.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, η σημαντικότερη διαφορά της
σημερινής κυβέρνησης από την προηγούμενη που ευθύνεται για το μεγαλύτερο
έγκλημα στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, για το PSI (ανάλυση) μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015, είναι το ότι τήρησε τα συμφωνηθέντα ως όφειλε, βασιλικότερα του βασιλιά –
κάτι που δεν έκανε καμία άλλη μετά το 2009. Δυστυχώς όμως δεν περίμενε
πως η Γερμανία δεν θα εκτιμούσε καθόλου τη συνέπεια της – αν και
θα
έπρεπε να είναι αναμενόμενο από μία χώρα που δεν έχει ιστορία, αλλά
ποινικό μητρώο.
Πριν τις δεύτερες εκλογές τώρα, παρά το
ότι ασφαλώς δεν είχε ούτε στο ελάχιστο τα διαπραγματευτικά χαρτιά της
προηγούμενης συγκυβέρνησης, ενώ είχε οδηγηθεί σε μία ύπουλη παγίδα από τον υπουργό οικονομικών της, η μοναδική της λύση ήταν αυτή της παραίτησης (ανάλυση) – ενώ φυσικά δεν είχε το δικαίωμα να δολοφονήσει την τελευταία ελπίδα των Ελλήνων με τέτοιον αποτρόπαιο τρόπο.
Περαιτέρω, έχοντας αναφερθεί πολλές φορές στο δήθεν γερμανικό θαύμα μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο οφειλόταν ξεκάθαρα στην αμερικανική στήριξη (κυρίως στο ξέπλυμα των χρημάτων των ναζί, ανάλυση),
συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής άνω του 50% των χρεών της, της
αποπληρωμής των υπολοίπων με ρήτρα εξαγωγών, καθώς επίσης της μη
εξόφλησης των πολεμικών επανορθώσεων έως την επανένωση της (κάτι που ως γνωστόν δεν τήρησε ποτέ), τεκμηριώσαμε επί πλέον την ύπουλη τακτική που υιοθέτησε μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, με τη συνενοχή της ΕΚΤ – έχοντας εκτός αυτού αναλύσει τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, όπως το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, το γεγονός πως πρόκειται για τη βασίλισσα της διαφθοράς και της απάτης, τα κατά συρροή σκάνδαλα, μεταξύ των οποίων της Volkswagen ή της Deutsche Bank κοκ.
Όλα αυτά αποδεικνύουν πως η επιτυχία της
δεν οφειλόταν ποτέ και δεν οφείλεται στη φυλετική της «εξυπνάδα», αλλά
στις βρώμικες, αθέμιτες τακτικές της – κάτι που φάνηκε ξανά ολοκάθαρα
από την εξαγορά της Monsanto εκ μέρους της Bayer, την οποία συγχρηματοδότησε με τα χρήματα των δύστυχων γερμανών φορολογουμένων ο διοικητής της κεντρικής της τράπεζας (Bundesbank) που έχει το θράσος να θέλει να αναλάβει την ηγεσία της ΕΚΤ.
Το σκάνδαλο των σκανδάλων
Ειδικότερα, πριν από τρία περίπου χρόνια ο διευθύνων σύμβουλος της Bayer ανακοίνωσε γεμάτος υπερηφάνεια την εξαγορά της Monsanto, ισχυριζόμενος
πως η γερμανική εταιρεία θα αναδειχθεί σε έναν παγκόσμιο παίκτη με
μεγάλα κέρδη, οπότε με αντίστοιχα υψηλά μερίσματα – με αποτέλεσμα να
χειροκροτηθεί με ενθουσιασμό από τους μετόχους της που από την απληστία
τους εμπόδισαν μία λεπτομερή ανάλυση του ρίσκου.
Δύο χρόνια όμως αργότερα αποκαλύφθηκαν τα προβλήματα της Monsanto που βύθισαν τη μετοχή της Bayer σε χαμηλά ετών (ανάλυση)
– ενώ για την εξαγορά του τερατουργήματος, όπως αποκαλείται η
αμερικανική εταιρεία, δόθηκαν από τη Bayer 62 δις $ που έφυγαν από τη
Γερμανία!
Εύλογα λοιπόν οι πάντες μιλούν για μία
ακόμη παροιμιώδη γερμανική ανοησία – όπως ήταν οι επενδύσεις των
τραπεζών της χώρας στα αμερικανικά ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης
(sub primes), από τα οποία έχασαν δεκάδες δις $. Σήμερα δε η μετοχή της
Bayer, παρά την αλματώδη άνοδο των χρηματιστηρίων, ευρίσκεται στο
κόκκινο (γράφημα), επειδή είναι αντιμέτωπη με αστρονομικές αποζημιώσεις που προέρχονται από τις Η.Π.Α. – οπότε η επιχείρηση απειλείται είτε από επιθετική εξαγορά, είτε από τη χρεοκοπία της.
Εν τούτοις, το θέμα δεν είναι η ζημία
των μετόχων ή των διαχειριστών της Bayer, αλλά εν αγνοία τους των
Γερμανών φορολογουμένων – επειδή η γερμανική κυβέρνηση είναι
αναγκασμένη να στηρίξει την εταιρεία για να μη χρεοκοπήσει, όπως είχε
συμβεί το 2008 με τις τράπεζες. Ακόμη χειρότερα, σε μία τέτοια
περίπτωση θα υποστεί σημαντικές ζημίες και η κεντρική τράπεζα της χώρας –
ο διοικητής της οποίας στην ουσία συγχρηματοδότησε την εξαγορά της
Monsanto με χρήματα που πήρε από το πρόγραμμα αγοράς αξιόγραφων της ΕΚΤ.
Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Public Sector Purchase Program» (PSPP), δημιουργήθηκε μετά την κρίση, με στόχο να εμποδιστεί ο αποπληθωρισμός που απειλούσε την ΕΕ μέσω της έκδοσης νέων χρημάτων
– καθώς επίσης να στηρίξει εκείνες τις χώρες που αντιμετώπιζαν
προβλήματα δανεισμού μέσω της απόκτησης των ομολόγων τους από τη
δευτερογενή αγορά (πάντοτε με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα που παρά το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων πρέπει να πετυχαίνει θαύματα, χωρίς κανένα απολύτως χρηματοπιστωτικό εργαλείο).
Οι Γερμανοί, μεταξύ των οποίων ο διοικητής της κεντρικής τους τράπεζας
(Weidmann) ήταν αντίθετοι αφού βρισκόντουσαν σε πλεονεκτική θέση, οπότε
το κατήγγειλαν στο συνταγματικό τους δικαστήριο – το οποίο όμως το
Δεκέμβριο του 2018 έδωσε την έγκριση του στην ΕΚΤ.
Ενώ τώρα ο κ. Weidmann ήταν ανέκαθεν
εναντίον των προγραμμάτων αύξησης της ρευστότητας, παρέμεινε σιωπηλός
όταν η ΕΚΤ το Μάρτιο του 2016 αποφάσισε το επόμενο – γνωστό ως
«Corporate Sector Purchase Program» (CSPP), στο οποίο επίσης δεν συμμετείχε μόνο η Ελλάδα.
Η αιτία ήταν το ότι, από εκείνη τη στιγμή και μετά τα φθηνά χρήματα της
ΕΚΤ οδηγούνταν κυρίως στους πολυεθνικούς ομίλους, οπότε σε μεγάλο βαθμό
στους γερμανικούς – χωρίς να διαμαρτύρεται κανένας για την κατάφωρη
διάκριση (ρατσισμό, αθέμιτο ανταγωνισμό), όσον αφορά τις μη εισηγμένες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τις νεοφυείς (start ups).
Δεν υπήρξαν φυσικά ούτε ελληνικές διαμαρτυρίες, παρά το ότι αποτελούσε αθέμιτο ανταγωνισμό για τους ομίλους της χώρας μας, όπως για παράδειγμα ο ΤΙΤΑΝ
– ο οποίος έτσι, μεταξύ άλλων, αναγκάσθηκε να μεταφέρει την έδρα του
στο εξωτερικό για να έχει καλύτερη αντιμετώπιση, εις βάρος της ελληνικής
οικονομίας.
Συνεχίζοντας, από τον κατάλογο της ΕΚΤ διακρίνει κανείς ποιές εταιρείες πρακτικά επιδοτήθηκαν με τα δωρεάν χρήματα της: η Mercedes, η Deutsche Telecom, αλλά και η Coca Cola, η Nestle, η Shell κλπ., χωρίς κανένας να εξηγεί γιατί έπρεπε να στηριχθούν αυτοί οι κολοσσοί από την ΕΚΤ, με χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων.
Μόνο και μόνο λοιπόν από το συγκεκριμένο γεγονός οφείλει ουσιαστικά ο
κάθε λογικός Ευρωπαίος να είναι «Ευρωσκεπτικιστής» – εάν δεν θέλει να
χαρακτηρισθεί ως ανόητος.
Εν προκειμένω, ομόλογα που εκδόθηκαν από
την «Bayer AG» και από την «Bayer Capital Group» για την εξαγορά της
Monsanto, αγοράστηκαν σε έξι συναλλαγές από την ΕΚΤ, όπως επιβεβαίωσε ο
εκπρόσωπος της, με το πρόγραμμα CSPP – αποσιωπώντας όμως την ακριβή ποσότητα και το επιτόκιο. Δήλωσε
δε πως έγινε αυτονόητα ανάλυση του ρίσκου (risk management
consideration) – χωρίς όμως να «προδώσει» πώς ακριβώς. Σε κάθε
περίπτωση, αυτά τα ομόλογα ευρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της γερμανικής
κεντρικής τράπεζας – ενώ εύλογα είχε διατυπώσει την απορία η γερμανική
FAZ, σχετικά με το ποια τράπεζα θα έδινε ένα τόσο μεγάλο δάνειο σε μία
εταιρεία.
Φυσικά ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων
(25%) προήλθε από τα ίδια κεφάλαια της Bayer, από την πώληση μεριδίων
της στην BASF και από την πώληση της COVESTRO – επίσης από την αύξηση
κεφαλαίου που έκανε και από δάνεια τριών μεγάλων τραπεζών (Bank of
America, Credit Suisse, Rothschild). Κανένας όμως δεν γνώριζε για την αγορά ομολόγων εκ μέρους της γερμανικής κεντρικής τράπεζας με χρήματα της ΕΚΤ – άρα με χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, παρά το ότι ο κ.
Weidmann που διεκδικεί τη θέση του επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν ανέκαθεν
εναντίον των προγραμμάτων ποσοτικής διευκόλυνσης, ξαφνικά άλλαξε άποψη σε μία πρόσφατη συνέντευξη του στην ZEIT (πηγή)
– λογικό μετά το σκάνδαλο της Bayer. Σίγουρα όμως θα αντιμετωπίσει
πρόβλημα στις 30 Ιουνίου που θα αποφασισθεί στις Βρυξέλλες ποιος θα
διαδεχθεί το σημερινό διοικητή της ΕΚΤ – ειδικά εάν συνεχιστεί η πτώση
των μετοχών της Bayer.
Πληροφορίες: G. Weber, Heise
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου