Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης
Η διαπίστωση συναντίληψης μεταξύ των κομμάτων σε σχέση με το χειρισμό της τρέχουσας κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνει και τη σοβαρότητα του ζητήματος αλλά και την πραγματική δυσκολία. Σε αντίθεση με άλλα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας φάνηκε ότι τα κόμματα δυσκολεύονταν πραγματικά να έχουν να προτείνουν μια εναλλακτική στρατηγική.
Μέχρι τώρα η στρατηγική αυτή στηρίζεται σε ένα συνδυασμό δύο παραμέτρων: σε αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ψυχραιμία, δηλαδή την αποφυγή βημάτων που θα παρέπεμπαν σε μια κλιμάκωση της έντασης, και τη διεθνοποίηση του ζητήματος, δηλαδή την προσπάθεια να αναλάβει η διεθνής κοινότητα τις ευθύνες που της αναλογούν έναντι της επιθετικής αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας.
Οι πρωτοβουλίες διεθνοποίησης
Μέχρι τώρα έχουν υπάρξει διάφορα αποτελέσματα από τις πρωτοβουλίες διεθνοποίησης του ζητήματος που έχει πάρει η ελληνική κυβέρνηση.
Αυτές περιλαμβάνουν μια σειρά από ανακοινώσεις από ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την αμερικανική διπλωματία που αμφισβητούν την ισχύ των πρωτοβουλιών της τουρκικής κυβέρνησης, τις σαφείς δηλώσεις από τη μεριά της Αιγύπτου (που ούτως ή άλλως δεν αναγνωρίζει τη «διεθνώς αναγνωρισμένη» κυβέρνηση αλλά αυτή του στρατηγού Χαφτάρ, τις δηλώσεις εκπροσώπων του Λιβυκού Κοινοβουλίου (που δεν συμπλέει με την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση αλλά με την πλευρά Χαφτάρ) ότι δεν έχει κυρωθεί ούτε πρόκειται να κυρωθεί η συμφωνία.
Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι επιστολές προς την προεδρεύουσα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τον ίδιο τον Γενικό Γραμματέα, καθώς αποσκοπούν στο να μην καταχωρηθεί ούτε και δημοσιοποιηθεί η «συμφωνία» από τον ΟΗΕ, έτσι ώστε να μην έχει αξιώσεις ισχύος, αλλά και εμμέσως πλην σαφώς καλούν το Συμβούλιο Ασφαλείας που επιβλέπει την τήρηση της Πολιτικής Συμφωνίας πάνω στην οποία στηρίζεται η αναγνώριση της λιβυκής κυβέρνησης, να αναλάβει την ευθύνη του.
Σε αυτό θα προστεθεί, όπως όλα δείχνουν, και μία ρητή αναφορά στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου στο ότι για την ΕΕ η «συμφωνία» δεν επιφέρει κάποια έννομα αποτελέσματα, κίνηση που έχει τη σημασία της έστω και εάν το τι παράγει ή όχι έννομα αποτελέσματα στο διεθνές πεδίο κατεξοχήν κρίνεται από τα διεθνή όργανα που υπό την εποπτεία του ΟΗΕ.
Η προσπάθεια για ενεργότερη ανάμειξη χωρών που εταιρείες τους διεκδικούν δικαιώματα εξορύξεων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα
Τμήμα της προσπάθεια διεθνοποίησης και η προσπάθεια να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο χώρες που έχουν σταθεί επικριτικά στις τουρκικές πρωτοβουλίες και ταυτόχρονα έχουν συμφέροντα από τη δυνητική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων που βρίσκονται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι πληροφορίες των Νέων ότι Αθήνα και Παρίσι εξετάζουν το ενδεχόμενο στο πλαίσιο της παραχώρησης δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης νότια της Κρήτης να υπάρξει αποστολή γαλλικού ερευνητικού σκάφους, ώστε εκ των πραγμάτων να κατοχυρωθεί η ελληνική θέση και να απαντηθεί η διεκδίκηση της Τουρκίας.
Στο ίδιο πλαίσιο και η προσπάθειες οι δηλώσεις της Ιταλικής κυβέρνησης υπέρ των ελληνικών θέσεων να συνδυαστούν με ανάλογη παρουσία και του Ιταλικού ναυτικού.
Τα όρια της διεθνοποίησης
Παρότι η Αθήνα έχει επιδοθεί σε ένα διπλωματικό μαραθώνιο, ωστόσο υπάρχει το ερώτημα για την αποτελεσματικότητα. Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος όλα αυτά να μείνουν συμβολικές κινήσεις την ώρα που η Τουρκία θα προχωρά σε πραγματικά βήματα.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία εάν αναλογιστούμε ότι η στρατηγική της Τουρκίας δεν είναι τόσο να κατοχυρώσει όσα κατά γράμμα λέει η συμφωνία με τη Λιβύη, όσο να διαμορφώσει έδαφος για μια διαπραγμάτευση με ευνοϊκούς όρους.
Αυτό σημαίνει ότι για την Τουρκία ακόμη και το να θεωρηθούν οι συγκεκριμένες περιοχές ως διαφιλονικούμενες είναι ένα σημαντικό πολιτικό κέρδος. Αυτή, άλλωστε, είναι μια τακτική που τη δοκίμασε και σε σχέση με το Κυπριακό, αλλά και σε σχέση με το Αιγαίο. Αποσκοπεί δηλαδή στο να διαμορφώσει άλλη μια, πολύ πιο μεγάλη γκρίζα ζώνη, εντός της οποίας να δοκιμάσει ακόμη και έρευνες.
Αυτό σημαίνει ότι οι απλές δηλώσεις καταδίκης είναι ασύμμετρες ως προς αυτό που έχει κάνει η Τουρκία. Η ελληνική πλευρά χρειάζεται κινήσεις που να μη δίνουν απλώς την εικόνα αντίρρησης αλλά που να ακυρώνουν στην πράξη αυτό που κάνει η Τουρκία ή που να πιέζουν την Άγκυρα να αλλάξει στρατηγική.
Αυτό θα σήμαινε ότι η Τουρκία θα ελάμβανε το μήνυμα ότι όντως θα βρει απέναντί της μια σειρά από δυνάμεις με ειδικό βάρος στη διεθνή κοινότητα και δη με τρόπο που θα σημαίνει πραγματικό κόστος για την ίδια.
Και εδώ είναι οι πραγματικές δυσκολίες της διεθνοποίησης. Με την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ να είναι ουσιαστικά παγωμένη εδώ και χρόνια και την ΕΕ να στηρίζεται στη «Κοινή Δήλωση» για το προσφυγικό, είναι ένα ερώτημα ποια θα μπορούσε να είναι μια πραγματική πίεση της ΕΕ προς την Τουρκία. Το ίδιο ισχύει και για τα όρια των μεμονωμένων πρωτοβουλιών που θα πρέπει να φανεί μέχρι που θα φτάσουν. Για παράδειγμα μένει να δούμε σε ποιο βαθμό π.χ. η Γαλλία θα υποστηρίξει όντως τυχόν ερευνητικά δικαιώματα νότια της Κρήτης.
Την ίδια στιγμή άλλες χώρες της περιοχής δεν είναι βέβαιο ότι θα κινηθούν όπως θα ήθελε η Αθήνα. Για παράδειγμα η Αίγυπτος μπορεί να είναι εχθρική προς τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση, όμως εδώ και χρόνια δεν έχει διευκολύνει την αμοιβαία οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Ελλάδα. Αντίστοιχα το Ισραήλ, που έχει να αντιμετωπίσει μια βαθιά εσωτερική πολιτική κρίση, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη δυνατότητα στη σημερινή διάταξη δυνάμεων, ιδίως στη Συρία, να ασκήσει πίεση στην ίδια την Τουρκία.
Υπάρχει πάντα η Ρωσία, μια χώρα που μπορεί να ασκήσει πραγματική πίεση στην Τουρκία, όμως την ίδια στιγμή θέλει να παίξει το ρόλο του power broker με έμφαση στη συριακή κρίση, οπότε δεν είναι δεδομένο πόσο πιεστική θέλει να είναι απέναντι στην Τουρκία, την ώρα που ούτως ή άλλως η Μόσχα έχει από χρόνια εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για την φιλοατλαντική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως φάνηκε και από το πώς αντιμετώπισε τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Προφανώς και η Τουρκία, με την τακτική να ανοίγει διάφορα μέτωπα παράλληλα έχει αυξήσει και τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται. Ταυτόχρονα, έχει αποδείξει μέχρι τώρα ότι μπορεί να προωθεί την πολιτικής μέσω προβολών ισχύος, έστω και με αναπροσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να βρεθεί αντιμέτωπη με πραγματικά εμπόδια και πραγματικές πιέσεις, για να αλλάξει κατεύθυνση σε ένα ζήτημα τόσο κομβικό για αυτή όπως είναι η έξοδος προς τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και η προσπάθεια να μη μείνει έξω από τη μοιρασιά των κοιτασμάτων. Αυτό ορίζει και τη δυσκολία για την ελληνική πλευρά, όπου η επιθυμία για διαπραγμάτευση με κανόνες και ορίζοντα το συμβιβασμό προσκρούει πάνω στα τουρκικά τετελεσμένα.
ΙΝ
https://kostasxan.blogspot.com/2019/12/blog-post_330.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου