Παρότι η ύπαρξη ενός αριθμού σλαβόφωνων ή δίγλωσσων στη Βόρεια Ελλάδα δεν αμφισβητείται από κανέναν, εντούτοις παραμένει ανοιχτό ζήτημα εάν και σε ποιο βαθμό αυτοί έχουν συνείδηση ή ταυτότητα διακριτή. Η ιστορία των κινήσεων που προσπάθησαν να διεκδικήσουν το ρόλο του εκπροσώπου των «εθνικά μακεδόνων» στην Ελλάδα είναι από αυτή την άποψη ιδιαίτερα διδακτική.
Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια μετά τον Εμφύλιο στη Βόρεια Ελλάδα επικράτησε ένα καθεστώς αυταρχικής επιτήρησης. Οι πληγές του Εμφυλίου ήταν ανοιχτές, ο αντικομμουνισμός ήταν επίσημη ιδεολογία και θεσμική πρακτική και βέβαια ήμασταν στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Οι απαγορεύσεις στο τοπικό ιδίωμα και η αίσθηση ότι ολόκληρα χωριά ήταν υπό το άγρυπνο βλέμμα της χωροφυλακής και των μονάδων του στρατού κυριαρχούσε. Άλλωστε, λίγες δεκάδες χιλιόμετρα πιο βόρεια, στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», η επίσημη προπαγάνδα ήταν η  απελευθέρωση της «Μακεδονίας του Αιγαίου»…
ΠΗΓΗ http://www.in.gr/2018/06/21/politics/diplomatia/ouranio-tokso-ma-ki-ve-pos-apetyxan-na-ftiaksoun-meionotiko-kinima-sti-voreia-ellada/

Η πίεση

Η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί και μέχρι το τέλος της δικτατορίας. Άλλωστε, οι περιοχές αυτές είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλα προβλήματα, εξ ου και η μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό. Όμως, η αίσθηση πίεσης όπως και οι συνέπειες του Εμφυλίου, κύρια με τη διαίρεση οικογενειών στις δύο πλευρές των συνόρων, κυριαρχούσαν.
Στη Μεταπολίτευση η διάχυτη αίσθηση εκδημοκρατισμού έδινε ελπίδες ότι αυτό το καθεστώς θα άλλαζε. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη μαζική προσχώρηση δίγλωσσων κατοίκων στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Το βασικό αίτημα δεν ήταν τόσο η αναγνώριση κάποιας εθνικής ταυτότητας όσο η αποφυγή αδικιών π.χ. στους διορισμούς. Υπήρχε ταυτόχρονα το αίτημα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων από την Γιουγκοσλαβία.
Όμως, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, παρότι κάνει βήματα πιο ισότιμης μεταχείρισης αρνείται να ικανοποιήσει το αίτημα για επαναπατρισμό των σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων. Η σχετική νομοθεσία για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου αρνείται να δεχτεί τους «μη Έλληνες το γένος». Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι τα οι συγκεκριμένοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που βρέθηκαν στην προσφυγιά ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του «μακεδονικού» αλυτρωτισμού. Το ΚΚΕ θα υποστηρίξει ότι πρόκειται για αδικία σε βάρος τους αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν θα αλλάξει άποψη.


Διεκδίκηση της ταυτότητας

Την ίδια στιγμή μέσα στο κλίμα της «Αλλαγής» μια νεότερη γενιά θεωρεί ότι πρέπει να διεκδικήσει πιο αποφασιστικά την ταυτότητά της. Αυτό που διεκδικούν είναι περισσότερο η άρση του εμφυλιοπολεμικού κλίματος, δηλαδή να μπορούν να χρησιμοποιούν το ιδίωμα, να ακούγονται τα τραγούδια στα πανηγύρια με λόγια και να μην αισθάνονται πολίτες υπό επιτήρηση. Μια μειοψηφία, όμως, θεωρεί ότι πρέπει να διεκδικήσει ταυτότητα και προσδιορισμό «μειονότητας».
Οι διεργασίες αυτές συμπίπτουν και με την αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας και τη σταδιακή διεκδίκηση των επιμέρους ομοσπονδιακών οντοτήτων να αποκτήσουν καθεστώς κράτους (και αντίστοιχου έθνους). Στην περίπτωση των Σκοπίων έχουμε και τη δραστηριοποίηση και της «μακεδονικής» διασποράς που μάλιστα είναι πιο επιθετική.
Είναι άλλωστε η περίοδος λίγο πριν και λίγο μετά την «Πτώση του Τείχους» όταν στους διεθνείς οργανισμούς αναβαθμίζονται ζητήματα αναγνώρισης και προστασίας μειονοτήτων, μειονοτικών γλωσσών κ.λπ.
Τότε κατατίθεται και η πρώτη αίτηση δημιουργίας σωματείου για τα δικαιώματα των υποτιθέμενων «εθνικά μακεδόνων», με την κατάθεση αίτησης αναγνώρισης της Μακεδονικής Στέγης Πολιτισμού το 1989, η οποία και απορρίπτεται από το Πρωτοδικείο της Φλώρινας. Το 1990 αντιπροσωπεία «μακεδόνων» επισκέπτεται τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) στην Κοπεγχάγη. Ανάλογες επισκέψεις θα πραγματοποιηθούν τα δύο επόμενα χρόνια. Τότε είναι που γίνεται προσπάθεια να συγκροτήσουν ως ενιαία κίνηση τη Μακεδονική Κίνηση Βαλκανικής Ευημερίας (ΜΑ.ΚΙ.ΒΕ). Μέσα από τη δράση τους κατορθώνουν να υπάρξουν οι πρώτες αναφορές σε «μειονότητα» σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών αλλά και του Αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Το 1992, λίγο μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της πΓΔΜ ο αμερικανός πρόξενος συναντιέται στην Αριδαία με ντόπιους «μακεδόνες» ακτιβιστές. Η ΜΑΚΙΒΕ το Γενάρη του 1993 συγκροτείται ως κίνηση με όργανα ενώ λίγο καιρό μετά εκδίδεται η διαβόητη έκθεση του Helsinki Watch για την υποτιθέμενη μειονότητα.

Ανεξάρτητος υποψήφιος

Στις βουλευτικές εκλογές του 1993 για πρώτη φορά κατεβαίνει στη Φλώρινα ανεξάρτητος υποψήφιος εξ ονόματος ουσιαστικά της ΜΑΚΙΒΕ αλλά παίρνει μόνο μερικές εκατοντάδες ψήφους. Την επόμενη χρονιά φτιάχνεται το «Ουράνιο Τόξο». Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Τότε στο Ευρωκοινοβούλιο υπήρχε η ομάδα Rainbow που εκπροσωπούσε τοπικιστικά και αυτονομιστικά κόμματα.
Το νεοσύστατο κόμμα καταθέτει ψηφοδέλτιο για τις ευρωεκλογές αλλά αυτές, όπως και ορισμένων ριζοσπαστικών αριστερών ψηφοδελτίων, απορρίπτονται. Ξεσπά θόρυβος για την απαγόρευση κομμάτων, παρεμβαίνει και η ευρωομάδα του Ουράνιου Τόξου και τελικά επιτρέπεται σε όλα τα κόμματα να συμμετάσχουν στις εκλογές.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Τα επίσημα αποτελέσματα δίνουν στο κόμμα μόλις 7263 ψήφους. Τα ίδια τα μέλη του Ουράνιου Τόξου υποστηρίζουν ότι σε αυτές πρέπει να προστεθούν και άλλες 3328. Ακόμη και στο νομό Φλωρίνης οι ψήφοι δεν ξεπερνούν τις 2250 (5,7%).
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών και ανέδειξε μια πολύ απλή αλήθεια. Ότι στην Βόρεια Ελλάδα μπορεί να είναι αρκετοί εκείνοι που έχουν καταγωγή από σλαβόφωνες ή δίγλωσσες οικογένειες αλλά πολύ λίγοι στην πραγματικότητα εκείνοι που έχουν συνείδηση διακριτής «μειονότητας».



Επιπλέον, ήδη από τότε στα μάτια πολλών κατοίκων της περιοχής οι πρωτοβουλίες αυτές δεν έμοιαζαν πια προσπάθειες για να αρθούν επιπτώσεις του Εμφυλίου ή για να αναγνωριστεί μια γλωσσική και πολιτιστική αναφορά, αλλά απόπειρα συντονισμού με τις πολιτικές και τις βλέψεις της νεοσυσταθείσας πΓΔΜ. Και αυτό έκανε αρκετούς να αποστασιοποιηθούν. Αυτό το στοιχείο υπενθύμισε πρόσφατα και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Σέλτσας ο οποίος υποστήριξε σε σχέση με τη Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού ότι «διαφώνησα με το αίτημα, από τη στιγμή που διέβλεψα ότι διαλύεται η Γιουγκοσλαβία κι ότι θα δημιουργηθεί νέο κράτος. Από τη στιγμή εκείνη έφυγα, διότι σε καμία περίπτωση δεν ήθελα τη σύνδεση του σωματείου με τη νέα κρατική οντότητα. Το ξεκινήσαμε το 1988, εγώ αποχώρησα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας».