Όταν το έτος 626 πολιορκήθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους
Αβάρους, η εικόνα της Παναγίας λιτανεύθηκε στα τείχη από τον Πατριάρχη Σέργιο
και η πολιορκία λύθηκε. Η σωτηρία της Πόλης αποδόθηκε στη Θεοτόκο και σύσσωμος
ο λαός αγρύπνησε στον ναό της Μονής ψάλλοντας το «Υπερμάχω».
Στον ίδιο ναό άρχισε η εορτή της Ορθοδοξίας μετά τη λήξη της
εικονομαχίας το έτος 843. Αν η Πόλη σωζόταν το 1453, πάλι εκεί θα ψαλλόταν ο
Ακάθιστος Ύμνος.
Κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας καταστράφηκε η εικονογράφηση
του ναού και χάθηκε η ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία σύμφωνα με την
παράδοση ξαναβρέθηκε το έτος 1030, κρυμμένη μέσα στον τοίχο, κατά τις εργασίες
ανακαίνισης που έγιναν επί αυτοκράτορα Ρωμανού Γ του Αργυρού.
Την παραμονή της Άλωσης, πριν βραδιάσει, ο αυτοκράτορας είχε
συγκεντρώσει τον λαό και όσους πολεμιστές δεν είχαν βάρδια στα τείχη και τους
μίλησε για να μη χάσουν τις ελπίδες τους. Μετά πήγαν όλοι μαζί στην Αγία Σοφία,
όπου παρακολούθησαν την «επιθανάτια λειτουργία». Είχε νυχτώσει όταν βασιλιάς
πήγε για τελευταία φορά στο παλάτι για να συγχωρεθεί με την οικογένεια και τους
υπηρέτες του. Πιθανότατα πέρασε και από τη Μονή Βλαχερνών για μια τελευταία
προσευχή πριν αναχωρήσει για το πόστο του στην πύλη του Ρωμανού.
Οι Τελευταίες Στιγμές
Μετά τον τραυματισμό και την απόσυρση του Ιουστινιάνη και
των στρατιωτών του από την πύλη του Ρωμανού, η άμυνα της Πόλης κατέρρευσε. Ο
αυτοκράτορας άκουγε πλέον με τα ίδια του τα αυτιά τους Τούρκους να πλησιάζουν
προς τη μεριά του. «Όποιος θέλει και μπορεί να σώσει τον εαυτό του ας το κάνει
και όποιος είναι έτοιμος να αντικρίσει τον θάνατο ας με ακολουθήσει», είπε σ'
αυτούς που τον περιέβαλλαν. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο
εξάδελφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Καλύτερα να
πεθάνω παρά να ζήσω». Αυτές οι λέξεις συνεπήραν καμιά διακοσαριά Έλληνες και
Ιταλούς, που προτίμησαν να ακολουθήσουν τον αυτοκράτορα στον θάνατο, παρά να
σώσουν το κεφάλι τους. Συνεπήραν και τον Καβάφη μετά από τεσσερισήμισι αιώνες,
που έγραψε: «...τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του τελευταίου αυτοκράτορα. Εν
τη απογνώσει του, εν τη οδύνη, ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει "Θέλω
θανείν μάλλον ή ζην''. Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο, πόσον καϋμό του γένους μας,
και πόση εξάντλησι οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν». Όταν ο αυτοκράτορας
αντίκρισε μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών να τρέχουν από τη μέσα μεριά του
τείχους, χίμηξε με το άλογό του να τους αποκρούσει. Δίπλα του ίππευαν ο Ισπανός
Δον Φραντζίσκο και ο Δημήτριος Κατακουζηνός και πίσω του ο Ιβάν ο Δαλματός. Ο
τελευταίος, κατά τον Φραντζή, θέρισε σαν τα χορτάρια με μια σπαθιά τους πρώτους
Τούρκους που βρήκε μπροστά του.
Πρώτος σκοτώθηκε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και λίγο μετά ο Δον
Φραντζίσκο, αφήνοντας μόνο τον Βασιλιά να πολεμάει απεγνωσμένα. Όταν ένας
Τούρκος στρατιώτης τον τραυμάτισε στο πρόσωπο, ο Κωνσταντίνος κραύγασε δυνατά:
«Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Δευτερόλεπτα μετά
ένας μαύρος στρατιώτης των Οθωμανών, που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, του
έκοψε το κεφάλι με μια δυνατή σπαθιά. Μέσα στην αναμπουμπούλα της μάχης δεν
γνώριζε αυτός ο στρατιώτης ότι σκότωσε τον τελευταίο αληθινό βασιλιά των
Ελλήνων, ούτε ότι με εκείνη τη σπαθιά σφράγισε το τέλος μιας ένδοξης αυτοκρατορίας,
που κράτησε συνολικά 1.123 χρόνια και 18 ημέρες.
Ο σουλτάνος έψαχνε τον Αυτοκράτορα ζωντανό ή νεκρό επί 3 ημέρες.
«Πού είναι ο καίσαρας, που είναι ο καίσαρας;», ρωτούσε συνέχεια. Ένας Σέρβος
στρατιώτης, που μαχόταν στο πλευρό των Οθωμανών, έδειξε ένα κομμένο κεφάλι στον
Μωάμεθ: «Αυτό είναι το κεφάλι του τσάρου Κωνσταντίνου, δοξασμένε κύριε», του
είπε θριαμβευτικά. Το είχε βρει, όπως ισχυρίστηκε, μπροστά στην πάλη του
Ρωμανού. Ο σουλτάνος ζήτησε από Έλληνες αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και ο
Λουκάς Νοταράς, να το αναγνωρίσουν και εκείνοι ξέσπασαν σε λυγμούς.
Το ακέφαλο σώμα του βασιλιά, που αναγνωρίστηκε από τις αυτοκρατορικές
περικνημίδες, ήταν τσαλαπατημένο από το πλήθος των Ελλήνων που εγκατέλειπαν την
πόλη για να αποφύγουν τη μανία των εισβολέων. Όπως και ο Λεωνίδας της Σπάρτης,
πέθανε στο πεδίο της μάχης σαν απλός στρατιώτης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων
ότι θα έχει φρικτό τέλος.
Η δόξα του Παλαιολόγου κοιμήθηκε επί τρεισήμισι αιώνες,
μέχρι να την ξυπνήσει ο Κολοκοτρώνης, χίλια μίλια μακριά, στις κορυφές του
αρκαδικού Μαινάλου: «Μόλις χάλασε η Πόλη, πυκνώθηκε παντού το σκοτάδι και
συνέβη στη φυλή μας ό,τι συμβαίνει στον κόσμο τη νύχτα. Τα αγκάθια κυμάτιζαν
στη γη των προγόνων μας, οι ξακουστές μας πόλεις χορτάριασαν και η φλογέρα του Έλληνα
βοσκού με τα λίγα γίδια ίσα που λαλούσε στα μνημεία των αρχαίων προγόνων μας».
Οι τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα περιγράφονται με συναρπαστικό
τρόπο στο βιβλίο: «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος - Η τελευταία νύχτα της Πόλης»
(Εκδ. Διόπτρα), που έγραψε το 1892 ο υπουργός Εξωτερικών του Βασιλείου της
Σερβίας Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς.
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς
Ο θρύλος λέει ότι την στιγμή που οι Τούρκοι μπήκαν στην
Πόλη, ο αυτοκράτορας έτρεξε καβάλα στο άλογό του να τους εμποδίσει. Πολλοί
εχθροί τον περικύκλωσαν κι εκείνος τους χτυπούσε και τους έκοβε με το σπαθί
του. Όταν σκοτώθηκε το άλογό του, αυτός έπεσε κάτω και συνέχισε να πολεμάει. Όταν
ένας μαύρος στρατιώτης σήκωσε το σπαθί του να τον χτυπήσει, άγγελος Κυρίου τον
παρέλαβε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί,
αφού τον έλουσε και έπλυνε τις πληγές του με μόσχο και μύρο, τον μαρμάρωσε και
του έστρωσε να κοιμηθεί σε κλίνη από βύσσο.
Όταν έρθει η ώρα, ο άγγελος θα ξυπνήσει τον βασιλιά και θα
του δώσει στο χέρι το σπαθί που είχε στη μάχη. Οι Τούρκοι το ξέρουν καλά αυτό,
μα δεν μπορούν να βρουν τη σπηλιά που είναι κρυμμένος ο βασιλιάς. Γι' αυτό
έχτισαν την πόρτα που ξέρουν πως απ’ αυτή θα μπει στην Πόλη για να τους κυνηγήσει
ως την Κόκκινη Μηλιά...
Από
το «Η Άλωση Μέσα από τα Μάτια του Τελευταίου Αυτοκράτορα» / τα σκίτσα
από το Graphic Novel "1453" των Ορέστη Μανούσου - Νίκου Παγώνη (Anubis)
KO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου