ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»
ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Η αναγνώριση από την πλευρά της Ελλάδας των Σκοπίων με ονομασία που θα περιέχει στο συνθετικό «Μακεδονία» ενδέχεται να αποδειχθεί μια από τις πιο λανθασμένες ενέργειες των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών από καταβολής του ελλαδικού κράτους. Συγκεκριμένα, θα προκύψει μια σειρά από δυνάμει αρνητικές συνέπειες.
Πάνω απ' όλα, ενδέχεται να προκύψει ένας επικίνδυνος ακρωτηριασμός της εθνικής ταυτότητας της Ελλάδας. Δεδομένου ότι τα Σκόπια επιδιώκουν να επιβάλουν μια ανάγνωση της Ιστορίας που θέτει την αρχαία Μακεδονία εκτός του πλαισίου της αρχαίας ελληνικής ταυτότητας και πολύ περισσότερο της διαχρονικής ελληνικής Ιστορίας, η αποδοχή από πλευράς της Ελλάδας του όρου «Μακεδονία» στο όνομα των Σκοπίων συνεπάγεται αναγνώριση της μη ελληνικότητας της αρχαίας Μακεδονίας. Για να το πούμε απλά, η επίσημη Ελλάδα θα εμφανιστεί να αμφισβητεί ακόμη και την ελληνικότητα του Αριστοτέλη.
Κάπου στο ψευτο-κρατίδιο των Σκοπίων... |
Επιπροσθέτως, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών, μετά τα αρχικά χαριεντίσματα, που θα υπάρξουν σε περίπτωση «συμβιβασμού» και αποδοχής από πλευράς της Ελλάδας σύνθετης ονομασίας, ενδέχεται να οξυνθεί και να περάσει σε πιο επικίνδυνα στάδια, με δεδομένο ότι για τα Σκόπια το όνομα «Μακεδονία» αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου «πακέτου» αμφισβήτησης της ελληνικής ιστορικής συνέχειας, της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας.
Άρα, ο ανταγωνισμός Ελλάδας - Σκοπίων, που σήμερα παραμένει «εγκιβωτισμένος» στο ζήτημα του ονόματος, μετά την «επίλυση» του εν λόγω ζητήματος ενδέχεται να ξεφύγει και να καταστεί ανεξέλεγκτος. Αντιθέτως σήμερα, με «ανεπίλυτο» το πρόβλημα της ονομασίας, οι δύο χώρες συνυπάρχουν σχετικώς αρμονικά και έχουν πολλαπλά συνεργατικά στοιχεία στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ο ρόλος της Ελλάδας και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ
Η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, που θα προκύψει περίπου αναπόφευκτα μετά την «επίλυση» του ονόματος, θα απομονώσει περαιτέρω τη Σερβία, θα περιορίσει τη δυναμική των σχέσεων Ελλάδας - Σερβίας και θα μειώσει τα απομεινάρια των ελληνορωσικών σχέσεων σχεδόν μέχρι εξαλείψεως. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η αντίληψη πως με την «επίλυση» του ζητήματος της ονομασίας και της εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ ενισχύονται δραστικά οι σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ είναι απλώς λανθασμένη. Αντιθέτως, αν η Ελλάδα έχει όντως επιλέξει να επενδύσει σε μια στιβαρή ελληνοαμερικανική γεωπολιτική σύζευξη, το απόλυτο και ολοκληρωτικό της συμφέρον είναι να αποτελεί η ίδια τον «άνθρωπο των Αμερικανών» στη Βαλκανική. Και αυτό σημαίνει ότι τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη θα πρέπει, όσο το δυνατόν περισσότερο, να βρίσκονται εκτός της αμερικανικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής ή ακόμη να είναι και εχθρικά έναντι των ΗΠΑ, έτσι ώστε να ενισχύεται ο ρόλος της Ελλάδας. Παρεμπιπτόντως, αυτό συνέβαινε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Ελλάδα εξασφάλιζε τη γεωπολιτική της σπουδαιότητα στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Δύσης, ακριβώς γιατί αποτελούσε ένα είδος «νησιού» στα κομμουνιστικά Βαλκάνια. Αν και άλλες χώρες των Βαλκανίων ήταν σύμμαχοι των ΗΠΑ, τότε ο ρόλος της Ελλάδας θα περιοριζόταν. Τόσο απλά. Φυσικά, για τις ΗΠΑ θα ήταν πολύ προτιμότερο να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερους συμμάχους στην περιοχή και όχι μόνο την Ελλάδα. Όμως αυτό δεν ισχύει για την Ελλάδα, στο πλαίσιο, επαναλαμβάνουμε, μιας άκρως φιλοαμερικανικής πολιτικής. Άρα, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ μιας φιλοαμερικανικής πολιτικής, με εθνικά όμως κριτήρια, και μιας πολιτικής που λειτουργεί ως προέκταση της πολιτικής των ΗΠΑ. Για την πρώτη μπορεί μεν να ασκηθεί εντονότατη κριτική, αλλά εν πάση περιπτώσει εδράζεται σε μια στοιχειωδώς ρεαλιστική και ορθολογική βάση. Η δεύτερη είναι απλώς μια πολιτική που στρέφεται ενάντια στα εθνικά συμφέροντα και την ίδια την εθνική υπόσταση. Και κάτι τέτοιο φαίνεται ότι συμβαίνει σήμερα. Με άλλα λόγια, η υποβοήθηση της ενσωμάτωσης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ στρέφεται ενάντια στον ρόλο της Ελλάδας, στο πλαίσιο μιας αυστηρά και απόλυτα φιλοαμερικανικής πολιτικής.
Ένα πιο εύθραυστο ΝΑΤΟ
Παρεμπιπτόντως, η αμερικανική στρατηγική να εντάξει τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ, έτσι ώστε να κλείσει το κενό ασφαλείας που θεωρεί ότι υπάρχει στην περιοχή και να περιορίσει τη ρωσική επιρροή, δεν διεκδικεί και κανένα βραβείο υψηλής στρατηγικής. Στην πραγματικότητα, είναι μάλλον απλοϊκή και έχει λογική μόνο ως σχήμα πάνω σε κάποιον χάρτη. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα προκύψει θα είναι ένα ακόμη πιο εύθραυστο ΝΑΤΟ, με πολλά αντιφατικά έως εχθρικά στοιχεία στις σχέσεις μεταξύ των μελών του. Και αν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ θεωρούν ότι μπορούν να ελέγξουν τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, είναι άραγε σίγουροι ότι μπορούν να κάνουν το ίδιο μεταξύ Αλβανών και Σκοπιανών σε βάθος χρόνου; Και αν προκύψει μια βίαιη αντιπαράθεση μεταξύ αυτών των δύο, πόσο αξιόπιστες θα είναι, για παράδειγμα, η συνοχή και η συνεπακόλουθη αποτρεπτική λειτουργία της Συμμαχίας έναντι τυχόν ρωσικών κεραυνοβόλων επιχειρήσεων στην περιοχή της Βαλτικής; Ιδιαίτερα δε αν οι επιχειρήσεις αυτές κινούνται «κάτω από το κατώφλι της πολεμικής αναμέτρησης», όπως αναφέρει το κείμενο για την Εθνική Ασφάλεια των ΗΠΑ, που έδωσε στη δημοσιότητα η αμερικανική κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 2017.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, η «επίλυση» του ονόματος των Σκοπίων με την αποδοχή από πλευράς της Ελλάδας του όρου «Μακεδονία» δεν είναι σίγουρο ότι θα επιλύσει το πρόβλημα στις σχέσεις των δύο χωρών. Αντιθέτως, μπορεί να το επιδεινώσει. Θα ακρωτηριάσει την αίσθηση εθνικής συνοχής της χώρας μας, υπονομεύοντας τη δυνατότητα διαμόρφωσης εθνοκεντρικών στρατηγικών που ταιριάζουν στο νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα. Θα περιορίσει και δεν θα ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας στο πλαίσιο της αμερικανικής γεωστρατηγικής, θα αποδυναμώσει τις ήδη άκρως αποδυναμωμένες σχέσεις Ελλάδας - Ρωσίας, ενώ μάλλον θα δυσκολεύσει τις σχέσεις Ελλάδας - Σερβίας. Επιπροσθέτως, ενδέχεται να οδηγήσει σε ένα εύθραυστο και αναξιόπιστο ΝΑΤΟ. Άρα, λοιπόν, τα μέλη του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των ελίτ της χώρας, που θα συνδέσουν το όνομά τους με αυτή την εξέλιξη, θα πρέπει να αναρωτηθούν πολύ σοβαρά για τη σοφία των επιλογών τους.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Περιοδικό «Επίκαιρα», αριθμός τεύχους 391, σελ. 40 - 41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου