Εβελίνα Χατζηδάκη
Σαν
πρώτη σκέψη η συνάντηση αυτή και οι φωτογραφίες πού γέμισαν τα ΜΜΕ όπως
συμβαίνει όταν συναντιούνται αρχηγοί κρατών παραπέμπει στην ξεφτίλα των
θεσμών και των προσώπων και δίκαια προκάλεσε ένα σωρό ειρωνικά σχόλια.
Όμως μια πιο προσεκτική εξέταση θα αναδείξει πιστεύω ένα «βάθος» που δεν
φαίνεται αμέσως και την υποψία ότι δεν ήταν καθόλου τυχαία, ότι δεν θα
έφτανε η σχέση με τους Βαρδινογιάννηδες για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Το
πράγμα είναι πιο σοβαρό, ο καλλιτέχνης μας είναι πιθανόν σε αποστολή.
Δύο είναι τα στοιχεία πού παραπέμπουν κατά τη γνώμη μου σε κάτι τέτοιο:
το ένα είναι η ανάγκη που έχουν οι ελίτ της παγκοσμιοποίησης να δόσουν
πολιτικές διαστάσεις σ’ αυτού του είδους την κουλτούρα την οποία
εκπροσωπεί ο κ. Ρουβάς και τη χρησιμότητα που βλέπουν στη διάδοσή της.
Το άλλο είναι η Κύπρος.
Για το πρώτο: είναι ένα φαινόμενο πού βαθαίνει και προχωράει όσο προχωράει και η παγκοσμιοποιητική διαδικασία, εντάσσεται δε σ’ αυτό που στη Γαλλία έχει ονομαστεί «soft ιδεολογία». Είναι μια ιδεολογία που ξεπηδάει μέσα από τα συντρίμια της κατάλυσης των διαφορών και των συγκρούσεων του παλιού κόσμου. Είναι μια ιδεολογία πού επιβάλλει την μη σύγκρουση σαν απόλυτη πολιτική ορθότητα ειδικά στις κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν κάθε λόγο να είναι οργισμένες. Δεν είναι ειρηνική ιδεολογία όπως θέλει να παρουσιάζεται, έχει μια κρυμμένη βία η οποία ασκείται ακριβώς πάνω σ’ αυτές τις ομάδες, τα έθνη και τα άτομα ώστε να προκαλέσει μια χειραγώγηση στην έκφραση κάθε έντονου συναισθήματος. Η «soft ιδεολογία» έχει την αντανάκλασή της τόσο στην πολιτική όσο και στην τέχνη. Η πολιτική σκέψη των μαζών θα πρέπει να αποκτήσει έναν ανάλαφρο και επιφανειακό χαρακτήρα που να αρμόζει σ’ αυτούς που έχουν πεταχτεί πια έξω από κάθε ουσιαστική συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία. Η πολιτική γίνεται ένα “life style” περιοδικό όπου σχολιάζονται τα προσωπικά, το ντύσιμο, τα κουτσομπολιά και οι ασήμαντες λεπτομέρειες από την ζωή των πολιτικών. Αντί για προγράμματα, τα κόμματα ρίχνουν βάρος στα ολιγόλεπτα προεκλογικά trailer που έχουν στόχο να εντυπωσιάσουν με την πρωτοτυπία και την ευρηματικότητά τους ακριβώς όπως και οι διαφημίσεις. Το ανάλαφρο στυλ αντικαθιστά σιγά- σιγά τις δραματικές συγκρούσεις του παρελθόντος πάνω σε ιδέες και αρχές για τις οποίες τόσοι άνθρωποι θυσίασαν τη ζωή τους.
Μια
τέτοιου είδους πολιτική καλείται να υπηρετήσει και η σημερινή αποδεκτή
τέχνη και να προετοιμάσει τον κόσμο γι αυτήν. Πρέπει να ξεχαστεί η
συγκλονιστική μουσική που ξεσήκωνε άλλες εποχές τα πλήθη. Εδώ
παρατηρείται ένα αντίστροφο φαινόμενο από τις εποχές εκείνες. Δεν είναι
πια η πολιτική η οποία, μέσα από τους αγώνες των μαζών, κατεβαίνει και
μετατρέπεται σε τέχνη, σε μουσική, σε ποίηση, αλλά το αντίθετο. Η τέχνη
της ανάλαφρης καθημερινότητας- που μπορεί να φτάνει και στην γελοιότητα-
των ανθρώπων που έχουν διώξει τους μεγάλους προβληματισμούς από την ζωή
τους, έτσι όπως είναι, ανεβαίνει, υιοθετείται και μετατρέπεται σε
πολιτική.
Ο Σάκης Ρουβάς είναι χαρακτηριστικό δείγμα μιάς τέτοιας διαδικασίας και του πώς το «Κούνα το, κούνα το» το «Θα σού κάνω μακαρόνια με κιμά για να φας και μασάζ στα πόδια αν πονάς» το «Έλα μου, έλα μου, είναι ακίνδυνη η τρέλα μου» κ.λ.π.,
μπορούν να φτάσουν μέχρι το προεδρικό μέγαρο και να εφοδιαστούν με
πολιτική σφραγίδα εμπλουτίζοντας την πολιτική με το επίπεδο τού
προβληματισμού και τής τέχνης που θα θέλαν οι ιθύνοντες να επιβληθεί για
να μπορούν να κυβερνούν τον κόσμο ανενόχλητοι.
Βέβαια, οι καλλιτέχνες που καλούνται να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο, εκτός απ’ αυτή την ποιότητα τής τέχνης την οποία ζητά η «soft ιδεολογία» χρειάζεται
να έχουν και κάποια πρόσθετα προσόντα τα οποία, αν δεν υπάρχουν,
φροντίζουν οι «αρμόδιοι» να αποκτηθούν, αλλά με τον Σάκη δεν χρειαζόταν
κάτι τέτοιο γιατί διαθέτει απ’ όλα.
Εννοώ
κάποιες διασυνδέσεις και υψηλή προστασία και κάποια δείγματα ότι
διαθέτει εκείνο το απαραίτητο και ακίνδυνο υποκατάστατο της πολιτικής
που ανοίγει τις πόρτες όχι μόνο του προεδρικού μεγάρου αλλά ποιος ξέρει
και ποιες άλλες: εκείνη δηλαδή την «ανθρωπιστική» ευαισθησία που κάνει
κάποιους και κάποιες να τρέχουν, κατά προτίμηση όταν τους βλέπει ο
φακός, εκεί που μαζεύονται οι άνθρωποι- συντρίμμια της εφαρμοσμένης
πολιτικής και να δείχνουν την προθυμία τους να βοηθήσουν, χωρίς βέβαια
να καταγγείλουν τις αιτίες αυτής της δυστυχίας.
Η
κουμπαριά του κ. Ρουβά με την κ. Μαριάννα Βαρδινογιάννη και η συμμετοχή
του στα φιλανθρωπικά σόου της φαντάζομαι ότι εκτιμήθηκε ιδιαίτερα. Και
βοήθησε βέβαια αλλά δεν ήταν αποκλειστικά αυτή που τον έστειλε στο
προεδρικό μέγαρο, ήταν το τόσο χρήσιμο είδος της τέχνης που εκπροσωπεί
αυτό που έκανε να τον εκτιμήσει η φιλάνθρωπος κυρία και να συνδεθεί
φιλικά μαζί του.
Επίσης,
πρόσθετο μπόνους πρέπει να του έδωσε η επιλογή του (κι αυτή ίσως όχι
τυχαία), για να ερμηνεύσει Μίκη θεοδωράκη. Αυτό στα πλαίσια μιας
γενικότερης επιχείρησης για κατεδάφιση μιας παλιότερης τέχνης που
ξεσήκωνε έντονα συναισθήματα, απαράδεκτα πια από τις “cool” επιταγές της
«soft ιδεολογίας». Και αφού δεν μπορούν να καταργηθούν κάποια έργα που
υπήρξαν και δε λένε να σβήσουν, ας επιχειρηθεί σκέφτηκαν να τους δοθεί
μια πιο «ανάλαφρη» εκδοχή.
Έτσι βγήκε η Τζούλια Αλεξανδράτου απαγγέλοντας Σεφέρη, ο Σάκης Ρουβάς να ερμηνεύει Θεοδωράκη και η Πάολα τον Μάνο Χατζιδάκι.
Υπάρχει όμως και άλλος λόγος πιο συγκεκριμένος για να έρθει ο Σάκης Ρουβάς στο προσκήνιο και να πάρει την προεδρική ευλογία: είναι η Κύπρος που τώρα βρίσκεται στο επίκεντρο των ανταγωνισμών, των απειλών, των συνομιλιών, των διαπραγματεύσεων και των γεωτρήσεων.
Δεν
ξέρω αν το προσέξατε, αλλά ο Σάκης αμέσως μετά την επίσκεψη στο
προεδρικό μέγαρο, έφυγε για την Κύπρο. Για ταξίδι του μέλιτος, λέει,
γιατί θυμήθηκε να παντρευτεί (είναι κι αυτό ένα είδος γραβάτας χρήσιμο
για την πολιτική καριέρα). Και διάλεξε την Κύπρο για το ταξίδι του γιατί
την αγαπάει αλλά πώς να μην σκεφτούμε κάτι παλιούς λογαριασμούς που
είχε να κλείσει με το μαρτυρικό νησί.
Ήταν το 1997
όταν ο «πρωτοπόρος» καλλιτέχνης μας είχε πάει στην Κύπρο για να δώσει
συναυλία στην πράσινη γραμμή μαζί με έναν Τούρκο στο όνομα της «συμφιλίωσης»,
αυτού του είδους τη συμφιλίωση που προωθούσαν από τα παγκοσμιοποιητικά
κέντρα που μοιάζει σα να απευθύνεται σε δυό που τσακώθηκαν στο γήπεδο
για την ομάδα τους και τους λες : «ελάτε
τώρα, δεν έγινε και τίποτα, λίγη παραπάνω ένταση, λίγος εκνευρισμός
λόγω του συνωστισμού, είπατε άσχημες κουβέντες, ξεχάστε τα γείτονες
είσαστε».
Η γνωστή «συμφιλίωση» που από χρόνια ζητούν από τους Ελληνοκύπριους αντιμετωπίζοντας τους σαν κάποιους που «κρατάνε μούτρα»
γιατί τους έσπρωξαν λίγο παραπάνω στον καυγά. Τους ζητούν να
συμφιλιωθούν με την άλλη κοινότητα χωρίς να αναφερθεί λέξη ούτε για την
τουρκική εισβολή και κατοχή, για το μοίρασμα του νησιού, τα
συρματοπλέγματα, την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων, για τα
εγκλήματα και τους βιασμούς τους εξαφανισμένους, τους αιχμαλώτους, για
τον εποικισμό, για τις διαρκείς απειλές και το καθεστώς του τρόμου.
Συμφιλίωση με την άλλη κοινότητα ναι, έχει νόημα και πρέπει να γίνει, με
τον τουρκικό στρατό όμως που είναι ακόμα εκεί, συμφιλίωση και μ’ αυτόν;
Τέτοια ερωτήματα δεν είχαν απασχολήσει τον Σάκη και μάλιστα είχε
διαλέξει τη μέρα της γενοκτονίας των Ποντίων
για να κάνει την εκδήλωσή του. Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσει την
οργή των ανθρώπων την οποία φοβήθηκε γιατί ήταν μεγάλη και έφυγε, πήγε στις ΗΠΑ για έξι μήνες μέχρι να ξεχαστεί το περιστατικό.
Τώρα
με την Κύπρο πάλι στο προσκήνιο είπε (ή του είπαν) ότι ήταν επίκαιρη
πάλι εκείνη η «συμφιλίωση» με τον τρόπο που είχε μπει τότε και με τις
ευλογίες πια του προέδρου μας του Πάκη. Και οι προβλέψεις για τώρα ήταν
πώς δεν θα είχε τις ίδιες αντιδράσεις.
Τι
κάναν δηλαδή τόσα χρόνια οι διάφορες Μ.Κ.Ο. μαζί με τα ιδρύματα των
διαφόρων πρεσβειών που φρόντισαν να κατακλείσουν το νησί και όλη η
υπόγεια προπαγάνδα από τους κατασκευαστές των συνειδήσεων, δεν θα είχαν
κάποιο αποτέλεσμα; Και πραγματικά όλα πήγαν καλά όπως αποδείχτηκε. Του
δώσαν εκεί κάποιο βραβείο, ανέβηκε και στη σκηνή μαζί με κυπριακά
συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές τους και ο Σάκης με τα
«μακαρόνια με κιμά» του και έγινε γεγονός η συνάντηση της κυπριακής
παράδοσης με την «σύγχρονη Ελλάδα».
Και πολύ φοβάμαι ότι ήταν προάγγελος της «συμφιλίωσης» που ετοιμάζουν με την κατάργηση του κυπριακού κράτους που υπάρχει, με επισημοποίηση των δύο γκέτων που
θα ονομάσουν «επανένωση» και με τον τουρκικό στρατό πάνω από τα κεφάλια
και των δύο κοινοτήτων αλλά βέβαια με τις τραγικές μνήμες του Νότου να
γίνονται πιο βαριές για τον κόσμο που δεν έχει αποδεχτεί τη «soft
ιδεολογία» της παγκοσμιοποίησης.
Ναι,
η Κύπρος στην ισοπεδωτική εποχή της κατάργησης των εθνών και με την
προοπτική της «εφικτής λύσης» που ετοιμάζεται, χρειάζεται το ανάλαφρο
στυλ ενός Σάκη για να τραβήξει την προσοχή από την εγκληματική συμφωνία η
οποία έχει αρχίσει να ξεπροβάλει από τον ορίζοντα.
Μακάρι
να κάνω λάθος αλλά φοβάμαι ότι η κουλτούρα του «Κοσμοπόλιταν» που
ταξίδευσε στην Κύπρο κάτι βαρύ που έρχεται πάει να σκεπάσει. Εδώ είμαστε
και θα τα ξαναπούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου