Ένα
εξαιρετικό κείμενο για όσα προηγήθηκαν του πολέμου του Γιομ Κιπούρ,
για τις επιχειρήσεις και για το αποτέλεσμα. Το υπογράφει ο κ. Αλέξανδρος Γεωργακάκης, ο
οποίος βασίσθηκε σε έκθεση Αμερικανού Ταγματάρχη, σε
εξαιρετική διδακτορική εργασία για το Πανεπιστήμιο Τενεσί (επικαλούμενη
κυρίως τα απομνημονεύματα Ισραηλινών Αξιωματικών), σε μαρτυρίες των
πρωταγωνιστών στο πλαίσιο αφιερώματος του Al Jazeera, σε δημοσιεύματα
του αγγλόφωνου ισραηλινού τύπου κ.ά.
Τι είχε προηγηθεί του πολέμου
Το πρωί της 5ης Ιούνη 1967, σμήνη της ισραηλινής αεροπορίας βομβαρδίζουν ταυτόχρονα το σύνολο των στρατιωτικών αεροδρομίων της Αιγύπτου εξουδετερώνοντας εντός ολίγων ωρών την αιγυπτιακή αεροπορία.
Ακολουθεί η κατάληψη από τον ισραηλινό στρατό της χερσονήσου του Σινά και της Λωρίδας της Γάζας, της ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη που αποτελούσαν μέρος της Ιορδανίας και των συριακών Υψιπέδων του Γκολάν που ήσαν κρίσιμης σημασίας λόγω των υδάτινων πόρων τους
Μετά την ήττα αυτή, οι ηγεσίες Συρίας και Αιγύπτου άρχισαν να επανεξοπλίζουν τις Ένοπλες Δυνάμεις τους με σοβιετικό οπλισμό, ενώ, σε πρώτη φάση, είχαμε επιχειρήσεις παρενόχλησης του κατακτητή, μεταξύ άλλων και από Παλαιστινίους κομάντος.
Μετά το θάνατο του Γκαμάλ Αμπντελ-Νάσερ το 1970, την προεδρία της Αιγύπτου ανέλαβε ο Άνουαρ αλ Σαντάτ ο οποίος σύντομα (και ερήμην των υπολοίπων Αράβων) προσέγγισε τους Αμερικανούς προτείνοντας τους να μεσολαβήσουν για την επιστροφή των κατεχομένων αιγυπτιακών εδαφών – σύμφωνα με τον Κίσσιντζερ, ο Σαντάτ ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει το ιδρυθέν το 1948 κράτος του Ισραήλ (κίνηση πρωτοφανής για ηγέτη αραβικού κράτους).
Πράγματι, τον Ιούλη του ‘71, ο αρμόδιος Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζο Σίσκο εστάλη στο Τελ Αβίβ, χωρίς, όμως, να έχει εξουσιοδότηση από τον Νίξον να ασκήσει την απαραίτητη πίεση και έτσι έφυγε άπραγος.
Η Ισραηλινή πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιρ δεν αισθανόταν την ανάγκη για οποιαδήποτε απόσυρση από τα αιγυπτιακά εδάφη – υφίστατο δε κι ο φόβος της δεξιάς ισραηλινής αντιπολίτευσης, καθώς βέβαια και η αίσθηση στρατιωτικής υπεροχής και επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος μετά τον Πόλεμο του ‘67 (των Έξι Ημερών).
Ο δε Νίξον ήθελε να “κερδίσει” τους Αιγυπτίους και γι’ αυτό προσπαθούσε να δείξει ότι αναλαμβάνει σοβαρές μεσολαβητικές προσπάθειες, αλλά δεν ήταν έτοιμος να δυσαρεστήσει το φιλο-ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ.
Ο Σαντάτ έκρινε την διεξαγωγή “περιορισμένου πολέμου” ως το μόνο μέσο πίεσης για την απελευθέρωση των αιγυπτιακών εδαφών και συμφώνησε με το Σύρο ομόλογό του Χάφεζ αλ Άσαντ τη διεξαγωγή ταυτόχρονης επίθεσης από Βορρά (στα Υψίπεδα του Γκολάν) και Νότο (στη Χερσόνησο του Σινά) εντός του 1973 – ο Ιορδανός βασιλιάς Χουσέιν αρνήθηκε να συμπράξει.
Το στρατιωτικό δόγμα του Ισραήλ και οι κινήσεις Αιγύπτου-Συρίας πριν τον πόλεμο
Οι Ισραηλινοί είχαν επαναπαυθεί καθότι υπολόγιζαν:
1) σε υπεροχή στον αέρα
2) σε υπεροχή των αρμάτων τους Centurion, Μ-48 και Μ-60
3) στην αποτελεσματικότητα των οχυρωματικών τους έργων (γραμμή οχυρών Μπαρ Λεβ) επί της ανατολικής όχθης της Διώρυγας τους Σουέζ, όπου θα αρκούσε η επάνδρωση των οχυρών με μικρή δύναμη προκάλυψης για την διεξαγωγή άμυνας με την υποστήριξη τεθωρακισμένων δυνάμεων μέχρι την άφιξη της αεροπορίας και των ταχέως επιστρατευομένων μονάδων τους.
Κυρίως, όμως, υπολόγιζαν σε έγκαιρη προειδοποίηση από τις υπηρεσίες πληροφοριών ΑΜΑΝ (στρατού) και Μοσάντ για οποιαδήποτε σχεδιαζόμενη επίθεση – η προειδοποίηση, θεωρούσαν, θα επέτρεπε πέραν της έγκαιρης επιστράτευσης και την ανάληψη προληπτικών χτυπημάτων.
Οι Αιγύπτιοι και οι Σύροι επιτελείς τα γνώριζαν όλα αυτά, εργάζονταν δε υπό άκρα μυστικότητα. Χαρακτηριστική είναι η μετάβαση του Σύρου ΥΠΑΜ Αντιστράτηγου Μουστάφα Τλας στην Αίγυπτο με πολιτική περιβολή και με αιγυπτιακό διαβατήριο και άλλο όνομα ως απλού επιβάτη στο πλοίο της γραμμής.
Επιπλέον, παραπλάνησαν τους Ισραηλινούς σε σχέση με τις προθέσεις τους, συγκεντρώνοντας συχνά (και μάλιστα φανερά) δυνάμεις κοντά στις γραμμές εκεχειρίας στο πλαίσιο μεγάλης κλίμακας ασκήσεων.
Γνώριζαν ότι εν καιρώ πολέμου οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ βασίζονταν κατά κύριο λόγο σε εφέδρους Αξκούς, Υπξκούς και Οπλίτες και ότι δεν θα καλούσαν σε επιστράτευση κάθε φορά που διεξάγονταν στρατιωτικές ασκήσεις στα γειτονικά κράτη, παρά μόνο όταν θα είχαν ασφαλείς πληροφορίες περί σχεδιαζόμενης επίθεσης.
Πράγματι, τις παραμονές της επίθεσης, υπό το πρόσχημα τακτικών ετησίων ασκήσεων, Αιγύπτιοι και Σύροι μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες δυνάμεις, χωρίς να προκαλέσουν ιδιαίτερη ανησυχία στο ισραηλινό επιτελείο.
Παράλληλα, οι Σαντάτ και Άσαντ είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι φοβούνταν ισραηλινή επίθεση, εξ ου και η κινητικότητα.
Επίσης, οι ισραηλινές υπηρεσίες προέβλεπαν σύμφωνα με τις πληροφορίες τους ότι οι Αιγύπτιοι δεν θα αναλάμβαναν επίθεση πριν εκσυγχρονιστούν με σύγχρονα αεροσκάφη, βαλλιστικούς πυραύλους κ.ά.
Φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε και μία επιχείρηση παραπληροφόρησης από τους Αιγυπτίους: ο Άσραφ Μαρουάν, γαμπρός του Νάσερ και στενός συνεργάτης του νέου τότε προέδρου της Αιγύπτου Σαντάτ, κάποια στιγμή το 1971 είχε έλθει σε επαφή με τη Μοσάντ. Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη τού επικεφαλής της, σύντομα αναδείχθηκε στον Νο 1 πληροφοριοδότη των Ισραηλινών. Ήταν η περίφημη πηγή που προειδοποίησε τελικά για τη μέρα της επίθεσης, διαβεβαιώνοντας, όμως, ότι θα εκδηλωνόταν πιο αργά απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Ο τότε επικεφαλής της ΑΜΑΝ (Στρατιωτική Διεύθυνση Πληροφοριών του Ισραήλ) υποστήριξε αργότερα ότι επρόκειτο για διπλό πράκτορα, κάτι που φάνηκε να επιβεβαιώνει το 2007, μετά τον βίαιο και αδιευκρίνιστο θάνατο του Μαρουάν, ο τότε Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ.
Αιφνιδιασμός και απελευθέρωση αραβικών εδαφών
Όπως είχε συμφωνηθεί από Σαντάτ – Άσαντ, στις 1400 τοπική ώρα της 6ης Οκτώβρη 1973, ανήμερα της εβραϊκής αργίας του Γιομ Κιπούρ, εκδηλώνεται η ταυτόχρονη επίθεση.
Μετά από προπαρασκευαστικά πυρά Πυροβολικού, το αιγυπτιακό Πεζικό, Καταδρομείς και Μηχανικό περνούν στην απέναντι όχθη της Διώρυγας του Σουέζ καθ’ όλο το μήκος της και με μάνικες ανοίγονται περάσματα στα ύψους 20 μ. αναχώματα από άμμο των Ισραηλινών.
Οι Ισραηλινοί αιφνιδιάζονται πλήρως και τα οχυρά παραδίδονται εύκολα το ένα μετά το άλλο, ενώ οι Αιγύπτιοι αντιαρματιστές λαμβάνουν άριστες θέσεις μάχης και με μαλιούτκες (σοβιετικούς Κατευθυνόμενους Αντιαρματικούς Πυραύλους) θέτουν εκτός μάχης ολόκληρες ίλες αρμάτων που είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Εξίσου δυσάρεστη ήταν η έκπληξη που επιφυλάσσουν οι Αιγύπτιοι και στους Ισραηλινούς πιλότους των Skyhawk, Phantom και Μirage, καθότι αμέσως δυτικώς της διώρυγας είχαν ταχθεί τα πλέον σύγχρονα τότε σοβιετικά Αντι-Αεροπορικά (Α/Α) συστήματα (όπως το 2K12) – τα ισραηλινά αεροσκάφη καταρρίπτονται κι όσοι πιλότοι πετούν χαμηλότερα, αντιμετωπίζουν τα πυρά των ZU-23.
Η ισραηλινή κυβέρνηση εκλιπαρεί την Ουάσινγκτον για άμεση αποστολή στρατιωτικής βοήθειας και, σύντομα, οι Αμερικανοί στήνουν αερογέφυρα σωτηρίας του κράτους του Ισραήλ – ο Γ. Παπαδόπουλος είχε αρνηθεί τότε την παροχή των σχετικών διευκολύνσεων από την Ελλάδα.
Μάλιστα, οι Ισραηλινοί κατελήφθησαν από τέτοια ανησυχία, ώστε άρχισαν προετοιμασίες ακόμη και για χρήση πυρηνικών όπλων – από εκείνα που είχαν αναπτύξει τότε χάρη στους Γάλλους.
Αφού απέκρουσαν κάθε ισραηλινή αντεπίθεση, η 2η Στρατιά (βόρειος τομέας) και 3η Στρατιά (νότιος τομέας), αρκέστηκαν σε προγεφυρώματα βάθους περίπου 15 χιλιομέτρων, καθότι περαιτέρω προώθηση στο Σινά θα στερείτο Α/Α προστασίας – τούτο ακριβώς προέβλεπε άλλωστε και το σχέδιο των Αιγυπτίων επιτελών, παρότι στους Σύρους είχε παρουσιαστεί άλλο σχέδιο που προέβλεπε την κατάληψη των περασμάτων των βουνών της χερσονήσου του Σινά αρκετά ανατολικότερα.
Οι Ισραηλινοί ζήτησαν εκεχειρία από τους Αιγυπτίους οι οποίοι, όμως, απαιτούσαν απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων από όλα τα αιγυπτιακά εδάφη.
Ακριβώς την ίδια ώρα με την αιγυπτιακή επίθεση, εκδηλώθηκε και η συριακή με πυρά από αεροπορία και πυροβολικό.
Οι θέσεις μάχης των ισραηλινών αρμάτων πάνω στα υψώματα ήσαν ιδανικές και τα πυροβόλα τους έπλητταν τους επιτιθεμένους από απόσταση άνω των 4 χιλιομέτρων. Ήταν μεγάλη η απόσταση που έπρεπε να καλύψουν εκτεθειμένα τα άρματα μάχης (Τ-54, T-55 και T-62) και Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταφοράς Προσωπικού (BTR και BMP-1) των Σύρων, ενώ η αντιαρματική τάφρος και τα ναρκοπέδια τούς καθυστερούσαν έτι περαιτέρω, με το Μηχανικό να δέχεται σφυροκόπημα. Οι Σύροι υφίσταντο βαριές απώλειες, αλλά έδειξαν αποφασιστικότητα και υψηλό ηθικό. Διέθεταν, βέβαια, συντριπτική αριθμητική υπεροχή σε άρματα και πεζικό, ενώ η αεράμυνά τους απεδείχθη εξίσου αποτελεσματική μ’ εκείνη των Αιγυπτίων.
Τελικά, στην κατεύθυνση της κύριας προσπάθειας (νότια ζώνη ενεργείας) επετεύχθη διείσδυση. Επειδή δε οι Ισραηλινοί είχαν μόνο μία γραμμή άμυνας στα Υψίπεδα του Γκολάν και επιπλέον υστερούσαν στις νυχτερινές επιχειρήσεις, το πρωί της επόμενης μέρας οι συριακές δυνάμεις έφθασαν χωρίς αντίσταση κοντά στον Ιορδάνη και τη Θάλασσα της Γαλιλαίας.
Παράλληλα, μία συριακή μοίρα αλεξιπτωτιστών κατέλαβε τον κρίσιμο σταθμό παρακολούθησης των Ισραηλινών επί τους όρους Τζέμπελ ελ Σέιχ (όρος Ερμών).
Είχαν, επίσης, σχεδιαστεί καταδρομικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των γεφυρών του ποταμού Ιορδάνη που ήσαν κρίσιμες για την ενίσχυση της ισραηλινής άμυνας στα Υψίπεδα του Γκολάν. Όμως, οι επιχειρήσεις αυτές αναβλήθηκαν.
Το συριακό επιτελείο υπολόγιζε ότι οι ισραηλινές εφεδρείες δεν θα ρίχνονταν στη μάχη, παρά μόνο τρία 24ωρα μετά την έναρξη της επίθεσης, αλλά ο υπολογισμός αυτός απεδείχθη λάθος.
Το απόγευμα της 7ης Οκτώβρη, οι δύο συριακές μεραρχίες της κύριας προσπάθειας έχουν την ευκαιρία να προωθηθούν χωρίς αντίσταση και να κρίνουν την έκβαση του πολέμου υπέρ της Συρίας, αλλά λαμβάνουν διαταγή να σταματήσουν και να αναδιοργανωθούν. Αντί, λοιπόν, να ενισχυθούν οι δυνάμεις της κύριας προσπάθειας, εκδίδεται διαταγή να σταματήσουν και να περιμένουν έως ότου πέσει ο προβληματικός βόρειος τομέας και έτσι οι Ισραηλινοί κερδίζουν πολύτιμο χρόνο και ενισχύουν διάφορες θέσεις.
Οι Ισραηλινοί καταφεύγουν σε βομβαρδισμούς στόχων σε μεγάλες πόλεις της Συρίας (Δαμασκός, Λαττάκεια κ.α.) για να πιέσουν τη συριακή ηγεσία και οι Σύροι απαντούν αποσύροντας πολλά από τα Α/Α όπλα τους από το μέτωπο, κάτι που αντελήφθη η αντίπαλη πλευρά.
Οι Ισραηλινοί αντεπιτίθενται
Στις 9 Οκτώβρη, οι Ισραηλινοί, χάρη, εν μέρει, και στην ελευθερία δράσης που επανέκτησαν στον αέρα, απώθησαν τους Σύρους πίσω από την γραμμή εκεχειρίας του ‘67 (Μωβ Γραμμή).
Στις 11 Οκτώβρη, παρά τις επιφυλάξεις του Ισραηλινού ΥΠΑΜ Μοσέ Νταγιάν, πέρασαν τη “Μωβ Γραμμή” κινούμενοι προς τη Δαμασκό.
Την επόμενη μέρα, η ιρακινή 3η Τεθωρακισμένη Μεραρχία εμφανίζεται από το “πουθενά” και ακολουθεί εμπλοκή που αναγκάζει τους Ισραηλινούς να σταματήσουν. Όμως, οι Σύροι και οι Ιρακινοί δεν κατάφεραν να τους απωθήσουν.
Εν τω μεταξύ, ο Άσαντ ζητούσε από το Σαντάτ να τού εξηγήσει γιατί ο αιγυπτιακός στρατός σταμάτησε τις επιθετικές επιχειρήσεις του στο Σινά και δεν συνέχισε προς κατάληψη των περασμάτων ανατολικότερα, όπως προβλεπόταν από το συμφωνηθέν σχέδιο (παρεμπιπτόντως οι Σύροι κατά τον κοινό σχεδιασμό είχαν υποχωρήσει σχετικά με μία βασική αξίωσή τους: την έναρξη της ταυτόχρονης επίθεσης με το πρώτο φως της 6ης Οκτώβρη και όχι το απόγευμα, έτσι ώστε οι επιτιθέμενες συριακές δυνάμεις να έχουν σύμμαχο τον ανατέλλοντα ήλιο).
Τελικά, ο Σαντάτ αποφασίζει τη διεξαγωγή επίθεσης για να ανακουφίσει τους Σύρους, παρά τις αντιρρήσεις του Αιγυπτίου Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΓΕΕΔ) θρυλικού Στρατηγού Σάαντ αλ Σάδλι.
Οι Αιγύπτιοι, αρχικά, είχαν αφήσει δύο μεραρχίες δυτικώς της Διώρυγας του Σουέζ ως εφεδρεία. Μετά την απόφαση για κίνηση πέρα από τα προγεφυρώματα, οι μεραρχίες αυτές διετάχθησαν να περάσουν στο Σινά για να συμμετάσχουν στη νέα επίθεση.
Το πρωί της 14η Αυγούστου, αιγυπτιακά άρματα επιτέθηκαν καθ’ όλο το μήκος της γραμμής άμυνας των Ισραηλινών και ακολούθησε αρματομαχία που διήρκεσε όλη την ημέρα. Οι Αιγύπτιοι υπέστησαν βαριές απώλειες (σύμφωνα με τους Ισραηλινούς, άνω των 250 αιγυπτιακών αρμάτων καταστράφηκαν). Ήταν, όμως, προφανές ότι προτεραιότητά των Αιγυπτίων δεν ήταν να καταλάβουν τα περάσματα των βουνών του Σινά ή οποιονδήποτε άλλον Αντικειμενικό Σκοπό πέρα από τα εδάφη που είχαν ήδη καταλάβει (πέρα δηλαδή από τη ζώνη των 15 χλμ που διέθετε Α/Α προστασία). Σκοπός τους ήταν να απασχολήσουν όσο γινόταν περισσότερες ισραηλινές δυνάμεις και να απαλλάξουν τη Συρία από την πίεση.
Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί, μετά από πτήση κατασκοπευτικού αεροσκάφους τους, είχαν διαπιστώσει ότι δυτικώς της Διώρυγας του Σουέζ δεν υπήρχαν πλέον αιγυπτιακές δυνάμεις και είχαν ειδοποιήσει σχετικώς και τους Ισραηλινούς. Οι τελευταίοι, την επομένη της αρματομαχίας, αποφάσισαν να επιχειρήσουν να περάσουν στη δυτική όχθη της διώρυγας χτυπώντας στον πιο αδύνατο τομέα της αιγυπτιακής άμυνας στο Σινά, στον τομέα της αιγυπτιακής 16ης Ταξιαρχίας (ακριβώς βορείως της λίμνης που σχημάτιζε στο μέσον της η διώρυγα).
Πράγματι, μετά από αιματηρές και για τις δύο πλευρές μάχες, οι Ισραηλινοί έλεγξαν μία πρόσβαση προς τη Διώρυγα του Σουέζ και, ελλείψει οποιασδήποτε αιγυπτιακής παρουσίας στη δυτική της όχθη, δημιούργησαν το απαραίτητο προγεφύρωμα.
Οι ισραηλινές δυνάμεις που πέρασαν στη δυτική όχθη της διώρυγας θα χτυπούσαν τα Α/Α συστήματα των Αιγυπτίων και θα επιχειρούσαν να καταλάβουν τις επί της διώρυγας ευρισκόμενες πόλεις Ισμαηλία και Σουέζ.
Οι Ισραηλινοί απέτυχαν να καταλάβουν τις συγκεκριμένες πόλεις λόγω αναπάντεχα σθεναρής αντίστασης. Κατάφεραν, όμως, να αποκόψουν την 3η αιγυπτιακή Στρατιά στο Σινά.
Ο Αιγύπτιος Αρχηγός ΓΕΕΔ Στρατηγός αλ Σάδλι είχε προτείνει να αποσυρθεί η πλέον μάχιμη 25η Τεθωρακισμένη Μεραρχία από το Σινά για να αντιμετωπίσει την ισραηλινή διείσδυση, αλλά ο Σαντάτ απέρριψε την πρόταση θεωρώντας ότι η απόσυρση οποιασδήποτε δύναμης από το Σινά θα έπληττε, εκτός των άλλων, το ηθικό του στρατεύματος – ο στρατηγός αλ Σάδλι δικαιώθηκε για άλλη μία φορά.
Επιπλέον, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει πλέον, τα αραβικά κράτη που εξήγαν πετρέλαιο επέβαλαν εμπάργκο στις εξαγωγές στις ΗΠΑ, σε απάντηση στην “ειδική σχέση” τους με το κράτος του Ισραήλ.
Την 22α Οκτωβρίου το Συμβούλιο Ασφαλίας του ΟΗΕ ψηφίζει απόφαση για κατάπαυση του πυρός η οποία δεν εφαρμόζεται παρά τρεις μέρες αργότερα μετά από την απειλή των Σοβιετικών να επέμβουν και χάρη στις αμερικανικές πιέσεις στους Ισραηλινούς – ο Κίσσιντζερ φέρεται να τους απείλησε με διακοπή κάθε στρατιωτικής βοήθειας.
Εν πάση περιπτώσει, λίγο αργότερα, έγιναν ανταλλαγές των αιχμαλώτων και οι Ισραηλινοί απέσυραν τις δυνάμεις τους από την δυτική όχθη της Διώρυγας του Σουέζ και από τα εδάφη που είχαν καταλάβει πέραν της γραμμής εκεχειρίας του ‘67 στη Συρία. Οι δε Αιγύπτιοι διετήρησαν τα εδάφη που είχαν απελευθερώσει στο Σινά – εστάλησαν δε νέες δυνάμεις κυανοκράνων στα δύο μέτωπα.
Συνέπειες
Οι Ισραηλινοί άρχισαν πλέον να σκέπτονται σοβαρά το ενδεχόμενο να αποσυρθούν πλήρως από τη Χερσόνησο του Σινά. Έπρεπε, όμως, να εκλεγεί ένας δεξιός πρωθυπουργός για να γίνει τούτο το βήμα.
Το 1978, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπεγκίν και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Σαντάτ υπογράφουν στο Καμπ Ντέιβιντ των ΗΠΑ την ομώνυμη συμφωνία που προέβλεπε, κατά κύριο λόγο, ότι:
1) οι Ισραηλινοί θα αποσύρονταν πλήρως από τη Χερσόνησο του Σινά η οποία, όμως, θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη, δηλαδή δεν θα επιτρεπόταν η μεταφορά βαρέος οπλισμού παρά μόνο μετά από ισραηλινή συγκατάθεση – όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν κατά τις επιχειρήσεις του αιγυπτιακού στρατού στο βόρειο Σινά
2) Η Αίγυπτος θα αναγνώριζε το Ισραήλ
Επιπλέον, προβλέπονταν και οικονομικά οφέλη για τους Ισραηλινούς, όπως οι εισαγωγές αιγυπτιακού φυσικού αερίου σε χαμηλότερες τιμές.
Τα αραβικά κράτη διέκοψαν κάθε σχέση με το αιγυπτιακό καθεστώς, καθότι με τη συμφωνία αυτή υπονόμευε τη θέση των υπολοίπων Αράβων.
Το καθεστώς Σαντάτ πέρασε στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, εν μέσω, βέβαια, και δημοσιονομικής κρίσης.
Οι Αιγύπτιοι πολίτες, όμως, φαίνεται ότι στην πλειονότητά τους τάσσονταν κατά της κίνησης αυτής την οποία εκλάμβαναν ως αισχρή προδοσία. Μεταξύ εκείνων που καταδίκασαν δημόσια την υπογραφή της συμφωνίας του Καμπ Ντέιβιντ ήταν κι ο Αιγύπτιος Αρχηγός ΓΕΕΔ κατά τον πόλεμο του ‘73 Στρατηγός Σάαντ αλ Σάδλι που έλαβε πολιτικό άσυλο στην Αλγερία.
Την 6η Οκτώβρη 1981, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής παρέλασης για την επέτειο του Πολέμου του Οκτώβρη, τέσσερις στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Λοχαγό (ΠΒ) Χάλεντ Ισλαμπούλι πλησιάζουν την εξέδρα των επισήμων και φονεύουν τον πρόεδρο Σαντάτ, ενώ ο τότε αντιπρόεδρος πτέραρχος Χόσνι Μουμπάρακ γλυτώνει από θαύμα και αναλαμβάνει την προεδρία, παραμένοντας πιστός στην πολιτική Σαντάτ.
Η Συρία δεν μπόρεσε να απελευθερώσει τα Υψίπεδα του Γκολάν και οι Ισραηλινοί δεν υπήρχε περίπτωση να αποσυρθούν ποτέ, καθότι ήθελαν ανέκαθεν να έχουν αποκλειστικό έλεγχο στο νερό της περιοχής αυτής.
Τούτος ο πόλεμος αποκατέστησε μερικώς την τιμή των Αράβων, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσε να λάβει πολύ πιο θετική για αυτούς τροπή ειδικά στο συριακό μέτωπο όπου χάθηκε η ευκαιρία όχι απλά να απελευθερωθούν τα Υψώματα του Γκολάν, αλλά και να απειληθεί η ίδια η Γαλιλαία, κάτι που πιθανότατα θα υποχρέωνε τους Ισραηλινούς σε σημαντικές και ευρύτερες παραχωρήσεις.
https://www.militaire.gr/savvato-6-oktovrioy-1973-o-polemos-toy-giom-kipoyr/
Το πρωί της 5ης Ιούνη 1967, σμήνη της ισραηλινής αεροπορίας βομβαρδίζουν ταυτόχρονα το σύνολο των στρατιωτικών αεροδρομίων της Αιγύπτου εξουδετερώνοντας εντός ολίγων ωρών την αιγυπτιακή αεροπορία.
Ακολουθεί η κατάληψη από τον ισραηλινό στρατό της χερσονήσου του Σινά και της Λωρίδας της Γάζας, της ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη που αποτελούσαν μέρος της Ιορδανίας και των συριακών Υψιπέδων του Γκολάν που ήσαν κρίσιμης σημασίας λόγω των υδάτινων πόρων τους
Μετά την ήττα αυτή, οι ηγεσίες Συρίας και Αιγύπτου άρχισαν να επανεξοπλίζουν τις Ένοπλες Δυνάμεις τους με σοβιετικό οπλισμό, ενώ, σε πρώτη φάση, είχαμε επιχειρήσεις παρενόχλησης του κατακτητή, μεταξύ άλλων και από Παλαιστινίους κομάντος.
Μετά το θάνατο του Γκαμάλ Αμπντελ-Νάσερ το 1970, την προεδρία της Αιγύπτου ανέλαβε ο Άνουαρ αλ Σαντάτ ο οποίος σύντομα (και ερήμην των υπολοίπων Αράβων) προσέγγισε τους Αμερικανούς προτείνοντας τους να μεσολαβήσουν για την επιστροφή των κατεχομένων αιγυπτιακών εδαφών – σύμφωνα με τον Κίσσιντζερ, ο Σαντάτ ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει το ιδρυθέν το 1948 κράτος του Ισραήλ (κίνηση πρωτοφανής για ηγέτη αραβικού κράτους).
Πράγματι, τον Ιούλη του ‘71, ο αρμόδιος Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζο Σίσκο εστάλη στο Τελ Αβίβ, χωρίς, όμως, να έχει εξουσιοδότηση από τον Νίξον να ασκήσει την απαραίτητη πίεση και έτσι έφυγε άπραγος.
Η Ισραηλινή πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιρ δεν αισθανόταν την ανάγκη για οποιαδήποτε απόσυρση από τα αιγυπτιακά εδάφη – υφίστατο δε κι ο φόβος της δεξιάς ισραηλινής αντιπολίτευσης, καθώς βέβαια και η αίσθηση στρατιωτικής υπεροχής και επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος μετά τον Πόλεμο του ‘67 (των Έξι Ημερών).
Ο δε Νίξον ήθελε να “κερδίσει” τους Αιγυπτίους και γι’ αυτό προσπαθούσε να δείξει ότι αναλαμβάνει σοβαρές μεσολαβητικές προσπάθειες, αλλά δεν ήταν έτοιμος να δυσαρεστήσει το φιλο-ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ.
Ο Σαντάτ έκρινε την διεξαγωγή “περιορισμένου πολέμου” ως το μόνο μέσο πίεσης για την απελευθέρωση των αιγυπτιακών εδαφών και συμφώνησε με το Σύρο ομόλογό του Χάφεζ αλ Άσαντ τη διεξαγωγή ταυτόχρονης επίθεσης από Βορρά (στα Υψίπεδα του Γκολάν) και Νότο (στη Χερσόνησο του Σινά) εντός του 1973 – ο Ιορδανός βασιλιάς Χουσέιν αρνήθηκε να συμπράξει.
Το στρατιωτικό δόγμα του Ισραήλ και οι κινήσεις Αιγύπτου-Συρίας πριν τον πόλεμο
Οι Ισραηλινοί είχαν επαναπαυθεί καθότι υπολόγιζαν:
1) σε υπεροχή στον αέρα
2) σε υπεροχή των αρμάτων τους Centurion, Μ-48 και Μ-60
3) στην αποτελεσματικότητα των οχυρωματικών τους έργων (γραμμή οχυρών Μπαρ Λεβ) επί της ανατολικής όχθης της Διώρυγας τους Σουέζ, όπου θα αρκούσε η επάνδρωση των οχυρών με μικρή δύναμη προκάλυψης για την διεξαγωγή άμυνας με την υποστήριξη τεθωρακισμένων δυνάμεων μέχρι την άφιξη της αεροπορίας και των ταχέως επιστρατευομένων μονάδων τους.
Κυρίως, όμως, υπολόγιζαν σε έγκαιρη προειδοποίηση από τις υπηρεσίες πληροφοριών ΑΜΑΝ (στρατού) και Μοσάντ για οποιαδήποτε σχεδιαζόμενη επίθεση – η προειδοποίηση, θεωρούσαν, θα επέτρεπε πέραν της έγκαιρης επιστράτευσης και την ανάληψη προληπτικών χτυπημάτων.
Οι Αιγύπτιοι και οι Σύροι επιτελείς τα γνώριζαν όλα αυτά, εργάζονταν δε υπό άκρα μυστικότητα. Χαρακτηριστική είναι η μετάβαση του Σύρου ΥΠΑΜ Αντιστράτηγου Μουστάφα Τλας στην Αίγυπτο με πολιτική περιβολή και με αιγυπτιακό διαβατήριο και άλλο όνομα ως απλού επιβάτη στο πλοίο της γραμμής.
Επιπλέον, παραπλάνησαν τους Ισραηλινούς σε σχέση με τις προθέσεις τους, συγκεντρώνοντας συχνά (και μάλιστα φανερά) δυνάμεις κοντά στις γραμμές εκεχειρίας στο πλαίσιο μεγάλης κλίμακας ασκήσεων.
Γνώριζαν ότι εν καιρώ πολέμου οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ βασίζονταν κατά κύριο λόγο σε εφέδρους Αξκούς, Υπξκούς και Οπλίτες και ότι δεν θα καλούσαν σε επιστράτευση κάθε φορά που διεξάγονταν στρατιωτικές ασκήσεις στα γειτονικά κράτη, παρά μόνο όταν θα είχαν ασφαλείς πληροφορίες περί σχεδιαζόμενης επίθεσης.
Πράγματι, τις παραμονές της επίθεσης, υπό το πρόσχημα τακτικών ετησίων ασκήσεων, Αιγύπτιοι και Σύροι μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες δυνάμεις, χωρίς να προκαλέσουν ιδιαίτερη ανησυχία στο ισραηλινό επιτελείο.
Παράλληλα, οι Σαντάτ και Άσαντ είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι φοβούνταν ισραηλινή επίθεση, εξ ου και η κινητικότητα.
Επίσης, οι ισραηλινές υπηρεσίες προέβλεπαν σύμφωνα με τις πληροφορίες τους ότι οι Αιγύπτιοι δεν θα αναλάμβαναν επίθεση πριν εκσυγχρονιστούν με σύγχρονα αεροσκάφη, βαλλιστικούς πυραύλους κ.ά.
Φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε και μία επιχείρηση παραπληροφόρησης από τους Αιγυπτίους: ο Άσραφ Μαρουάν, γαμπρός του Νάσερ και στενός συνεργάτης του νέου τότε προέδρου της Αιγύπτου Σαντάτ, κάποια στιγμή το 1971 είχε έλθει σε επαφή με τη Μοσάντ. Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη τού επικεφαλής της, σύντομα αναδείχθηκε στον Νο 1 πληροφοριοδότη των Ισραηλινών. Ήταν η περίφημη πηγή που προειδοποίησε τελικά για τη μέρα της επίθεσης, διαβεβαιώνοντας, όμως, ότι θα εκδηλωνόταν πιο αργά απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Ο τότε επικεφαλής της ΑΜΑΝ (Στρατιωτική Διεύθυνση Πληροφοριών του Ισραήλ) υποστήριξε αργότερα ότι επρόκειτο για διπλό πράκτορα, κάτι που φάνηκε να επιβεβαιώνει το 2007, μετά τον βίαιο και αδιευκρίνιστο θάνατο του Μαρουάν, ο τότε Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ.
Αιφνιδιασμός και απελευθέρωση αραβικών εδαφών
Όπως είχε συμφωνηθεί από Σαντάτ – Άσαντ, στις 1400 τοπική ώρα της 6ης Οκτώβρη 1973, ανήμερα της εβραϊκής αργίας του Γιομ Κιπούρ, εκδηλώνεται η ταυτόχρονη επίθεση.
Μετά από προπαρασκευαστικά πυρά Πυροβολικού, το αιγυπτιακό Πεζικό, Καταδρομείς και Μηχανικό περνούν στην απέναντι όχθη της Διώρυγας του Σουέζ καθ’ όλο το μήκος της και με μάνικες ανοίγονται περάσματα στα ύψους 20 μ. αναχώματα από άμμο των Ισραηλινών.
Οι Ισραηλινοί αιφνιδιάζονται πλήρως και τα οχυρά παραδίδονται εύκολα το ένα μετά το άλλο, ενώ οι Αιγύπτιοι αντιαρματιστές λαμβάνουν άριστες θέσεις μάχης και με μαλιούτκες (σοβιετικούς Κατευθυνόμενους Αντιαρματικούς Πυραύλους) θέτουν εκτός μάχης ολόκληρες ίλες αρμάτων που είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Εξίσου δυσάρεστη ήταν η έκπληξη που επιφυλάσσουν οι Αιγύπτιοι και στους Ισραηλινούς πιλότους των Skyhawk, Phantom και Μirage, καθότι αμέσως δυτικώς της διώρυγας είχαν ταχθεί τα πλέον σύγχρονα τότε σοβιετικά Αντι-Αεροπορικά (Α/Α) συστήματα (όπως το 2K12) – τα ισραηλινά αεροσκάφη καταρρίπτονται κι όσοι πιλότοι πετούν χαμηλότερα, αντιμετωπίζουν τα πυρά των ZU-23.
Η ισραηλινή κυβέρνηση εκλιπαρεί την Ουάσινγκτον για άμεση αποστολή στρατιωτικής βοήθειας και, σύντομα, οι Αμερικανοί στήνουν αερογέφυρα σωτηρίας του κράτους του Ισραήλ – ο Γ. Παπαδόπουλος είχε αρνηθεί τότε την παροχή των σχετικών διευκολύνσεων από την Ελλάδα.
Μάλιστα, οι Ισραηλινοί κατελήφθησαν από τέτοια ανησυχία, ώστε άρχισαν προετοιμασίες ακόμη και για χρήση πυρηνικών όπλων – από εκείνα που είχαν αναπτύξει τότε χάρη στους Γάλλους.
Αφού απέκρουσαν κάθε ισραηλινή αντεπίθεση, η 2η Στρατιά (βόρειος τομέας) και 3η Στρατιά (νότιος τομέας), αρκέστηκαν σε προγεφυρώματα βάθους περίπου 15 χιλιομέτρων, καθότι περαιτέρω προώθηση στο Σινά θα στερείτο Α/Α προστασίας – τούτο ακριβώς προέβλεπε άλλωστε και το σχέδιο των Αιγυπτίων επιτελών, παρότι στους Σύρους είχε παρουσιαστεί άλλο σχέδιο που προέβλεπε την κατάληψη των περασμάτων των βουνών της χερσονήσου του Σινά αρκετά ανατολικότερα.
Οι Ισραηλινοί ζήτησαν εκεχειρία από τους Αιγυπτίους οι οποίοι, όμως, απαιτούσαν απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων από όλα τα αιγυπτιακά εδάφη.
Ακριβώς την ίδια ώρα με την αιγυπτιακή επίθεση, εκδηλώθηκε και η συριακή με πυρά από αεροπορία και πυροβολικό.
Οι θέσεις μάχης των ισραηλινών αρμάτων πάνω στα υψώματα ήσαν ιδανικές και τα πυροβόλα τους έπλητταν τους επιτιθεμένους από απόσταση άνω των 4 χιλιομέτρων. Ήταν μεγάλη η απόσταση που έπρεπε να καλύψουν εκτεθειμένα τα άρματα μάχης (Τ-54, T-55 και T-62) και Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταφοράς Προσωπικού (BTR και BMP-1) των Σύρων, ενώ η αντιαρματική τάφρος και τα ναρκοπέδια τούς καθυστερούσαν έτι περαιτέρω, με το Μηχανικό να δέχεται σφυροκόπημα. Οι Σύροι υφίσταντο βαριές απώλειες, αλλά έδειξαν αποφασιστικότητα και υψηλό ηθικό. Διέθεταν, βέβαια, συντριπτική αριθμητική υπεροχή σε άρματα και πεζικό, ενώ η αεράμυνά τους απεδείχθη εξίσου αποτελεσματική μ’ εκείνη των Αιγυπτίων.
Τελικά, στην κατεύθυνση της κύριας προσπάθειας (νότια ζώνη ενεργείας) επετεύχθη διείσδυση. Επειδή δε οι Ισραηλινοί είχαν μόνο μία γραμμή άμυνας στα Υψίπεδα του Γκολάν και επιπλέον υστερούσαν στις νυχτερινές επιχειρήσεις, το πρωί της επόμενης μέρας οι συριακές δυνάμεις έφθασαν χωρίς αντίσταση κοντά στον Ιορδάνη και τη Θάλασσα της Γαλιλαίας.
Παράλληλα, μία συριακή μοίρα αλεξιπτωτιστών κατέλαβε τον κρίσιμο σταθμό παρακολούθησης των Ισραηλινών επί τους όρους Τζέμπελ ελ Σέιχ (όρος Ερμών).
Είχαν, επίσης, σχεδιαστεί καταδρομικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των γεφυρών του ποταμού Ιορδάνη που ήσαν κρίσιμες για την ενίσχυση της ισραηλινής άμυνας στα Υψίπεδα του Γκολάν. Όμως, οι επιχειρήσεις αυτές αναβλήθηκαν.
Το συριακό επιτελείο υπολόγιζε ότι οι ισραηλινές εφεδρείες δεν θα ρίχνονταν στη μάχη, παρά μόνο τρία 24ωρα μετά την έναρξη της επίθεσης, αλλά ο υπολογισμός αυτός απεδείχθη λάθος.
Το απόγευμα της 7ης Οκτώβρη, οι δύο συριακές μεραρχίες της κύριας προσπάθειας έχουν την ευκαιρία να προωθηθούν χωρίς αντίσταση και να κρίνουν την έκβαση του πολέμου υπέρ της Συρίας, αλλά λαμβάνουν διαταγή να σταματήσουν και να αναδιοργανωθούν. Αντί, λοιπόν, να ενισχυθούν οι δυνάμεις της κύριας προσπάθειας, εκδίδεται διαταγή να σταματήσουν και να περιμένουν έως ότου πέσει ο προβληματικός βόρειος τομέας και έτσι οι Ισραηλινοί κερδίζουν πολύτιμο χρόνο και ενισχύουν διάφορες θέσεις.
Οι Ισραηλινοί καταφεύγουν σε βομβαρδισμούς στόχων σε μεγάλες πόλεις της Συρίας (Δαμασκός, Λαττάκεια κ.α.) για να πιέσουν τη συριακή ηγεσία και οι Σύροι απαντούν αποσύροντας πολλά από τα Α/Α όπλα τους από το μέτωπο, κάτι που αντελήφθη η αντίπαλη πλευρά.
Οι Ισραηλινοί αντεπιτίθενται
Στις 9 Οκτώβρη, οι Ισραηλινοί, χάρη, εν μέρει, και στην ελευθερία δράσης που επανέκτησαν στον αέρα, απώθησαν τους Σύρους πίσω από την γραμμή εκεχειρίας του ‘67 (Μωβ Γραμμή).
Στις 11 Οκτώβρη, παρά τις επιφυλάξεις του Ισραηλινού ΥΠΑΜ Μοσέ Νταγιάν, πέρασαν τη “Μωβ Γραμμή” κινούμενοι προς τη Δαμασκό.
Την επόμενη μέρα, η ιρακινή 3η Τεθωρακισμένη Μεραρχία εμφανίζεται από το “πουθενά” και ακολουθεί εμπλοκή που αναγκάζει τους Ισραηλινούς να σταματήσουν. Όμως, οι Σύροι και οι Ιρακινοί δεν κατάφεραν να τους απωθήσουν.
Εν τω μεταξύ, ο Άσαντ ζητούσε από το Σαντάτ να τού εξηγήσει γιατί ο αιγυπτιακός στρατός σταμάτησε τις επιθετικές επιχειρήσεις του στο Σινά και δεν συνέχισε προς κατάληψη των περασμάτων ανατολικότερα, όπως προβλεπόταν από το συμφωνηθέν σχέδιο (παρεμπιπτόντως οι Σύροι κατά τον κοινό σχεδιασμό είχαν υποχωρήσει σχετικά με μία βασική αξίωσή τους: την έναρξη της ταυτόχρονης επίθεσης με το πρώτο φως της 6ης Οκτώβρη και όχι το απόγευμα, έτσι ώστε οι επιτιθέμενες συριακές δυνάμεις να έχουν σύμμαχο τον ανατέλλοντα ήλιο).
Τελικά, ο Σαντάτ αποφασίζει τη διεξαγωγή επίθεσης για να ανακουφίσει τους Σύρους, παρά τις αντιρρήσεις του Αιγυπτίου Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΓΕΕΔ) θρυλικού Στρατηγού Σάαντ αλ Σάδλι.
Οι Αιγύπτιοι, αρχικά, είχαν αφήσει δύο μεραρχίες δυτικώς της Διώρυγας του Σουέζ ως εφεδρεία. Μετά την απόφαση για κίνηση πέρα από τα προγεφυρώματα, οι μεραρχίες αυτές διετάχθησαν να περάσουν στο Σινά για να συμμετάσχουν στη νέα επίθεση.
Το πρωί της 14η Αυγούστου, αιγυπτιακά άρματα επιτέθηκαν καθ’ όλο το μήκος της γραμμής άμυνας των Ισραηλινών και ακολούθησε αρματομαχία που διήρκεσε όλη την ημέρα. Οι Αιγύπτιοι υπέστησαν βαριές απώλειες (σύμφωνα με τους Ισραηλινούς, άνω των 250 αιγυπτιακών αρμάτων καταστράφηκαν). Ήταν, όμως, προφανές ότι προτεραιότητά των Αιγυπτίων δεν ήταν να καταλάβουν τα περάσματα των βουνών του Σινά ή οποιονδήποτε άλλον Αντικειμενικό Σκοπό πέρα από τα εδάφη που είχαν ήδη καταλάβει (πέρα δηλαδή από τη ζώνη των 15 χλμ που διέθετε Α/Α προστασία). Σκοπός τους ήταν να απασχολήσουν όσο γινόταν περισσότερες ισραηλινές δυνάμεις και να απαλλάξουν τη Συρία από την πίεση.
Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί, μετά από πτήση κατασκοπευτικού αεροσκάφους τους, είχαν διαπιστώσει ότι δυτικώς της Διώρυγας του Σουέζ δεν υπήρχαν πλέον αιγυπτιακές δυνάμεις και είχαν ειδοποιήσει σχετικώς και τους Ισραηλινούς. Οι τελευταίοι, την επομένη της αρματομαχίας, αποφάσισαν να επιχειρήσουν να περάσουν στη δυτική όχθη της διώρυγας χτυπώντας στον πιο αδύνατο τομέα της αιγυπτιακής άμυνας στο Σινά, στον τομέα της αιγυπτιακής 16ης Ταξιαρχίας (ακριβώς βορείως της λίμνης που σχημάτιζε στο μέσον της η διώρυγα).
Πράγματι, μετά από αιματηρές και για τις δύο πλευρές μάχες, οι Ισραηλινοί έλεγξαν μία πρόσβαση προς τη Διώρυγα του Σουέζ και, ελλείψει οποιασδήποτε αιγυπτιακής παρουσίας στη δυτική της όχθη, δημιούργησαν το απαραίτητο προγεφύρωμα.
Οι ισραηλινές δυνάμεις που πέρασαν στη δυτική όχθη της διώρυγας θα χτυπούσαν τα Α/Α συστήματα των Αιγυπτίων και θα επιχειρούσαν να καταλάβουν τις επί της διώρυγας ευρισκόμενες πόλεις Ισμαηλία και Σουέζ.
Οι Ισραηλινοί απέτυχαν να καταλάβουν τις συγκεκριμένες πόλεις λόγω αναπάντεχα σθεναρής αντίστασης. Κατάφεραν, όμως, να αποκόψουν την 3η αιγυπτιακή Στρατιά στο Σινά.
Ο Αιγύπτιος Αρχηγός ΓΕΕΔ Στρατηγός αλ Σάδλι είχε προτείνει να αποσυρθεί η πλέον μάχιμη 25η Τεθωρακισμένη Μεραρχία από το Σινά για να αντιμετωπίσει την ισραηλινή διείσδυση, αλλά ο Σαντάτ απέρριψε την πρόταση θεωρώντας ότι η απόσυρση οποιασδήποτε δύναμης από το Σινά θα έπληττε, εκτός των άλλων, το ηθικό του στρατεύματος – ο στρατηγός αλ Σάδλι δικαιώθηκε για άλλη μία φορά.
Επιπλέον, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει πλέον, τα αραβικά κράτη που εξήγαν πετρέλαιο επέβαλαν εμπάργκο στις εξαγωγές στις ΗΠΑ, σε απάντηση στην “ειδική σχέση” τους με το κράτος του Ισραήλ.
Την 22α Οκτωβρίου το Συμβούλιο Ασφαλίας του ΟΗΕ ψηφίζει απόφαση για κατάπαυση του πυρός η οποία δεν εφαρμόζεται παρά τρεις μέρες αργότερα μετά από την απειλή των Σοβιετικών να επέμβουν και χάρη στις αμερικανικές πιέσεις στους Ισραηλινούς – ο Κίσσιντζερ φέρεται να τους απείλησε με διακοπή κάθε στρατιωτικής βοήθειας.
Εν πάση περιπτώσει, λίγο αργότερα, έγιναν ανταλλαγές των αιχμαλώτων και οι Ισραηλινοί απέσυραν τις δυνάμεις τους από την δυτική όχθη της Διώρυγας του Σουέζ και από τα εδάφη που είχαν καταλάβει πέραν της γραμμής εκεχειρίας του ‘67 στη Συρία. Οι δε Αιγύπτιοι διετήρησαν τα εδάφη που είχαν απελευθερώσει στο Σινά – εστάλησαν δε νέες δυνάμεις κυανοκράνων στα δύο μέτωπα.
Συνέπειες
Οι Ισραηλινοί άρχισαν πλέον να σκέπτονται σοβαρά το ενδεχόμενο να αποσυρθούν πλήρως από τη Χερσόνησο του Σινά. Έπρεπε, όμως, να εκλεγεί ένας δεξιός πρωθυπουργός για να γίνει τούτο το βήμα.
Το 1978, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπεγκίν και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Σαντάτ υπογράφουν στο Καμπ Ντέιβιντ των ΗΠΑ την ομώνυμη συμφωνία που προέβλεπε, κατά κύριο λόγο, ότι:
1) οι Ισραηλινοί θα αποσύρονταν πλήρως από τη Χερσόνησο του Σινά η οποία, όμως, θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη, δηλαδή δεν θα επιτρεπόταν η μεταφορά βαρέος οπλισμού παρά μόνο μετά από ισραηλινή συγκατάθεση – όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν κατά τις επιχειρήσεις του αιγυπτιακού στρατού στο βόρειο Σινά
2) Η Αίγυπτος θα αναγνώριζε το Ισραήλ
Επιπλέον, προβλέπονταν και οικονομικά οφέλη για τους Ισραηλινούς, όπως οι εισαγωγές αιγυπτιακού φυσικού αερίου σε χαμηλότερες τιμές.
Τα αραβικά κράτη διέκοψαν κάθε σχέση με το αιγυπτιακό καθεστώς, καθότι με τη συμφωνία αυτή υπονόμευε τη θέση των υπολοίπων Αράβων.
Το καθεστώς Σαντάτ πέρασε στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, εν μέσω, βέβαια, και δημοσιονομικής κρίσης.
Οι Αιγύπτιοι πολίτες, όμως, φαίνεται ότι στην πλειονότητά τους τάσσονταν κατά της κίνησης αυτής την οποία εκλάμβαναν ως αισχρή προδοσία. Μεταξύ εκείνων που καταδίκασαν δημόσια την υπογραφή της συμφωνίας του Καμπ Ντέιβιντ ήταν κι ο Αιγύπτιος Αρχηγός ΓΕΕΔ κατά τον πόλεμο του ‘73 Στρατηγός Σάαντ αλ Σάδλι που έλαβε πολιτικό άσυλο στην Αλγερία.
Την 6η Οκτώβρη 1981, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής παρέλασης για την επέτειο του Πολέμου του Οκτώβρη, τέσσερις στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Λοχαγό (ΠΒ) Χάλεντ Ισλαμπούλι πλησιάζουν την εξέδρα των επισήμων και φονεύουν τον πρόεδρο Σαντάτ, ενώ ο τότε αντιπρόεδρος πτέραρχος Χόσνι Μουμπάρακ γλυτώνει από θαύμα και αναλαμβάνει την προεδρία, παραμένοντας πιστός στην πολιτική Σαντάτ.
Η Συρία δεν μπόρεσε να απελευθερώσει τα Υψίπεδα του Γκολάν και οι Ισραηλινοί δεν υπήρχε περίπτωση να αποσυρθούν ποτέ, καθότι ήθελαν ανέκαθεν να έχουν αποκλειστικό έλεγχο στο νερό της περιοχής αυτής.
Τούτος ο πόλεμος αποκατέστησε μερικώς την τιμή των Αράβων, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσε να λάβει πολύ πιο θετική για αυτούς τροπή ειδικά στο συριακό μέτωπο όπου χάθηκε η ευκαιρία όχι απλά να απελευθερωθούν τα Υψώματα του Γκολάν, αλλά και να απειληθεί η ίδια η Γαλιλαία, κάτι που πιθανότατα θα υποχρέωνε τους Ισραηλινούς σε σημαντικές και ευρύτερες παραχωρήσεις.
https://www.militaire.gr/savvato-6-oktovrioy-1973-o-polemos-toy-giom-kipoyr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου