Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στην θερμοκρασία (της κλίμακας Φαρενάιτ) αυτανάφλεξης του χαρτιού. Το «Φαρενάιτ 451» έχει εκδοθεί στα ελληνικά, καθώς και σε μορφή κόμικς (εκδόσεις Μεταίχμιο), από όπου και κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες που σας παραθέτω στο τέλος. Σας το συνιστώ!
Βασικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Guy Montag, ένας πυροσβέστης που είναι παντρεμένος με μια εντελώς συμβιβασμένη και αφελή νοικοκυρά που ζει χωρίς κανένα νόημα στην ζωή της, χαπακώνεται και περνάει όλο της το χρόνο βλέποντας σαπουνόπερες που προβάλλονται σχεδόν σε όλους τους τοίχους του σπιτιού που έχουν μετατραπεί σε τεράστιες τηλεοπτικές οθόνες. Η κυβέρνηση με το να απαγορεύει την ανάγνωση βιβλίων και να προβάλλει σαπουνόπερες (που είναι «ζωντανές» αφού μπορεί να συμμετάσχει και ο τηλεθεατής) και αθλητικά, στοχεύει στην πλήρη αποβλάκωση του κόσμου, κάτι το οποίο φαίνεται να έχει καταφέρει. Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και κανείς πια δεν βγαίνει να κάνει μία βόλτα στο δρόμο ή να παρατηρήσει απλά καθημερινά πράγματα όπως τα σύννεφα, τα πουλιά, τους άλλους ανθρώπους κλπ. Εδώ είναι μια πρώτη «προφητεία» του έργου. Η εικόνα των αποβλακωμένων ανθρώπων που χάνονται μπροστά σε μία οθόνη δεν ανήκει πλέον στο μέλλον, αλλά την ζούμε σήμερα, όχι μόνο με τις τηλεοράσεις (και τις γιγαντιαίες οθόνες που είναι πραγματικότητα), αλλά με τα κινητά! Είναι συνηθισμένη πλέον η εικόνα να βλέπεις παρέες παιδιών και εφήβων στις πλατείες να κοιτάνε τα κινητά τους, να βλέπεις ζευγάρια που βγήκαν υποτίθεται για ένα καφέ, να κοιτάνε τα κινητά τους ή και ανθρώπους που ταξιδεύουν (μετρό, λεωφορεία) κολλημένους όλη την ώρα στα κινητά και αδιαφορώντας για το τι υπάρχει γύρω τους.
Ο προϊστάμενος του Guy, ο λοχαγός Beatty, τον διδάσκει ότι η
καύση των βιβλίων γίνεται «όχι με κυβερνητική εντολή», αλλά επειδή τα βιβλία
εκτοπίστηκαν από την δύναμη της εικόνας, αλλά και δέχτηκαν επίθεση από τις
ομάδες μειονοτήτων που λογόκριναν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους.
Στην ουσία, το κράτος «υπάκουσε στις μειονότητες». Εδώ άλλη μια τρομακτική «προφητεία»
του βιβλίου που επιμελώς την έχουν κρύψει ή υποβαθμίσει.
Ο Guy δείχνει να κρύβει μέσα του σπέρματα αμφισβήτησης της
δουλειάς του και της ζωής του εν γένει και όταν συναντά στον δρόμο μια νεαρή γειτόνισσά
του, την 17χρονη Clarisse McClellan, την οποία αρχίζει να συμπαθεί και η οποία θα
τον κάνει να ενδιαφερθεί για την ανάγνωση και τα βιβλία, η αμφισβήτηση μέσα του
θα φουντώσει. Αλλά μοιάζει απελπιστικά μόνος του. Κάποια στιγμή ο Guy μαθαίνει
ότι η Clarisse «σκοτώθηκε σε τροχαίο».
Μετά από την γνωριμία του με τον άλλοτε καθηγητή λογοτεχνίας
Φάμπερ και μια ομάδα «αντιδραστικών» που αποστηθίζουν τα βιβλία για να μην
ξεχαστούν ποτέ, αντιλαμβάνεται τη σημασία των βιβλίων και στρέφεται κατά των
συνεργατών του. Αποφασίζει να πάει "κόντρα στο ρεύμα"...
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1953. Πολλοί θεωρούν ότι επηρεάστηκε
από το κλίμα του μακαρθισμού, του αντικομουνισμού και της λογοκρισίας και άλλοι
θυμήθηκαν τους ναζί που έκαιγαν βιβλία. Συνεπώς, οι απανταχού liberal/αριστεροί έσπευσαν να θεωρήσουν
ότι ο συγγραφέας και το έργο του ανήκουν στον δικό τους κόσμο και ότι
καταγγέλλει «φασιστικές» πρακτικές κλπ. Είναι γνωστή η μέθοδος αυτή όλων των «προοδευτικών»/αριστερών
που στο θέμα του πολιτισμού, της τέχνης και του πνεύματος, παίζοντας χωρίς
αντίπαλο, χρησιμοποιούν το οποιοδήποτε έργο, διαστρέφοντάς το, ώστε να διαιωνισθεί
ο μύθος ότι είναι «θύματα καταπίεσης», ότι υπάρχει ο κίνδυνος του «φασισμού» και
να εξυπηρετηθεί γενικότερα η ατζέντα τους. Κορυφαίο παράδειγμα το «1984» του Όργουελ,
που ελάχιστοι ξέρουν ότι το κράτος του Μεγάλου Αδελφού που περιγράφει ο Άγγλος συγγραφέας
και οι αναφορές του περί «εγκλημάτων σκέψης» και «αστυνομίας της σκέψης» είναι εμπνευσμένες
από το σταλινικό μοντέλο.
Ο Bradbury από πολιτικής πλευράς όχι μόνο δεν ήταν liberal, αλλά ήταν σαφώς «συντηρητικών» απόψεων.
Θαύμαζε τον Ρήγκαν και απεχθανόταν τον Κλίντον, επαινούσε τον Charlton Heston, πρόεδρο της NRA, μιλούσε την γλώσσα των
ανθρώπων του Tea Party
όταν καλούσε για μία «νέα αμερικανική επανάσταση» και ήθελε τον Mel Gibson για
πρωταγωνιστή στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του, αλλά εκείνος τότε
είχε μπλεξίματα με την Oksana...
«Στο μυθιστόρημά του υπάρχει η big government, οι άνθρωποι παίρνουν
με μεγάλη ευκολία χάπια, φτάνοντας και στην αυτοκτονία, οι γυναίκες ψηφίζουν με
βάση το ποιος είναι όμορφος και παραιτούνται από τις ευθύνες της μητρότητας πετώντας
τα παιδιά τους μπροστά στις τηλεοράσεις. Η κουλτούρα της εύκολης και
υπερβολικής χρήσης φαρμάκων, της αυτοκτονίας, της άμβλωσης, της παραμέλησης των
παιδιών και της παθητικότητας. Σας θυμίζει κάτι;» ρωτάει με νόημα το The American Conservative.
Λέει ο διοικητής Beatty:
Το «Φαρενάιτ 451» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τριφό το 1966 με τους Τζούλι Κρίστι, Όσκαρ Βέρνερ (στον ρόλο του Montag) και Σίριλ Κιούζακ (από αυτήν την ταινία προέρχονται και οι εικόνες).
Ο Bradbury
γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1920, στο Waukegan του Illinois.
Ο πατέρας του αγγλικής καταγωγής και η μητέρα του σουηδικής. Οι γονείς του ήταν
Χριστιανοί Βαπτιστές που πήγαιναν αραιά στην εκκλησία και ο ίδιος θεωρούσε τον
εαυτό του θρησκευόμενο που όμως δεν ταύτιζε τις πεποιθήσεις του σε κάποια
εκκλησία, αλλά που έπαιρνε καθοδήγηση και από την Ανατολική και τη Δυτική παράδοση.
Θεωρούσε δε ότι η καριέρα του ήταν "κάτι που δόθηκε από το Θεό και είμαι
τόσο ευγνώμων, τόσο πολύ ευγνώμων.
Μεταξύ 1947 και 1948, ο Bradbury έγραψε τη σύντομη ιστορία «Bright Phoenix» (που δημοσιεύτηκε πολλά
χρόνια αργότερα, στο τεύχος Μαΐου του 1963 του περιοδικού Fantasy & Science Fiction) για έναν
βιβλιοθηκάριο που είναι αντιμέτωπος με έναν υπεύθυνο λογοκρισίας – καύσης βιβλίων,
με το όνομα Jonathan Barnes.
Στα τέλη του 1949, ο Bradbury ενώ περπατούσε αργά τη νύχτα
στον δρόμο, τον σταμάτησε ένας αστυνομικός και άρχισε να του κάνει ερωτήσεις.
Όταν ρωτήθηκε "Τι κάνεις;", ο Bradbury απάντησε, "Βάζω το ένα πόδι μπροστά από το άλλο..."
. Αυτό το περιστατικό τον ενέπνευσε να γράψει τη σύντομη ιστορία του 1951 "The Pedestrian" ("Ο
Πεζοπόρος"). Σε αυτό, ο Leonard Mead
παρενοχλείται και κρατείται από τον αστυνομικό που περιπολεί την πόλη (υπάρχει
μόνο ένας) επειδή έκανε βόλτες κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάτι που έχει γίνει
εξαιρετικά σπάνιο σε αυτό το μελλοντικό περιβάλλον: όλοι μένουν μέσα στα
διαμερίσματά τους και παρακολουθούν τηλεόραση σε τεράστιες οθόνες. Μόνος και
χωρίς κάποιο άλλοθι, ο Mead
μεταφέρεται στο «Ψυχιατρικό Κέντρο για την Έρευνα για τις Ρυθμιζόμενες Τάσεις»
για την περίεργη συνήθειά του. Το Fahrenheit 451 αργότερα θα αντικατοπτρίζει αυτό το θέμα μιας
αυταρχικής κοινωνίας που κρατά τους ανθρώπους κοιμισμένους χρησιμοποιώντας τα
μέσα ενημέρωσης.
Ο Bradbury
έγραψε πολλά σύντομα δοκίμια για την κουλτούρα και τις τέχνες, προσελκύοντας
την προσοχή των κριτικών στον τομέα αυτό, αλλά χρησιμοποίησε τη
μυθιστοριογραφία για να διερευνήσει και να επικρίνει την κουλτούρα και την κοινωνία
του. Ο Bradbury
παρατήρησε, για παράδειγμα, ότι το Fahrenheit 451 αγγίζει το θέμα της αλλοτρίωσης των ανθρώπων από
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης:
Λέει ο ίδιος: Γράφοντας το σύντομο μυθιστόρημα Fahrenheit 451 σκέφτηκα ότι
περιγράφω έναν κόσμο που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε τέσσερις ή πέντε δεκαετίες
από τώρα. Αλλά μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, στο Beverly Hills μια νύχτα, πέρασαν από
δίπλα μου ένας άντρας και η γυναίκα του μαζί με τον σκύλο τους. Στάθηκα και
τους κοίταζα έκπληκτος. Η γυναίκα κρατούσε στο ένα χέρι ένα μικροσκοπικό ραδιοφωνάκι,
με την κεραία να τρέμει. Από αυτό ξεπηδούσαν μικροσκοπικά καλώδια που έφταναν σε
ένα κομψό κώνο που ήταν συνδεδεμένος στο δεξί της αυτί. Να’ την λοιπόν, χωρίς
να δίνει σημασία στον άντρα της και το σκύλο, να ακούει ανέμους και ψίθυρους
και κραυγές από σαπουνόπερες, περπατώντας κοιμισμένη, κρατώντας έναν σύζυγο που
ίσως ούτε αυτός ήταν εκεί. Αυτό δεν ήταν μυθοπλασία».
Σε ένα δοκίμιο του 1982, έγραψε: "Οι άνθρωποι μου
ζητούν να προβλέψω το μέλλον, όταν το μόνο που θέλω να κάνω είναι να το
αποφύγω".
Από την άποψη της τεχνολογίας, ο Sam Weller σημειώνει ότι ο Bradbury "προέβλεψε τα
πάντα, από τις τηλεοράσεις επίπεδης οθόνης έως τα ακουστικά και τις τραπεζικές
μηχανές 24 ωρών".
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία και που ουδείς τόλμησε να
τονίσει από το έργο του Bradbury,
είναι ότι ο ίδιος είχε δηλώσει ότι το μυθιστόρημα λειτουργεί ως κριτική της
ανάπτυξης της πολιτικής ορθότητας που τότε είχε δειλά - δειλά κάνει την
εμφάνισή της:
Σε ερώτηση που του έγινε το 1994, για το «πώς αντέχει η
ιστορία του Fahrenheit
451 το 1994» απάντησε ως εξής:
«Σήμερα έχει μεγαλύτερη δύναμη επειδή τώρα έχουμε πολιτική ορθότητα.
Η πολιτική ορθότητα είναι ο πραγματικός εχθρός σήμερα. Οι ομάδες των μαύρων θέλουν
να ελέγξουν τη σκέψη μας και απαγορεύεται να πείτε ορισμένα πράγματα. Οι ομάδες
των ομοφυλόφιλων δεν θέλουν να τους επικρίνετε. Εδώ έχουμε έλεγχο σκέψης και έλεγχο της
ελευθερίας του λόγου» (“The black groups want to control our
thinking and you can’t say certain things. The homosexual groups don’t want you
to criticize them. It’s thought control and freedom of speech control”).
Εκπληκτική μοιάζει η «προφητεία» του αυτή σήμερα. Περιττό κάθε
άλλο σχόλιο.
Και τώρα το απίστευτο.
Το κανάλι HBO ξεκίνησε στις 19 Μαΐου 2018 να προβάλει την επανέκδοση του Fahrenheit 451, σε σκηνοθεσία
του ιρανικής καταγωγής Ramin Bahrani.
Ακολουθώντας τις επιταγές και τις νόρμες της πολιτικής ορθότητας που απαιτεί μαύρους
ηθοποιούς να υποδύονται ρόλους λευκών (blackwashing), ο ρόλος του πρωταγωνιστή Guy Montag δόθηκε στον μαύρο
ηθοποιό Michael B. Jordan.
Α, ο «κακός» ο λοχαγός Beatty παραμένει λευκός (Michael Shannon).
Αυτά τα οποία πρόβλεψε και προειδοποίησε ο συγγραφέας πήραν
σάρκα και οστά. Και η πολιτική ορθότητα πήρε την εκδίκησή της. Τόσο αθόρυβα και
τόσο κυνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου