Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η
ολιγαρχία, εξ’ ορισμού, σηματοδοτεί τον αποκλεισμό μερίδας πολιτών από
τη διαχείριση της εξουσίας. Με άλλα λόγια είναι το πολίτευμα που
ελέγχουν συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις: «Γενικά, όταν δε δικαιούνται
όλοι να μετέχουν στο πολίτευμα, τότε το πολίτευμα είναι ολιγαρχικό».
(σελ. 259). Και βέβαια όταν λέμε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις
εννοούμε τις τάξεις των πλουσίων, αφού σε τελική ανάλυση τα κριτήρια που
θέτονται είναι ταξικά: «…. τα μέρη αυτά, οι εύποροι και οι άποροι,
φαίνεται να αποτελούν τα δύο σημαντικότερα μέρη της πόλης….. Συνεπώς η
υπεροχή του ενός ή του άλλου μέρους εγκαθιστά τα πολιτεύματα και γι’
αυτό πιστεύουν γενικά ότι τα πολιτεύματα είναι δύο, η δημοκρατία και η
ολιγαρχία». (σελ. 247).
Το
ότι η ολιγαρχία εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πλουσίων γίνεται φανερό
ακόμη και από τον τρόπο που ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τα τέσσερα είδη
της: «Το πρώτο είδος ολιγαρχίας εμφανίζεται, όταν περισσότεροι έχουν
περιουσία, μικρότερη όμως από την περιουσία που προϋποθέτουν τα άλλα
ολιγαρχικά είδη και όχι πολύ μεγάλη αυτή καθαυτή». (σελ. 261). Πρόκειται
για την ηπιότερη μορφή της ολιγαρχίας, αφού το κριτήριο της περιουσίας
τίθεται σε επίπεδα χαμηλά, ώστε να το πληρούν πολλοί: «Σε αυτό το είδος
πράγματι παρέχεται το δικαίωμα στον καθένα που αποκτά αυτή την
περιουσία, να μετέχει στην πολιτική εξουσία κι έτσι, επειδή οι άνθρωποι
που μετέχουν στο πολίτευμα γίνονται πολλοί, αναγκαστικά κυριαρχεί ο
νόμος και όχι οι άνθρωποι». (σελ. 261 – 263). Η διασφάλιση της
κυριαρχίας του νόμου είναι η διασφάλιση της πολιτειακής λειτουργίας μέσα
στο ορισμένο ολιγαρχικό πλαίσιο. Ο νόμος είναι η κατοχύρωση του
πολιτεύματος, αφού θέτει τους κανόνες που εξασφαλίζουν τη θωράκιση και
κατ’ επέκταση τη διαιώνιση της συγκεκριμένης πολιτειακής αντίληψης. Με
δυο λόγια, εφόσον η ολιγαρχική λογική αφορά τη διαχείριση της εξουσίας
σε σχέση με τον πλούτο του καθενός, ο νόμος είναι αυτός που θα
οριστικοποιήσει τις ανάλογες θεσμικές διατάξεις. Σε περίπτωση που ο
νόμος καταλυθεί, τότε δεν καταλύεται απλώς αυτό που ονομάζουμε
νομιμότητα με την έννοια της κοινωνικής γαλήνης ή ευταξίας, αλλά με την
ίδια την έννοια της πολιτειακής δομής που αλλάζει. Κάθε πολίτευμα, αν
θέλει να διατηρηθεί, οφείλει πρωτίστως να διαφυλάξει τη νομοθεσία που το
προστατεύει.
Το
δεύτερο είδος της ολιγαρχίας είναι πιο σκληρό απ’ το πρώτο, αφού τα
περιουσιακά κριτήρια γίνονται πιο απαιτητικά: «Αντίθετα, αν οι κάτοχοι
περιουσίας είναι λιγότεροι από εκείνους του προηγούμενου ολιγαρχικού
είδους και η περιουσία τους μεγαλύτερη σε μέγεθος, τότε έχουμε το
δεύτερο είδος της ολιγαρχίας». (σελ. 263). Η αύξηση των περιουσιακών
ορίων για τη συμμετοχή στα πολιτειακά τεκταινόμενα δεν είναι τίποτε άλλο
από την αύξηση των πολιτειακών απαιτήσεων που σταδιακά προβάλλουν οι
ισχυρές οικονομικές τάξεις: «Αυτοί έχοντας μεγαλύτερη οικονομική ισχύ,
απαιτούν να έχουν και περισσότερα δικαιώματα και έτσι εκλέγουν από
εκείνους που νομίμως δικαιούνται να εκλεγούν». (σελ. 263). Φυσικά αυτοί
που «νομίμως δικαιούνται να εκλεγούν» δεν είναι παρά άνθρωποι του ιδίου
οικονομικού αναστήματος. Βρισκόμαστε μπροστά στην υπεροχή της
πλουτοκρατίας, που μετατρέπει το πολίτευμα σε καθαρά προσωπική υπόθεση.
Υπό αυτούς τους όρους το να μιλά κανείς για τη διασφάλιση των
συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας είναι μάλλον περιττό. Το κουμάντο
το έχουν συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προσαρμόζουν το
πολίτευμα στα δικά τους μέτρα. Υπάρχει όμως μια σημαντική λεπτομέρεια.
Οι πλούσιοι, αν και κυριαρχούν, αν και επιβάλλουν το πολίτευμα που τους
βολεύει, δεν νιώθουν τόσο ισχυροί, ώστε να προβούν στην κατάλυση του
νόμου: «Καθώς όμως δεν είναι ακόμη τόσο ισχυροί, ώστε να εξουσιάζουν
χωρίς το νόμο, αποδέχονται το νόμο προσαρμοσμένο στην εξουσία τους».
(σελ. 263). Παρακολουθούμε και πάλι τη λειτουργία του νόμου ως
πολιτειακή εξασφάλιση. Το πολίτευμα στηρίζεται στους νόμους όσο
απροκάλυπτα κι αν χειραγωγείται. Οι νόμοι είναι τα προσχήματα που σε
κάθε περίπτωση πρέπει να τηρηθούν. Μόνο η απόλυτη ισχύς δε χρειάζεται
ούτε τα προσχήματα και οι πλουτοκράτες αυτού του δεύτερου είδους της
ολιγαρχίας δεν νιώθουν σίγουροι για κάτι τέτοιο.
Η
κλιμάκωση συνεχίζεται με την παρουσίαση του τρίτου ολιγαρχικού είδους:
«Εάν πάλι απαιτείται να έχουν μεγαλύτερη περιουσία, οπότε είναι
λιγότεροι οι κάτοχοί της, τότε εμφανίζεται το τρίτο είδος της
ολιγαρχίας. Σε αυτό η εξουσία μένει στα χέρια των ίδιων, αλλά με νόμο
επιβάλλεται η κληρονομική διαδοχή των προνομίων». (σελ. 263). Το καίριο
στοιχείο που εισάγεται εδώ είναι η κληρονομικότητα. Οι κάτοχοι του
πλούτου νιώθουν πλέον αρκετά ισχυροί για να περάσουν στη θεσμική
κατοχύρωση των προνομίων τους. Η αντίληψη του πολιτεύματος με
ιδιοκτησιακά δεδομένα, που κληροδοτούνται κιόλας, είναι η έπαρση των
ισχυρών που μετατρέπουν το πολίτευμα σε τσιφλίκι, δηλαδή το
προανάκρουσμα του περάσματος προς την τυραννία. Γιατί η ολιγαρχία αυτού
του επιπέδου, αν και δεν καταλύει επίσημα το νόμο, τον καθιστά τόσο
απροκάλυπτα υποχείριό της, που γίνεται σχεδόν διακοσμητικός. Η απαξίωση
του νόμου συντελείται ως κάτι απολύτως φυσικό, κάτι που επιφέρουν οι
ίδιες οι περιστάσεις. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για κάτι αναπόφευκτο, αφού
η κλιμάκωση της ολιγαρχίας που περνά την εξουσία σε όλο και λιγότερα
χέρια δεν μπορεί παρά να φτάσει στα έσχατα όριά της, δηλαδή στην
ανάδειξη των ελάχιστων, που καθορίζουν τα πάντα κατά βούληση.
Κι
αυτό είναι το σημείο που περνάμε στο τέταρτο και τελευταίο είδος της
ολιγαρχίας: «Όταν όμως υπεραυξηθεί η δύναμή τους σε περιουσίες και σε
πλήθος φίλων, η δυναστεία τέτοιου είδους πλησιάζει τη μοναρχία και
επομένως κυρίαρχοι του πολιτεύματος γίνονται οι άνθρωποι και όχι ο
νόμος». (σελ. 263). Το πέρασμα της θεσμικής υπόστασης του πολιτεύματος
από το νόμο στους ανθρώπους δεν είναι παρά η ανατροπή της ολιγαρχίας και
η μετάβαση στην τυραννία. Γι’ αυτό και η αναφορά του όρου «δυναστεία».
Για να γίνει αντιληπτό το απολυταρχικό πλέγμα της εξουσίας. Γι’ αυτό και
η αναγνώριση ότι «πλησιάζει τη μοναρχία». Για να επισημοποιηθεί η
ανάδειξη της αξεπέραστης ισχύος μεμονωμένων ανθρώπων. Η ίδια η έννοια
της ολιγαρχίας αποτελεί παρελθόν, αφού πλέον δεν υπάρχει η νομοθεσία που
θα την προστατεύσει. Το νέο πολίτευμα που προκύπτει δεν αφορά τον
αποκλεισμό κάποιων από τη διαχείριση της εξουσίας, αλλά τον αποκλεισμό
όλων. Η διαβεβαίωση ότι πρόκειται περί δυναστείας καθιστά σαφές το
αχαλίνωτο που μόνο η τυραννία μπορεί να εξασφαλίσει, αφού η ακύρωση του
νόμου μετατρέπει το δίκαιο σε υπόθεση προσωπική, δηλαδή
συμφεροντολογική. Γι’ αυτό και ο νόμος είναι η διασφάλιση της
ελευθερίας. Γιατί κατοχυρώνει τους κανόνες με τρόπο αδιάβλητο απέναντι
στις βλέψεις οποιουδήποτε. Αρκεί βέβαια να διαμορφώνεται ανεξάρτητα.
Γιατί αν αρχίσει να γίνεται υποχείριο συμφερόντων, τότε, εννοιολογικά
τουλάχιστον, έχει ήδη καταλυθεί.
Για
τον Αριστοτέλη η δυναμική του νόμου ως διασφάλιση των πολιτευμάτων δεν
επιβεβαιώνεται μόνο μέσα απ’ τα ακραία όρια της ολιγαρχίας που τελικά
την ανατρέπουν, αλλά και από την αντίστοιχη πορεία των μορφών της
δημοκρατίας. Γιατί όταν φτάνει στο τελευταίο είδος της δημοκρατίας, όπου
τα ψηφίσματα υποκαθιστούν το νόμο, όπου δηλαδή ο λαός μπορεί να
ακυρώσει το νόμο με παροδικές αποφάσεις, διαπιστώνει ότι και πάλι
οδηγούμαστε σε τυραννικές μεθοδεύσεις με την καταλυτική συνδρομή των
δημαγωγών: «Αυτό συμβαίνει, όταν είναι κυρίαρχα τα ψηφίσματα και όχι ο
νόμος, και οφείλεται στους δημαγωγούς…….. Όπου όμως οι νόμοι δεν είναι
κυρίαρχοι, εκεί εμφανίζονται οι δημαγωγοί. Διότι ο δήμος μεταβάλλεται σε
μονάρχη, όντας ένας που συντίθεται από πλήθος ανθρώπων, γιατί οι μάζες
επιβάλλονται κυριαρχικά, όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο». (σελ. 251).
Τελικά,
κατά τον Αριστοτέλη η τυραννία, ως έννοια, δεν έχει να κάνει τόσο με
τον αριθμό των ανθρώπων που παίρνουν τις αποφάσεις, όσο με το μέγεθος
της αυθαιρεσίας που επικρατεί από την ακύρωση του νόμου. Η κατάλυση του
νόμου στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι τίποτε άλλο από την
εμφάνιση του δημαγωγού που θα στρέψει τις αποφάσεις προς την κατεύθυνση
των συμφερόντων του. Ο δημαγωγός που κατευθύνει το λαό κατά βούληση
είναι ο τύραννος, που επιβάλλει την ατομική επιθυμία με άλλο τρόπο.
Δηλαδή με άλλα μέσα. Η βία του τυράννου είναι απολύτως άχρηστη μπροστά
στην πειθώ του δημαγωγού. Γιατί η πειθώ του δημαγωγού μπορεί στο τέλος
να επιφέρει τη λαϊκή οργή, αλλά διαμοιράζει και τις ευθύνες. Στο κάτω –
κάτω τις τελικές αποφάσεις τις παίρνει πάντα ο λαός. (Εξάλλου, ο
Αριστοτέλης έχει ήδη καταδείξει ότι ο λαός δυσαρεστείται όταν νιώθει
παραγκωνισμένος από τις πολιτικές αποφάσεις). Και η οργή του λαού μπορεί
να επιφέρει ανατροπές κι επαναστάσεις. Δεν υπάρχει πιο ασφαλής τυραννία
από εκείνη που διασφαλίζει συγκεκριμένα συμφέροντα με τη λαϊκή
συγκατάθεση. Είναι η τυραννία που έχει και την πίττα και το σκύλο. Κι
αυτός είναι ο ρόλος του δημαγωγού.
Η
φράση ότι σ’ αυτό το είδος της δημοκρατίας «ο δήμος μεταβάλλεται σε
μονάρχη» καταδεικνύει την τυραννία, αφού οι νόμοι υποχωρούν μπροστά στις
επιθυμίες του μονάρχη. Η εμφάνιση του δημαγωγού που μονοπωλεί το
πολιτικό ενδιαφέρον καθιστά σαφείς τις ψευδαισθήσεις περί λαϊκής
κυριαρχίας, αφού ο λαός, ως μονάρχης, άγεται και φέρεται από τους
συμβούλους του: «Σε αυτό» (εννοείται το είδος της δημοκρατίας) «μετέχουν
όλοι λόγω της επιβολής του πλήθους, επειδή οι πόλεις έγιναν πιο
πολυάνθρωπες από τις αρχικές και αυξήθηκε ο πλούτος τους από τις
προσόδους. Παίρνουν δε μέρος και ασχολούνται με την πολιτική ακόμη και
οι άποροι, εισπράττοντας μισθό……. Έτσι εξηγείται γιατί το πλήθος των
απόρων γίνεται το κυρίαρχο σώμα του πολιτεύματος και όχι οι νόμοι».
(σελ. 261). Και βέβαια το ζήτημα δεν αφορά τη συμμετοχή των απόρων στις
πολιτειακές διαδικασίες, αφού έτσι κι αλλιώς η ανωτερότητα της λαϊκής
κυριαρχίας έχει ήδη καταδειχθεί. Το ζήτημα αφορά τη μετατροπή του λαού
σε μάζα που πλάθεται σύμφωνα με τις επιδιώξεις των ανθρώπων που τη
χειραγωγούν.
Φυσικά,
το να συγκρίνουμε ευθέως την άμεση δημοκρατία που παρακολουθούσε ο
Αριστοτέλης με την κοινοβουλευτική των ημερών μας είναι μάλλον
παρακινδυνευμένο. Το ζήτημα είναι η κατάδειξη της πολιτειακής λογικής
και η συναίσθηση των ορίων που διέπουν τα πολιτεύματα σε σχέση με την
ισχύ του νόμου, δηλαδή η συνείδηση ότι η κατάλυση του νόμου (είτε έτσι
είτε αλλιώς) ισοδυναμεί με την ισοπέδωση του πολιτεύματος: «Αυτό είναι
το τέταρτο είδος της ολιγαρχίας, αντίστοιχο, με αντιστροφή των όρων,
προς το τελευταίο είδος της δημοκρατίας». (σελ. 263).
Κι
αφού διερευνήθηκαν τα όρια και τα είδη τόσο της ολιγαρχίας όσο και της
δημοκρατίας δε μένει παρά να καθοριστούν επαρκώς και τα είδη του
πολιτεύματος της αριστοκρατίας: «….. είναι δίκαιο να αποκαλείται
αριστοκρατία εκείνο μόνο το πολίτευμα στο οποίο ασκούν την εξουσία οι
άριστοι ακριβώς σύμφωνα με την αρετή και όχι καλοί άνθρωποι γενικά και
αόριστα». (σελ. 265). Ο άριστος πολίτης δεν καθορίζεται τόσο από τον
πλούτο όσο από την άσκηση της αρετής που έχει να κάνει με τη διαχείριση
των ζητημάτων της πόλης. Κι εδώ βέβαια συνδυάζονται και η πολιτική
ικανότητα και το μορφωτικό επίπεδο και το ήθος των ανθρώπων προκειμένου
να χαρακτηριστούν άριστοι: «Όπου δηλαδή με βάση όχι μόνο τον πλούτο αλλά
και την αρετή εκλέγονται οι άρχοντες, το πολίτευμα αυτό διαφέρει και
από την ολιγαρχία και από την πολιτεία και καλείται αριστοκρατικό».
(σελ. 265 – 267).
Όσον
αφορά τα είδη της αριστοκρατίας, ο Αριστοτέλης προτάσσει τρία: την
περίπτωση της Καρχηδόνας, την περίπτωση της Σπάρτης και την περίπτωση
που το πολίτευμα εκτρέπεται τείνοντας περισσότερο προς την ολιγαρχία:
«Όπου λοιπόν το πολίτευμα αποβλέπει στον πλούτο, στην αρετή και στο λαό,
για παράδειγμα στην Καρχηδόνα, είναι αριστοκρατικό. Αριστοκρατικό
είναι, και αν αποβλέπει στα δύο μόνο από αυτά, στην αρετή και στο λαό,
για παράδειγμα το σπαρτιατικό πολίτευμα, και υπάρχει μείξη των δύο
στοιχείων, της δημοκρατίας και της αρετής. Συνεπώς υπάρχουν και τα δύο
αυτά είδη αριστοκρατίας εκτός από το πρώτο, το άριστο είδος πολιτεύματος.
Τρίτο είδος είναι οι εκτροπές της αποκαλούμενης πολιτείας προς το
ολιγαρχικό πολίτευμα μάλλον». (σελ. 267). Το γεγονός ότι περιγράφει
τρεις περιπτώσεις αριστοκρατίας υπενθυμίζοντας και την περίπτωση που
αριθμεί ως πρώτη και αποκαλεί «άριστο είδος πολιτεύματος», την οποία
όμως, αν και καταγράφει δεν προσμετρά (γιατί τότε θα είχαμε τέσσερα είδη
αριστοκρατίας), δεν πρέπει να προκαλεί εντυπώσεις, αφού προφανώς το
πολίτευμα αυτό είναι το ιδανικό, όπως ο Αριστοτέλης το έχει στο μυαλό
του κι όχι όπως το έχει δει να πραγματώνεται κάπου. Πρόκειται δηλαδή για
μια υποθετική, προσωπικά ιδεατή περίπτωση πολιτεύματος, που φυσικά δεν
μπορεί να ταξινομηθεί ως πραγματικότητα σε μια μελέτη που αφορά τις
πρακτικές πολιτειακές εφαρμογές.
Το
γεγονός ότι το πολίτευμα της Σπάρτης το κατατάσσει στα αριστοκρατικά που
συνθέτουν τη δημοκρατία με την αρετή, χωρίς καν να αναφέρει τον όρο
ολιγαρχία (οι Σπαρτιάτες ήταν οι κατ’ εξοχήν ολιγαρχικοί), δε δείχνει
μόνο την προσωπική αριστοτελική εκτίμηση των πολιτευμάτων που διαφέρει
από όλες τις άλλες ή το βάθος της έρευνας που προτείνει ξεπερνώντας κάθε
επιφάνεια, αλλά και την εκτίμηση που έτρεφε στο σπαρτιατικό τρόπο
οργάνωσης, την οποία και θα διατυπώσει ευθέως όταν φτάσει στο
εκπαιδευτικό σύστημα, που οφείλει να είναι αλληλένδετο με το πολίτευμα.
Αντίθετα καθιστά σαφές ότι δεν έχει σε καμία εκτίμηση την αθηναϊκή
δημοκρατία, όπως τη βλέπει να λειτουργεί, αφού είναι προφανές ότι τη
φωτογραφίζει στην τελευταία δημοκρατική εκδοχή με την κατάλυση του
νόμου, τα ψηφίσματα και τους δημαγωγούς. Ενώ στη Σπάρτη βρίσκει ένα
πολίτευμα που συνδυάζει τη δημοκρατία με την αρετή στην Αθήνα συναντά
την πιο στρεβλή εκδοχή της δημοκρατίας (έτσι τουλάχιστον την
περιγράφει), που παρουσιάζεται περισσότερο ως τυραννία του όχλου παρά ως
πολίτευμα. Κι αυτός βέβαια είναι κι ένας λόγος που είχε εχθρούς. Γι’
αυτό κι αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει άρον – άρον μετά το θάνατο του
Αλέξανδρου. Γιατί είχε ήδη δρομολογηθεί το δικαστήριο, όπως και στην
περίπτωση του Σωκράτη. Στο βιβλίο «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός Λόγος»
αναφέρεται: «Η συνταγή για τα ανεπιθύμητα πρόσωπα ήταν στην Αθήνα γνωστή
από παλιά. Να βρεθεί ένας κατήγορος δεν ήταν καθόλου δύσκολο, και μια
μικρή αφορμή ήταν αρκετή για να απαγγελθεί κατηγορία για ασέβεια. Στην
περίπτωση του Αριστοτέλη την αφορμή την πρόσφερε ένα ποίημα που ο
φιλόσοφος είχε γράψει για τον αξέχαστο φίλο του Ερμία, που είχε βρει στο
μεταξύ μαρτυρικό θάνατο. Η κατηγορία βασίστηκε στο γεγονός ότι το
ποίημα αυτό του Αριστοτέλη είχε τη μορφή ενός παιάνα, του παραδοσιακού
ύμνου στο θεό Απόλλωνα. Ακριβώς το “έγκλημα” ήταν ότι χρησιμοποιήθηκε
αυτό το ποιητικό σχήμα για να υμνηθεί ένας κοινός θνητός – για τους
Αθηναίους, ας μη το έλεγαν, αυτός ο κοινός θνητός ήταν ένας δηλωμένος
φίλος του Φίλιππου, του βασιλιά της Μακεδονίας». (σελ. 147). Το κατά
πόσο είχε δίκιο ή όχι ο Αριστοτέλης στις απόψεις του είναι στην κρίση
του καθενός. Το σίγουρο είναι ότι η ελευθερία του λόγου στην Αθήνα ήταν
μάλλον επίφοβη. Ενδεχομένως, η αναχώρησή του στη Χαλκίδα να επίσπευσε
και το θάνατό του ένα χρόνο αργότερα.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», 2ος τόμος, μετάφραση Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2007.
Δημήτρης
Λυπουρλής, Δέσποινα Μωραϊτου, «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός λόγος»,
Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Έ έκδοση, Αθήνα 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου