Η Πολιορκία του Αλκαζάρ (Asedio del Alcázar de Toledo) αποτέλεσε
μια επική νίκη των εθνικιστών στο ξεκίνημα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Η
πολιορκία ήταν η βάση για την ιταλική ταινία του 1940, “L'assedio dell'Alcazar”,
σε σκηνοθεσία Augusto Genina, από όπου και η αφίσα. To Αλκαζάρ (ή Αλκάθαρ) αναδείχθηκε σε σύμβολο των εθνικιστών
γιατί ήταν η Σχολή Ευελπίδων της χώρας. Διοικητής της ήταν ο συνταγματάρχης
Μοσκαρδό (José Moscardó Ituarte). Στις 21 Ιουλίου 1936, βλέποντας τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των
αριστερών πολιτοφυλάκων που κατέφθαναν με κάθε μέσο από τη Μαδρίτη, φέρνοντας
μαζί τους και στοιχεία βαρέος πυροβολικού, κλείνεται στο μεσαιωνικό αραβικό
φρούριο του Τολέδο, το Αλκαζάρ. Αριθμούν μόνο 1100 ευέλπιδες, στρατιώτες,
χωροφύλακες και φαλαγγίτες συν 600 γυναικόπαιδα. Την επόμενη μέρα ο αρχηγός των
δημοκρατικών Καμπέγιο, μέσω τηλεφώνου, ζήτησε την άμεση παράδοση του φρουρίου
αλλιώς θα εκτελούσε το γιο του Μοσκαρδό, Λουίς, που είχαν συλλάβει οι
δημοκρατικοί. Ο Μοσκαρδό μίλησε με το γιο του στο τηλέφωνο και του ζήτησε να
πεθάνει ως Ισπανός εθνικιστής. Το φρούριο δεν επρόκειτο να παραδοθεί. Ο Λουίς
τον χαιρέτησε, φώναξε "¡Arriba España!" ("ζήτω η Ισπανία") ενώ ο συνταγματάρχης άκουσε
από το τηλέφωνο το πυροβολισμό που σκότωσε το 16χρονο γιο του. Η σκηνή αυτή
διασώθηκε και μεταφέρθηκε σε όλο τον κόσμο από ξένους δημοσιογράφους που ήταν
παρόντες.
Ο Φράνκο με τον Μοσκαρντό στο Αλκαζάρ |
Η πολιορκία διήρκησε μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου, όταν και οι πολιορκητές
μετά από 69 μέρες πολιορκίας εκκένωσαν την πόλη ακούγοντας ότι ο Φράνκο, που
προέλαυνε, βρίσκεται μία ανάσα από την πόλη και μη μπορώντας να κάμψουν την αντίσταση
των ηρωικών πολιορκημένων (μαζί τους πολλά γυναικόπαιδα) που ζούσαν στα υπόγεια,
χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς φάρμακα και αναισθητικά για τις εγχειρήσεις και
τρώγοντας τα άλογα της σχολής. Όταν στις 18 Σεπτεμβρίου ανατίναξαν το δυτικό
τείχος του Αλκαζάρ και όρμησαν στο εσωτερικό, θεωρώντας ότι οι πολιορκούμενοι είχαν
θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα, έκπληκτοί είδαν τα «φαντάσματα» να προβάλουν μέσα
από τα υπόγεια και να τους επιτίθενται με ό,τι είχαν στα χέρια τους φωνάζοντας «Ζήτω
η Ισπανία! Ζήτω ο Χριστός!». Άρχισαν να υποχωρούν αλαφιασμένοι κατρακυλώντας από
το κάστρο.. «Είχαν καρφώσει ένα κόκκινο κουρέλι τους στον πύργο μας, το ρίξαμε κάτω..»,
όπως θα περιγράψει ένας αυτόπτης μάρτυρας Μιγκουέλ Γκόμεθ Κασκαχάρες.
Από το βιβλίο του Δημητρίου Σούτσου «Ισπανικές Φλόγες»:
Στην καρδιά τής Ισπανίας, καμιά εβδομήντα τρία χιλιόμετρα
νοτιοδυτικά της Μαδρίτης, βρίσκεται το Τολέδο, η «Αυτοκρατορική πόλις», παλιά
πρωτεύουσα της Ισπανίας, με 90 εκκλησίες και 18 μοναστήρια, με βαριά
μεγαλοπρεπή μεσαιωνικά παλάτια, με στενούς δρόμους και μμ κεντρικό κορμό του το
Αλκαζάρ (ή όπως το λένε οι Καστιλλιάνοι, «Αλκάθαρ»).
Το Αλκαζάρ είναι ένα κάστρο που έκανε το Γάλλο συγγραφέα
Μωρίς Μπαρρές, που το είχε επισκεφθεί κάμποσο χρόνια πριν, να γράψει ότι «είναι
κατασκευασμένο μ' ένα ρυθμό βαρύ, σαν να διακηρύττει: «Δεν νοιάζομαι να φαίνομαι
όμορφο. Μου φτάνει (να νοιώθω) ότι οι κακοί τρέμουν και οι καλοί νοιώθουν
άσφάλεια». Αυτό το κτίριο είχε κριθεί κατάλληλο για να στεγάσει την Στρατιωτική
Ακαδημία Πεζικού της Ισπανίας. Άλλες στρατιωτικές μονάδες δεν υπήρχαν στο
Τολέδο, εκτός από τις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας όπλων και πυρομαχικών. Υπήρχαν
όμως αρκετά διαλεχτά στελέχη και, πάνω απ’ όλους, ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό,
Διοικητής της Κεντρικής Σχολής Ασκήσεων της Ακαδημίας.
ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό |
Στις 18 Ιουλίου 1936 ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό, μαθαίνοντας
ότι ο Στρατός της Αφρικής έχει επαναστατήσει, καλεί τους αξιωματικούς του και
τους ανακοινώνει:
«Κύριοι, η επαρχία του Τολέδου ενώνεται από σήμερα με την
Εθνική Εξέγερση!»
Κάπως υπερβολική η έκφραση γιατί στην πραγματικότητα ο
Μοσκαρντό δεν θα μπορούσε να στηρίζεται παρά μόνο στους ένοπλους άνδρες που
διέθετε, δηλαδή- κάπου 400 αξιωματικούς, λίγους ευέλπιδες και στρατιώτες, 625
περίπου αστυνομικούς και καμιά εκατοστή εθνικιστές του Τολέδου (από τους
όποιους 60 ήταν φαλαγγίτες) που έτρεξαν να πιάσουν τα όπλα μέσα στο Αλκάθαρ. Αυτούς
είχε... Κάπου 1150 οπλισμένους.
Μετά την έκρηξη της επανάστασεως από τον Φράνκο στην Αφρική,
όλη η περιοχή της επαρχίας Τολέδου, με μοναδική εξαίρεση το Αλκάθαρ, βρέθηκε
γρήγορα στα χέρια των Ερυθρών. Άλλωστε κι’ ο Μοσκαρντό δεν είχε βιαστεί να κηρύξει
το Στρατιωτικό Νόμο, με την ελπίδα, ότι θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα αποθέματα
πυρομαχικών. Η Κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, όμως, επείγεται να πατήσει πόδι στο
Αλκάθαρ. Υπάρχει ακόμα τις πρώτες μέρες τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Μαδρίτης
και Τολέδου. Στην αρχή ο υφυπουργός Ενόπλων Δυνάμεων του ζητεί να στείλει αμέσως
στη Μαδρίτη τα αποθέματα πυρομαχικών. Ο Συνταγματάρχης για να κερδίσει χρόνο,
ζητεί έγγραφο διαταγή. Νέες κυβερνητικές κλήσεις μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Επεμβαίνει
ο Κυβερνητικός στρατηγός Ρικέλμ:
- Θέλω να ξέρω αν μπορούμε να βασιστούμε σε σας. Απαντήστε
μου καθαρά.
- Για να υπερασπισθώ την Ισπανία ναι. Για να την προδώσω
όχι.
- Καλώς. Παραδώστε τα πυρομαχικά και τα όπλα που βρίσκονται
στα εργοστάσια.
- Δεν μπορώ να τα παραδώσω στην Ερυθρά μιλίτσια.
- Πολύ καλά. Θα έρθω εγώ να τα παραλάβω.
- Σύμφωνοι, Στρατηγέ μου.
Αλλά ένας πολίτης, ο υπουργός Λαϊκής Μορφώσεως, διαδέχεται
τούς στρατιωτικούς. Το ύφος του είναι μειλίχιο μέχρις εγκαρδιότητος:
- Εκπληρώσατε αυτό που υπαγορεύει η συνείδησή σας. Η καλή
χειρονομία έγινε. Αλλά γιατί εξακολουθείτε, αφού δεν έχετε την παραμικρή ελπίδα
να κρατηθείτε; Θα ήταν μια αφέλεια, μια παιδαριώδης συμπαθητική αφέλεια,
συνταγματάρχα μου, και ίσως, υπό άλλας συνθήκας, άξια θαυμασμού. Αλλά υπό τας
παρούσας όχι. Νομίζω ότι πρέπει να υποχωρήσετε.
Σε λίγο ο Στρατηγός Ρικέλμ ξανακούγεται στο ακουστικό
δριμύτερος:
- Θα είσθε υπεύθυνος για την καταστροφή του Αλκαζάρ.
- Εκπληρώ το καθήκον μου ως Ισπανός, στρατηγέ μου.
- Έχω τάξει το πυροβολικό και τα τμήματα είναι έτοιμα. Έχω τα
μέσα να σας συντρίψω. Είναι η τελευταία φορά πού σάς δίνω την ευκαιρία ν’ αποφύγετε
την αιματοχυσία. Αν δεν υποχωρήσετε, θα διατάξω αμέσως επίθεση.
- Έ, λοιπόν, θα το δούμε! Μπορείτε να επιτεθείτε, όποτε
θελήσετε.
Αυτά ελέχθησαν στις 19 Ιουλίου. .
Σε λίγες μέρες θ’ αρχίσει η μάχη και, ταυτόχρονα, μια απ’
τις μεγαλύτερες εποποιΐες της Ιστορίας. Η Εποποιία του Αλκάθαρ.
Εκεί μέσα βρίσκονται κλεισμένοι, εκτός από τους 1.150
πολεμιστάς που προαναφέραμε, 520 γυναίκες και 50 παιδιά. Έχουν καταφύγει
προτιμώντας τους κινδύνους της πολιορκίας, απ’ τα κομμουνιστικά μαχαίρια. Ο διατιθέμενος
οπλισμός δεν είναι πολύ πλούσιος: 13 πολυβόλα, άλλα τόσα οπλοπολυβόλα, δυο
μικρά πυροβόλα με ελάχιστα πυρομαχικά και 500 τουφέκια. Τέλος, ένα εκατομμύριο
φυσίγγια, πού μετεφέρθησαν με καμιόνια απ’ τα εργοστάσια. Αυτά είν’ όλα. Όσο για τα τρόφιμα... Αλλά ας αφήσουμε να μας
τα πει καλύτερα ένας αυτόπτης μάρτυς. Ένας από τους ήρωες της εποποιίας, ο
δημοδιδάσκαλος Μιγκουέλ Γκόμεθ Κασκαχάρες, που, σ’ ένα απλό ημερολόγιο (που το
χρωστάμε στον Καζαντζάκη*) αποτύπωσε τις καθημερινές αναμνήσεις του απ’ τον αγώνα
του ανάμεσα στους ελευθέρους πολιορκημένους του Αλκαζάρ:
22 Ιουλίου. Μπήκαμε μέσα, κλείσαμε τις πόρτες. Ο Συνταγματάρχης
Μοσκαρντό έβγαλε διαταγή: «Παιδιά κουράγιο! Η τιμή τής Ισπανίας είναι στα χέρια
μας. Να μην παραδοθούμε! Θάρθουν οι δικοί μας να μας ελευθερώσουν. Φανείτε
παλικάρια. Ζήτω ή Ισπανία!».
Μετρηθήκαμε: 1.150 άντρες, 520 γυναίκες, 50 παιδιά, 97
άλογα, 27 μουλάρια. Η γυναίκα μου δεν πρόφτασε νάρθει. Καλύτερα! Καταγράψαμε τι
έχουμε και τι δεν έχουμε: τουφέκια, κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, νερό...
Βάλαμε τάξη. Κανονίσαμε που νά κοιμούνται οι γυναίκες, που οι άντρες, που τ'
άλογα και που τα μουλάρια. Ο Διοικητής κήρυξε το στρατιωτικό νόμο. Κατάσταση
πολιορκίας. Πιάσαμε τις θέσεις μας.
24 Ιουλίου. Σπάσαμε μερικά μαγαζιά και πήραμε ότι φαγώσιμα
βρήκαμε: ρύζι. μακαρόνια, όσπρια, λάδι, ελιές. καφέ. ζάχαρη. Δόξα σοι ό Θεός!
Πείνα δεν φοβόμαστε! Πόσες μέρες θα βαστάξει ή πολιορκία; Δέκα; Δεκαπέντε;
Θάρθουν οι δικοί μας να μας ελευθερώσουν. Το κανονίδι άρχισε. Οι κόκκινοι
ταμπουρώθηκαν στ' αντικρινά σπίτια, έπιασαν την πλατεία, άρχισε το πανηγύρι! Ο Διοικητής
μας μοίρασε σε τάγματα. Το «τάγμα του Σεμπλόν» να σκάβει κάτω από τη γη
λαγούμια, να ανατινάζει τις μίνες πού θα μας βάζουν οι κόκκινοι. Το «τάγμα
θανάτου» να κάνει εξόδους και να χυμάει να ανοίξει δρόμο... Εγώ γράφτηκα στο
τάγμα αυτό. Λυπούμαι τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Μα τι να κάνω; Ό Θεός
βοηθός!
27 Ιουλίου. Σήμερα σκότωσαν το γιο του Συνταγματάρχη
Μοσκαρντό.
Στις 23 Ιουλίου 1936, πρωί πρωί, η ηρεμία βασιλεύει στο Αλκαζάρ.
Περιμένουν όλοι τις πρώτες κανονιές, που δεν θα πρέπει ν’ αργήσουν. Ένας αξιωματικός
ειδοποιεί τον Συνταγματάρχη Μοσκαρντό, ότι τον ζητούν στο τηλέφωνο.
-Τι συμβαίνει;
- Νομίζω ότι
πρόκειται για το γιο σας, το Λουδοβίκο.
Ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό είχε τρεις γιους. Ο ένας
βρισκόταν στη Βαρκελώνη, οι δύο άλλοι βρισκόντουσαν στο Αλκαζάρ δύο μέρες
πρωτύτερα μαζί με τη μητέρα τους. Ο Συνταγματάρχης προτίμησε να διώξει τη
γυναίκα του και τα παιδιά του από το κάστρο απ’ όπου περίμενε το βέβαιο θάνατο,
νομίζοντας ότι θα έβρισκαν τη σωτηρία τους στο Τολέδο. Δεν φανταζόταν, ότι μια
γυναίκα με δύο ανήλικα παιδιά θα μπορούσαν μέσα στην πόλη να βρίσκονται σε
κίνδυνο.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ως πού μπορούσε να φτάσει η
κομμουνιστική κτηνωδία. Η γυναίκα και τα παιδιά του Μοσκαρντό πιάστηκαν απ'
τους αριστερούς. Κι αρχίζει ο περίφημος τηλεφωνικός διάλογος, που βρίσκεται
σήμερα γραμμένος με χρυσά γράμματα στους τοίχους Μοσκαρντό μέσα στο Αλκαζάρ και
που θα μείνει χαραγμένος παντοτινά στην Ιστορία για να διαιωνίζει τα αισθήματα
της τιμής και του καθήκοντος εκείνων πού ξέρουν πάντα να βάζουν πάνω απ' όλα
την πατρίδα τους, καθώς επίσης και την απανθρωπιά των κομμουνιστών σε όλη της
την έκταση:
- Εμπρός, εμπρός, εδώ ο αρχηγός της μιλίτσιας (Λαϊκής
πολιτοφυλακής).
- Είσθε υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα πού γίνονται. Σας
δίνω διορία 10 λεπτά για να παραδοθείτε. Αν δεν το κάνετε, θα τουφεκίσουμε το
γιο σας το Λουδοβίκο πού τον έχουμε κρατούμενο.
- Το πιστεύω.
- Για να ξέρετε, ότι σας λέω την αλήθεια, ο γιος σας, ο
Λουδοβίκος, παίρνει το ακουστικό.
-Μπαμπά...
- Τι κάνεις, παιδί μου;
- Λένε πως θα με τουφεκίσουν, αν δεν παραδοθείς.
- Ε, λοιπόν, σύστησε
την ψυχή σου στον Θεό και πέθανε σαν Πατριώτης.
- Σε φιλώ πολύ, μπαμπά!
- Σε φιλώ πολύ, παιδί μου!
Ο Αρχηγός της Μιλίτσιας ξαναπαίρνει το ακουστικό. Και ο
Μοσκαρντό, με φωνή πού διατηρείται σταθερή, του λέει:
- Μπορείτε να συντομέψετε τη διορία σας, γιατί το Αλκαζάρ
δεν θα παραδοθεί ποτέ!
Τα κομμουνιστικά τέρατα πραγματοποίησαν την απειλή τους. Ένα
παιδί 17 ετών, ο Λουδοβίκος Μοσκαρντό, έπεφτε για την τιμή τής Ισπανίας αισχρά
δολοφονημένο. Σήμερα, βρίσκεται θαμμένο σε μια γωνία του Αλκαζάρ, δίπλα στον
πατέρα του και τον άλλο αδελφό του που βρισκόταν στη Βαρκελώνη, όπου εκτελέστηκε
κι' αυτός από τα ερυθρά κτήνη.
(*) Ο Ν. Καζαντζάκης παρακολούθησε από κοντά τις μάχες του
πολέμου και τις περιέγραψε με θαυμαστή αντικειμενικότητα, αλλά και ενθουσιασμό,
σε ανταποκρίσεις που δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες σε καθημερινή εφημερίδα. Έζησε
τον πολεμικό πυρετό κοντά στους μπαρουτοκαπνισμένους μαχητές του Φράνκο και η
μαρτυρία του έχει ξεχωριστή βαρύτητα, γιατί ο συγγραφέας είχε για ένα καιρό
εντυπωσιαστεί από τις ιδέες του Λένιν και το σοβιετικό πρότυπο της δήθεν αταξικής
κοινωνίας. Οι Έλληνες κομμουνιστές, με τη δικτατορία που εξασκούν στον τύπο και
στους πνευματικούς ανθρώπους, δεν περίμεναν από τον Καζαντζάκη τέτοιες σελίδες.
Γι’ αυτό κρύβουν την αλήθεια που ξεπηδά μέσα από τις θαυμάσιες ταξιδιωτικές εντυπώσεις
του με τον τίτλο «Ισπανία». Προσπάθησαν να αποσιωπήσουν τελείως το έργο αυτό,
κατά την προσφιλή τακτική τους ή να υποβαθμίσουν τη σημασία του,
χαρακτηρίζοντάς το ως αδύνατο, γιατί δεν τους συμφέρει, ένας άνθρωπος που μέχρι
τότε θεωρούσανε για δικό τους, να πρεσβεύει διαφορετικές απόψεις από τα
υπαγορευμένα φληναφήματα των «δημοκρατικών τής Ισπανίας», αυτών των αθώων θυμάτων,
που στρατολόγησε η σταλινική Κομιντέρν, για να υποδουλώσει την ίδια την
Ισπανία. Είναι τρομερή αυτή η «συνωμοσία σιωπής» γύρω από την προσωπική
μαρτυρία του Νίκου Καζαντζάκη, που εξύφανε με μαεστρία το προνομιούχο ελληνικό
συνοδοιποριακό κατεστημένο των πνευματικών ανθρώπων, που προσπαθεί επί 50
χρόνια να διατηρήσει σε ενέργεια, ώστε
να μείνουν ξεχασμένοι τόσοι ηρωισμοί, που έφτασαν στα όρια του μύθου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου