Όπου
διαβάσετε γραμμένο το «Βιττόρι-Καποδίστρια» να ξέρετε ότι αυτοί που το
γράφουν, είναι «πολύ κακοί» άνθρωποι. Παλιάνθρωποι. Άτιμοι και Ρουφιάνοι
της Στοάς.
Με μια λέξη «Καθάρματα». του Σπύρου Χατζάρα
Η οικογένεια Καποδιστρίου είναι αρχαιοτάτη, αναγομένη μέχρις αυτού του ΙΓ' αιώνος μ. Χ.και οι ρίζες της ανιχνεύονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ησαν συγγενείς των Νικηταίων της Κωνσταντινουπόλεως και αποτελούν , «βλαστούς του ημετέρου γένους», κατά την έκφραση του Ιωάννου Κομνηνού του Δουκός.
Το 1205, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους , ένας κλάδος της οικογένειας των Νικηταίων κατέφυγε στον «δεύτερο Νώε», Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα, Άρτα που ίδρυσε το 1205 στην Αρτα, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Οι Νικηταίοι εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Αργυροκάστρου.
Η καταγωγή των Καποδίστρια επομένως, δεν ήταν «από το
ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής, (Capo d'Istria)», ούτε «από τη Βενετία», αλλά από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Δεσπότης της Ηπείρου και Βασιλέας της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, συμμάχησε με τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Χοχενστάουφεν, που τον είχε αφορίσει ο Πάπας, και έτσι πολλοί ευγενείς από την Ήπειρο, κυρίως τα δεύτερα και τρίτα αγόρια βρέθηκαν στον στρατό του Αυτοκράτορα στην Ιταλία.
Κατά το 1250 μ.Χ , «πρόγονός τις», των Καποδίστρια, «ανδραγαθήσας παρά τω αυτοκράτορι της Γερμανίας Φρειδερίκω τω Β'» [3],κατά την καταστρεπτική για τους Παπικούς μάχη της Τσίνγκολι στις 20 Αυγούστου 1250, έλαβε, «τον τίτλον και την κομητείαν της Ιουστινουπόλεως»,στο Παραθαλάσσιο Δουκάτο, (Herzogtum Meranien), που από το 1248 ειχε σπάσει σε μικρότερες ηγεμονίες.
Η περιοχή που δόθηκαν τα κτήματα και ο τίτλος στον πρόγονο των Καποδίστρια ήταν άκρως αμφισβητούμενη, καθώς την διεκδικούσαν το βασίλειο της Ουγγαρίας, το Δουκάτο της; Αυστρίας, ο Πατριάρχης της Ακυληίας, η Βενετία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το παραθαλάσσιο Δουκάτο της Μεράνιεν της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας , είχε πάψει να υφίσταται τυπικά με τον θάνατο του Δούκα Όθωνα Β’ Βίτελσμπαχ, που είχε ταχθεί με το μέρος του Πάπα Γρηγορίου και εκδιώχθηκε από τον Φρειδερίκο το 1247, αλλά το διεκδικούσε ο Πατριάρχης της Ακυληίας Μπερτόλδος φον Μεράνιεν, γιός του Δούκα της Μεράνιεν και αδελφός της Γετρούδης Μεράνιεν Βασίλισσας της Ουγγαρίας. Στο μεταξύ ο Μπέλλα της Ουγγαρίας που είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα του στον Φρειδερίκο της Αυστρίας τον νίκησε το 1246 και είχε επανέλθει στο προσκήνιο, ενώ ο Αυτοκράτορας είχε παραχωρήσει την υψηλή κυριότητα του Δουκάτου, από το 1245 στον Heinrich II von Schowenberg.
Μετά τη δολοφονία του Φρειδερίκου τον Δεκέμβριο του 1250, η περιοχή της Μεράνια έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα σε Γουέλφους και Γιβελίνους, και διαρκούς ανταγωνισμού ανάμεσα στην Βενετία και τον Πατριάρχη της Ακυιλίας.
Ο Πατριάρχης της Ακυιλίας που πήρε την εξουσία στο Κόπερ τον 13ο αιώνα το έκανε πρωτεύουσα της χερσόνησου της Ίστριας, και τη μετονόμασε σε Καπούτ Ιστριε (Caput Histriae), από όπου προέρχεται το όνομά Καποδίστριας.
Το 1291 η δυτική ακτή της Ίστρια περιήλθε στην Βενετία.
Η τοπική μεγάλη οικογένεια των Γουέλφων ήσαν οι Βέρτζι με τους οποίους βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση οι Καποδίστριες.
Οι Μαύροι Γουέλφοι, εκπροσωπούσαν κυρίως τα συμφέροντα των πλουσιότερων οικογενειών και τω Ιουδαίων τραπεζιτών και ήσαν στενά συνδεδεμένοι με τον πάπα.
Οι Καποδίστριες που ήσαν οικογένεια Γιβελίνων, έλπιζαν στην επάνοδο του αυτοκράτορα και μέχρι τον θάνατο του Κοράδου, (1254), και του Μανφρέδου, (1266), οι τίτλοι τους, επί της Ιουστινιανουπόλεως είχαν Αυτοκρατορική νομιμότητα.
Η τελευταία αναλαμπή , ήταν ο Ερρίκος Ζ΄ που ταξίδεψε στη Ρώμη για να στεφθεί αυτοκράτορας, στη θέση του Φρειδερίκου Β΄.
Η ενθρόνισή του, έγινε στις 29 Ιουνίου 1312. Κατά τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του, αναζωογόνησε την αυτοκρατορική επιρροή στην Ιταλία , επανέφερε υπό την αυτοκρατορική εξουσία τμήματα της βόρειας Ιταλίας, αντιμαχόμενος τους Γουέλφους της Φλωρεντίας. Ο Ερρίκος πέθανε στις 24 Αυγούστου 1313 στο Μπουονκονβέντο κοντά στη Σιένα.
Επειδή οι πρόγονοι των Καποδίστρια ήσαν προσκείμενοι πολιτικά στον Φρειδερίκο ανήκαν στους «Γιβελίνους» και ως Γιβελίνοι αντιμετώπισαν τους διωγμούς των Παπικών Γουέλφων.
«Καταδιωκόμενοι παρά του υπερισχύσαντος εν τη πόλει Καποντίστρια κόμματος του Πατριάρχου της Ακυληίας, ούτινος επί κεφαλής ίστατο η κραταιά οικογένεια Γουέρκη», οι αδελφοί Νικηφόρος, (Βίκτωρ), και Νικόλαος Καποδίστριαι, «αφίκοντο τω 1329 εις Κέρκυραν», που βρισκόταν ακόμα στην επικράτεια του βασιλείου της Νεαπόλεως .
«Εν Κερκύρα αποκαταστάντων των δύο τούτων αδελφών, ο Βίκτωρ ενυμφεύθη την μονογενή θυγατέρα του πλουσίου και ευγενούς Κερκυραίου κόμητος Κονδόκαλη και εκ του γάμου τούτου έλκει το γένος η οικογένεια του Καποδιστρίου».
Η Κέρκυρα είχε παραχωρηθεί το 1224, από το Δεσπότη της Ρωμανίας και Δούκα της Πελοποννήσου Εμανουήλ Κομνηνό, στον Ιωάννη Κομνηνό ,του οποίου εγγονός ήταν ο Γεώργιος Μαρμοράς, «βλάστημα του ημετέρου Γένους», προς τον οποίο είχε παραχωρηθεί ως φέουδο το νησί.
Επομένως όταν το 1259 η Κέρκυρα δόθηκε ως προίκα στην Ελένη Αγγελίνα οι Μαρμοράδες έγιναν βασάλοι, των Χοχενστάουφεν και επομένως Γιβελίνοι.
Προς αυτούς κατέφυγαν για προστασία από τους παπικούς Γουέλφους, το 1329 ,
οι αδελφοί Νικόλαος και Νικήτας, (Βίκτωρ), Καποδίστριες, οι έλκοντες την Καταγωγή από το Βυζαντινό Γένος των Νικηταίων.
Οι Καποδίστριες εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα το 1329, πριν την κατάληψη της από τη Βενετία, και το 1386 συμμετείχαν στις μάχες για την κατάληψη των φρουρίων των Κορυφών, του Αγγελόκαστρου και της Κασσιόπης από τους Ανδεγαυούς, και για αυτό συμμετείχαν εξ αρχής στο «Συμβούλιο της Κοινότητας».
Οι αδελφοί Καποδίστρια, πέρασαν στην Κέρκυρα το 1329 τη χρονιά που οι Ενετοί κατέγραψαν τους Βιττόρι. Επομένως οι Καποδίστριες δεν ειχαν ποτέ το όνομα Βιττόρι που έλαβαν ΄΄οσοι έμειναν πίσω και έγιναν καθολικοί. Και επειδή έγιναν καθολικοί οι άλλοι οι ορθόδοξοι τους ….διέγραψαν.
Η οικογένεια των Καποδιστρίων ανήκε στους «nobili» από το 1386, και επομένως είναι εντελώς εσφαλμένο το ότι «προεγράφησαν μεταξύ των ευγενών οικογενειών της Κερκύραςτο 1477» και ότι δήθεν, «η οικογένεια Καποδίστρια στα αρχεία των ευγενών της Κέρκυρας το 1477 αναφερόταν ως καθολική». Άλλωστε δεν υφίσταται ούτε έχει δημοσιευτεί και δεν υπάρχει απολύτως κανένα έγγραφο «του 1477», στο οποίο αναφέρονται οι Καποδίστριες ως «Καθολικοί» , ενώ το λεγόμενo «Libro d' Oro», αποφασίστηκε να συνταχθεί το 1572.
Η οικογένεια χωρίστηκε νωρίς σε τέσσερις κλάδους. Αρχηγέτης του κλάδου στον οποίο εντάσσεται ο κυβερνήτης αναφέρεται ο Ιερώνυμος Καποδίστριας, δευτερότοκος γιός του Βίκτωρα Καποδίστρια. Ο Βιάρος Καποδίστριας ήταν εγγονός του Ιερώνυμου.
Οι Καποδίστριες πολέμησαν στην άμυνα κατά των γενοβέζων το 1403 και στις μάχες για την απόκρουση το Τούρκων το 1431, το 1537, το 1571, και το 1573, και επειδή, ήσαν συγγενείς του Χριστόφορου Κονδόκαλη απέκτησαν γη και στο Εξαμίλιο όπως και η οικογένεια Κονδόκαλη, αλλά και στο Βουθρωτό και , ένας από τους Καποδίστριες βρισκόταν στη γαλέρα του Κοντόκαλη στη ναυμαχία του Ακτίου.
Ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι που έγραψε τη βιογραφία του Καποδίστρια αναφέρει ότι, «στην οικογένεια του υπήρχαν άνδρες που διακρίθηκαν πολεμώντας γενναία εναντίον των Τούρκων», και ως πλέον ενδόξους ονόμασε τον Αλοίζο, τον Στέλιο, τον Φραγκίσκο και τον Νικόλαο, οι οποίοι, «μνημονεύονται με δόξα στα χρονικά της πατρίδας τους».
Στο πρακτικό εκλογής του Συμβουλίου των 150 του 1560 , αναφέρεται ως εκλεγμένο μέλος του Συμβουλίου ο Νικόλαος Καποδίστριας. Το 1571, ο Αλεβίζος Καποδίστριας , ηγήθηκε της άμυνας των Χειμμαριωτών κατά των Τούρκων, και σχεδόν 100 χρόνια μετά, το 1669 , ο γιος του Βιάρου Καποδίστρια , Νικόλαος , τον οποίο είχαν εξορίσει από την Κέρκυρα λόγω μιας μονομαχίας με κάποιον από τους Κατσαΐτες, και ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, ασχολούμενος με το εμπόριο, δαπάνησε μεγάλα ποσά, για την απελευθέρωση Χριστιανών αιχμαλώτων από την πτώση του Χάνδακα. Σε εκείνον δόθηκε ο τίτλος του Κόμη και απόγονος του ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Το 1690 ο Γεώργιος, ο Φραγκίσκος και ο Σταύρος Καποδίστριες συγκρότησαν ιδία δαπάνη σώμα Χειμαρριωτών, και συμμετείχαν στην υπεράσπιση της περιοχής από τη νέα επίθεση των Τούρκων, και λίγο αργότερα το 1716, ο Φραγκίσκος και ο Βίκτωρ, (Νικήτας) Καποδίστριες διακρίθηκαν μαχόμενοι κατά την πολιορκία της Κερκύρας.
Αυτοί ήταν και οι τελευταίοι «στρατιωτικοί» της οικογένειας διότι η πολιτική της Βενετίας μετά το 1700 δεν επέτρεπε πλέον στους Έλληνες ευγενείς να εξελίσσονται στον στρατό για να μην καθίστανται επικίνδυνοι.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει επίσης τον Αντώνιο Καποδίστρια, αδελφό του Νικολάου και προπάππου του Ιωάννη, που στάλθηκε στην Πελοπόννησο το 1700 για να συγχαρεί τον Μοροζίνη για τις νίκες του κατά των Τούρκων ως έκτακτος απεσταλμένος της πόλεως της Κερκύρας.
Επίσης, αναφέρεται ο Άγγελος Καποδίστριας που ήταν μέλος της Κερκυραϊκής συγκλήτου το 1681 και ο Σπυρίδωνας Καποδίστριας, «Καντζελάριος της Πόλης της Κέρκυρας», που είναι ο συντάκτης του χειρόγραφου σημειώματος του 1754 σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών του Συμβουλίου των 150.
Δελτίο των 11
Με μια λέξη «Καθάρματα». του Σπύρου Χατζάρα
Η οικογένεια Καποδιστρίου είναι αρχαιοτάτη, αναγομένη μέχρις αυτού του ΙΓ' αιώνος μ. Χ.και οι ρίζες της ανιχνεύονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ησαν συγγενείς των Νικηταίων της Κωνσταντινουπόλεως και αποτελούν , «βλαστούς του ημετέρου γένους», κατά την έκφραση του Ιωάννου Κομνηνού του Δουκός.
Το 1205, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους , ένας κλάδος της οικογένειας των Νικηταίων κατέφυγε στον «δεύτερο Νώε», Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα, Άρτα που ίδρυσε το 1205 στην Αρτα, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Οι Νικηταίοι εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Αργυροκάστρου.
Η καταγωγή των Καποδίστρια επομένως, δεν ήταν «από το
ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής, (Capo d'Istria)», ούτε «από τη Βενετία», αλλά από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Δεσπότης της Ηπείρου και Βασιλέας της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, συμμάχησε με τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Χοχενστάουφεν, που τον είχε αφορίσει ο Πάπας, και έτσι πολλοί ευγενείς από την Ήπειρο, κυρίως τα δεύτερα και τρίτα αγόρια βρέθηκαν στον στρατό του Αυτοκράτορα στην Ιταλία.
Κατά το 1250 μ.Χ , «πρόγονός τις», των Καποδίστρια, «ανδραγαθήσας παρά τω αυτοκράτορι της Γερμανίας Φρειδερίκω τω Β'» [3],κατά την καταστρεπτική για τους Παπικούς μάχη της Τσίνγκολι στις 20 Αυγούστου 1250, έλαβε, «τον τίτλον και την κομητείαν της Ιουστινουπόλεως»,στο Παραθαλάσσιο Δουκάτο, (Herzogtum Meranien), που από το 1248 ειχε σπάσει σε μικρότερες ηγεμονίες.
Η περιοχή που δόθηκαν τα κτήματα και ο τίτλος στον πρόγονο των Καποδίστρια ήταν άκρως αμφισβητούμενη, καθώς την διεκδικούσαν το βασίλειο της Ουγγαρίας, το Δουκάτο της; Αυστρίας, ο Πατριάρχης της Ακυληίας, η Βενετία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το παραθαλάσσιο Δουκάτο της Μεράνιεν της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας , είχε πάψει να υφίσταται τυπικά με τον θάνατο του Δούκα Όθωνα Β’ Βίτελσμπαχ, που είχε ταχθεί με το μέρος του Πάπα Γρηγορίου και εκδιώχθηκε από τον Φρειδερίκο το 1247, αλλά το διεκδικούσε ο Πατριάρχης της Ακυληίας Μπερτόλδος φον Μεράνιεν, γιός του Δούκα της Μεράνιεν και αδελφός της Γετρούδης Μεράνιεν Βασίλισσας της Ουγγαρίας. Στο μεταξύ ο Μπέλλα της Ουγγαρίας που είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα του στον Φρειδερίκο της Αυστρίας τον νίκησε το 1246 και είχε επανέλθει στο προσκήνιο, ενώ ο Αυτοκράτορας είχε παραχωρήσει την υψηλή κυριότητα του Δουκάτου, από το 1245 στον Heinrich II von Schowenberg.
Μετά τη δολοφονία του Φρειδερίκου τον Δεκέμβριο του 1250, η περιοχή της Μεράνια έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα σε Γουέλφους και Γιβελίνους, και διαρκούς ανταγωνισμού ανάμεσα στην Βενετία και τον Πατριάρχη της Ακυιλίας.
Ο Πατριάρχης της Ακυιλίας που πήρε την εξουσία στο Κόπερ τον 13ο αιώνα το έκανε πρωτεύουσα της χερσόνησου της Ίστριας, και τη μετονόμασε σε Καπούτ Ιστριε (Caput Histriae), από όπου προέρχεται το όνομά Καποδίστριας.
Το 1291 η δυτική ακτή της Ίστρια περιήλθε στην Βενετία.
Η τοπική μεγάλη οικογένεια των Γουέλφων ήσαν οι Βέρτζι με τους οποίους βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση οι Καποδίστριες.
Οι Μαύροι Γουέλφοι, εκπροσωπούσαν κυρίως τα συμφέροντα των πλουσιότερων οικογενειών και τω Ιουδαίων τραπεζιτών και ήσαν στενά συνδεδεμένοι με τον πάπα.
Οι Καποδίστριες που ήσαν οικογένεια Γιβελίνων, έλπιζαν στην επάνοδο του αυτοκράτορα και μέχρι τον θάνατο του Κοράδου, (1254), και του Μανφρέδου, (1266), οι τίτλοι τους, επί της Ιουστινιανουπόλεως είχαν Αυτοκρατορική νομιμότητα.
Η τελευταία αναλαμπή , ήταν ο Ερρίκος Ζ΄ που ταξίδεψε στη Ρώμη για να στεφθεί αυτοκράτορας, στη θέση του Φρειδερίκου Β΄.
Η ενθρόνισή του, έγινε στις 29 Ιουνίου 1312. Κατά τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του, αναζωογόνησε την αυτοκρατορική επιρροή στην Ιταλία , επανέφερε υπό την αυτοκρατορική εξουσία τμήματα της βόρειας Ιταλίας, αντιμαχόμενος τους Γουέλφους της Φλωρεντίας. Ο Ερρίκος πέθανε στις 24 Αυγούστου 1313 στο Μπουονκονβέντο κοντά στη Σιένα.
Επειδή οι πρόγονοι των Καποδίστρια ήσαν προσκείμενοι πολιτικά στον Φρειδερίκο ανήκαν στους «Γιβελίνους» και ως Γιβελίνοι αντιμετώπισαν τους διωγμούς των Παπικών Γουέλφων.
«Καταδιωκόμενοι παρά του υπερισχύσαντος εν τη πόλει Καποντίστρια κόμματος του Πατριάρχου της Ακυληίας, ούτινος επί κεφαλής ίστατο η κραταιά οικογένεια Γουέρκη», οι αδελφοί Νικηφόρος, (Βίκτωρ), και Νικόλαος Καποδίστριαι, «αφίκοντο τω 1329 εις Κέρκυραν», που βρισκόταν ακόμα στην επικράτεια του βασιλείου της Νεαπόλεως .
«Εν Κερκύρα αποκαταστάντων των δύο τούτων αδελφών, ο Βίκτωρ ενυμφεύθη την μονογενή θυγατέρα του πλουσίου και ευγενούς Κερκυραίου κόμητος Κονδόκαλη και εκ του γάμου τούτου έλκει το γένος η οικογένεια του Καποδιστρίου».
Η Κέρκυρα είχε παραχωρηθεί το 1224, από το Δεσπότη της Ρωμανίας και Δούκα της Πελοποννήσου Εμανουήλ Κομνηνό, στον Ιωάννη Κομνηνό ,του οποίου εγγονός ήταν ο Γεώργιος Μαρμοράς, «βλάστημα του ημετέρου Γένους», προς τον οποίο είχε παραχωρηθεί ως φέουδο το νησί.
Επομένως όταν το 1259 η Κέρκυρα δόθηκε ως προίκα στην Ελένη Αγγελίνα οι Μαρμοράδες έγιναν βασάλοι, των Χοχενστάουφεν και επομένως Γιβελίνοι.
Προς αυτούς κατέφυγαν για προστασία από τους παπικούς Γουέλφους, το 1329 ,
οι αδελφοί Νικόλαος και Νικήτας, (Βίκτωρ), Καποδίστριες, οι έλκοντες την Καταγωγή από το Βυζαντινό Γένος των Νικηταίων.
Οι Καποδίστριες εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα το 1329, πριν την κατάληψη της από τη Βενετία, και το 1386 συμμετείχαν στις μάχες για την κατάληψη των φρουρίων των Κορυφών, του Αγγελόκαστρου και της Κασσιόπης από τους Ανδεγαυούς, και για αυτό συμμετείχαν εξ αρχής στο «Συμβούλιο της Κοινότητας».
Οι αδελφοί Καποδίστρια, πέρασαν στην Κέρκυρα το 1329 τη χρονιά που οι Ενετοί κατέγραψαν τους Βιττόρι. Επομένως οι Καποδίστριες δεν ειχαν ποτέ το όνομα Βιττόρι που έλαβαν ΄΄οσοι έμειναν πίσω και έγιναν καθολικοί. Και επειδή έγιναν καθολικοί οι άλλοι οι ορθόδοξοι τους ….διέγραψαν.
Η οικογένεια των Καποδιστρίων ανήκε στους «nobili» από το 1386, και επομένως είναι εντελώς εσφαλμένο το ότι «προεγράφησαν μεταξύ των ευγενών οικογενειών της Κερκύραςτο 1477» και ότι δήθεν, «η οικογένεια Καποδίστρια στα αρχεία των ευγενών της Κέρκυρας το 1477 αναφερόταν ως καθολική». Άλλωστε δεν υφίσταται ούτε έχει δημοσιευτεί και δεν υπάρχει απολύτως κανένα έγγραφο «του 1477», στο οποίο αναφέρονται οι Καποδίστριες ως «Καθολικοί» , ενώ το λεγόμενo «Libro d' Oro», αποφασίστηκε να συνταχθεί το 1572.
Η οικογένεια χωρίστηκε νωρίς σε τέσσερις κλάδους. Αρχηγέτης του κλάδου στον οποίο εντάσσεται ο κυβερνήτης αναφέρεται ο Ιερώνυμος Καποδίστριας, δευτερότοκος γιός του Βίκτωρα Καποδίστρια. Ο Βιάρος Καποδίστριας ήταν εγγονός του Ιερώνυμου.
Οι Καποδίστριες πολέμησαν στην άμυνα κατά των γενοβέζων το 1403 και στις μάχες για την απόκρουση το Τούρκων το 1431, το 1537, το 1571, και το 1573, και επειδή, ήσαν συγγενείς του Χριστόφορου Κονδόκαλη απέκτησαν γη και στο Εξαμίλιο όπως και η οικογένεια Κονδόκαλη, αλλά και στο Βουθρωτό και , ένας από τους Καποδίστριες βρισκόταν στη γαλέρα του Κοντόκαλη στη ναυμαχία του Ακτίου.
Ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι που έγραψε τη βιογραφία του Καποδίστρια αναφέρει ότι, «στην οικογένεια του υπήρχαν άνδρες που διακρίθηκαν πολεμώντας γενναία εναντίον των Τούρκων», και ως πλέον ενδόξους ονόμασε τον Αλοίζο, τον Στέλιο, τον Φραγκίσκο και τον Νικόλαο, οι οποίοι, «μνημονεύονται με δόξα στα χρονικά της πατρίδας τους».
Στο πρακτικό εκλογής του Συμβουλίου των 150 του 1560 , αναφέρεται ως εκλεγμένο μέλος του Συμβουλίου ο Νικόλαος Καποδίστριας. Το 1571, ο Αλεβίζος Καποδίστριας , ηγήθηκε της άμυνας των Χειμμαριωτών κατά των Τούρκων, και σχεδόν 100 χρόνια μετά, το 1669 , ο γιος του Βιάρου Καποδίστρια , Νικόλαος , τον οποίο είχαν εξορίσει από την Κέρκυρα λόγω μιας μονομαχίας με κάποιον από τους Κατσαΐτες, και ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, ασχολούμενος με το εμπόριο, δαπάνησε μεγάλα ποσά, για την απελευθέρωση Χριστιανών αιχμαλώτων από την πτώση του Χάνδακα. Σε εκείνον δόθηκε ο τίτλος του Κόμη και απόγονος του ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Το 1690 ο Γεώργιος, ο Φραγκίσκος και ο Σταύρος Καποδίστριες συγκρότησαν ιδία δαπάνη σώμα Χειμαρριωτών, και συμμετείχαν στην υπεράσπιση της περιοχής από τη νέα επίθεση των Τούρκων, και λίγο αργότερα το 1716, ο Φραγκίσκος και ο Βίκτωρ, (Νικήτας) Καποδίστριες διακρίθηκαν μαχόμενοι κατά την πολιορκία της Κερκύρας.
Αυτοί ήταν και οι τελευταίοι «στρατιωτικοί» της οικογένειας διότι η πολιτική της Βενετίας μετά το 1700 δεν επέτρεπε πλέον στους Έλληνες ευγενείς να εξελίσσονται στον στρατό για να μην καθίστανται επικίνδυνοι.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει επίσης τον Αντώνιο Καποδίστρια, αδελφό του Νικολάου και προπάππου του Ιωάννη, που στάλθηκε στην Πελοπόννησο το 1700 για να συγχαρεί τον Μοροζίνη για τις νίκες του κατά των Τούρκων ως έκτακτος απεσταλμένος της πόλεως της Κερκύρας.
Επίσης, αναφέρεται ο Άγγελος Καποδίστριας που ήταν μέλος της Κερκυραϊκής συγκλήτου το 1681 και ο Σπυρίδωνας Καποδίστριας, «Καντζελάριος της Πόλης της Κέρκυρας», που είναι ο συντάκτης του χειρόγραφου σημειώματος του 1754 σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών του Συμβουλίου των 150.
Δελτίο των 11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου