Διαβάζοντας το άρθρο Επιστολή Άγκυρας σε ΟΗΕ: «Οι Ελληνοκύπριοι έκαναν εθνοκάθαρση ως το 1974» δεν θα ήταν δυνατόν να μην δώσουμε και την δική μας απάντηση στον μόνιμο εκπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη Φεριντούν Σινιρλίογλου.
Ισχυρισμός
Η Κυπριακή διαμάχη δεν είναι θέμα «εισβολής» ή «κατοχής», αλλά ζήτημα ανανέωσης μιας συνεργασίας μεταξύ των συνιδιοκτητών του νησιού, το οποίο καταστράφηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά το 1963. Η διαίρεση στο νησί άρχισε το 1963, όταν οι Ελληνοκύπριοι εκδίωξαν τους Τουρκοκύπριους από τα κρατικά όργανα και τα θεσμικά όργανα των εταιρικών σχέσεων, καθώς και από τα σπίτια τους, παραβιάζοντας τις συνθήκες του 1960 και όλους τους κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από το 1963 έως το 1974 οι Ελληνοκύπριοι πραγματοποίησαν ένοπλη εκστρατεία εθνοκάθαρσης κατά των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι έπρεπε να ζήσουν σε θύλακες υπό πολιορκία που αντιστοιχούσαν στο 3% της επιφάνειας του νησιού. Όταν αυτό κατέληξε σε πραξικόπημα το 1974, με στόχο την προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα, η Τουρκία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ασκήσει τα δικαιώματά της που απορρέουν από τις συνθήκες του 1960, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της ως εγγυήτριας δύναμης. Από τότε, οι τουρκικές δυνάμεις ήταν ο μόνος παράγοντας που εμπόδιζε την επανάληψη παλαιότερων τραγωδιών.Απάντηση
Η τουρκική προπαγάνδα διογκώνοντας στο έπακρο τα θύματα μεταξύ των Τ/κυπρίων έκανε λόγο για εκατοντάδες νεκρούς. Ελληνικές πηγές όμως μιλούν για 200 περίπου Τ/κυπρίους που έπεσαν. Όπως και Τούρκοι εξόντωσαν Ε/κυπρίους στην Τόχνη.
Ο μόνιμος τούρκος εκπρόσωπος δεν αναφέρεται στην εξορία του Μακαρίου την 9/5/1956 στις Σεϋχέλλες, στον απαγχονισμό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραόλη και Ανδρέα Δημητρίου την 10/5/1956, στα βίαια επεισόδια στην Αθήνα και στις εκτελέσεις του κυβερνήτη της Κύπρου Τζον Χάρντιγκ των Στέλιου Μαυρομμάτη, Μιχαήλ Κουτσόφτα και Ανδρέα Παναγίδη. Ο Χάρντιγκ μάλιστα με το που έφθασε στην Κύπρο (αρχές Οκτωβρίου 1955) ζήτησε να συναντήσει τον Μακάριο και του υποσχέθηκε αυτοδιάθεση, όταν όμως οι στρατηγικές ανάγκες της Μ. Βρεταννίας το επιτρέψουν!!!
Δεν υπάρχει καμία αναφορά από τον Τούρκο εκπρόσωπο στα «Σεπτεμβριανά» της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης του 1956!! Όπως και στην προβοκάτσια των Τούρκων στις 7/6/1958 όπου εκρήγνυται βόμβα στο προξενείο της Τουρκίας στην Λευκωσία!Το περιστατικό της έκρηξης στο προξενείο Θεσσαλονίκης 2 χρόνια πριν δεν αφήνει ερωτηματικά για το ποιοί έβαλαν την βόμβα και στην Λευκωσία. Ο τ/κυπριακός όχλος ξεχύθηκε στην πόλη της Λευκωσίας και λεηλατούνται τα καταστήματα των τρομοκρατημένων Ελλήνων και δολοφονούνται δύο από αυτούς. Οι Βρετανοί, που στην καταστολή των εφήβων της ΕΟΚΑ αποδεικνύονταν εξαιρετικά βίαιοι, εδώ παρακολουθούσαν απαθείς!!
Επιπλέον, το Νοέμβριο του 1956, οι Τούρκοι συλλαμβάνουν 12 επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες (και λίγο μετά άλλους 18), μέλη της «Ένωσης Ελλήνων Κωνσταντινούπολης» με την κατηγορία ότι χρηματοδοτούσαν την ΕΟΚΑ. Ακολουθούν απελάσεις. Ο Χάρντιγκ πρότεινε εναλλακτικά σενάρια, που οδηγούσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε διχοτόμηση. Στους αντίστοιχους χάρτες προβλεπόταν η δημιουργία εκτεταμένης τ/κυπριακής ζώνης, με πληθυσμιακή πλειοψηφία.
Οι συγκρούσεις, που ήταν αναπόφευκτες εξαιτίας των ιδιομορφιών του Συντάγματος, εντάθηκαν καθώς οι Έλληνες προσπαθούσαν να δείξουν, ότι μόνο ένα ενιαίο σύστημα διακυβέρνησης μπορούσε να λειτουργήσει στην Κύπρο, ενώ οι Τούρκοι εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία για να παρεμποδίσουν το έργο της κυβέρνησης, όταν πίστευαν ότι καταπατούσε τα δικαιώματά τους ή δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες τους. Στο τέλος έφτασαν σε αδιέξοδο πολλά θέματα.
Και αυτό, διότι η Κύπρος αποκτούσε δύο κυβερνήσεις-μία κυβέρνηση πλειοψηφίας και μία μειοψηφίας- που λειτουργούσαν μαζί και αλληλοεπικαλύπτονταν. Ειδικοί συνταγματολόγοι και νομικοί τόνισαν ότι η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο, που το ίδιο της το σύνταγμα της αρνιόταν τη διακυβέρνηση από την πλειοψηφία. Η διάταξη περί δημοτικών αρχών (Άρθρο 173) ήταν ίσως η μεγαλύτερη πηγή προβλημάτων στο σύνταγμα του 1960. Το βασικό σημείο σύγκρουσης σχετικά με τις δημοτικές αρχές ήταν ότι οι Ε/κύπριοι δεν μπορούσαν να θεσπίσουν κριτήρια για την διαίρεση των δημοτικών αρχών. Οι Τ/κύπριοι απάντησαν στην άρνηση των συμπατριωτών τους να δεχτούν την πρόταση τους για γεωγραφική διαίρεση των δημοτικών αρχών, καταψηφίζοντας τον τελωνειακό νόμο τον Μάρτιο του’61 και τον νόμο περί επιβολής φόρου εισοδήματος τον Δεκέμβριο.
Στις 19 Μαρτίου 1962 έγινε άλλη μία προσπάθεια για να δοθεί ένα τέλος στο αδιέξοδο σε μία συνάντηση μεταξύ Μακαρίου και Κιουτσούκ (τ/κύπριος αντιπρόεδρος). Ο αρχιεπίσκοπος εξέφρασε την άποψη, ότι ο γεωγραφικός διαχωρισμός θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα και των δύο κοινοτήτων και πρότεινε μία ενιαία δημοτική αρχή με εκπροσώπηση Ελλήνων και Τούρκων συμβούλων με βάση την αναλογία των κοινοτήτων σε κάθε πόλη. Ύστερα πρότεινε μία φόρμουλα 3 σημείων για την διαφύλαξη των συμφερόντων και των δικαιωμάτων των Τούρκων κατοίκων σε μία τέτοια αρχή. Την άλλη μέρα οι προτάσεις του Μακαρίου περιγράφτηκαν σαν «εξωπραγματικές» από τον Ντενκτάς, που ήταν τότε πρόεδρος της τουρκικής κοινοτικής βουλής.
Η τελευταία προσπάθεια για την εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης για την λεγόμενη «μάχη των 5 πόλεων» έγινε τον Δεκέμβριο του 1962. Φαινόταν πως θα υπήρχε κάποιος συμβιβασμός. Ένα κοινό ανακοινωθέν που συντάχθηκε από τον Κληρίδη και τον Ντενκτάς εκδόθηκε αναγγέλλοντας μία «κατ’ αρχήν» συμφωνία αλλά μέσα σε 24 ώρες ο Κιουτσούκ το είχε διαψεύσει.
Οι Τούρκοι είχαν ξανασκεφτεί το ζήτημα ή είχαν πάρει διαταγές από την Άγκυρα;
Στις 2 Ιανουαρίου το υπουργικό συμβούλιο έθεσε τα δημοτικά συμβούλια υπό τον άμεσο έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης τοποθετώντας επιτροπές ανάπτυξης για να διευθύνουν τις κύριες πόλεις. Οι ελληνικές δημοτικές αρχές παρέδωσαν την εξουσία τους σ’αυτές τις επιτροπές, αλλά οι τουρκικές αρνήθηκαν να το κάνουν και η τουρκική κοινοτική βουλή δήλωσε ότι οι χωριστές δημοτικές αρχές εξακολουθούσαν να είναι νόμιμες.
Με απόφαση του Κυπριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου με ουδέτερο Πρόεδρο τον Δυτικόγερμανό Δρ Έρνεστ Φόρστχοφ, αποφάσισε στις 25 Απριλίου 1963 ότι και οι δύο κινήσεις των Τούρκων-καταψήφιση τελωνειακού νόμου και νόμου περί επιβολής φόρου εισοδήματος όπως και ισχυρισμό νομιμότητας χωριστών δημοτικών αρχών- ήταν παράνομες. Εφόσον το ίδιο δικαστήριο είχε ήδη αποφασίσει στις 8 Φεβρουαρίου, ότι το τουρκικό βέτο σχετικά με τους φορολογικούς νόμους του 1961 σήμαινε ότι η κυβέρνηση δεν είχε εξουσία είσπραξης τελωνειακών δασμών και φόρου εισοδήματος, τόσο η κεντρική όσο και η τοπική κυβέρνηση απειλούνταν με παράλυση.
Οσον αφορά την δημιουργία κυπριακού στρατού και την ποσόστωση του, ο Κιουτσούκ προέβαλε βέτο, απαιτώντας την συγκρότηση αυτόνομου τ/κυπριακού σώματος και ο Μακάριος σταματά όλη την διαδικασία. Έτσι ανοίγει ο δρόμος, ώστε οι Τ/κύπριοι να προχωρήσουν στην σύσταση δικών τους ανεξέλεγκτων παραστρατιωτικών οργανώσεων, που θα δημιουργούν μεγάλα προβλήματα στην λειτουργία του νέου κράτους.
Ο διαχωρισμός που έγινε αυτοσκοπός τροφοδοτούσε την ένταση και έδινε την ευκαιρία στους Τούρκους εξτρεμιστές να βυθίσουν την χώρα στην διχόνοια.
Από την ΤΜΤ, στις 24/4/1962, δολοφονούνται ο 38χρονος δικηγόρος Αχμέτ Γκουρκάν και ο 33χρονος Αϊχάν Χικμέτ, ηγέτες του Τουρκοκυπριακού Λαϊκού Κόμματος που υποστήριζαν τις στενότερες σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Η τρομοκρατία είχε ήδη ξεκινήσει εντατικά από το 1958!
Ο μόνος που στηλίτευσε το έγκλημα, ο Τούρκος πρέσβης Εμίν Ντιρβανά, ανακλήθηκε αμέσως στην Άγκυρα.
Το 1965 η ΤΜΤ θα δολοφονήσει τον δημοσιογράφο Αλή Καβαζόγλου, που ήταν ένας από τους κύριους επικριτές του Ντενκτάς και των μεθόδων του.
Τον Απρίλιο του 1963 ο Ντενκτάς μπροστά σε μία ομάδα προσκόπων αναφέρει ότι «η σημαία μας οφείλει το χρώμα της στο αίμα 80. 000 μαρτύρων» και ορκίστηκε μπροστά τους ότι η
«η τουρκική κοινότητα δεν θα γίνει ποτέ μειονότητα, ούτε το νησί θα γίνει ποτέ ελληνικό»!Το 1963 η Κύπρος δεν είχε νόμο περί φορολογίας εισοδήματος, νόμο περί τελωνείου και νόμο περί δημοτικών συμβουλίων και οι δύο κοινότητες φαίνονταν να βαδίζουν προς μία μεγάλη σύγκρουση. Πεπεισμένοι ότι οι Τούρκοι δεν θα συμφωνούσαν σε καμία μεταβολή του Συντάγματος και ότι ο τελικός τους στόχος ήταν να διχοτομήσουν το νησί, οι Ε/κύπριοι άρχισαν να συζητάνε την κατάργηση των διαιρετικών και αρνητικών στοιχείων του συντάγματος. Ταυτόχρονα οι Τ/κύπριοι απείλησαν ότι οποιαδήποτε ελληνική προσπάθεια για τροποποίηση του συντάγματος χωρίς την έγκριση τους θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τις τουρκικές δυνάμεις και θα είχε σαν αποτέλεσμα την εφαρμογή του «διχοτόμηση ή θάνατος».
Ο Μακάριος, θέλοντας να διευκολύνει την ομαλή λειτουργία του νεογέννητου κράτους και να εξαλείψει τα αίτια των διακοινοτικών προστριβών, υπέβαλε στις 30 Νοεμβρίου συγκεκριμένες προτάσεις (που είχαν χτενιστεί από τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή για την Κύπρο κ. Κλαρκ) για την τροποποίηση του Συντάγματος.
Αυτές οι προτάσεις είχαν σκοπό να δημιουργήσουν ένα πιό ενωμένο κράτος και ήταν αναμφισβήτητα λογικές.
1) Θα εγκαταλειπόταν το βέτο του Προέδρου και του αντιπροέδρου
2) Ο αντιπρόεδρος θα αναπλήρωνε τον πρόεδρο σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή αδυναμίας να εκτελέσει τα καθήκοντα του
3) Ο Έλληνας Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και ο Τούρκος αντιπρόεδρος θα εκλέγονταν από τη βουλή στο σύνολο της κι όχι, όπως πριν, με χωριστή ελληνική και τουρκική πλειοψηφία στη βουλή.
4) Ο αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων θα αναπλήρωνε τον πρόεδρο της Βουλής σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή αδυναμίας στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
5) Οι συνταγματικές διατάξεις σχετικά με χωριστές πλειοψηφίες για την ψήφιση ορισμένων νόμων από τη Βουλή των Αντιπροσώπων θα καταργούνταν
6) Θα ιδρύονταν κοινές δημοτικές αρχές
7) Η δικαστική εξουσία θα ήταν κοινή
8) Θα καταργείτο η διαίρεση των δυνάμεων ασφαλείας σε αστυνομία και χωροφυλακή
9) Η αριθμητική δύναμη των δυνάμεων ασφαλείας και των αμυντικών δυνάμεων θα καθοριζόταν με νόμο.
10) Η αναλογία συμμετοχής Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων στην σύνθεση των δημοσίων υπηρεσιών(70/30) και τις ένοπλες δυνάμεις (60/40) θα μεταβαλλόταν ανάλογα με τον λόγο του πληθυσμού των Ε/κυπρίων προς τους Τ/κύπριους.
11) Ο αριθμός των μελών της επιτροπής δημοσίων υπηρεσιών θα μειωνόταν από δέκα σε πέντε.
12) Όλες οι αποφάσεις της επιτροπής δημοσίων υπηρεσιών θα λαμβάνονταν με απλή πλειοψηφία.
13) Οι κοινοτικές βουλές θα καταργούνταν και θα επινοείτο ένα καινούριο σύστημα. Αλλά αν η τουρκική κοινότητα επιθυμούσε να διατηρήσει τη βουλή της στο νέο σύστημα, θα μπορούσε να το κάνει.
- Οι υπ’ αριθμόν 1 και 9 διατάξεις είχαν σκοπό να τροποποιήσουν τις διατάξεις του συντάγματος, που οδηγούσαν σε στρατιωτικό αδιέξοδο,
- η υπ’ αριθμόν 5 είχε σκοπό να τροποποιήσει την συνταγματική διάταξη που προκαλούσε αδιέξοδο στη φορολογική νομοθεσία,
- οι προτάσεις υπ’ αριθμόν 10, 11 και 12 αποσκοπούσαν στην τροποποίηση των διατάξεων που οδηγούσαν σε προστριβές στις δημόσιες υπηρεσίες.
Έτσι ο Μακάριος σκόπευε να απομακρύνει τα εμπόδια, που εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία του κράτους και να εγκαθιδρύσει ένα πιο ενοποιημένο κράτος, καταργώντας τις λεγόμενες «διαχωριστικές συνταγματικές διατάξεις».
Στις 7/12/1963 ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φ. Κ. Ερκίν ανήγγειλε ότι η Άγκυρα είχε απορρίψει τις προτάσεις και την ίδια μέρα ο Τούρκος πρέσβης Οκζόλ έδωσε στον Μακάριο τη γραπτή απόρριψη της Τουρκίας. Αλλά ο Μακάριος αρνήθηκε να δεχθεί την απόρριψη, τονίζοντας ότι οι προτάσεις είχαν σταλεί για απάντηση στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο (Κουτσούκ) και όχι σε οποιαδήποτε ξένη κυβέρνηση. Ο Κουτσούκ, στον οποίον απευθύνθηκαν οι προτάσεις, δεν απάντησε, αν και σε συνεντεύξεις στον τύπο επανέλαβε ότι το σύνταγμα δεν μπορούσε να αλλάξει.
Στις 20 Δεκεμβρίου άρχισε ανταλλαγή πυροβολισμών στην Λευκωσία. Η κυβέρνηση κατάφερε να ηρεμήσει τα πνεύματα μετά από έκρηξη μίας βόμβας στη βάση του αγάλματος του Μάρκου Δράκου, ενός Ε/κυρίου ήρωα της ΕΟΚΑ, που είχε στηθεί ήδη στις 3 Δεκεμβρίου.
Τις πρώτες ώρες της 21ης Δεκεμβρίου ένα περιπολικό με Ε/κύπριους αστυνομικούς, που κατέβαινε την οδό Ερμού στην παλιά πόλη της Λευκωσίας (την ίδια περιοχή που έγιναν το ’58 λεηλασίες και εμπρησμοί από Τούρκους εξτρεμιστές), σταμάτησε ένα αυτοκίνητο για έλεγχο ρουτίνας. Ρίχτηκαν πυροβολισμοί κι ένας από τους αστυνομικούς τραυματίστηκε. Οι αστυνομικοί ανταπόδωσαν τους πυροβολισμούς. Ένας νεαρός Τούρκος σκοτώθηκε και μία Τουρκάλα τραυματίστηκε και πέθανε καθώς μεταφερόταν στο νοσοκομείο. Σε λίγα λεπτά άρχισαν πυροβολισμοί σε διάφορες συνοικίες της πόλης. Στις 5 π. μ. ένα οργισμένο τουρκικό πλήθος άρχισε να μπαίνει στην ελληνική συνοικία και στις 6 π. μ. ένας Έλληνας και ένας Τούρκος είχαν μεταφερθεί στο νοσοκομείο με τραύματα από πυροβόλα όπλα.
Η βία συνεχίζεται και τις επόμενες ημέρες, αλλά δεν υπήρξαν Ε/κ επιχειρήσεις ως δράση, αλλά ως αντίδραση μετά από πληροφορίες για τουρκική εισβολή και μετά την κατάληψη θέσεων του τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος στα βόρεια προάστεια της Λευκωσίας και όχι μόνο!
Έγιναν και άλλες επιθέσεις εναντίον Ελλήνων το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου στον δρόμο Λευκωσίας-Κυρήνειας, στην περιοχή της Ομορφίτας, τη Λουρουτζίνα, τον Τσάτο και τον Άγιο Σωζόμενο. Ένας Τούρκος πυροβολήθηκε καθώς περνούσε από το χωριό Δευτέρα και αργότερα και ο Μακάριος και ο Κιουτσούκ έφτασαν στο χωριό για να ερευνήσουν την υπόθεση και να κάνουν δηλώσεις ζητώντας ηρεμία. Το μεσημέρι όλοι οι Τ/κύπριοι κυβερνητικοί υπάλληλοι και αστυνομικοί είχαν αφήσει τα πόστα τους. Οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στις περιοχές τους και, όπως αποδείχτηκε, τα οχυρωματικά έργα ήταν έτοιμα από πολύ καιρό. Για να προωθήσουν τους στόχους τους για διχοτόμηση, οι Τούρκοι ανάγκασαν μερικές χιλιάδες αθώους και ευχαριστημένους συμπατριώτες τους χωρικούς να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και τα ζώα τους και να μετακομίσουν στην υπερβολικά πυκνοκατοικημένη τουρκική συνοικία της Λευκωσίας. Έτσι ο στόχος της διχοτόμησης, καμουφλαρισμένος από την τουρκική προπαγάνδα σαν «ομοσπονδία», επιδιωκόταν αμείλικτα ανεξάρτητα από τις απώλειες ανθρώπινων ζωών και την ανθρώπινη δυστυχία που προκαλούσε. Αλλά αυτή η πρώτη φάση της εισβολής της Τουρκίας απέτυχε, αφού περισσότεροι από τους μισούς Τούρκους αρνήθηκαν να υπακούσουν στις οδηγίες και να φύγουν από τα σπίτια τους για να πάνε στους καθορισμένους χώρους.
Την 23η Δεκεμβρίου στις 2:25 μμ, Τ/κύπριοι εξτρεμιστές μπήκαν στην αρμενική συνοικία της Λευκωσίας κι ανάγκασαν τους κατοίκους ν’αφήσουν τα σπίτια, τα μαγαζιά, τις εκκλησίες, το σχολείο και τις λέσχες τους. Λίγο αργότερα Βρετανοί στρατιώτες και πολίτες πυροβολήθηκαν στη Λάρνακα και τη Λεύκα από οπλοφόρους της ΤΜΤ. Την 27η Δεκεμβρίου αποφασίστηκε μεταξύ του Ταξίαρχου των Βρετανικών Δυνάμεων στην Κύπρο Πήτερ Γιάνγκ και των διοικητών των ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων του νησιού η σύσταση αρχηγείου για την κοινή δράση για την διατήρηση της τάξης. Βρετανικά στρατεύματα άρχισαν να περιπολούν στη Λευκωσία και τη Λάρνακα και στη συνέχεια καθορίστηκε μία πράσινη γραμμή για να χωρίσει τις ε/κυπριακές από τις τ/κυπριακές συνοικίες της Λευκωσίας. Όμως η γραμμή , που φρουρείτο από Βρετανούς στρατιώτες, περνούσε μέσα από τα μεικτού πληθυσμού προάστεια Ομορφίτα και Νεάπολη κι έβαζε ολόκληρη την Αρμενική συνοικία και τις ελληνικές περιοχές Κέρμια, Άγιος Κασιανός, και Άγιος Ιάκωβος πίσω από τις τουρκικές γραμμές. Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν και ενώ υπήρξε έκκληση από τις προστάτιδες δυνάμεις στις 23/12 για ειρήνη, ακολούθησαν φήμες για τουρκική εισβολή. Αργά στις 24/12, το στρατιωτικό τουρκικό απόσπασμα στην Κύπρο βγήκε από το στρατόπεδο του και πήρε θέσεις στα βόρεια προάστια της Λευκωσίας και κατά μήκους της οδού Λευκωσίας-Κυρήνειας, που οδηγεί στην βόρεια ακτή. Την άλλη μέρα τουρκικά αεριωθούμενα πετούσαν χαμηλά πάνω από τις στέγες της Λευκωσίας και εντοπίστηκαν τουρκικές ναυτικές μονάδες να κάνουν ελιγμούς έξω από τις ακτές του νησιού. Το στρατιωτικό ελληνικό σώμα, ακολουθώντας το παραδειγμά τους, βγήκε από τα παραπήγματα και πήρε θέσεις για να αποκρούσει μία πιθανή τουρκική εισβολή.
Η βρετανική επιθυμία για την διατήρηση του στάτους κβο έπαιξε ζωτικό ρόλο στη σωτηρία της Κύπρου από μεγαλύτερη καταστροφή.
Η Κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε την επέμβαση του Σ. Α και ζήτησε μία επείγουσα συνάντηση για να εξεταστούν οι κατηγορίες κατά της Τουρκίας για επίθεση και επέμβαση στα εσωτερικά της Κύπρου παραβιάζοντας τον εναέριο χώρο και τα χωρικά ύδατα του νησιού. Η Τουρκία αρνήθηκε τις κατηγορίες και το Σ. Α ανέβαλε την συζήτηση χωρίς να κάνει καμία ενέργεια. Αν και η κυπριακή κυβέρνηση είχε αποσύρει την προηγούμενη αίτησή της για επέμβαση του ΟΗΕ, η δεύτερη απειλή τουρκικής εισβολής καθώς και το γεγονός ότι για δεύτερη φορά αεριωθούμενα καταδιωκτικά πέταξαν πάνω από την Λευκωσία έκαναν τον Υπ. Εξωτερικών Σπύρο Κυπριανού να τηλεφωνήσει στους ξένους επιτετραμένους στη Λευκωσία και να τους ενημερώσει για την κατάσταση.
Ο Μακάριος έβλεπε τον τεράστιο κίνδυνο από πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ, δηλαδή των ΗΠΑ, να καθυστερήσουν τον ΟΗΕ για να προβάλλουν αγγλοαμερικανικό σχέδιο (Σάντυς -Μπωλ) έτσι ώστε τελικά το νησί να γίνει βάση του ΝΑΤΟ. Οι ουδέτερες τάσεις του Μακαρίου θα εξουδετερώνονταν και μία συγκυριαρχία Ελλάδας, Τουρκίας και ΝΑΤΟ θα διαιώνιζε τη συμμαχική στρατιωτική επιρροή.
Ο Δημήτριος Μπίτσιος, Έλληνας διπλωμάτης αναφέρει:
«Οι συνθήκες που επικρατούσαν ευνοούσαν ολοφάνερα την Τουρκία. Οι Βρετανοί και μαζί τους οι Αμερικανοί, ήθελαν πάνω απ’όλα να εμποδίσουν την διεθνοποίηση του προβλήματος. Ενοχλούνταν επίσης από την υποστήριξη που έδιναν στον Αρχιεπίσκοπο οι Σοβιετικοί. Εξάλλου ήθελαν να εξαγοράσουν την επιθυμία των Τούρκων για χρήση ένοπλης βίας κατά της Κύπρου με την υπόσχεση, ότι δεν θα δινόταν καμία λύση που να μην ικανοποιεί τις απόψεις τους».Ο Κιουτσούκ στην Le Monde στις 10/1/64 αναφέρει:
«Θέλουμε χωριστό κράτος. Η Κύπρος πρέπει να διχοτομηθεί. Ο 35ος παράλληλος είναι η καλύτερη γραμμή για τα σύνορα».Ο στρατηγός Λάυμαν Λέμνιστερ (διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη) προσπάθησε να επιβάλλει το σχέδιο (Σάντυς- Μπώλ), αλλά ο Μακάριος αποδείχτηκε ακλόνητος. Ο Μακάριος μάλιστα δήλωσε ότι θα δεχόταν μία διεθνή δύναμη υπό την αιγίδα του Σ.Α. Το σχέδιο που είχε υπ’ όψιν της η Αμερική ήταν η διπλή ένωση με διχοτόμηση-δηλαδή να γίνει ολόκληρο το νησί μία βάση του ΝΑΤΟ και να βγει από την μέση η Βρετανία.
Ο Λέμνιστερ προσπάθησε να επιβάλλει ντε φάκτο την διχοτόμηση. Έστειλε τηλεγραφήματα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας παροτρύνοντας τις να αποβιβάσουν στρατεύματα στο νησί, πράγμα που θα οδηγούσε στην απόβαση μίας μεικτής δύναμης του ΝΑΤΟ για να παρεμβληθεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες και να φέρει τον Μακάριο προ τετελεσμένου γεγονότος.
Στο τέλος επικράτησε η αποφασιστικότητα του Μακαρίου.
Ο ΟΗΕ μπορούσε να εξασφαλίσει εγγυήσεις εναντίον μίας πιθανής τουρκικής εισβολής και μπορούσε να υποστηρίξει τον Μακάριο για αποφάσεις του σχετικά με τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας και για να ετοιμάσει τον δρόμο για ενιαίο κράτος με πλειοψηφική κυβέρνηση.
Ο Μακάριος, αν και υποστήριζε επιφανειακά την Ένωση, ήθελε να μείνει η Κύπρος ουδέτερο κράτος.
Ο Μακάριος οδηγούσε το νησί προς το χώρο των αδεσμεύτων και προσπαθούσε να ενισχύσει τους δεσμούς του με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, γεγονός που κατακρίνεται μέχρι και σήμερα.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης Ντιν Ρασκ τον Νοέμβρη του ’64 δήλωσε:
«Οι ελληνικές ελπίδες για ένωση φαίνεται να αδυνατίζουν, καθώς ο Μακάριος χρησιμοποιεί τη Σοβ. Ένωση εναντίον της Δύσης, δημιουργεί σχέσεις με την Αίγυπτο και εργάζεται να χτίσει την προσωπικότητα του ανάμεσα στους Αδεσμεύτους».Οι προτάσεις του ΝΑΤΟ δεν ήταν τίποτα άλλο από αγγλοτουρκικές κομπίνες υπό την επιρροή των Αμερικανών.
Μετά τα παραπάνω αναφερθέντα γεγονότα, οι Τ/κύπριοι αποχώρησαν από τα όργανα του κυπριακού κράτους στα οποία μετείχαν κατ’ αναλογίαν. Τα όργανα αυτά έπαψαν να λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους του Συντάγματος και το κράτος πέρασε ουσιαστικά στα χέρια των Ε/κυπρίων.
Γι’ αυτό ο πρέσβης της Κύπρου ήταν Ε/κύπριος.
Από την 5η Μαρτίου 1964 ένοπλες τουρκικές ομάδες έριξαν τους πρώτους πυροβολισμούς στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα και στις 6 Μαρτίου μία βόμβα εξερράγη στο κτίριο της Τ/κυπριακής κοινοτικής βουλής. Ο στόχος, όπως και το 1958 ήταν να κατηγορηθούν οι Έλληνες και να έχουν μία δικαιολογία για σύγκρουση.
Στις 13 Μαρτίου η Τουρκία απείλησε για μία ακόμη φορά με εισβολή και απαίτησε να βάλει τέρμα ο Μακάριος στις εχθροπραξίες, να ελευθερώσει τους τούρκους ομήρους και να αποκαταστήσει την ελευθερία κινήσεων. Την ίδια μέρα το Σ. Α. ψηφίζει την απόφαση 187, καλώντας όλα τα μέλη να συμμορφωθούν με την απόφαση 186 και να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση.
Στις 4/4/1964 ο Μακάριος κατήγγειλε τη Συνθήκη Συμμαχίας με την Ελλάδα και την Τουρκία λόγω των βιαίων συγκρούσεων και βομβιστικών επιθέσεων, μεταξύ Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων. Όμως πίσω από βομβιστικές επιθέσεις εις βάρος των Τούρκων υπεύθυνη ήταν η ΤΜΤ!Ο στόχος, όπως και το 1958, ήταν να κατηγορηθούν οι Έλληνες και να έχουν (οι Τούρκοι) μία δικαιολογία για σύγκρουση.
Στις 11/4 και 26/4 έγιναν βίαιες μάχες με επίκεντρο το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα. Την άλλη μέρα ο Ου Θαντ εξήγησε ότι παρά την παρουσία δυνάμεων του ΟΗΕ, είχαν γίνει 126 επεισόδια ανταλλαγής πυροβολισμών τον προηγούμενο μήνα. Στις 29/4 ανέφερε ότι η αποστολή του ΟΗΕ δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας.
Ο Μακάριος εν τούτοις διετύπωσε προτάσεις σε ένα υπόμνημα προς τον μεσολαβητή της Κύπρου, τον Φινλανδό Σακάρι Τουμιόγια, για ένα ενιαίο Κυπριακό κράτος, που περιείχαν ευρείες εγγυήσεις για την τουρκική μειονότητα. Τα τουρκικά σχέδια από την άλλη πλευρά είχαν προτείνει τη διχοτόμηση σε δύο καντόνια με ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπεύθυνη για τις εξωτερικές υποθέσεις, την οικονομία και την άμυνα.
Τον Αύγουστο του ’64 η αποστολή όπλων διά θαλάσσης από την Τουρκία στην τουρκική ισχυρή θέση Μανσούρα –Κοκκίνα είχε φθάσει σε μεγάλες διαστάσεις και πιστευόταν ότι οι Τούρκοι θα έκανα προσπάθεια σύνδεσης με την Λεύκα ή την Πόλη, αποκόβοντας έτσι το δυτικό δρόμο από τον Ξηρό προς την Πάφο. Ένα ισχυρό σώμα εθνοφρουράς με επικεφαλής τον Γρίβα στάλθηκε για να αποκόψει την ένοπλη επίθεση. Καθώς οι Έλληνες προχωρούσαν, 4 αεριωθούμενα της τουρκικής αεροπορίας έκαναν την εμφάνιση τους και έριξαν προειδοποιητικές βολές στη θάλασσα έξω από την Πόλη. Τις πρώτες ώρες της 8ης Αυγούστου οι Τούρκοι είχαν φύγει από την Μανσούρα και είχαν υποχωρήσει στην Κοκκίνα. Αλλά το απόγευμα της 8η Αυγούστου οι Τούρκοι με 30 αεριωθούμενα και την επόμενη μέρα με άλλα 64 βομβάρδισαν την Κύπρο κυρίως με βόμβες ναπάλμ. Νοσοκομεία χτυπήθηκαν, δεκάδες γιατροί, γυναικόπαιδα και νοσοκόμες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Εκθέσεις των απεσταλμένων του ΟΗΕ ανέφεραν ότι «αυτές οι επιδρομές κατά ανυπεράσπιστων ανθρώπων σκότωσαν και τραυμάτισαν πολλούς αθώους πολίτες και ανθρώπινες περιουσίες».
Η ειρωνεία ήταν ότι τα αεροπλάνα και οι βόμβες ναπάλμ είχαν δοθεί από τους Αμερικανούς για τους αμυντικούς σκοπούς του ΝΑΤΟ, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για επίθεση ενάντια σ’ένα μικρότερο κράτος, μέλος του ΟΗΕ και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Επίσης ο 6ος Αμερικανικός Στόλος που βρισκόταν κοντά αρκετό καιρό, δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει το κακό.
Στο Σ. Α. οι Τούρκοι εκπρόσωποι εξήγησαν στις 8 Αυγούστου ότι η Κύπρος είχε βομβαρδιστεί «περιορισμένα». Δήλωσαν πως όλοι μπορούν να κοιμούνται ήσυχα, γιατί δεν θα γίνονταν άλλες επιθέσεις. Αλλά λίγο αργότερα χρησιμοποιήθηκαν βόμβες ναπάλμ. Οι Σοβιετικοί προειδοποίησαν ότι δεν θα ανεχθούν τουρκική εισβολή (προς το παρόν), ενώ η απόφαση 193 στις 9/8 ζητούσε κατάπαυση του πυρός.
Επιπλέον στις 18/12/65 η Κυπριακή κυβέρνηση κατάφερε να εξασφαλίσει την ψήφιση της απόφασης 2077(ΧΧ) από τη Γεν Συνέλευση, που υποστήριζε το αίτημα της για απρόσκοπτη ανεξαρτησία της Κύπρου και απέρριπτε τους τουρκικούς ισχυρισμούς για δικαίωμα επέμβασης βάσει των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Η απόφαση ψηφίστηκε με ψήφους 47 υπέρ και 5 κατά με 54 αποχές και 11 απουσίες και ζητούσε από όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ενότητα, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του νησιού.
Μέχρι το 1967 στην Κύπρο οι δύο κοινότητες ακολουθούσαν αντίθετες κατευθύνσεις. Η τ/κυπριακή ηγεσία δεν αρκέστηκε στο να κρατάει τις δύο κοινότητες χωρισμένες με την πειθώ, τη βία, τις απειλές και τους φόνους, αλλά θέσπισε κανονισμούς για να τις κρατήσει σε απόσταση. Σχηματίστηκε μία τοπική διοίκηση στο κλειστό τμήμα του δρόμου Λευκωσίας-Κυρήνειας με αντιπροσώπους σε άλλες περιοχές, χωριστές δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομική δύναμη (όπου η ημισέληνος και το άστρο πήραν τη θέση του εμβλήματος της δημοκρατίας) και ραδιοσταθμό.
Στη συνέχεια οι Τ/κύπριοι εγκατέλειψαν πολλά απ’ τα χωριά τους και συγκεντρώθηκαν για «αυτοπροστασία» και διευκόλυνση της διχοτόμησης στις πυκνότερα κατοικημένες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ γύρω στις 25. 000 δήθεν «πρόσφυγες» αναγκάστηκαν να μεταφερθούν. Οι Ε/κύπριοι δεν μπορούσαν να μπουν σ’ αυτές τις περιοχές, ούτε οι Τούρκοι μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν χωρίς την άδεια των ηγετών τους. Περιορισμένοι σε τέτοια μέρη, χωρίς επαρκείς πηγές, οι Τούρκοι επέζησαν σαν «χωριστή» οντότητα μόνο χάρη στην άμεση οικονομική βοήθεια της Τουρκίας (με ποσά των 10-12 εκατ. λιρών το χρόνο). Αλλά παρά τις πιέσεις των ηγετών τους και των ενόπλων ομάδων, που είχαν φτάσει από την Τουρκία μετά το 1963, πολύ μεγαλύτερος αριθμός Τ/κυπρίων έμεινε σε περιοχές ελεγχόμενες από την κυπριακή κυβέρνηση. Το τουρκικό αίτημα για διχοτόμηση ή έστω για γεωγραφικό διαχωρισμό δεν σταμάτησε ποτέ.
Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Χριστοφίδης πληροφόρησε τη Γ. Σ. του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 1976 ότι οι Τ/κύπριοι είχαν σχέδια για διχοτόμηση το νησιού από το 1963 αναφέροντας αποσπάσματα από ένα απόρρητο έγγραφο με χρονολογία Σεπτεμβρίου 1963 με τις απογραφές του Κουτσούκ και του Ντενκτάς που αποκάλυπτε ένα σχέδιο για αυτοδιαχωρισμό σαν πρώτο βήμα για τη διχοτόμηση. Τον επόμενο χρόνο ο Κεμάλ Σατίρ, πρώην αναπληρωτής Πρωθυπουργός της Τουρκίας, δήλωσε δημόσια ότι
«η Κύπρος θα διαιρεθεί σε δύο τμήματα, από τα οποία το ένα θα ενωθεί με την Τουρκία».Ένα απόρρητο έγγραφο που εκδόθηκε στις 18/4/1964 από τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ανέφερε καθαρά το τουρκικό σχέδιο διχοτόμησης, που το ονόμαζε σχέδιο «Αττίλας». Αυτό το σχέδιο προτάθηκε το 1965 από τον Κουτσούκ στο μεσολαβητή του ΟΗΕ και εμφανίζεται στην έκθεση του Πλάθα προς τον γ. γ. του ΟΗΕ με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1965. Το σχέδιο κάλυπτε βασικά την περιοχή που κατέλαβε η Τουρκία μετά από την εισβολή της στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 –μια περιοχή που είχε πάρα πολλά χρόνια στο μάτι η Τουρκία.
Ο Ινονού εξήγησε επίσης πολύ εμφατικά στις 17/5/1964 ότι
«μία μέρα η Ελλάδα θα συμφωνήσει για την ειρηνική διχοτόμηση της Κύπρου με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ. Όσο οι Έλληνες αρνούνται, η μάχη θα συνεχίζεται, η Τουρκία δεν θα υποχωρήσει, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμα της για επέμβαση στο νησί».Στις 8/9/1964 ο Ινονού πληροφόρησε την Εθνοσυνέλευση, ότι «επίσημα προωθούσαμε μάλλον την ιδέα της ομοσπονδίας, παρά τη διχοτόμηση». Στην πραγματικότητα όμως η γεωγραφική ομοσπονδία είναι απλώς μία συγκεκαλυμμένη μορφή διχοτόμησης.
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ε. Ερκίν δήλωσε στην Αθήνα ότι
«η ριζική λύση θα ήταν να παραχωρηθεί ένα τμήμα της Κύπρου στην Ελλάδα και το άλλο, που βρίσκεται πιο κοντά στην ασιατική ακτή της Τουρκίας, στην Τουρκία. »
Οι προθέσεις της Τουρκίας φάνηκαν άλλη μία φορά την 1/2/1974 όταν, μετά από μακρόχρονη κοινοβουλευτική κρίση μετά από τις εκλογές του προηγουμένου φθινοπώρου, η κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον Μπουλέντ Ετσεβίτ υπέγραψε ένα πρωτόκολλο, στο οποίο δήλωνε ότι θα δεχόταν μόνο «ομοσπονδία» στην Κύπρο. Ο Τούρκος πρωθυπουργός ζήτησε για μία ακόμα φορά «ομοσπονδιακή λύση» στις 27 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Επίσης τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο μόνιμος απεσταλμένος της Τουρκίας στον ΟΗΕ Οσμάν Ολκάι ζήτησε «ομοσπονδιακή διευθέτηση» μιλώντας στο Συμβ. Ασφαλείας.
Αυτές οι επίσημες δηλώσεις κατέστρεφαν κάθε προσπάθεια δικανονισμού σύμφωνα με τις αρχές που είχαν γίνει δεκτές προηγουμένως, ότι η λύση του συνταγματικού προβλήματος της Κύπρου θα βασιζόταν σε ανεξάρτητο κυρίαρχο και ενιαίο κράτος. Η Τουρκία ζητώντας ένα πρόσχημα για να επιβάλλει τα σχέδιά της, έθεσε σε κίνηση έναν μηχανισμό εισβολής. Η ευκαιρία δόθηκε με το πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου την 15/7/1974.
Ο τούρκος εκπρόσωπος αναφέρεται, εντέχνως, στο δικαίωμα εισβολής της Τουρκίας αν «διασαλευθεί η συνταγματική τάξη». Αυτό -δήθεν -προκύπτει από το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960:
Τι αναφέρει το Άρθρο 4:
«Σε περίπτωση παραβιάσεως των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνεννοηθούν επί των διαβημάτων ή των απαραιτήτων μέτρων προς εξασφάλιση του σεβασμού των εν λόγω διατάξεων. Αν δεν είναι δυνατή η κοινή ή συνδυασμένη δράση, καθεμία από τις τρείς εγγυήτριες δυνάμεις επιφυλάσσεται να προβεί σε ενέργειες με μοναδικό στόχο την αποκατάσταση της κατάστασης που δημιουργείται από την παρούσα Συνθήκη».Εμείς -προς το παρόν- θα αναφερθούμε σε δύο απλώς επιχειρήματα για να καταδείξουμε το άτοπο της τουρκικής εισβολής.
Πρώτον, το άρθρο 3 της ιδίας Συνθήκης που η Τουρκία δυστυχώς ξεχνάει:
Άρθρο 3Το δεύτερο επιχείρημα προκύπτει από το Άρθρο 4.
«Η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία.. . αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Κύπρου ως και την κατάσταση πραγμάτων την καθιερωθείσα υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της. Αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση όπως απαγορεύσουν καθόσον εξαρτάται εξ’αυτών, κάθε δραστηριότητα που έχει ως σκοπό να ευνοήσει άμεσα ή έμμεσα τόσο την Ένωση της Δημοκρατίας της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος όσο και την διχοτόμηση της Κύπρου».
Από το άρθρο αυτό καταλαβαίνει κανείς την «νομιμότητα» της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο με στόχο την διχοτόμηση.
Η Τουρκία δεν μπορούσε να επέμβει μονόπλευρα, εκτός αν αποδεικνυόταν, ότι ήταν αδύνατη η κοινή ή συνεννοημένη δράση μετά από συζητήσεις μεταξύ των τριών χωρών. Όμως στην Διάσκεψη της Γενεύης στις 13 Αυγούστου του 1974, όπως τόνισε ο υπ. Εξωτερικών της Βρετανίας Τζέιμς Κάλλαχαν, οι απαιτούμενες συνεννοήσεις μεταξύ των τριών εγγυητριών δυνάμεων θα ολοκληρώνονταν στις 23 Ιουλίου, δηλαδή τρεις ημέρες μετά την εισβολή. Ακόμα η επέμβαση έπρεπε να περιοριστεί στο «σκοπό της αποκατάστασης της κατάστασης πραγμάτων που δημιουργήθηκε από την Συνθήκη», που είναι η συνταγματική τάξη του 1960 και τίποτα περισσότερο. Όχι μόνο η Τουρκία, κατά την επιδίωξη των στόχων της, δεν συμβουλεύτηκε άλλες χώρες, αλλά έκανε κάθε προσπάθεια για να εξαρθρώσει την Κύπρο και να καταστρέψει ό, τι είχε εγγυηθεί η ίδια.
1) «Ιστορία της Κύπρου», συγγραφέας: Στ. Παντελής
2) Πηγή: «Επίτομη Ιστορία της Κύπρου », συγγραφέας: Στ. Καρκαλέτσης
https://kostasxan.blogspot.com/2019/10/blog-post_171.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου