ΗΠΑ) και μεγάλες τραπεζικές επιχειρήσεις-βιομηχανίες (π.χ. Ροκφέλερ, στους οποίους ανήκει το κτίριο που έχει την έδρα του ο οργανισμός αυτός), και μεγάλα πετρελαϊκά κράτη, όπως π.χ. Σαουδική Αραβία (που ενδιαφέρονται μόνο για την προώθηση των συμφερόντων τους και της ισλαμικής ιδεολογίας που υποστηρίζουν με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον οργανισμό να φτιάχνει εκθέσεις υπέρ των ομοθρήσκων τους ή και ψευδείς για υποτιθέμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους σε χώρες, π.χ. συνεχείς ψευδείς εκθέσεις ΗΠΑ-ΟΗΕ για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων στην χώρα μας, για αν δεν θέλει να του κοπεί η χρηματοδότηση), εφαρμόζοντας έτσι μία πολιτική δύο μέτρων και σταθμών υπέρ των μεγάλων και όχι μόνο δυνάμεων που τον χρηματοδοτούν, έναντι των συμφερόντων των περισσότερων μελών του.
Στις μέρες μας ο ΟΗΕ απαξιώνεται όλο και περισσότερο, ιδίως από την εποχή του προέδρου των ΗΠΑ, Μπους του νεότερου και ύστερα (ο οποίος εισέβαλε στο Ιράκ χωρίς την άδεια του οργανισμού και ο υπουργός εξωτερικών του Ράμσφελντ έλεγε πως δεν πιστεύει πως είναι απαραίτητος πια αυτός ο οργανισμός), ενώ και πολλά μέλη του ακόμα εισβάλουν σε άλλες χώρες χωρίς την άδεια και την έγκριση του (π.χ. Σαουδική Αραβία σε Υεμένη, Τουρκία σε Ιράκ, Συρία και παλαιότερα και στην Κύπρο), όπως παλαιότερα έκαναν και οι Γερμανία, ΕΣΣΔ, Ιταλία και Ιαπωνία στην Κοινωνία των Εθνών και οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση και διάλυση της.
Θα έχει ο ΟΗΕ την τύχη της ΚΤΕ; Δεν αποκλείεται και σύντομα είναι πιθανό να δούμε την κατάρρευση του διεθνούς συστήματος ασφαλείας για ακόμη μία φορά, η οποία θα οδηγήσει μέσα από έντονες συγκρούσεις στην αναδιαμόρφωση του κόσμου και στον ριζικό επαναπροσδιορισμό-επανασχηματισμό της γεωπολιτικής πραγματικότητας, όπως την ξέρουμε σήμερα.
https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/09/blog-post_13.html
Ως γνωστόν μετά το πέρας του Α’ και Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ιδρύθηκαν από τις νικητήριες δυνάμεις δύο οργανισμοί ασφαλείας με σκοπό την προστασία του πλανήτη από την απειλή του πολέμου και την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των κινδύνων που μάστιζαν τον πλανήτη. Αυτοί οι οργανισμοί ήταν η Κοινωνία των Εθνών και ο ΟΗΕ. Η Κοινωνία των Εθνών (συντομογραφικά ΚτΕ, Κ.τ.Ε. και στα αγγλικά League of Nations) ήταν Διεθνής Οργανισμός - Σύνδεσμος που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι. Ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών κατόπιν αμερικανικής πρωτοβουλίας και σημείωσε σταθμό στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, καθώς υπήρξε η πρώτη προσπάθεια για συνεννόηση όλων των κρατών πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη.
Οι στόχοι του Συνδέσμου περιλάμβαναν τον αφοπλισμό, την πρόληψη του πολέμου μέσω της συλλογικής ασφάλειας, τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής παγκόσμια. Η φιλοσοφία της διπλωματίας του Συνδέσμου αποτέλεσε θεμελιώδη αλλαγή στη σκέψη από αυτή που επικρατούσε τα προηγούμενα εκατό χρόνια. Ο Σύνδεσμος δεν διέθετε δική του στρατιωτική δύναμη και έτσι εξαρτάτο από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να επιβάλει τα ψηφίσματά του, τις οικονομικές κυρώσεις που αποφάσιζε, ή για την παροχή στρατευμάτων, όταν χρειάζονταν από τον Σύνδεσμο.
Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν συχνά απρόθυμες να διαθέσουν στρατεύματα για αυτούς τους σκοπούς. Η επιβολή των κυρώσεων του Συνδέσμου μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα των μελών που αναλάμβαναν την τήρησή τους και με δεδομένη την φιλειρηνική ψυχολογία που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες ήταν απρόθυμες να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Ο Σύνδεσμος είναι πολύ καλός στο να επιβάλλεται όταν οι σπουργίτες φωνάζουν, αλλά εντελώς αδύνατος όταν κυνηγούν οι αετοί».
Μετά από μια σειρά από αξιοσημείωτες επιτυχίες αλλά και ορισμένες αποτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Σύνδεσμος τελικά αποδείχθηκε ανίκανος να εμποδίσει την επιθετικότητα των Δυνάμεων του Άξονα κατά τη δεκαετία του 1930. Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απέδειξε ότι ο Σύνδεσμος είχε αποτύχει στον πρωταρχικό σκοπό του, που ήταν η αποφυγή κάθε Παγκόσμιου Πολέμου στο μέλλον. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.
Η έννοια μίας ειρηνικής Κοινότητας των Εθνών είχε περιγραφεί ήδη από το 1795, όταν ο Εμμάνουελ Καντ στο έργο του Διαρκής Ειρήνη: Ένα φιλοσοφικό Σχέδιο υπογραμμίζει την ιδέα μιας Κοινωνίας [Συνδέσμου] Εθνών που θα ελέγχει τις συγκρούσεις και θα προωθεί την ειρήνη μεταξύ των κρατών. Επίσης η Διεθνής συνεργασία για την προώθηση της συλλογικής ασφάλειας άρει την καταγωγή της από τη Συναυλία της Ευρώπης και αναπτύχθηκε μετά τους Ναπολεόντιους Πολέμους του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί το “status quo” μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και έτσι να αποφεύγονται οι πόλεμοι.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης από την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου με το πρώτο Συνέδριο της Γενεύης για τη θέσπιση νόμων σχετικά με την ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου και τις διεθνείς συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907 που διέπουν τους κανόνες του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διενέξεων.
Πρόδρομος του Συνδέσμου της Κοινωνίας των Εθνών, υπήρξε η Διακοινοβουλευτική Ένωση (ΔΚΕ/IPU), που έχει σχηματιστεί από τους ακτιβιστές της ειρήνης William Randal Cremer και Frederic Passy το 1889. Ο οργανισμός αυτός είχε διεθνή δραστηριότητα, με το ένα τρίτο των μελών των κοινοβουλίων, στις 24 χώρες που είχαν κοινοβούλια, να υπηρετούν ως μέλη του ΔΚΕ/IPU μέχρι το 1914.
Οι στόχοι του ήταν να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να επιλύσουν διεθνείς διενέξεις με ειρηνικά μέσα και τη διαιτησία, καθώς και η διοργάνωση ετήσιων συνεδρίων για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τις διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας. Στην δομή του ΔΚΕ/IPU υπήρχε ένα Συμβούλιο με επικεφαλής έναν Πρόεδρο, κάτι που αργότερα θα αντικατοπτρίζονταν στη δομή του Συνδέσμου.
Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα δυο μπλοκ εξουσίας εμφανίστηκαν μέσω συμμαχιών μεταξύ των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτές οι συμμαχίες, που τέθηκαν σε ισχύ με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ήταν αυτές που ενέπλεξαν όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στον πόλεμο.
Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των βιομηχανικών χωρών και η πρώτη φορά που τα επιτεύγματα της εκβιομηχάνισης (για παράδειγμα η μαζική παραγωγή) χρησιμοποιήθηκαν για πόλεμο. Το αποτέλεσμα αυτής της βιομηχανικής πολεμικής σύγκρουσης είχε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό θυμάτων, με 10 εκατομμύρια μέλη των ενόπλων δυνάμεων νεκρούς, περίπου 21 εκατομμύρια τραυματίες και περίπου 10 εκατομμύρια θανάτους αμάχων. Κατά τον χρόνο που οι εχθροπραξίες τελείωσαν, το Νοέμβριο 1918, ο πόλεμος είχε σοβαρές επιπτώσεις, επηρεάζοντας τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα της Ευρώπης και προκαλώντας υλικές και ψυχολογικές βλάβες στην ήπειρο.
Το αντιπολεμικό συναίσθημα αυξήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο: ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε ως «ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους» και τα πιθανά αίτιά του διερευνήθηκαν επισταμένως. Ως αίτια εντοπίστηκαν και περιλαμβάνονται ο ανταγωνισμός εξοπλισμών, οι συμμαχίες, η μυστική διπλωματία και η ελευθερία των κυρίαρχων κρατών να κηρύττουν πόλεμο για ίδιον όφελος.
Ως αντιληπτά διορθωτικά μέτρα για τα αίτια αυτά θεωρήθηκαν, η δημιουργία μιας διεθνούς οργάνωσης της οποίας στόχος θα ήταν να αποφευχθούν μελλοντικά πόλεμοι μέσω του αφοπλισμού, της ανοιχτής διπλωματίας, της διεθνούς συνεργασίας, των περιορισμών στο δικαίωμα κηρύξεων πολέμων και κυρώσεις που έκαναν τον πόλεμο κακή επιλογή για τους λαούς.
Ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνονταν, μια σειρά από κυβερνήσεις και ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν σχέδια αλλαγής του τρόπου με τον οποίο οι διεθνείς σχέσεις πραγματοποιούνταν, προκειμένου να προληφθεί η επανάληψη πολέμων. Η ιδέα για την ίδια την Κοινωνία των Εθνών φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι (Edward Grey).
Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον και ο σύμβουλός του Συνταγματάρχης Έντουαρντ Χάουζ (Edward M. House) υιοθέτησαν με ενθουσιασμό την ιδέα ως μέσο για την αποφυγή τυχόν επανάληψης της αιματοχυσίας που είδε ο κόσμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών ήταν το κεντρικό θέμα των Δεκατεσσάρων Σημείων για την Ειρήνη του Ουίλσον, ειδικά το τελευταίο σημείο:
Μια γενική ‘Ένωση των Εθνών πρέπει να σχηματιστεί υπό συγκεκριμένες συμφωνίες με σκοπό να παρέχουν αμοιβαίες εγγυήσεις της πολιτικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών κρατών εξίσου.
Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, η οποία επιδίωξε μια μόνιμη ειρήνη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέκρινε την πρόταση της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών (γαλλικά: Société des Nations, γερμανικά: Völkerbund) στις 25 Ιανουαρίου 1919. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών συντάχθηκε από ειδική επιτροπή, και ο Σύνδεσμος συστήθηκε από το Μέρος Ι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Στις 28 Ιουνίου 1919, το Σύμφωνο υπεγράφη από 44 κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των 31 κρατών τα οποία είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Αντάντ ή εντάχθηκαν σε αυτή κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Παρά τις προσπάθειες του Ουίλσον να καθορίσει και να προωθήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, για τον οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1919, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο. Η Αντιπολίτευση στην αμερικανική Γερουσία, κυρίως από τους ρεπουμπλικάνους πολιτικούς Χένρι Κάμποτ Λοτζ (Henry Cabot Lodge) και Ουίλιαμ Μπόρα (William E. Borah), μαζί με την άρνηση του Ουίλσον για συμβιβασμό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην επικυρώσουν τη Σύμβαση.
Ο Σύνδεσμος διεξήγαγε το πρώτο Συμβούλιο που συνήλθε στο Παρίσι στις 16 Ιανουαρίου 1920, έξι ημέρες μετά από την ημέρα που η Συνθήκη των Βερσαλλιών τέθηκε σε ισχύ. Τον Νοέμβριο η έδρα του Συνδέσμου μεταφέρθηκε στη Γενεύη, όπου την πρώτη Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 παρακολούθησαν εκπρόσωποι 41 εθνών.
Οι επίσημες γλώσσες της Κοινωνίας των Εθνών ήταν η γαλλική, η αγγλική και τα ισπανικά (από το 1920). Ο Σύνδεσμος έλαβε σοβαρά υπόψη την υιοθέτηση της Εσπεράντο ως γλώσσας των εργασιών του και ενθάρρυνε δραστήρια την χρήση της, αλλά η επιλογή αυτή δεν υιοθετήθηκε ποτέ. Το 1921 υπήρξε μια πρόταση από τον Λόρδο Ρόμπερτ Σέσιλ (Robert Cecil) για την εισαγωγή της Εσπεράντο στα δημόσια σχολεία των κρατών-μελών και μια έκθεση προς εξέταση του θέματος αυτού.
Όταν η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα, πρότεινε τη διδασκαλία της Εσπεράντο στα σχολεία, μια πρόταση που έγινε αποδεκτή από 11 αντιπροσωπείες. Η ισχυρότερη αντίδραση ήρθε από την γαλλική αντιπροσωπεία, τον Γκαμπριέλ Ανοτό (Gabriel Hanotaux), εν μέρει προκειμένου να προστατευθεί η γαλλική γλώσσα η οποία, ισχυριζόταν, ήταν ήδη η διεθνής γλώσσα. Η επιφύλαξη της γαλλικής αντιπροσωπείας έγινε δεκτή, εκτός από το τμήμα που αφορούσε την διδασκαλία της Εσπεράντο στα σχολεία.
Η Κοινωνία των Εθνών δεν διέθετε ούτε επίσημη σημαία ούτε λογότυπο. Προτάσεις για τη θέσπιση ενός επίσημου συμβόλου έγιναν κατά τη διάρκεια της σύστασης της Κοινωνίας το 1920, αλλά τα κράτη μέλη δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Ωστόσο, επί μέρους οργανισμοί της Κοινωνίας των Εθνών χρησιμοποίησαν ποικίλα λογότυπα και σημαίες (ή τίποτα από αυτά) στις δικές τους εργασίες. Το 1929 πραγματοποιήθηκε διεθνής διαγωνισμός για να ορισθεί ένα σύμβολο, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Ένας από τους λόγους για την αποτυχία αυτή μπορεί να είναι ο φόβος των κρατών - μελών ότι η δύναμη αυτής της υπερεθνικής οργάνωσης θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις δικές τους.
Τέλος, το 1939, προέκυψε ένα ημιεπίσημο έμβλημα: δύο πεντάκτινα αστέρια εντός μπλε πενταγώνου. Το Πεντάγωνο και τα αστέρια σημειώνεται πως συμβολίζουν τις πέντε ηπείρους και τις πέντε φυλές της ανθρωπότητας. Σε ένα τόξο της κορυφής και του κάτω μέρους της σημαίας είχε τα ονόματα στα αγγλικά League of Nations και τα γαλλικά Société des Nations. Η σημαία αυτή χρησιμοποιήθηκε στο κτίριο που πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης του 1939 και 1940.
Η Κοινωνία των Εθνών είχε τέσσερα κύρια όργανα, μια Γραμματεία (με επικεφαλής τον Γενικό Γραμματέα και έδρα της την Γενεύη), ένα Συμβούλιο, μια Εθνοσυνέλευση και το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου. Η Κοινωνία είχε επίσης πολλές υπηρεσίες και επιτροπές. Έγκριση για κάθε δράση απαιτείται τόσο με ομοφωνία του Συμβουλίου όσο και της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση.
Το προσωπικό της Γραμματείας του Συνδέσμου ήταν υπεύθυνο για την προετοιμασία της ημερήσιας διάταξης της Εθνοσυνέλευσης και του Συμβουλίου και τη δημοσίευση των εκθέσεων των συνεδριάσεων και λοιπών συνήθων θεμάτων, αποτελεσματικά, ενεργώντας ως δημόσια υπηρεσία για το Σύνδεσμο. Η Εθνοσυνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών ήταν μια συνάντηση όλων των κρατών μελών, με κάθε κράτος - μέλος να εκπροσωπείται από τρεις αντιπροσώπους (μέγιστος αριθμός) και μία ψήφο. Η Εθνοσυνέλευση συνήλθε στη Γενεύη και, μετά τις εργασίες της πρώτης συνόδου το 1920, οι επόμενες συνεδριάσεις πραγματοποιούνταν μία φορά το χρόνο, το Σεπτέμβριο.
Το Συμβούλιο του Συνδέσμου ενεργούσε ως ένα είδος εκτελεστικού οργάνου κατευθύνοντας τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Το Συμβούλιο ξεκίνησε με τέσσερα μόνιμα μέλη (την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία) και τέσσερα μή μόνιμα μέλη τα οποία εκλέγονται από τη Εθνοσυνέλευση με τριετή θητεία. Τα πρώτα τέσσερα μη μόνιμα μέλη ήταν το Βέλγιο, η Βραζιλία, η Ελλάδα και η Ισπανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος, αλλά η αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι την αμερικανική συμμετοχή στον Σύνδεσμο.
Η σύνθεση του Συμβουλίου άλλαξε αρκετές φορές στη συνέχεια. Ο αριθμός των μη μονίμων μελών αυξήθηκε για πρώτη φορά σε έξι στις 22 Σεπτεμβρίου 1922 και κατόπιν σε εννέα στις 8 Σεπτεμβρίου 1926. Η Γερμανία εντάχθηκε επίσης στον Σύνδεσμο και έγινε το πέμπτο μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αργότερα, ανεβάζοντας τα μέλη του Συμβουλίου σε δεκαπέντε μέλη. Αργότερα, μετά την αποχώρηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας από τον Σύνδεσμο, ο αριθμός των μη μόνιμων θέσεων αυξήθηκε από εννέα σε έντεκα.
Το Συμβούλιο συνεδρίαζε, κατά μέσο όρο, πέντε φορές το χρόνο και σε έκτακτες συνεδρίες όταν αυτό χρειάζονταν. Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν 107 δημόσιες συνεδριάσεις μεταξύ 1920 και 1939.
Ο Σύνδεσμος επόπτευε τη λειτουργία του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαίου και αρκετών άλλων υπηρεσιών και Επιτροπών που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των πιεστικών διεθνών προβλημάτων. Σε αυτά περιλαμβάνονταν η Επιτροπή Αφοπλισμού, ο Οργανισμός Υγείας, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, η Επιτροπή Εντολών, η Διεθνής Επιτροπή για τα Δικαιώματα Πνευματικής Συνεργασίας (προάγγελος της UNESCO), το Μόνιμο Κεντρικό Συμβούλιο Οπίου, η Επιτροπή Προσφύγων, και η Επιτροπή Δουλείας. Πολλά από αυτά τα ιδρύματα μεταβιβάσθηκαν στα Ηνωμένα Έθνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο - Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου (που έγινε Διεθνές Δικαστήριο) και ο Οργανισμός Υγείας (όπως αναδιαρθρώθηκε σε Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization)), έγιναν όργανα του ΟΗΕ.
Ο Οργανισμός Υγείας του Συνδέσμου είχε τρεις φορείς, το Γραφείο Υγείας, που αποτελούνταν από μόνιμους υπαλλήλους του Συνδέσμου, ένα εκτελεστικό τμήμα του Γενικού Συμβουλευτικού Συμβουλίου ή Διάσκεψης που αποτελούνταν από εμπειρογνώμονες ιατρούς και μια επιτροπή Υγείας. Ο σκοπός της επιτροπής ήταν να διενεργεί έρευνες, να επιβλέπει τη λειτουργία του τομέα υγείας του Συνδέσμου και να προετοιμάζει εργασίες που θα παρουσιάζονταν στο Συμβούλιο.
Ο φορέας αυτός επικεντρώθηκε στον τερματισμό της λέπρας, της ελονοσίας και του κίτρινου πυρετού, ειδικά για τα δύο τελευταία ξεκινώντας μια διεθνή εκστρατεία για την εξόντωση των κουνουπιών. Ο Οργανισμός Υγείας, επίσης, εργάστηκε με επιτυχία με την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης για την πρόληψη επιδημιών τύφου συμπεριλαμβανομένης της διοργάνωσης μιας μεγάλης εκπαιδευτικής εκστρατείας σχετικής με την ασθένεια.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CE%BD
Το 1919, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΔΟΕ) ιδρύθηκε ως μέρος της Συνθήκης των Βερσαλλιών και έγινε λειτουργικό όργανο της ΚτΕ. Ο πρώτος Διευθυντής του υπήρξε ο Άλμπερτ Τόμας. Ο ΔΟΕ με επιτυχία περιόρισε την προσθήκη του μολύβδου στις βαφές και έπεισε πολλές χώρες να υιοθετήσουν την οκτάωρη εργασία ανά ημέρα και την εργασία σαράντα οκτώ ωρών την εβδομάδα. Επίσης, εργάστηκε για τον τερματισμό της παιδικής εργασίας, την αύξηση των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών και καθιστούσε τους εφοπλιστές υπεύθυνους για τα ατυχήματα στα οποία εμπλέκονται οι ναυτικοί. Ο οργανισμός συνέχισε να υφίσταται μετά το τέλος της ΚτΕ, καθιστάμενος οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών το 1946.
Η ΚτΕ ήθελε να ρυθμίσει το εμπόριο ναρκωτικών και δημιούργησε το Διαρκές Κεντρικό Συμβούλιο Οπίου με σκοπό να επιβλέπει το σύστημα στατιστικού ελέγχου που θεσπίστηκε με το δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Οπίου και συντόνιζε την παραγωγή, κατασκευή, εμπορία και λιανική πώληση οπίου και των υποπροϊόντων αυτού. Το Κεντρικό Συμβούλιο καθόρισε επίσης ένα σύστημα εισαγωγής πιστοποιητικών και εξαγωγής αδειών για τη νόμιμη διεθνή εμπορία των ναρκωτικών.
Η Επιτροπή Δουλείας επιδίωξε να εξαλείψει την δουλεία και την εμπορία σκλάβων σε ολόκληρο τον κόσμο και αγωνίστηκε εναντίον της καταναγκαστικής πορνείας. Η σημαντικότερη επιτυχία της ήταν ο, μέσω πιέσεων κυβερνήσεων που διαχειρίζονταν υποτελείς χώρες, τερματισμός της δουλείας στις χώρες αυτές. Η ΚτΕ εξασφάλισε την δέσμευση της Αιθιοπίας για τον τερματισμό της δουλείας ως προϋπόθεση για την ένταξή της το 1926 και συνεργάσθηκε με τη Λιβερία για την κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και της δια-φυλετικής δουλείας.
Κατάφερε να εξασφαλίσει την χειραφέτηση 200.000 σκλάβων στη Σιέρα Λεόνε και οργάνωσε επιδρομές κατά των δουλεμπόρων στην προσπάθειά της να σταματήσει την πρακτική της καταναγκαστικής εργασίας στην Αφρική. Κατάφερε επίσης να μειώσει το ποσοστό θνησιμότητας των εργαζομένων στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής της Τανγκανίκα από 55% σε 4%. Διατηρήθηκαν αρχεία ελέγχου της δουλείας, της πορνείας και της εμπορίας γυναικών και παιδιών.
Υπό την ηγεσία του Φρίντχοφ Νάνσεν η Επιτροπή Προσφύγων φρόντισε τα συμφέροντα των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένης της επίβλεψης του επαναπατρισμού τους και -όταν χρειαζόταν- της επανεγκατάστασής τους. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχαν δύο έως τρία εκατομμύρια πρώην αιχμαλώτων πολέμου διάσπαρτα σε όλη τη Ρωσία, και εντός δύο ετών από την ίδρυση της το 1920, η Επιτροπή βοήθησε 425.000 από αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Εγκατάστησε κατασκηνώσεις στην Τουρκία το 1922 για να ασχοληθεί με την προσφυγική κρίση στη χώρα αυτή και να συμβάλλει στην πρόληψη των ασθενειών και της πείνας . Θέσπισε το διαβατήριο Νάνσεν ως μέσο αναγνώρισης για τους λαούς χωρίς πατρίδα.
Η Επιτροπή Μελέτης του Νομικού Καθεστώτος των Γυναικών θέλησε να κάνει μια έρευνα για την κατάσταση των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Σχηματίστηκε τον Απρίλιο του 1938 και διαλύθηκε στις αρχές του 1939. Στα μέλη της επιτροπής συμπεριλαμβάνονταν η Π. Μπαστίντ (Γαλλία), η M. Ντε Ρουέλλ (Βέλγιο), η Άνκα Γκότζεβατς (Γιουγκοσλαβία), ο Χ. Γκάττεριτζ (Μεγάλη Βρετανία), η Κέρστιν Χέσσελγκρεν (Σουηδία), η Δωροθέα Κένυον (Ηνωμένες Πολιτείες), ο M. Πώλ Σεμπάστυεν (Ουγγαρία) και ο Γραμματέας Χιού Μακ Κίννον Γουντ (Μεγάλη Βρετανία).
Από τα 42 ιδρυτικά μέλη, 23 (ή 24, μετρώντας την Ελεύθερη Γαλλία) παρέμειναν μέλη μέχρι την διάλυση της Κοινωνίας των Εθνών το 1946. Στο έτος ιδρύσεως προσχώρησαν άλλα έξι μέλη, εκ των οποίων μόνο δύο παρέμειναν μέλη σε όλη την ύπαρξή της. Επιπλέον 15 χώρες εντάχθηκαν κατά τα επόμενα έτη.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των κρατών-μελών ήταν 58 μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 όταν εντάχθηκε ο Ισημερινός και 23 Φεβρουαρίου 1935 όταν αποσύρθηκε η Παραγουάη. Μέχρι εκείνη την ώρα, μόνο η Κόστα Ρίκα (22 Ιανουαρίου 1925), η Βραζιλία (14 Ιουνίου 1926), η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας (27 Μαρτίου 1933) και η Γερμανία (19 Σεπτεμβρίου 1933) αποσύρθηκαν και έμεινε μόνο η Αίγυπτος, να ενταχθεί (στις 26 Μαΐου 1937 ).
Η Σοβιετική Ένωση έγινε μέλος μόλις στις 18 Σεπτεμβρίου 1934, όταν εντάχθηκε για να ανταγωνισθεί τη Γερμανία (η οποία είχε εγκαταλείψει το προηγούμενο έτος), και εκδιώχθηκε από την ΚτΕ στις 14 Δεκεμβρίου 1939, για την επίθεση κατά της Φινλανδίας. Για την αποβολή της Σοβιετικής Ενώσεως η ΚτΕ παραβίασε τους κανόνες της, αφού μόνο 7 από τα 15 μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της απομάκρυνσης (η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Βολιβία, η Αίγυπτος, η Νότια Αφρικανική Ένωση και η Δομινικανή Δημοκρατία), χωρίς να έχουν την πλειοψηφία των ψήφων που απαιτούνταν από το Χάρτη για να το πράξει. Τρία από αυτά τα μέλη επιλέχθηκαν ως μέλη του Συμβουλίου την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας (η Νoτιοαφρικανική Ένωση, η Βολιβία και η Αίγυπτος). Αυτή ήταν μία από τις τελευταίες πράξεις της ΚτΕ πριν από την παύση της λειτουργίας της λόγω της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Αίγυπτος ήταν η τελευταία χώρα που εντάχθηκε (στις 26 Μαΐου 1937). Το πρώτο μέλος που αποσύρθηκε ή έφυγε από την ΚτΕ μετά την ίδρυσή της ήταν η Κόστα Ρίκα, στις 22 Ιανουαρίου 1925, η οποία εντάχθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1920. Αυτό την καθιστά επίσης το ταχύτερα αποσυρθέν μέλος μετά την ένταξή του. Το τελευταίο μέλος που αποσύρθηκε ή έφυγε από την ΚτΕ πριν από τη διάλυσή της ήταν το Λουξεμβούργο στις 30 Αυγούστου 1942. Η Βραζιλία ήταν το πρώτο ιδρυτικό μέλος που έφυγε (14 Ιουνίου 1926) και η Αϊτή ήταν η τελευταία χώρα – μέλος (Απρίλιος 1942).
Το Ιράκ, το οποίο προσχώρησε το 1932, ήταν το πρώτο μέλος της συμμαχίας που ήταν στο παρελθόν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών κατ’ εντολή.
Οι Εντολές (Mandates) της Κοινωνίας των Εθνών θεσπίσθηκαν με το άρθρο 22 της Σύμβασης της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτά τα εδάφη ήταν πρώην αποικίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν τεθεί υπό την εποπτεία της ΚτΕ μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μόνιμη Επιτροπή Εντολών επόπτευε τις Εντολές της Κοινωνίας των Εθνών αλλά οργάνωνε και δημοψηφίσματα σε αμφισβητούμενα εδάφη, έτσι ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να αποφασίσουν σε ποια χώρα θα ενταχθούν. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες Εντολών.
Οι Εντολές «Α» (εφαρμόσθηκαν κυρίως σε τμήματα της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) ήταν τα εδάφη που είχαν φθάσει σε ένα στάδιο ανάπτυξης, όπου η ύπαρξή τους ως ανεξάρτητων εθνών μπορεί να αναγνωριστεί προσωρινά υπό την προϋπόθεση χορήγησης διοικητικών συμβουλών και βοήθειας από μια Υποχρεωτική Διοίκηση μέχρι τη στιγμή που θα είναι σε θέση να σταθούν μόνα τους. Οι επιθυμίες αυτών των κοινοτήτων πρέπει να είναι το κύριο κριτήριο για την επιλογή της Διοίκησης.
Οι Εντολές «Β» ίσχυσαν για τις πρώην αποικίες της Γερμανίας, των οποίων την ευθύνη ανέλαβε η ΚτΕ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές ήταν εδάφη που η ΚτΕ όρισε ότι ήταν σε ένα τέτοιο επίπεδο που η Υποχρεωτική Διοίκηση πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη διοίκηση του εδάφους υπό συνθήκες που εγγυώνται την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας, υπό την προϋπόθεση μόνο της διατήρησης της δημόσιας τάξης και ηθικής, την απαγόρευση των καταχρήσεων, όπως το δουλεμπόριο, η διακίνηση όπλων και η διακίνηση αλκοολούχων ποτών και την παρεμπόδιση της δημιουργίας οχυρώσεων ή στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων και της στρατιωτικής εκπαίδευσης των ιθαγενών για σκοπούς άλλους εκτός της αστυνόμευσης και της άμυνας της επικράτειας, και την προϋπόθεση της εξασφάλισης ίσων ευκαιριών για το εμπόριο των λοιπών μελών της ΚτΕ. -- Άρθρο 22, το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών
Περιοχές στη Νοτιοδυτική Αφρική και σε ορισμένες νήσους του Νοτίου Ειρηνικού διοικούνταν από μέλη της ΚτΕ στα πλαίσια Εντολών «Γ». Αυτές οι περιοχές ταξινομήθηκαν ως εδάφη τα οποία, λόγω της διασποράς του πληθυσμού τους, ή του μικρού τους μεγέθους, ή της απόστασης από τα κέντρα του πολιτισμού, ή γεωγραφικής γειτνίασης τους με το έδαφος της Υποχρεωτικής Διοίκησης, και άλλες συνθήκες, θα ήταν προτιμότερο να διοικούνται σύμφωνα με τους νόμους της Διοίκησης ως αναπόσπαστα τμήματα της επικράτειάς της, με την επιφύλαξη των προαναφερόμενων εγγυήσεων προς το συμφέρον του ιθαγενούς πληθυσμού. -- Άρθρο 22, το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών
Τα εδάφη αυτά κυβερνήθηκαν από «Δυνάμεις Υποχρεωτικών Διοικήσεων», όπως το Ηνωμένο Βασίλειο στην περίπτωση της Εντολής της Παλαιστίνης και της Ένωσης της Νότιας Αφρικής στην περίπτωση της Νοτιοδυτικής Αφρικής έως ότου τα εδάφη κρίθηκαν ικανά προς αυτοδιοίκηση. Υπήρχαν δεκατεσσάρων Εντολών εδάφη κατανεμημένα μεταξύ των έξι Δυνάμεων Υποχρεωτικών Διοικήσεων (του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας).
Στην πράξη, τα εδάφη των Εντολών αντιμετωπίζονταν ως αποικίες και είχαν θεωρηθεί από τους κριτικούς της ΚτΕ ως λεία πολέμου. Με την εξαίρεση του Ιράκ, που προσχώρησε στην ΚτΕ στις 3 Οκτωβρίου 1932, τα εν λόγω εδάφη δεν άρχισαν να κερδίζουν την ανεξαρτησία τους παρά μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια διαδικασία που δεν τελείωσε μέχρι το 1990. Μετά τη διάλυση της ΚτΕ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες περιοχές Εντολών έγιναν Εδάφη υπό την Κηδεμονία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Συμπληρωματικά με τις Εντολές, η ίδια η ΚτΕ διοίκησε την περιοχή του Σάαρλαντ για 15 χρόνια, πριν αυτή επιστρέψει στη Γερμανία μετά από δημοψήφισμα, και την ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας) από τις 15 Νοεμβρίου 1920 έως την 1 Σεπτεμβρίου 1939 οπότε η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία.
Η επόμενη μέρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άφησε πολλά θέματα που έπρεπε να διευθετηθούν μεταξύ των εθνών, συμπεριλαμβανομένης της ακριβούς θέσης των εθνικών συνόρων και σε ποια χώρα θα εντάσσονταν συγκεκριμένες περιοχές. Τα περισσότερα από αυτά τα ερωτήματα εξετάσθηκαν από τις νικηφόρες Συμμαχικές Δυνάμεις σε φορείς όπως το Ανώτατο Συμβούλιο. Οι Σύμμαχοι έτειναν να φέρνουν στην ΚτΕ μόνο ιδιαίτερα δύσκολες υποθέσεις. Αυτό σήμαινε ότι κατά τα τρία πρώτα χρόνια του 1920, η ΚτΕ έπαιξε μικρό ρόλο στην επίλυση της αναταραχής που προκλήθηκε από τον πόλεμο. Τα ερωτήματα που εξέτασε η ΚτΕ τα πρώτα χρόνια της περιλάμβαναν εκείνα που ορίζονταν από τις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων.
Καθώς η ΚτΕ αναπτύχθηκε ο ρόλος της διευρύνθηκε, και από τα μέσα του 1920 έγινε το κέντρο της διεθνούς δραστηριότητας. Αυτή η αλλαγή μπορεί να φανεί στις σχέσεις μεταξύ της ΚτΕ και των χωρών που δεν μετείχαν σε αυτή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, για παράδειγμα, συνεργάσθηκαν με την ΚτΕ. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1920, η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία χρησιμοποίησαν όλες την Κοινωνία των Εθνών ως το επίκεντρο της διπλωματικής τους δραστηριότητας και κάθε ένας από τους Υπουργούς Εξωτερικών συμμετείχε στις συναντήσεις της στη Γενεύη. Επίσης χρησιμοποίησαν τους μηχανισμούς της ΚτΕ στην προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων και της διευθέτησης των διαφορών τους.
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις ανάθεσαν το θέμα της Άνω Σιλεσίας στην ΚτΕ αφού δεν μπόρεσαν να επιλύσουν την εδαφική διαφορά. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πολωνία έθεσε αξίωση για την Άνω Σιλεσία, που αποτελούσε μέρος της Πρωσίας. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών σύστησε την τέλεση δημοψηφίσματος στην Άνω Σιλεσία για να διαπιστωθεί αν τα εδάφη της πρέπει να είναι μέρος της Γερμανίας ή της Πολωνίας. Παράπονα για τη στάση των Γερμανικών αρχών οδήγησαν στην εκδήλωση ταραχών και τελικά στις δύο πρώτες εξεγέρσεις της Σιλεσίας (1919 και 1920).
Ένα δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 1921 με 59,6% (περίπου 500000) των ψήφων υπέρ της ένταξής της στην Γερμανία, αλλά η Πολωνία ισχυρίσθηκε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάχθηκε το δημοψήφισμα ήταν άδικες. Το αποτέλεσμα αυτό οδήγησε στην Τρίτη Εξέγερση της Σιλεσίας το 1921. Στις 12 Αυγούστου 1921 η ΚτΕ κλήθηκε να διευθετήσει το θέμα και το Συμβούλιο δημιούργησε μια επιτροπή με εκπροσώπους από το Βέλγιο, τη Βραζιλία, την Κίνα και την Ισπανία να μελετήσει την κατάσταση.
Η επιτροπή εισηγήθηκε τη διαίρεση της Άνω Σιλεσίας μεταξύ της Πολωνίας και της Γερμανίας, σύμφωνα με τις προτιμήσεις που εμφανίστηκαν στο δημοψήφισμα, και ότι οι δύο πλευρές πρέπει να αποφασίσουν τις λεπτομέρειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο περιοχών, για παράδειγμα αν τα εμπορεύματα πρέπει να περνούν ελεύθερα από τα σύνορα λόγω της οικονομικής και βιομηχανικής αλληλεξάρτησης αυτών των δύο περιοχών. Το Νοέμβριο του 1921 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στη Γενεύη για να διαπραγματευθεί την σύμβαση μεταξύ της Γερμανίας και της Πολωνίας. Η τελική διευθέτηση κατέληξε, μετά από πέντε συνεδριάσεις, στην παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής στη Γερμανία, αλλά με το πολωνικό τμήμα να περιέχει το μεγαλύτερο μέρος των ορυκτών πόρων της περιοχής και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας. Όταν η συμφωνία αυτή δημοσιοποιήθηκε το Μάιο του 1922, πικρή δυσαρέσκεια εκφράστηκε στη Γερμανία, αλλά η συνθήκη επικυρώθηκε και από τις δύο χώρες. Η διευθέτηση έφερε στην περιοχή ειρήνη που διήρκεσε μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Τα σύνορα της Αλβανίας δεν ορίσθηκαν από τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919 και παρέμεινε στην ΚτΕ να τα ορίσει αλλά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1921 δεν είχαν ακόμα καθοριστεί. Αυτό δημιουργούσε ασταθή κατάσταση, με τα ελληνικά στρατεύματα να εισβάλουν επανειλημμένα σε αλβανικό έδαφος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στα νότια και τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να επιχειρούν, μετά από συγκρούσεις με αλβανικά φύλα, βαθειά μέσα στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Η ΚτΕ έστειλε μια Επιτροπή εκπροσώπων διαφόρων Δυνάμεων στην περιφέρεια και, το Νοέμβριο του 1921, αποφάσισε ότι τα σύνορα της Αλβανίας θα πρέπει να είναι αυτά του 1913 με τρεις ελάσσονες αλλαγές που ευνόησαν τη Γιουγκοσλαβία, η οποία απέσυρε τις δυνάμεις της λίγες εβδομάδες αργότερα, αν και με διαμαρτυρίες.
Τα σύνορα της Αλβανίας έγιναν και πάλι αιτία διεθνών συγκρούσεων όταν ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελλίνι και τέσσερις βοηθοί του έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκαν στις 24 Αυγούστου 1923, ενώ οριοθετούσαν τα νέα πρόσφατα εγκριθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Ο Ιταλός ηγέτης Μπενίτο Μουσολίνι οργισμένος απαίτησε την σύσταση επιτροπής που θα διερευνούσε το περιστατικό και όρισε ότι η έρευνα θα έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός πέντε ημερών. Όποια και αν ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας, ο Μουσολίνι επέμεινε ότι η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να καταβάλει στην Ιταλία αποζημίωση πενήντα εκατομμυρίων λιρετών. Η Ελλάδα δήλωσε ότι δεν θα πληρώσει αν δεν αποδειχθεί ότι το αδίκημα τελέσθηκε από Έλληνες.
Ο Μουσολίνι έστειλε ένα πολεμικό πλοίο να βομβαρδίσει το Ελληνικό νησί της Κέρκυρας και τα στρατεύματα της Ιταλίας κατέλαβαν την Κέρκυρα στις 31 Αυγούστου 1923. Η ενέργεια αυτή ήταν αντίθετη προς το σύμφωνο της ΚτΕ και η Ελλάδα άσκησε έφεση ενώπιον της ΚτΕ για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Οι Σύμμαχοι όμως συμφώνησαν (κάτω από την επιμονή του Μουσολίνι) ότι η Διάσκεψη των πρέσβεων θα πρέπει να επιλύσει την διαφορά διότι η διάσκεψη ήταν που διόρισε τον Στρατηγό Τελλίνι. Το Συμβούλιο της ΚτΕ εξέτασε τη διαφορά αλλά στη συνέχεια πέρασε τα συμπεράσματά του στο Συμβούλιο των Πρέσβεων για την τελική απόφαση. Στο Συμβούλιο των Πρέσβεων έγιναν δεκτές οι περισσότερες από τις συστάσεις της ΚτΕ και η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πενήντα εκατομμύρια λίρες στην Ιταλία αν και εκείνοι που διέπραξαν το έγκλημα δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ. Τα στρατεύματα του Μουσολίνι εγκατέλειψαν θριαμβευτικά την Κέρκυρα.
Οι νήσοι Άαλαντ είναι ένα αρχιπέλαγος περίπου 6.500 νησιών στη Βαλτική Θάλασσα, στο μέσον της απόστασης μεταξύ Σουηδίας και Φινλανδίας. Στα νησιά ομιλούνταν αποκλειστικά η σουηδική γλώσσα αλλά το 1809, η Σουηδία έχασε τόσο τη Φινλανδία όσο και τα νησιά Άαλαντ από την Αυτοκρατορική Ρωσία. Τον Δεκέμβριο του 1917, κατά τη διάρκεια της αναταραχής της Ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης η Φινλανδία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της και θεώρησε, παρά τις απόψεις των κατοίκων των νησιών, ότι τα νησιά ήταν μέρος του νέου κράτους, καθώς οι Ρώσοι συμπεριέλαβαν τα νησιά Άαλαντ στο Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας όταν αυτό σχηματίστηκε το 1809.
Κατά το 1920 η διαφορά κλιμακώθηκε σε επίπεδο που ο κίνδυνος του πολέμου ήταν ορατός. Η Βρετανική κυβέρνηση ανάφερε το πρόβλημα στο Συμβούλιο της ΚτΕ, η Φινλανδία όμως δεν επέτρεψε την παρέμβαση της ΚτΕ καθώς θεώρησε ότι είναι εσωτερικό ζήτημα. Η ΚτΕ δημιούργησε μια μικρή ομάδα για να αποφασίσει αν η ΚτΕ θα πρέπει να διερευνήσει το θέμα και, όταν δόθηκε καταφατική απάντηση, δημιουργήθηκε μια ουδέτερη Επιτροπή. Τον Ιούνιο του 1921, η ΚτΕ ανακοίνωσε την απόφασή της: τα νησιά θα έπρεπε να παραμείνουν τμήμα της Φινλανδίας αλλά με εγγυημένη την προστασία των νησιωτών, συμπεριλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης. Η Σουηδία συμφώνησε, αν και απρόθυμα, και αυτή ήταν η πρώτη διεθνής συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο που συνήφθη απευθείας από την ΚτΕ.
Το λιμάνι της πόλης Μεμέλ (νυν Κλάιπεντα) και η γύρω περιοχή με κυρίαρχο πληθυσμό τον γερμανικό ήταν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η περιοχή παραχωρήθηκε στη Λιθουανία κατά το άρθρο 99 της Συνθήκης των Βερσαλλιών αλλά οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και Πολωνίας επιθυμούσαν την μετατροπή της σε διεθνή πόλη. Με την έλευση του 1923 ο έλεγχος της περιοχής δεν είχε μεταφερθεί ακόμα στη Λιθουανία, με συνέπεια την εισβολή των Λιθουανικών δυνάμεων και την κατάληψη του λιμένα τον Ιανουάριο του 1923.
Αφού οι Σύμμαχοι απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία με τη Λιθουανία, παρέπεμψαν το θέμα στην Κοινωνία των Εθνών. Τον Δεκέμβριο του 1923, το Συμβούλιο της ΚτΕ διόρισε Εξεταστική Επιτροπή για να ερευνήσει την υπόθεση. Η Επιτροπή επέλεξε να εντάξει τη Μεμέλ στην Λιθουανία και έδωσε δικαιώματα αυτονομίας στην περιοχή. Αυτή η επιλογή εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΚτΕ στις 14 Μαρτίου 1924 και στη συνέχεια από τις Συμμαχικές Δυνάμεις και τη Λιθουανία.
Η ΚτΕ επίλυσε μία διαφορά μεταξύ του Ιράκ και της Τουρκίας πάνω στον έλεγχο της πρώην Οθωμανικής επαρχίας της Μοσούλης το 1926. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, που έλαβαν μία Εντολή ‘Α’ από την Κοινωνία των Εθνών επί του Ιράκ το 1920 και συνεπώς εκπροσωπούσαν το Ιράκ στις εξωτερικές υποθέσεις, η Μοσούλη ανήκε στο Ιράκ. Από την άλλη πλευρά, η νέα Τουρκική Δημοκρατία υποστήριξε πως η επαρχία ήταν μέρος των ιστορικών εδαφών της. Μια Εξεταστική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών με μέλη Βέλγους, Ούγγρους και Σουηδούς εστάλη στην περιοχή το 1924 για να μελετήσει την υπόθεση και διαπίστωσε ότι ο λαός της Μοσούλης δεν επιθυμούσε να ούτε στην Τουρκία ούτε στο Ιράκ, αλλά αν έπρεπε να επιλέξουν θα προτιμούσαν το Ιράκ.
Το 1925, η Επιτροπή συνέστησε ότι η περιοχή έπρεπε να παραμείνει τμήμα του Ιράκ, υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρετανοί θα διατηρήσουν την Εντολή επί του Ιράκ για άλλα 25 χρόνια, ώστε να διασφαλισθούν τα δικαιώματα αυτονομίας του κουρδικού πληθυσμού. Το Συμβούλιο της ΚτΕ ενέκρινε τη σύσταση και αποφάσισε στις 16 Δεκεμβρίου 1925 να αναθέσει την Μοσούλη στο Ιράκ. Παρόλο που η Τουρκία είχε δεχθεί την διαιτησία της Κοινωνίας των Εθνών στη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, απέρριψε την απόφαση αμφισβητώντας την αρμοδιότητα της ΚτΕ. Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, που αποφάνθηκε ότι όταν το Συμβούλιο ελάμβανε μια ομόφωνη απόφαση θα έπρεπε να γίνει σεβαστή. Ωστόσο η Βρετανία, το Ιράκ και η Τουρκία επικύρωσαν μια ξεχωριστή συνθήκη στις 5 Ιουνίου 1926 που ακολούθησε επί το πλείστον την απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ και παραχωρούσε την Μοσούλη στο Ιράκ. Συμφωνήθηκε, ωστόσο, ότι το Ιράκ θα μπορούσε να αιτηθεί την ένταξη ως μέλος της ΚτΕ εντός 25 ετών και η εντολή της Βρετανίας επί του Ιράκ θα έληγε με την είσοδο του Ιράκ στην ΚτΕ.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Πολωνία και η Λιθουανία ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους και οι δύο, αλλά υπήρχε διαφωνία σχετικά με τα σύνορα μεταξύ των χωρών. Κατά τη διάρκεια του Πολωνο-Σοβιετικού Πολέμου, η Λιθουανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Σοβιετική Ένωση με την οποία ορίζονταν τα σύνορα της Λιθουανίας. Η συμφωνία αυτή έδινε τον έλεγχο της πόλης Βίλνα (λιθουανικά: Βίλνιους, πολωνικά: Βίλνο), παλιάς πρωτεύουσας της Λιθουανίας, στην Λιθουανία η οποία την έκανε έδρα της κυβέρνησης της χώρας.
Αυτή η υψηλή ένταση μεταξύ της Λιθουανίας και της Πολωνίας οδήγησε σε φόβους έναρξης πολέμου και στις 7 Οκτωβρίου 1920 η ΚτΕ διαπραγματεύτηκε μία βραχύβια εκεχειρία. Η πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ήταν πολωνικής καταγωγής. Στις 9 Οκτωβρίου 1920 ο Στρατηγός Ζελιγκόφσκι με μια πολωνική στρατιωτική δύναμη κατέλαβε την πόλη και υποστήριξε ότι η κυβέρνηση της Κεντρικής Λιθουανίας ήταν τώρα υπό την προστασία τους.
Η Λιθουανία ζήτησε τη βοήθεια του Συμβουλίου της ΚτΕ και σε απάντηση το Συμβούλιο κάλεσε την Πολωνία να αποχωρήσει από την περιοχή. Η πολωνική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα συμμορφωθεί με την απόφαση, αλλά αντί να αποχωρήσει ενίσχυσε την πόλη με περισσότερα στρατεύματα. Αυτό ώθησε την ΚτΕ να αποφασίσει ότι το μέλλον της Βίλνα θα πρέπει να καθορισθεί από τους κατοίκους της μέσω δημοψηφίσματος και ότι οι πολωνικές δυνάμεις θα έπρεπε να αποσυρθούν και να αντικατασταθούν από μια διεθνή δύναμη που θα οργάνωνε ΚτΕ. Αρκετά έθνη της ΚτΕ, περιλαμβανομένων της Γαλλίας και Βρετανίας, ξεκίνησαν την προετοιμασία αποστολής στρατευμάτων στην περιοχή ως μέρος της διεθνούς δύναμης.
Στο τέλος του 1920 οι εχθροπραξίες μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας εντάθηκαν και πάλι αλλά στις αρχές του 1921 η πολωνική κυβέρνηση άρχισε να αναζητά ειρηνική διευθέτηση. Η ίδια συμφώνησε να υποστηρίξει το σχέδιο της ΚτΕ για την περιοχή, να αποσύρει τα πολωνικά στρατεύματα και να συνεργασθεί για το δημοψήφισμα. Η ΚτΕ ωστόσο αντιμετώπισε αυτή τη φορά αντιπολίτευση από τη Λιθουανία και τη Σοβιετική Ένωση, που αντιτάχθηκαν στην παρουσία διεθνών δυνάμεων στη Λιθουανία. Τον Μάρτιο του 1921 η ΚτΕ εγκατέλειψε τα σχέδια δημοψηφίσματος και αποστολής διεθνούς δύναμης και επέστρεψε στην προσπάθεια να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μιας διευθέτησης μεταξύ των δύο πλευρών. Η Βίλνα και η γύρω περιοχή τυπικά προσαρτήθηκαν στην Πολωνία το Μάρτιο του 1922 και στις 14 Μαρτίου 1923, η διάσκεψη των Συμμάχων όρισε τα σύνορα μεταξύ της Λιθουανίας και της Πολωνίας αφήνοντας την Βίλνα εντός της Πολωνίας. Οι Λιθουανικές αρχές αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απόφαση αυτή, και παρέμειναν επισήμως σε εμπόλεμη κατάσταση με την Πολωνία μέχρι το 1927. Η Λιθουανία απεκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την Πολωνία μετά από τελεσίγραφο που της επιδόθηκε το 1938, έλυσε την εμπόλεμη κατάσταση και “de facto” αναγνώρισε τα σύνορα της γείτονος χώρας.
Υπήρχαν αρκετές συνοριακές διαμάχες μεταξύ της Κολομβίας και του Περού στις αρχές του 20ου αιώνα, και το 1922, οι κυβερνήσεις τους υπέγραψαν τη συνθήκη Salomón-Lozano επιχειρώντας να επιλύσουν τις διενέξεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτής της συνθήκης, η συνοριακή πόλη Λετίτσια και η γύρω περιοχή παραχωρήθηκαν από το Περού στην Κολομβία δίνοντάς της πρόσβαση στον Αμαζόνιο ποταμό.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1932, οι ιδιοκτήτες των βιομηχανιών καουτσούκ και ζάχαρης που έχασαν την έκταση γης που δόθηκε στην Κολομβία οργάνωσαν μια ένοπλη ανάκτηση της Λετίτσια. Στην αρχή η Περουβιανή κυβέρνηση δεν αναγνώρισε την στρατιωτική αυτή επιχείρηση αλλά ο Πρόεδρος του Περού Λουίς Σέρρο αποφάσισε να αντισταθεί στην Κολομβιανή ανακατάληψη. Ο περουβιανός στρατός κατέλαβε την Λετίτσια, με αποτέλεσμα την ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δύο λαών. Μετά από μήνες διπλωματικής διαμάχης οι κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, και οι εκπρόσωποί τους παρουσίασαν τις υποθέσεις τους ενώπιον του Συμβουλίου της ΚτΕ.
Μια προσωρινή ειρηνευτική συμφωνία, που υπεγράφη από τα δύο μέρη τον Μάιο του 1933, επέτρεψε στη ΚτΕ να αναλάβει τον έλεγχο του εδάφους, ενώ οι διμερείς διαπραγματεύσεις προχωρούσαν. Τον Μάιο του 1934, μια τελική ειρηνευτική συμφωνία που υπεγράφη είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή της Λετίτσια στην Κολομβία, την επίσημη συγγνώμη του Περού για την εισβολή του 1932, την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής γύρω από την Λετίτσια, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ποταμών Αμαζονίου και Πουτουμάγιο και την υπόσχεση μή επιθέσεως.
Το Σάαρ ήταν επαρχία που σχηματιζόταν από τμήματα της Πρωσίας και του Παλατινάτου του Ρήνου, που ιδρύθηκε και τέθηκε υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών κατά τα όσα υπαγόρευε η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ένα δημοψήφισμα που θα διεξαγόταν μετά από δεκαπέντε χρόνια κυριαρχίας της ΚτΕ θα διαπίστωνε αν η περιοχή θα πρέπει να ανήκει στη Γερμανία ή στη Γαλλία. Όταν το δημοψήφισμα διεξήχθη το 1935, 90,3% των ψήφων υποστήριξαν την ένταξη στα εδάφη της Γερμανίας. Στις 17 Ιανουαρίου 1935 η ενσωμάτωση των εδαφών της περιοχής με τη Γερμανία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.
Εκτός από τις εδαφικές διαφορές, η ΚτΕ προσπάθησε επίσης να παρέμβει στις συγκρούσεις μεταξύ εθνών, είτε διμερείς είτε εμφύλιες. Ανάμεσα στις επιτυχίες της ήταν η προσπάθεια για την καταπολέμηση του διεθνούς εμπορίου του οπίου, της σεξουαλικής δουλείας και η εργασία της για την ελάφρυνση της δυσχερούς θέσης των προσφύγων, ιδιαίτερα στην Τουρκία κατά την περίοδο μέχρι το 1926. Μία από τις καινοτομίες σε αυτό το τελευταίο ζήτημα ήταν το 1922 η εισαγωγή του διαβατηρίου Νάνσεν, το οποίο ήταν το πρώτο διεθνώς αναγνωρισμένο δελτίο ταυτότητας για τους απάτριδες πρόσφυγες. Πολλές από τις επιτυχίες της ΚτΕ είχαν επιτευχθεί από τις διάφορες Υπηρεσίες και Επιτροπές της.
Μετά από ένα περιστατικό μεταξύ συνοριοφυλάκων στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας τον Οκτώβριο του 1925, άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών. Τρεις ημέρες μετά το αρχικό επεισόδιο, ελληνικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία. Η Βουλγαρική κυβέρνηση διέταξε τα στρατεύματά της να προβάλλουν μόνο συμβολική αντίσταση, εμπιστευόμενη την ΚτΕ για τη διευθέτηση της διαφοράς, και εκκένωσε μεταξύ δέκα και δεκαπέντε χιλιάδες άτομα από την περιοχή των συνόρων. Η ΚτΕ πράγματι καταδίκασε την Ελληνική εισβολή, και ζήτησε τόσο την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων όσο και την αποζημίωση της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα συμμορφώθηκε, αλλά παραπονέθηκε για την διαφορετική αντιμετώπιση της επίλυσης σε σύγκριση με την Ιταλία στο αντίστοιχο περιστατικό της Κέρκυρας.
Μετά τις κατηγορίες για εξαναγκασμένη εργασία στις τεράστιες, ιδιοκτησίας της αμερικανικής εταιρίας Firestone, φυτείες καουτσούκ και αμερικανικές κατηγορίες για εμπορία δούλων, η κυβέρνηση της Λιβερίας ζήτησε από την ΚτΕ τη διενέργεια έρευνας. Η Επιτροπή που δημιουργήθηκε για την έρευνα αυτή ορίσθηκε από κοινού από την ΚτΕ, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Λιβερία.
Το 1930 η έκθεση της ΚτΕ επιβεβαίωσε την ύπαρξη δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας. Στην έκθεση αναφέρεται ότι εμπλέκονται πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι στην πώληση κατά συμβόλαιο δούλων και εισηγήθηκε την αντικατάσταση από Ευρωπαίους ή Αμερικανούς.
Η λιβεριανή κυβέρνηση κήρυξε παράνομη την αναγκαστική εργασία και τη δουλεία και ζήτησε την αμερικανική συνδρομή, αίτημα που δημιούργησε οργή στο εσωτερικό της Λιβερίας και οδήγησε στην παραίτηση του Προέδρου Τσαρλς Δ. Β. Κινγκ και του Αντιπροέδρου του. Η ΚτΕ τότε απείλησε την θέσπιση καθεστώτος κηδεμονίας πάνω στην Λιβερία εκτός εάν πραγματοποιούνταν μεταρρυθμίσεις. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αυτών έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του νέου Προέδρου Έντουιν Μπάρκλεϊ.
Το επεισόδιο του Μούκντεν, γνωστό επίσης ως «περιστατικό της Μαντζουρίας» ή «η Άπω Ανατολική Κρίση» ήταν μία από τις μεγάλες οπισθοδρομήσεις της ΚτΕ και έδρασε ως καταλύτης για την απόσυρση της Ιαπωνίας από τον οργανισμό. Βάσει των όρων της συμφωνίας μίσθωσης, η ιαπωνική κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να διατηρεί τα στρατεύματά της στην περιοχή γύρω από τη Νότια Μαντζουριανή Σιδηροδρομική γραμμή, σημαντικό άξονα των συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, στην κινεζική περιοχή της Μαντζουρίας.
Το Σεπτέμβριο του 1931 ένα τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής καταστράφηκε ελαφρώς από αξιωματικούς και στρατιώτες του Ιαπωνικού στρατού Κβάντουνγκ ως πρόφαση για την εισβολή στην Μαντζουρία. Ο Ιαπωνικός στρατός ωστόσο ισχυρίστηκε ότι οι Κινέζοι στρατιώτες σαμποτάρισαν την σιδηροδρομική γραμμή και σε μορφή αντιποίνων (δρώντας αντίθετα με τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας) κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή της Μαντζουρίας. Μετονόμασαν την περιοχή σε Μαντσούκουο, και στις 9 Μαρτίου 1932, δημιούργησαν μια κυβέρνηση-μαριονέτα με τον Που Γι, πρώην αυτοκράτορα της Κίνας, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Σε διεθνές επίπεδο, η νέα αυτή χώρα αναγνωρίσθηκε μόνο από τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος εξακολούθησε να θεωρεί την Μαντζουρία νόμιμα τμήμα της Κίνας. Το 1932 Ιαπωνικές αεροπορικές και θαλάσσιες δυνάμεις βομβάρδισαν την κινεζική πόλη της Σαγκάης που πυροδότησε έναν σύντομο πόλεμο καλούμενο περιστατικό της 28ης Ιανουαρίου.
Η Κοινωνία των Εθνών συμφώνησε στο αίτημα βοηθείας από την Κινεζική κυβέρνηση, αλλά το μακρύ ταξίδι με πλοίο καθυστέρησε τους εντεταλμένους της ΚτΕ να διερευνήσουν το θέμα. Όταν έφθασαν, οι εντεταλμένοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κινέζικους ισχυρισμούς ότι οι Ιάπωνες είχαν εισβάλει παράνομα, ενώ οι Ιάπωνες υποστήριξαν ότι ενεργούσαν για την διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Παρά το υψηλό κύρος της Ιαπωνίας στην ΚτΕ η μετέπειτα Έκθεση Λύττον κήρυττε την Ιαπωνία εν αδίκω και απαιτούσε τα εδάφη της Μαντσουρίας να επιστραφούν στην Κίνα. Πριν καν ψηφιστεί από την Εθνοσυνέλευση η έκθεση, η Ιαπωνία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προωθήσει περαιτέρω τις δυνάμεις της στην Κίνα. Η έκθεση πέρασε με 42-1 ψήφους στην Εθνοσυνέλευση το 1933 (μόνο η Ιαπωνία ψήφισε κατά), αλλά αντί να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κίνα, η Ιαπωνία απέσυρε τη συμμετοχή της στην Κοινωνία των Εθνών.
Κατά το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, η ΚτΕ θα έπρεπε να απαντήσει με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Ιαπωνίας ή να συγκεντρώσει στρατό και να κηρύξει πόλεμο. Καμία από αυτές τις δράσεις δεν αναλήφθηκε. Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων θα ήταν σχεδόν άχρηστη επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μέλος της ΚτΕ και έτσι οικονομικές κυρώσεις που θα έθετε στα κράτη μέλη της η ΚτΕ θα ήταν αναποτελεσματικές, καθώς η χώρα που θα περιορίζονταν από τις συναλλαγές με άλλα κράτη μέλη θα μπορούσε απλά να στρέψει τις συναλλαγές της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ΚτΕ θα μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό αλλά οι κύριες δυνάμεις όπως η Βρετανία και η Γαλλία ήταν απασχολημένες πάρα πολύ με τις δικές τους υποθέσεις, όπως η διατήρηση του ελέγχου των εκτεταμένων αποικιών τους, ιδιαίτερα μετά την αναταραχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ιαπωνία λοιπόν διατήρησε τον έλεγχο της Μαντζουρίας μέχρι που ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετικής Ένωσης κατέλαβε την περιοχή και την επέστρεψε στην Κίνα κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ΚτΕ απέτυχε να αποτρέψει το 1932 τον πόλεμο μεταξύ της Βολιβίας και της Παραγουάης για την άγονη περιοχή του Γκραν Τσάκο της Νότιας Αμερικής, στα σύνορα μεταξύ των δυο χωρών. Παρά το γεγονός ότι η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη, περιείχε τον ποταμό Παραγουάη που θα έδινε σε μία από τις δύο μεσόγειες χώρες πρόσβαση στον Ατλαντικό Ωκεανό και υπήρχε επίσης η εκτίμηση, που αργότερα αποδείχθηκε εσφαλμένη, ότι το Γκραν Τσάκο θα είναι πλούσια πηγή πετρελαίου.
Οι συνοριακές αψιμαχίες καθ’ όλο της δεκαετίας του 1920 εξελίχθηκαν σε πλήρη πόλεμο το 1932, όταν ο Βολιβιανός στρατός επιτέθηκε στους Παραγουανούς στο Φορτ Κάρλος Αντόνιο Λόπες στη Λίμνη Πιτιαντούτα. Η Παραγουάη άσκησε έφεση στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά η ΚτΕ δεν ανέλαβε δράση καθώς το Παναμερικανικό Συνέδριο προσφέρθηκε να μεσολαβήσει. Ο πόλεμος υπήρξε καταστροφικός για τις δύο πλευρές, προκαλώντας 57.000 απώλειες για τη Βολιβία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν περίπου τρία εκατομμύρια, και για την Παραγουάη, της οποίας ο πληθυσμός ήταν περίπου ένα εκατομμύριο, 36.000 νεκρούς. Επίσης, έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Μέχρι τη στιγμή που η κατάπαυση του πυρός αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις 12 Ιουνίου 1935, η Παραγουάη είχε καταλάβει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής. Αυτό αναγνωρίσθηκε το 1938 στην εκεχειρία με την οποία παραχωρήθηκαν στην Παραγουάη τα τρία τέταρτα του βόρειου Τσάκο.
Τον Οκτώβριο του 1935 ο Ιταλός ηγέτης Μπενίτο Μουσολίνι έστειλε 400.000 στρατιώτες να εισβάλουν στην Αβυσσηνία (Αιθιοπία). Ο Στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο διοικούσε την εκστρατεία από το Νοέμβριο του 1935, διατάσσοντας, με την άδεια του Μουσολίνι, βομβαρδισμούς, τη χρήση χημικών όπλων όπως το αέριο μουστάρδας και την δηλητηρίαση του δικτύου ύδρευσης, εναντίον στόχων που περιελάμβαναν ανυπεράσπιστα χωριά και ιατρικές εγκαταστάσεις. Ο σύγχρονος Ιταλικός στρατός κατανίκησε τις αδύναμες ένοπλες δυνάμεις της Αβυσσηνίας και κατέλαβε την Αντίς Αμπέμπα το Μάιο του 1936, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ σε φυγή.
Η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε την επίθεση της Ιταλίας και επέβαλε οικονομικές κυρώσεις το Νοέμβριο του 1935, αλλά οι κυρώσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές διότι δεν απαγόρευσαν την πώληση πετρελαίου ή το κλείσιμο των στενών της Διώρυγας του Σουέζ (που ελέγχονταν από τη Βρετανία). Όπως παρατήρησε αργότερα ο Βρετανός Πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν, αυτό συνέβη τελικά επειδή κανείς δεν είχε διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν την Ιταλική επίθεση.
Τον Οκτώβριο του 1935, ο Αμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ (μη μέλος της ΚτΕ) επικαλέστηκε τον Αμερικανικό Νόμο Ουδετερότητας του 1935 και θέσπισε εμπάργκο πώλησης όπλων και πυρομαχικών προς τις δύο πλευρές αλλά επιπλέον και ένα «ηθικό εμπάργκο» για τους εμπόλεμους Ιταλούς, που αφορούσε την απαγόρευση πώλησης και άλλων εμπορικών αγαθών.
Στις 5 Οκτωβρίου και αργότερα στις 29 Φεβρουαρίου 1936 οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν, με αβέβαιη επιτυχία, να περιορίσουν τις εξαγωγές πετρελαίου και άλλων υλικών στα επίπεδα της κανονικής περιόδου ειρήνης. Η ΚτΕ ήρε τις κυρώσεις στις 4 Ιουλίου 1936 αλλά μέχρι τότε η Ιταλία είχε ήδη αποκτήσει τον έλεγχο των αστικών περιοχών της Αβησσυνίας.
Το Δεκέμβριο του 1935 το Σύμφωνο Σταθερότητας Χόαρ-Λαβάλ (Hoare-Laval) ήταν μια προσπάθεια του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Σάμιουελ Χόαρ και του Γάλλου πρωθυπουργού Πιέρ Λαβάλ για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Αβησσυνία με την κατάρτιση ενός σχεδίου για τη διχοτόμηση της χώρας σε δύο μέρη: έναν Ιταλικό τομέα και έναν αβησσυνιακού τομέα.
Ο Μουσολίνι ήταν διατεθειμένος να συμφωνήσει με το Σύμφωνο• ωστόσο, η είδηση για την προετοιμασία υπογραφής του Σύμφωνου διέρρευσε τόσο στη βρετανική όσο και τη γαλλική κοινή γνώμη που διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα εναντίον της, περιγράφοντάς την ως ξεπούλημα της Αβησσυνίας. Οι Χόαρ και Λαβάλ υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από τις θέσεις τους και τόσο η βρετανική όσο και η γαλλική κυβέρνηση αποστασιοποιήθηκαν από αυτούς. Τον Ιούνιο του 1936, παρόλο που δεν υπήρχε προηγούμενο Αρχηγού Κράτους να απευθύνεται στην Εθνοσυνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, προσωπικά ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Ι μίλησε στη Συνέλευση και επικαλέστηκε την βοήθειά της για την προστασία της χώρας του.
Όπως συνέβη και με την Ιαπωνία, η ισχύς των μεγάλων δυνάμεων στην αντιμετώπιση της κρίσης στην Αβησσυνία μετριάσθηκε από την αντίληψη ότι η μοίρα των φτωχών αυτής της μακρινής χώρας που δεν κατοικούνταν από Ευρωπαίους δεν αποτελούσε δικό τους κεντρικό ενδιαφέρον. Επιπλέον, έδειξε πως η ΚτΕ μπορούσε να επηρεαστεί από το ατομικό συμφέρον των μελών της. Επίσης, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι κυρώσεις δεν ήταν ιδιαίτερα σκληρές ήταν ότι τόσο η Βρετανία και η Γαλλία φοβούνταν την προοπτική της σύστασης συμμαχίας μεταξύ του Μουσολίνι και του Αδόλφου Χίτλερ.
Στις 17 Ιουλίου 1936 ο Ισπανικός Στρατός ξεκίνησε ένα πραξικόπημα που οδήγησε σε μια παρατεταμένη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Ισπανών Ρεπουμπλικάνων (την αριστερή νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της Ισπανίας) και τους εθνικιστές, συντηρητικούς, αντικομμουνιστές αντάρτες στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ισπανικού στρατού.
Ο Άλβαρεθ ντελ Βάγιο, ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, άσκησε προσφυγή ενώπιον της ΚτΕ τον Σεπτέμβριο του 1936 ζητώντας ενισχύσεις για να υπερασπιστούν την εδαφική της ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία. Τα μέλη της ΚτΕ ωστόσο δεν επενέβησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο αλλά ούτε απέτρεψαν ξένες επεμβάσεις στη σύγκρουση. Οι Χίτλερ και Μουσολίνι συνέχισαν την ενίσχυση του στρατηγού Φράνκο και του Εθνικιστικού Μετώπου, και η Σοβιετική Ένωση ενίσχυσε την ισπανική κυβέρνηση. Το Φεβρουάριο του 1937 η ΚτΕ ξεκίνησε την απαγόρευση της επέμβασης εθελοντών ξένων εθνών.
Το άρθρο οκτώ της Συνθήκης της ΚτΕ ανάθεσε στο Σύνδεσμο το έργο της μείωσης «των εξοπλισμών στο χαμηλότερο σημείο που χρειάζεται για εθνική ασφάλεια και την επιβολή δια της κοινής δράσης των διεθνών υποχρεώσεων». Σημαντικό ποσό του χρόνου και της ενέργειας της ΚτΕ αφιερώθηκε στον αφοπλισμό ακόμα και αν πολλές κυβερνήσεις των κρατών μελών αμφέβαλλαν ότι ένας τόσο εκτεταμένος αφοπλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί ή ακόμα ήταν επιθυμητός.
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις υποχρεώνονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών να επιχειρήσουν να αφοπλιστούν και η επιβολή περιορισμών εξοπλισμών στις χώρες που ηττήθηκαν στον Πόλεμο είχαν περιγραφεί ως το πρώτο βήμα προς τον παγκόσμιο αφοπλισμό. Το Σύμφωνο της ΚτΕ απέδωσε στην ΚτΕ το καθήκον της δημιουργίας ενός σχεδίου αφοπλισμού για κάθε κράτος, αλλά το Συμβούλιο απέσυρε την ευθύνη αυτή και την ανάθεσε σε ειδική επιτροπή που συστάθηκε το 1926 για να προετοιμάσει την Παγκόσμια Διάσκεψη Αφοπλισμού του 1932-34.
Τα μέλη της ΚτΕ είχαν διαφορετικές απόψεις για τον αφοπλισμό. Οι Γάλλοι ήταν απρόθυμοι να μειώσουν τους εξοπλισμούς χωρίς εγγυήσεις στρατιωτικής βοηθείας σε περίπτωση επιθέσεως, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία αισθανόταν ευάλωτες σε επιθέσεις από τα ανατολικά και ήθελαν την διαβεβαίωση της ΚτΕ για απάντηση σε επιθετική δραστηριότητα εναντίον των μελών της πριν αυτά αφοπλισθούν.
Η Επιτροπή αφοπλισμού έλαβε κατ’ αρχήν τη συμφωνία της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας για τον περιορισμό του μεγέθους των στόλων τους. Το Σύμφωνο Κέλογκ-Μπριάν που διευκολύνθηκε από την Επιτροπή το 1928, απέτυχε στο στόχο του για την κήρυξη του πολέμου ως εκτός νόμου.
Τελικά, η Επιτροπή απέτυχε να σταματήσει τη στρατιωτική ενίσχυση της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Η ΚτΕ παρέμεινε σιωπηλή στην αντιμετώπιση όλων των μεγάλων γεγονότων που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως ήταν η επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας από τον Χίτλερ, η κατάληψη της Σουδητίας και το Άνσλους (προσάρτηση στη ναζιστική Γερμανία) της Αυστρίας, τα οποία είχαν απαγορευτεί από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Στην πραγματικότητα τα μέλη της ΚτΕ επανεξοπλίστηκαν.
Κατά το 1933, η Ιαπωνία απλά αποχώρησε από την ΚτΕ αντί να υποκύψει στην απόφασή της, όπως έκανε και η Γερμανία το 1933 (χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την αποτυχία της Παγκόσμιας Διάσκεψης Αφοπλισμού να συμφωνήσει για την ισοτιμία όπλων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας), και η Ιταλία το 1937. Ο Επίτροπος της ΚτΕ στο Γκντανσκ δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις Γερμανικές αξιώσεις για την πόλη, παράγοντας που συνέβαλε σημαντικά στο ξέσπασμα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Η τελευταία σημαντική πράξη της ΚτΕ ήταν η αποβολή της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1939 μετά την εισβολή στη Φινλανδία.
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμαινε ότι η Κοινωνία των Εθνών είχε αποτύχει στον πρωταρχικό της σκοπό ο οποίος ήταν να αποφευχθεί οποιοσδήποτε μελλοντικός παγκόσμιος πόλεμος. Υπήρχαν μια σειρά από λόγους για αυτή την αποτυχία, πολλοί από τους οποίους είχαν να κάνουν με γενικές αδυναμίες στο εσωτερικό του οργανισμού.
Οι απαρχές της ΚτΕ ως οργανισμού που δημιουργήθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στο πλαίσιο της ειρηνευτικής διευθέτησης στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε στο να θεωρείται ως η «Κοινωνία των Νικητών». Επίσης συνέδεσαν αυτές οι απαρχές την ΚτΕ με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, έτσι ώστε όταν η Συνθήκη απαξιώθηκε και έχασε την αποδοχή των κρατών αυτό αντικατοπτρίστηκε και στην Κοινωνία των Εθνών.
Η υποτιθέμενη ουδετερότητα της ΚτΕ έτεινε να εκλαμβάνεται ως αναποφασιστικότητα. Η ΚτΕ απαιτούσε την ομοφωνία των εννέα, και αργότερα δεκαπέντε, μελών του Συμβουλίου για να εκδώσει ψήφισμα• ουσιαστικές και αποτελεσματικές ενέργειες ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο να υλοποιηθούν. Ήταν επίσης αργή στη λήψη αποφάσεων καθώς για ορισμένες αποφάσεις απαιτούνταν η ομόφωνη συγκατάθεση του συνόλου της Εθνοσυνέλευσης.
Η αντιπροσώπευση στην Κοινωνία των Εθνών ήταν συχνά ένα πρόβλημα. Αν και επρόκειτο να περιλαμβάνει όλα τα έθνη, πολλά ποτέ δεν εντάχθηκαν ή υπήρξαν μέλη για σύντομο χρονικό διάστημα. Η πλέον αξιοσημείωτη απουσία ήταν αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που υποτίθεται πως θα έπαιζε στην ΚτΕ ρόλο όχι μόνο διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας αλλά και της χρηματοδότησης της ΚτΕ.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τον σχηματισμό της ΚτΕ και επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μορφή που πήρε, αλλά η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ψήφισε κατά της συμμετοχής των ΗΠΑ στην ΚτΕ στις 19 Νοεμβρίου 1919. Η Βρετανή ιστορικός Ρουθ Χένιγκ υπέδειξε ότι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μέλος της ΚτΕ, αυτό θα παρείχε πρόσθετη ασφάλεια στην Γαλλία και την Βρετανία, η Γαλλία ενδεχομένως να ένιωθε πιο ασφαλής και τόσο η Γαλλία όσο και η Βρετανία ίσως να ενθαρρύνονταν για περισσότερη συνεργασία στα θέματα της Γερμανίας και έτσι θα γινόταν η άνοδος στην εξουσία του ναζιστικού κόμματος λιγότερο πιθανή.
Τουναντίον η Χένινγκ αναγνωρίζει ότι εάν η Αμερική ήταν μέλος της ΚτΕ, η απροθυμία της να εμπλακεί σε πόλεμο με ευρωπαϊκά κράτη και να θέσει σε ισχύ οικονομικές κυρώσεις ενδέχεται να παρεμπόδιζε την δυνατότητα της ΚτΕ να ασχοληθεί με διεθνή επεισόδια. Η δομή της κυβέρνησης των ΗΠΑ μπορούσε επίσης να κάνει την συμμετοχή της προβληματική καθώς οι εκπρόσωποί της στην ΚτΕ δεν θα μπορούσαν να λάβει αποφάσεις εξ ονόματος της εκτελεστικής εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς αυτές να έχουν εγκριθεί από τα νομοθετικά σώματα.
Τον Ιανουάριο του 1920, όταν ξεκίνησε η ΚτΕ, η Γερμανία δεν επιτράπηκε να συμμετάσχει, επειδή κρίθηκε ως θύτης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Σοβιετική Ρωσία είχε επίσης αρχικά εξαιρεθεί από την ΚτΕ καθώς οι κομμουνιστικές απόψεις δεν ήταν αποδεκτές από τους νικητές του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ΚτΕ εξασθένησε περαιτέρω όταν σημαντικές δυνάμεις αποχώρησαν κατά τη δεκαετία του 1930. Η Ιαπωνία ξεκίνησε ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αλλά αποχώρησε το 1933 μετά την έκφραση της διαφωνίας της ΚτΕ για την εισβολή της στα κινεζικά εδάφη της Μαντζουρίας. Η Ιταλία ξεκίνησε επίσης ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αλλά αποσύρθηκε το 1937. Η ΚτΕ αποδέχθηκε τη Γερμανία ως μέλος το 1926, θεωρώντας ότι πρόκειται για «φιλειρηνική χώρα» αλλά απεσύρθη όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ήρθε στην εξουσία της Γερμανίας το 1933.
Μια άλλη σημαντική αδυναμία γεννήθηκε από την αντίφαση μεταξύ της ιδέας της συλλογικής ασφάλειας, που αποτέλεσε τη βάση της ΚτΕ, καθώς και οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των επιμέρους κρατών. Το συλλογικό σύστημα ασφαλείας που χρησιμοποιούσε η ΚτΕ σήμαινε ότι τα έθνη είχαν την υποχρέωση να δράσουν εναντίον κρατών που θεωρούσαν φίλια και κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα εθνικά τους συμφέροντα, για να υποστηρίξουν συμφέροντα χωρών με τις οποίες δεν είχαν συνήθεις δεσμούς.
Η αδυναμία αυτή εκτέθηκε κατά την διάρκεια της Αβυσσηνιακής Κρίσεως όταν η Βρετανία και η Γαλλία έπρεπε να ισορροπήσουν τη διατήρηση της ασφάλειας που είχαν επιχειρήσει να δημιουργήσουν για τις ίδιες τους στην Ευρώπη «προκειμένου να υπερασπιστούν εναντίον των εχθρών της εσωτερικής τάξης», στην οποία ασφάλεια η υποστήριξη της Ιταλίας διαδραμάτιζε καίριο ρόλο, με τις υποχρεώσεις τους προς την Αβυσσηνία ως μέλους της ΚτΕ.
Στις 23 Ιουνίου 1936, ως επακόλουθο της έναρξης της κατάρρευσης των προσπαθειών της ΚτΕ για την συγκράτηση της Ιταλίας στον κατακτητικό πόλεμο κατά της Αβυσσηνίας, ο Βρετανός πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η συλλογική ασφάλεια απέτυχε τελικά, λόγω της απροθυμίας σχεδόν όλων των εθνών της Ευρώπης να προχωρήσουν σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει στρατιωτικές κυρώσεις ο πραγματικός λόγος ή ο κύριος λόγος, ήταν όπως ανακαλύφθηκε κατά τη διαδικασία εβδομάδων ότι δεν υπήρχε καμία χώρα εκτός από τη χώρα - θύτη η οποία ήταν έτοιμη για πόλεμο εάν η συλλογική δράση είναι να γίνει πραγματικότητα και δεν αφορά μόνο πράγμα που συζητείται αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι η κάθε χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο; αλλά πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει σε πόλεμο άμεσα. Αυτό είναι τρομερό πράγμα, αλλά είναι ουσιαστικό μέρος της συλλογικής ασφάλειας.
Τελικά η Βρετανία και η Γαλλία εγκατέλειψαν την έννοια της συλλογικής ασφάλειας υπέρ του κατευνασμού έναντι του εντεινόμενου γερμανικού μιλιταρισμού υπό τον Αδόλφο Χίτλερ.
Η Κοινωνία των Εθνών δεν διέθετε δικές της ένοπλες δυνάμεις και εξαρτιόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις για την επιβολή των αποφάσεών της, αποφάσεις τις οποίες οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν απρόθυμες να υλοποιήσουν. Τα δύο πλέον σημαντικά μέλη της ΚτΕ, η Βρετανία και η Γαλλία, ήταν απρόθυμα να χρησιμοποιούν κυρώσεις και ακόμη πιο απρόθυμα να καταφύγουν σε στρατιωτική δράση εξ ονόματος της ΚτΕ. Αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ειρηνιστές αποτελούσαν ισχυρή δύναμη τόσο στον πληθυσμό όσο και στις κυβερνήσεις των δύο χωρών. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με την ΚτΕ και προτιμούσαν όταν βρίσκονταν στην κυβέρνηση να διαπραγματεύονται Συνθήκες χωρίς τη συμμετοχή του οργανισμού.
Επιπλέον, η θέση συνηγόρου του αφοπλισμού της ΚτΕ για τη Βρετανία, τη Γαλλία και τα άλλα μέλη, την ίδια στιγμή που η ΚτΕ προωθούσε την ιδέα της συλλογικής ασφάλειας, σήμαινε ότι η ΚτΕ ακούσια αφαιρούσε από τον εαυτό της το μόνο ισχυρό μέσο με το οποίο η αρχή της θα γινόταν δεκτή. Αν η ΚτΕ ήθελε να αναγκάσει μια χώρα να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο, χρειαζόταν το Βασιλικό Ναυτικό και το Γαλλικό στρατό για να επιβληθεί.
Όταν το Βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο συζήτησε την ιδέα συγκρότησης της ΚτΕ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μώρις Χάνκεϊ, Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, κυκλοφόρησε ένα μνημόνιο σχετικά με το θέμα. Ξεκίνησε λέγοντας: «Γενικά, μου φαίνεται ότι κάθε τέτοιου είδους σχέδιο είναι επικίνδυνο για εμάς, διότι θα δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας εντελώς φανταστική». Επιτέθηκε στην Βρετανική προπολεμική πίστη της ιερότητας των Συνθηκών ως απατηλής και κατέληξε στο συμπέρασμα δηλώνοντας:
Η ΚτΕ θα έχει ως μόνο αποτέλεσμα την αποτυχία, και όσο αυτή η αποτυχία θα καθυστερεί τόσο πιο βέβαιο είναι ότι αυτή η χώρα θα εφησυχάζει μέχρι να κοιμηθεί. Θα βάλει έναν πολύ ισχυρό μοχλό στα χέρια των καλώς εννοούμενων ιδεαλιστών που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση που περικόπτουν τις δαπάνες εξοπλισμών και σε βάθος χρόνου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει αυτή τη χώρα σε μειονεκτική θέση.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Σερ Άϊρ Κρόου επίσης, έγραψε ένα μνημόνιο προς το Βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο υποστηρίζοντας ότι «ένας σεμνός Οργανισμός και το Συμφώνο αυτού» θα είναι απλά «μια συνθήκη, όπως και οι άλλες συνθήκες»: «Τι υπάρχει για να διασφαλίσει ότι, όπως και άλλες συνθήκες, δεν θα παραβιαστεί;». Ο Κρόου εξέφρασε σκεπτικισμό για την προγραμματιζόμενη «επίκληση για κοινή δράση» κατά των εισβολέων, γιατί πίστευε ότι οι δράσεις των μεμονωμένων κρατών θα εξακολουθούσαν να καθορίζονται από τα εθνικά συμφέροντα και την ισορροπία δυνάμεων. Επίσης, επέκρινε την πρόταση της ΚτΕ για οικονομικές κυρώσεις γιατί θα ήταν ατελέσφορη και ότι «είναι όλα θέμα πραγματικής στρατιωτικής κυριαρχίας». Ο Παγκόσμιος αφοπλισμός ήταν πρακτικώς αδύνατος, προειδοποίησε ο Κρόου.
Καθώς η κατάσταση στην Ευρώπη εξελισσόταν σε ανοιχτό πόλεμο, η Εθνοσυνέλευση μετέφερε αρκετή ισχύ στο Γενικό Γραμματέα στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 και 14 Δεκεμβρίου 1939 ώστε να επιτρέψει στην ΚτΕ να συνεχίσει νόμιμα να υφίσταται και να εκτελούνται μειωμένες λειτουργίες. Η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών, το Παλάτι των Εθνών, παρέμενε ελεύθερο -καθώς ήταν σε ελβετικό έδαφος- για έξι περίπου έτη, μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η τελική συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1946 στη Γενεύη. Σύνεδροι από 43 κράτη συμμετείχαν στη Εθνοσυνέλευση. Αυτή η συνεδρίαση ασχολήθηκε με την εκκαθάριση της Κοινωνίας των Εθνών: περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου $ 22.000.000 το 1946, συμπεριλαμβανομένου του Παλατιού της Ειρήνης και των αρχείων της ΚτΕ, μεταβιβάστηκαν στον ΟΗΕ, αποθεματικά κεφάλαια επιστράφηκαν στα έθνη που τα είχαν καταβάλει, και τα χρέη της ΚτΕ διευθετήθηκαν. Ο Ρόμπερτ Σέσιλ λέγεται ότι συνόψισε το συναίσθημα που επικρατούσε στη συγκέντρωση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του προς την τελική Εθνοσυνέλευση όταν είπε:
Ας αναφέρουμε με τόλμη ότι η επιθετικότητα, όπου και αν εμφανίζεται και όπως και αν υποστηρίζεται, είναι ένα διεθνές έγκλημα απέναντι στο οποίο κάθε ειρηνόφιλο κράτος έχει την υποχρέωση να αντιστέκεται και να χρησιμοποιεί όποια δύναμη είναι απαραίτητη για να το συντρίψει, ότι ο μηχανισμός της Χάρτας, καθόλου λιγότερο από τον μηχανισμό της Σύμβασης, είναι επαρκής για αυτό το σκοπό αν χρησιμοποιηθεί σωστά, και ότι κάθε έντιμος πολίτης κάθε κράτους πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη ... Τολμώ να τονίσω στο ακροατήριό μου ότι το μεγάλο έργο της ειρήνης δεν αναπαύεται μόνο στα στενά συμφέροντα των δικών μας λαών, αλλά ακόμα περισσότερο σε εκείνες τις σπουδαίες αρχές του σωστού και του λάθους από τις οποίες τα έθνη, όπως και τα άτομα, εξαρτώνται.
Η πρόταση διάλυσης της Κοινωνίας των Εθνών πέρασε ομόφωνα: «Η Κοινωνία των Εθνών, παύει να υφίσταται εκτός από τα σχετικά με την εκκαθάριση των υποθέσεών της». Η πρόταση διάλυσης της ΚτΕ επίσης καθόρισε την ημερομηνία του τέλους του Οργανισμού ως την επόμενη ημέρα μετά το κλείσιμο της Εθνοσυνέλευσης. Στις 19 Απριλίου 1946 ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, Νορβηγός Κάρλ Χάμπρο, δήλωσε πως «η εικοστή πρώτη και η τελευταία σύνοδος της Γενικής Εθνοσυνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών έκλεισε». Ως αποτέλεσμα, η Κοινωνία των Εθνών έπαψε να υφίσταται στις 20 Απριλίου 1946.
Ο καθηγητής Ντέιβιντ Κένεντι υπέδειξε ότι η Κοινωνία των Εθνών είναι μια μοναδική στιγμή, όπου οι διεθνείς σχέσεις «θεσμοθετήθηκαν» σε αντίθεση με τις πριν τον Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου μεθόδους των νόμων και της πολιτικής.
Κατά την Διάσκεψη της Τεχεράνης το 1943, οι Συμμαχικές Δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα νέο όργανο που θα αντικαταστήσει την ΚτΕ: τα Ηνωμένα Έθνη. Πολλοί φορείς της ΚτΕ, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας συνέχισαν να λειτουργούν και τελικά συνδέθηκαν με τον ΟΗΕ. Η διάρθρωση των Ηνωμένων Εθνών επρόκειτο να τον καταστήσει αποτελεσματικότερο από την ΚτΕ. Οι κύριοι Σύμμαχοι του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία, οι Η.Π.Α. και η Κίνα) αποτέλεσαν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: Αυτές οι νέες «Μεγάλες Δυνάμεις» απέκτησαν σημαντική διεθνή επιρροή, αντικατοπτρίζοντας το Συμβούλιο της ΚτΕ. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη του ΟΗΕ• ωστόσο, δεν απαιτούνται ομόφωνες αποφάσεις, σε αντίθεση με το Συμβούλιο της ΚτΕ. Στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα του βέτο στις αποφάσεις του Συμβουλίου έτσι ώστε να προστατεύουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, κάτι το οποίο εμπόδισε τα Ηνωμένα Έθνη να ενεργήσουν αποφασιστικά σε πολλές περιπτώσεις.
Όπως και η ΚτΕ, ο ΟΗΕ δεν έχει δικές του ένοπλες δυνάμεις, όμως είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην επίκληση των μελών του για ένοπλες επεμβάσεις, όπως κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας και της αποστολής στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ο ΟΗΕ σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάστηκε να βασιστεί στις οικονομικές κυρώσεις. Ο ΟΗΕ έχει επίσης μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην προσέλκυση μελών από τις χώρες του κόσμου, καθιστώντας τον πιο αντιπροσωπευτικό.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) είναι ένας διεθνής οργανισμός παγκόσμιας εμβέλειας μεταξύ των κρατών του κόσμου με σκοπό τη συνεργασία στο Διεθνές Δίκαιο, την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική ισότητα. Πρόδρομός του θεωρείται η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) που αποτέλεσε απαίτηση των Εθνών για τη διεθνή ειρήνη μετά από τις θηριωδίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδρύθηκε το 1945 από τις χώρες που νίκησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αρχικά είχε 51 μέλη. Μετά την προσχώρηση του νεότερου κράτους, του Νοτίου Σουδάν το 2011, ο Ο.Η.Ε. αριθμεί 193 κράτη μέλη, δηλαδή σχεδόν όλα τα διεθνώς αναγνωρισμένα ανεξάρτητα έθνη.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CE%97%CE%BD%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CE%BD
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών υπογράφηκε στις 26 Ιουνίου 1945, στον Άγιο Φραγκίσκο, στο τέλος της Συνδιασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για τη Διεθνή Οργάνωση, και άρχισε να ισχύει στις 24 Οκτωβρίου 1945. Το Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Χάρτη.
Όλες οι ανεξάρτητες χώρες του κόσμου είναι μέλη του ΟΗΕ, εκτός από την Πόλη του Βατικανού, ενώ μέλος του ΟΗΕ δεν είναι η Ταϊβάν. Ειδικότερα, 193 συνολικά είναι τα κράτη μέλη του ΟΗΕ.
Στις 25 Απριλίου 1945 άρχισε μετά από πρόσκληση των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων, των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ, της Μ. Βρετανίας και της Κίνας (χωρίς τη Γαλλία) στο Σαν Φραντσίσκο η τελική διάσκεψη κρατών στην οποία θα έπρεπε να ενταχθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων στα πλαίσια του United Nation Organisation (ΟΗΕ). Η γερμανική Βέρμαχτ δεν είχε ακόμη συνθηκολογήσει, η κατάρρευση όμως του ναζιστικού Ράιχ ήταν ήδη μη αναστρέψιμη. Προτού συγκληθεί αυτή η διάσκεψη, μεταξύ των κύριων νικητριών δυνάμεων είχαν υπάρξει χρόνια συνεννόησης και προετοιμασίας. Δυό μήνες ήταν αρκετοί ώστε να γίνει επεξεργασία και έγκριση της Χάρτας του ΟΗΕ, ενός ντοκουμέντου στη βάση του οποίου τα κράτη ήθελαν να διαμορφώσουν το μέλλον ειρηνικά. Ο δρόμος τους προς τα εκεί δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την πρόθεση των κρατών και την πίσω από ρυθμίσεις της Χάρτας, από ιστορική απόσταση, συχνά όχι πλέον κατανοητή ορθολογικότητα.
Με την κατάρρευση της ευρωπαϊκής ειρηνικής τάξης πραγμάτων δεν παρήκμασε μόνο αυτός ο οργανισμός. Τυπικά η Κοινωνία των Εθνών άρθηκε στις 18 Απριλίου 1946 από την συνέλευση του οργανισμού. Αλλά πολύ καιρό πριν φαινόταν σαν να είχε χαθεί οριστικά η ιδέα ενός οικουμενικού οργανισμού για τη διασφάλιση της ειρήνης, συνεπώς και η ευκαιρία του.
Αυτά έγιναν προγραμματική της κυβέρνησης Τρούμαν μετά το θάνατο του Ρούσβελτ τον Απρίλιο του 1945. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ James F. Byrnes το διατύπωσε με τα λόγια:
«Αυτό που πρέπει να πράξουμε δεν είναι να κάνουμε ασφαλή τον κόσμο για τη δημοκρατία, αλλά για τις Ηνωμένες Πολιτείες». Μια αρχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που ισχύει μέχρι σήμερα.
Για να συμμετάσχουν τα ουδέτερα κράτη, ο υφυπουργός Sumner Wells είχε προτείνει για αυτά μια έρευνα για το πώς φαντάζονταν τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Κυρίως, θα έπρεπε να εκφράσουν την άποψή τους για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης και τον περιορισμό των εξοπλισμών.
Στόχος ήταν η σύγκλιση μιας διάσκεψης των ουδέτερων χωρών, η οποία όμως δεν έλαβε χώρα λόγω της πολεμικής εξέλιξης. Έτσι, ο Πρόεδρος συμφώνησε να γίνει μια συνάντηση με τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ στη Νέα Γη [ΠΓ: ένα νησί του Καναδά] για την ανάπτυξη μιας μελλοντικής ειρηνικής τάξης πραγμάτων με άξονα τις ΗΠΑ-Μ. Βρετανία. Ο Τσώρτσιλ φανταζόταν έναν αποτελεσματικό διεθνή οργανισμό με βάση το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών. Ο Ρούσβελτ, ωστόσο, δεν ήθελε ν΄ ακούσει κάτι τέτοιο επειδή τον εγγυητή μιας μελλοντικής ειρήνης τον έβλεπε στις ισχυρές βρετανο-αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.
Τα κράτη εκείνα που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του άξονα, ή που δεν ήταν σε θέση να αντιταχθούν αποτελεσματικά στο φασισμό, δεν ήθελε να συμμετάσχουν στις αποφάσεις για την παγκόσμια ειρήνη. Αρχικά διχάζονταν επίσης και στις αντιλήψεις που αφορούσαν την οικονομικο-πολιτική νέα τάξη. Η αμερικανική κυβέρνηση ήθελε μια νέα ρύθμιση της αγοράς πρώτων υλών στη βάση της μη διάκρισης και μιας δίκαιης κατανομής, ενώ οι Βρετανοί ήθελαν να διασφαλίσουν το προνομιακό σύστημα δασμών τους απέναντι στις χώρες της Κοινοπολιτείας στη βάση των «υφιστάμενων υποχρεώσεων».
Ο Ρούσβελτ κατόρθωσε να επιβληθεί στα βασικά σημεία. Στην κοινή τελική δήλωση της 14ης Αυγούστου 1941, η οποία λόγω της θεμελιώδους σημασίας της έμεινε στην Ιστορία ως «Χάρτα του Ατλαντικού», δόθηκε προτεραιότητα στην ελευθερία του παγκόσμιου εμπορίου και στην ελεύθερη πρόσβαση για όλες τις πρώτες ύλες σε σχέση με τις «υφιστάμενες υποχρεώσεις», ανακοινώνοντας έναν «μόνιμο οργανισμό για τη γενική ασφάλεια» αμέσως μετά τον αφοπλισμό τέτοιων εθνών, τα οποία απειλούν με βία:
Για μια διεύρυνση αυτής της συμμαχίας των δυό, οι ΗΠΑ ήταν ήδη έτοιμες όταν αναγκάστηκαν να εισέλθουν στον πόλεμο λόγω της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Από κοινού με τον Τσώρτσιλ, ο Ρούσβελτ σχεδίασε μια «Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών», η οποία υπογράφηκε την 1η Ιανουαρίου 1942 από 26 έθνη, συμπεριλαμβανομένου της Σοβιετικής Ένωσης. Ενόσω ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ήρε τις ισχυρές επιφυλάξεις που είχε από τον Αύγουστο του 1939 ενάντια στη Σοβιετική Ένωση για το λεγόμενο Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, έβλεπε [απ΄ την άλλη μεριά] στην κυβέρνηση του Βισύ της Γαλλίας, μετά την ανακωχή της από το καλοκαίρι του 1940 με τη Γερμανία, έναν συνεργό, ο οποίος δεν ανήκε στον κύκλο των «Ηνωμένων Εθνών». Μέχρι το 1945 προσχώρησαν στη Διακήρυξη ακόμη 21 κράτη. Η Γαλλία ήταν σε θέση να ενταχθεί μόνο μετά την απελευθέρωση του Παρισιού από τους συμμάχους τον Αύγουστο του 1944.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουάσινγκτον τον Μάιο του 1942, ο Ρούσβελτ πρότεινε να διευρυνθεί η συμμαχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Και οι τέσσερις θα έπρεπε ισότιμα με τις ένοπλες δυνάμεις τους να μοιραστούν τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης μετά την κατάκτηση της νίκης.
Απέναντι σ΄ αυτό το σχέδιο των «τεσσάρων μεγάλων» ο Τσώρτσιλ είχε σοβαρές επιφυλάξεις επειδή χωρίς λόγο φοβόταν για την ύπαρξη της Κοινοπολιτείας. Όπως και παλιότερα προτιμούσε τον ισχυρό άξονα ΗΠΑ-Μ. Βρετανίας με την Κοινοπολιτεία. Και πρότεινε ειδικά περιφερειακά συμβούλια για την Ευρώπη και την Ασία με δικές τους ένοπλες δυνάμεις και ένα Ανώτατο Δικαστήριο.
Αλλά μόλις ένα χρόνο αργότερα, στη σύνοδο των τριών υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1943, η βρετανική κυβέρνηση αποδέχτηκε το σχέδιο για τους τέσσερις και παραιτήθηκε από τις προτάσεις περί περιφεροποίησης. Η αμερικανική κυβέρνηση με τη σειρά της είχε [ήδη] εξοικειωθεί με έναν μόνιμο διεθνή οργανισμό, παρά του ότι δεν ήταν ακόμη θαμμένο το πτώμα «Κοινωνία των Εθνών» και ήταν αποφασισμένη να αναλάβει το βασικό ρόλο τόσο κατά την προετοιμασία όσο και μετέπειτα στον ίδιο τον οργανισμό.
Τα αποτελέσματα της Μόσχας επιβεβαιώθηκαν ένα μήνα αργότερα, το Νοέμβριο του 1943 στην Τεχεράνη, από τους Ρούσβελτ, Στάλιν και Τσώρτσιλ, και η αμερικανική κυβέρνηση ξεκίνησε αμέσως με τη σχεδίαση ενός οργανωτικού μοντέλου. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν επικράτησε σταδιακά η διαπίστωση, ότι σε ένα εκτελεστικό όργανο του οργανισμού δεν θα έπρεπε να εκπροσωπούνται μόνο οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις, αλλά και ένας περιορισμένος αριθμός μικρότερων και μεσαίων κρατών σε μία εναλλασσόμενη σειρά.
Επιπλέον, σχεδιάστηκε η ύπαρξη μιας Γενικής Συνέλευσης για όλα τα κράτη-μέλη ως δεύτερο συμβουλευτικό σώμα και το οποίο οριοθετήθηκε συνειδητά σε σχέση με την Κοινωνία των Εθνών, παίρνοντας την ονομασία «General Conference» («Γενική Διάσκεψη»). Για τα σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν επίσης την ψηφοφορία και την εκτέλεση των αποφάσεων έπαιξαν επίσης ρόλο οι αρνητικές εμπειρίες από την Κοινωνία των Εθνών. Καμιά από τις μεγάλες δυνάμεις δεν θα έπρεπε να έχει την υπεροχή, έτσι που για τα προνομιούχα μέλη έπρεπε να ισχύει η αρχή της ομοφωνίας. Ωστόσο η πρόταση, η οποία είχε γίνει ήδη κατά την περίοδο [ύπαρξης] της Κοινωνίας των Εθνών, ότι τα μέλη εκείνα που συμμετέχουν σε μια σύγκρουση πρέπει να απέχουν από την ψηφοφορία, δεν έγινε αποδεκτή.
Το κεντρικό ερώτημα ήταν πως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι αποφάσεις. Στο ζήτημα αυτό, κατά την άποψη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Κοινωνία των Εθνών είχε αποτύχει. Οι εναλλακτικές λύσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προέβλεπαν αφενός, ότι τα εθνικά τμήματα των συμμαχικών στρατευμάτων έπρεπε να τεθούν κάτω από τη διοίκηση της Εκτελεστικής Επιτροπής και να χρησιμοποιούνται κατά την επιβολή κυρώσεων, αφετέρου τη δημιουργία μιας μόνιμης διεθνούς αστυνομικής δύναμης, η οποία θα βρίσκεται στη διάθεσή της Επιτροπής.
Σε κάθε περίπτωση, στις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις θα έπρεπε να δοθεί το δικαίωμα να έχουν επαρκείς ένοπλες δυνάμεις για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους για εκφοβισμό και επεμβάσεις παγκοσμίως. Έτσι, ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά ακόμη και στο σχέδιο για μια ειρηνική τάξη πραγμάτων για την μεταπολεμική περίοδο, αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να συνδυαστούν μεταξύ τους ο πλήρης αφοπλισμός και η αποτελεσματική εγγύηση της ειρήνης.
Οι προτάσεις συνοψίστηκαν το 1943 στο λεγόμενο Σχέδιο Περιγράμματος και τον Φεβρουάριο του 1944 δόθηκε η επίσημη έγκριση από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ. Το Σχέδιο περιέχει τα βασικά στοιχεία του μετέπειτα ΟΗΕ: μια Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία είναι εξοπλισμένη με ευρείες αρμοδιότητες απόφασης και εκτέλεσης, που αποτελείται από μόνιμα και μη μόνιμα μέλη –αργότερα ονομάστηκε Συμβούλιο Ασφαλείας- και μια ασθενέστερη Γενική Συνέλευση, που ουσιαστικά έκανε συστάσεις. Το νέο Διεθνές Δικαστήριο περιορίστηκε επίσης από την αρχή της κυριαρχίας, όπως και το Διαρκές Δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών, δηλαδή η υποταγή κάτω από τη δικαιοδοσία του δεν έπρεπε να γίνει αυτόματα με την προσχώρηση στο νέο οργανισμό, αλλά μόνο με ξεχωριστή δήλωση.
Το Σχέδιο-Περίγραμμα αποτέλεσε τη βάση της διάσκεψης του Dumbarton Oaks κοντά στην Ουάσιγκτον, όπου από τις 21 Αυγούστου έως τις 9 Οκτωβρίου 1944 οι εμπειρογνώμονες των τεσσάρων δυνάμεων επεξεργάστηκαν το σχέδιο για τα Καταστατικά του νέου οργανισμού. Σε ό,τι αφορά ορισμένα προβλήματα δεν υπήρξε συμφωνία.
Για παράδειγμα, αναφορικά με την επιθυμία της Σοβιετικής Ένωσης να γίνουν δεκτές στον οργανισμό και οι δεκαέξι Ενωσιακές Δημοκρατίες, ή η επιθυμία των Βρετανών και των Αμερικανών να περιορίσουν το δικαίωμα του βέτο για τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία συμμετέχουν τα ίδια σε μια σύγκρουση. Οι εμπειρογνώμονες της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και οι Βρετανοί, αντιστάθηκαν όμως επίσης και στην επιθυμία να θεμελιωθούν ακόμη περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η διάσκεψη κορυφής στη Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945 (χωρίς την Κίνα) έφερε, αναφορικά με το ζήτημα της οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών, ουσιαστικούς συμβιβασμούς. Οι δυτικές δυνάμεις αποδέχτηκαν δυό Ενωσιακές Δημοκρατίες, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, ως ανεξάρτητα μέλη με πλήρη δικαιώματα ψήφου και ο Στάλιν απέκτησε το απεριόριστο δικαίωμα βέτο κατά την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το ζήτημα αυτό ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας για τους Σοβιετικούς.
Οι Ρώσοι κατηγορήθηκαν ότι νοιάζονται πάρα πολύ για το δικαίωμα ψήφου. Θεωρούσαν επίσης, στη πραγματικότητα, ως πολύ σημαντικό, ότι όλα θα αποφασίζονται με ψηφοφορίες, γι΄ αυτό ενδιαφέρονταν πάρα πολύ για τα αποτελέσματά τους. Ας υποθέσουμε ότι η Κίνα ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας ζητά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ ή η Αίγυπτος την επιστροφή της διώρυγας του Σουέζ, τότε όλες οι χώρες μάλλον δεν θα πρέπει να είναι μόνες τους, αλλά [πρέπει] να υποστηριχτούν στη Γενική Συνέλευση και στο Συμβούλιο Ασφαλείας από φίλους και ίσως από προστάτιδες δυνάμεις. Ο Στάλιν φοβόταν ότι τέτοιες αντιπαραθέσεις θα μπορούσαν να καταστρέψουν την ενότητα των μεγάλων δυνάμεων.
“ Μετά από πολλές προσπάθειες και εξηγήσεις κατορθώσαμε να πείσουμε τον Στάλιν να αποδεχτεί μια αμερικανική πρόταση, σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας πρακτικά θα ήταν καταδικασμένο σε αδυναμία, σε περίπτωση που οι “τέσσερις μεγάλοι” δεν συμφωνούσαν. Αν υπήρχε αποκλίνουσα άποψη που αφορούσε σε μια σημαντική αντιδικία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΣΣΔ, η Μ. Βρετανία ή η Κίνα μπορούσαν να αρνηθούν τη συγκατάθεσή τους και να εμποδίσουν το Συμβούλιο να αναλάβει οτιδήποτε. Αυτό ήταν το βέτο. Τους καρπούς του στο μεταξύ τους δοκίμασε ο κόσμος».
Το αποτέλεσμα αυτής της «πειθούς» ήταν ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορούσε να αποφασίζει με επτά ψήφους υπέρ, από τα έντεκα μέλη. Αν πρόκειται για αποφάσεις που δεν έχουν ως αντικείμενο διαδικαστικά θέματα, πρέπει στις επτά ψήφους να βρίσκονται τα πέντε μόνιμα μέλη (στο μεταξύ είχε προστεθεί και η Γαλλία). Όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν μπόρεσε να επιτευχθεί συμφωνία στο ζήτημα της ένταξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καταστατικό, στα οποία ο Στάλιν δεν απέδιδε μεγάλη σημασία για τη διεθνή ειρήνη και ο Τσώρτσιλ με το βλέμμα στραμμένο στην Κοινοπολιτεία δεν ήθελε να ενταχθούν στο Καταστατικό.
Ωστόσο, αποδέχτηκαν την πρόταση του Ρούσβελτ να καθιερωθεί για τις υφιστάμενες ακόμη αποικίες μια κηδεμονία των Ηνωμένων Εθνών, από την οποία όμως ο Τσώρτσιλ ήθελε να εξαιρεθούν οι βρετανικές αποικίες. Ο Τσώρτσιλ υποστήριξε σθεναρά τη διατήρηση της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας, επειδή η Μ. Βρετανία διεξήγαγε ήδη εδώ και χρόνια μια σκληρή πάλη για τη διατήρηση της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η πάλη αυτή θα τελειώσει με πλήρη επιτυχία, και όσο διάστημα ηUnion Jack (Εθνική Σημαία) κυματίζει πάνω από τα εδάφη του βρετανικού στέμματος, δεν θα επιτρέψει να χαθεί ούτε μια σπιθαμή βρετανικού εδάφους μεταξύ των σαράντα κρατών. Η Βρετανική Αυτοκρατορία στο ζήτημα της «κηδεμονίας», που αφορούσε στα νεαρά έθνη, ποτέ δεν κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου από το Διεθνές Δικαστήριο. Η αποαποικιοποίηση του κόσμου αφέθηκε όπως ήταν στη Χάρτα του ΟΗΕ. Και χρειάστηκαν περισσότερα από είκοσι χρόνια προτού οι λαοί με τους απελευθερωτικούς αγώνες επιβάλλουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, και να αναγνωριστεί στα απελευθερωτικά κινήματα το δικαίωμα για βίαιο χωρισμό από τους αποικιοκράτες τους.
Όπως αποφασίστηκε στη Γιάλτα, η τελική διάσκεψη των κρατών έλαβε χώρα στο Σαν Φραντσίσκο από τις 25 Απριλίου έως τις 26 Ιουνίου 1945. Ήταν τα κράτη που υπέγραψαν την «Χάρτα του Ατλαντικού» ή αντίστοιχα εκείνα τα κράτη που είχαν ενταχθεί στον αντιχιτλερικό συνασπισμό, 50 συνολικά.
Ως πρότυπο χρησίμευσε το σχέδιο που αποφασίστηκε στη Γιάλτα του Dumbarton Oaks, το οποίο εγκρίθηκε με μικρές αλλαγές στις 25 Ιουνίου 1945. Στις 24 Οκτωβρίου 1945 τέθηκε σε ισχύ η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, αφότου πρώτα, σύμφωνα με το Άρθρο 110, είχε κατατεθεί προς επικύρωση από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και την πλειοψηφία των κρατών. Η πρώτη Γενική Συνέλευση συνήλθε στις 10 Ιανουαρίου 1946, το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 17 Ιανουαρίου στο Λονδίνο. Πρώτος Γενικός Γραμματέας διορίστηκε την 1η Φεβρουαρίου 1946 ο Νορβηγός Trygve Lie, και στις 14 Δεκεμβρίου 1946 η Γενική Συνέλευση αποφάσισε να ιδρύσει την έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
Σήμερα, 70 χρόνια μετά από την ίδρυσή του, το 1945, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, με την κριτική να πυκνώνει, λόγω της προσφυγικής κρίσης και των συγκρούσεων που είναι σε εξέλιξη, βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά από μεγάλων διεθνών προκλήσεων.
Η διεθνής συγκυρία φαίνεται να επιβεβαιώνει ακριβώς το αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που διακηρύσσει ο Καταστατικός Χάρτης του διεθνούς οργανισμού, τα οποία δεν είναι άλλα από την διατήρηση με αποτελεσματικά συλλογικών μέτρων της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Η τρομοκρατία του Ισλαμικού Κράτους, ο «ψυχρός πόλεμος» γύρω από την ουκρανική κρίση, η πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας, το χάος στη Μέση Ανατολή. Αυτές είναι οι βασικότερες, αλλά όχι οι μόνες, πηγές έντασης.
21 οργανισμοί για την ειρήνη καταλογίζουν ήδη ευθύνες στον ΟΗΕ για την αποτυχία στην αντιμετώπιση του πολέμου στην Συρία. Στα μέσα Ιουλίου ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας Σαλίλ Σέτι μίλησε αναφορικά με την προσφυγική κρίση για μια «ντροπιαστική αποτυχία της διεθνούς κοινότητας».
Γι' αυτή την εξέλιξη ο πρώην πρέσβης της Γερμανίας στον ΟΗΕ Χανς Χάινριχ Σουμάχερ θεωρεί υπεύθυνα πρωτίστως τα κράτη-μέλη. Ο Σουμάχερ ασκεί κριτική κυρίως στη δομή του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα πέντε μέλη του οποίου (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο) μπορούν να ασκήσουν βέτο σε οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης.
Όπως φάνηκε στις περιπτώσεις της Συρίας και της Ουκρανίας, ισχυρίζεται ο Σουμάχερ, οι εθνικοί ανταγωνισμοί μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα. Παράλληλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι δύσπιστα απέναντι σε κάθε προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, που θα περιόριζε τη δύναμή τους.
Κριτική για τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα των Ηνωμένων Εθνών προκαλούν και οι νέες κατηγορίες για βιασμούς από κυανόκρανους. Ένας Γάλλος στρατιώτης, όπως και 14 ακόμη συμπατριώτες του που κατηγορούνται για κακοποίηση ανηλίκων, βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατηγορία του βιασμού νεαρής γυναίκας το 2014 στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Έρευνες για αντίστοιχες περιπτώσεις στην Αϊτή, το Κονγκό, τη Λιβερία και το Νότιο Σουδάν βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Από την εποχή της γενοκτονίας στη Ρουάντα το 1994 και της σφαγής στη Σρεμπρένιτσα το 1995 κυριαρχεί δυσπιστία στην κοινή γνώμη για την αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών αποστολών του ΟΗΕ.
Στην ιστορία του ΟΗΕ ωστόσο υπάρχουν και πολλές επιτυχίες. Όπως εξηγεί ο πρώην γερμανός πρέσβης στον ΟΗΕ Γκούντερ Πλόιγκερ στη Deutsche Welle, πλάι στην ενίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σημαντικότερη επιτυχία του οργανισμού υπήρξε η συμβολή του στην αποαποικιοποίηση: από το 1945 μέχρι το 2002 ο ΟΗΕ συνέβαλε με τη δράση του ώστε 120 αποικίες να γίνουν ανεξάρτητα κράτη. Κατά τη γνώμη του Πλόιγκερ, η διαδικασία αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στα κινήματα για τη δημοκρατία στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και κυρίως στην αποφυγή της βίας κατά την επανένωση των δύο Γερμανιών.
Πάραυτα οι περισσότερες δράσεις του δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες, μέλη του ΟΗΕ κατηγορήθηκαν για εμπόριο όπλων και ξέπλυμα χρήματος, πολλές καταγγελίες για λεηλασίες, φόνους και βιασμούς στις περιοχές που στάλθηκαν στρατεύματα του σημειώθηκαν, ενώ ο οργανισμός αυτός χρηματοδοτήθηκε από μεγάλες δυνάμεις (κυρίως ΗΠΑ) και μεγάλες τραπεζικές επιχειρήσεις-βιομηχανίες (π.χ. Ροκφέλερ, στους οποίους ανήκει το κτίριο που έχει την έδρα του ο οργανισμός αυτός), και μεγάλα πετρελαϊκά κράτη, όπως π.χ. Σαουδική Αραβία (που ενδιαφέρονται μόνο για την προώθηση των συμφερόντων τους και της ισλαμικής ιδεολογίας που υποστηρίζουν με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον οργανισμό να φτιάχνει εκθέσεις υπέρ των ομοθρήσκων τους ή και ψευδείς για υποτιθέμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους σε χώρες, π.χ. συνεχείς ψευδείς εκθέσεις ΗΠΑ-ΟΗΕ για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων στην χώρα μας, για αν δεν θέλει να του κοπεί η χρηματοδότηση), εφαρμόζοντας έτσι μία πολιτική δύο μέτρων και σταθμών υπέρ των μεγάλων και όχι μόνο δυνάμεων που τον χρηματοδοτούν, έναντι των συμφερόντων των περισσότερων μελών του.
Στις μέρες μας ο ΟΗΕ απαξιώνεται όλο και περισσότερο, ιδίως από την εποχή του προέδρου των ΗΠΑ, Μπους του νεότερου και ύστερα (ο οποίος εισέβαλε στο Ιράκ χωρίς την άδεια του οργανισμού και ο υπουργός εξωτερικών του Ράμσφελντ έλεγε πως δεν πιστεύει πως είναι απαραίτητος πια αυτός ο οργανισμός), ενώ και πολλά μέλη του ακόμα εισβάλουν σε άλλες χώρες χωρίς την άδεια και την έγκριση του (π.χ. Σαουδική Αραβία σε Υεμένη, Τουρκία σε Ιράκ, Συρία και παλαιότερα και στην Κύπρο), όπως παλαιότερα έκαναν και οι Γερμανία, ΕΣΣΔ, Ιταλία και Ιαπωνία στην Κοινωνία των Εθνών και οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση και διάλυση της.
Θα έχει ο ΟΗΕ την τύχη της ΚΤΕ; Δεν αποκλείεται και σύντομα είναι πιθανό να δούμε την κατάρρευση του διεθνούς συστήματος ασφαλείας για ακόμη μία φορά, η οποία θα οδηγήσει μέσα από έντονες συγκρούσεις στην αναδιαμόρφωση του κόσμου και στον ριζικό επαναπροσδιορισμό-επανασχηματισμό της γεωπολιτικής πραγματικότητας, όπως την ξέρουμε σήμερα.
https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/09/blog-post_13.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου