Η πληροφορία ότι σύντομα θα αναρτηθούν στον ΟΗΕ οι συντεταγμένες της συμφωνίας ανάμεσα στην Τουρκία και τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης, έρχεται να φέρει την ελληνική πλευρά αντιμέτωπη με τα αποτελέσματα που είχε αυτή η συμφωνία, αλλά και με το δύσκολο δρόμο για τη Χάγη
Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης
Είναι αλήθεια ότι –όπως έσπευσαν να υπογραμμίσουν διπλωματικές πηγές, μετά το θόρυβο που προκάλεσε η πληροφορία που δημοσίευσε την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου η εφημερίδα Καθημερινή σε ρεπορτάζ του Β. Νέδου– η ανάρτηση των συντεταγμένων που προβλέπει η τουρκολιβυκή συμφωνία αποτελεί μια τυπική διαδικασία. Μόνο που ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι ένα φάσμα από δηλώσεις και τοποθετήσεις που λίγο πολύ παρουσίαζαν τη συμφωνία ως περίπου άνευ σημασίας ήταν περισσότερο ευσεβείς πόθοι παρά εκτιμήσεις που αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα.
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη σημασία των γεγονότων είναι καλό να έχουμε υπόψη μας ορισμένα στοιχεία για το διεθνές σύστημα.
Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν είναι όπως οι εσωτερικές κρατικές νομοθεσίες. Δεν έχουν καν την αυστηρότητα του ευρωπαϊκού δικαίου. Δεν υπάρχει κάποια υπερκρατική αρχή που ανά πάσα στιγμή εγγυάται στην εφαρμογή τους και το εάν η «διεθνής κοινότητα» θα παρέμβει για τη διόρθωση μιας αδικίας είναι πάντα ένα διακύβευμα.
Η ραχοκοκαλιά του διεθνούς δικαίου δεν είναι τόσο κάποιες αφηρημένες αρχές όσο ένα φάσμα από διμερείς και πολυμερείς συνθήκες. Αυτό αποτυπώνεται και στα ζητήματα που αφορούν το δίκαιο της θάλασσας και τα κυριαρχικά δικαιώματα που συνεπάγεται.
Μπορεί από τη μια να έχουμε ορισμένους σαφείς κανόνες, όπως είναι π.χ. η θέση ότι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ εκτείνονται σε απόσταση έως 200 ν.μ. (ή έως τη μέση γραμμή εάν οι αποστάσεις είναι μικρότερες) ή η θέση ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα, όμως την ίδια στιγμή έχουμε πάντα την υπογράμμιση ότι όλα αυτά απαιτούν διμερείς συμφωνίες και οριοθετήσεις με τα συνορεύοντα κράτη για να έχουν πραγματικά κάποια ισχύ.
Αντίστοιχα, μπορεί να υπάρχει πάντα η δυνατότητα προσφυγής σε διεθνή όργανα, όπως το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη, αλλά αυτό προϋποθέτει συμφωνία των μερών ότι αποδέχονται τη δικαιοδοσία του. Ούτε είναι τυχαίο ότι και όταν παίρνει θέση σε τέτοια ζητήματα το Διεθνές Δικαστήριο η τάση του είναι πάντα λιγότερο η πιστή τήρηση κανόνων όσο η ευθυδικία και η απόφαση που όντως μπορεί να επιλύσει τη διαφορά.
Η συμφωνία που άλλαξε τα δεδομένα
Σε αυτό το πλαίσιο η συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης άλλαξε τα δεδομένα.
Μέχρι τότε η Τουρκία είχε αξιώσεις μονομερείς και η Ελλάδα με τη σειρά της μπορούσε να λέει ότι τις απορρίπτει και ότι θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Οι δύο χώρες είχαν διαφορές μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του πώς τις όριζαν. Όμως, όλα τα ζητήματα παρέμεναν ανοιχτά.
Η Τουρκία μπορεί να έβγαζε χάρτες της «Γαλάζιας Πατρίδας» όμως αυτοί δεν σήμαιναν κάτι. Έκανε υπερπτήσεις και αμφισβητούσε τα όρια του εναέριου χώρου, όμως πάντα ήταν μια μονομερής ενέργεια. Μιλούσε για «γκρίζες ζώνες» όμως εν πολλοίς από το 1996 στα Ίμια το “no troops, no ships, no flads” ισχύει. Ούτε επί της ουσίας δοκίμασε μετά το 1987 να κάνει έρευνες σε διαμφισβητούμενες περιοχές με την εξαίρεση των κινήσεων του ερευνητικού σκάφους Barbaros πέρσι.
Αντίστοιχα, η Ελλάδα μπορεί να έδωσε άδειες έρευνας σε διάφορες άλλες περιοχές, όμως όντως πάντοτε αντιμετώπιζε την περιοχή για την οποία συζητάμε ως τμήμα μιας διαφοράς που θα έπρεπε να επιλυθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα δεν έχει «επίσημο χάρτη» για την υφαλοκρηπίδα ούτε έχει κάνει κάποια ανακοίνωση για «ανακήρυξη ΑΟΖ» επί της ουσίας.
Στο πρόσφατο επεισόδιο με το ερευνητικό σκάφος Ορόυτς Ρέις η προσεκτικά διατυπωμένη ανακοίνωση του ΓΕΕΘΑ μίλησε για έξοδο του πλοίου από τα όρια του ελληνικού FIR (που είναι ταυτόχρονα και χώρος ευθύνης για θαλάσσιες επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης) μια που αυτά είναι διεθνώς αναγνωρισμένα και αποτυπωμένα.
Το κυριότερο ήταν ότι καμία χώρα δεν είχε μπορέσει να κάνει διμερή συμφωνία για το ζήτημα αυτό με άλλη όμορη (ως προς τα όρια των ΑΟΖ) χώρα. Και αυτό γιατί σε πείσμα όσων κατά καιρούς γράφεται μια ΑΟΖ δεν ανακηρύσσεται απλώς, αλλά οριοθετείται σε συμφωνία με άλλες χώρες. Η Ελλάδα προσπάθησε να κάνει τέτοιες διαπραγματεύσεις και με την Αίγυπτο και με τη Λιβύη σε προηγούμενα χρόνια αλλά δεν είχε υπάρξει πρόοδος, κυρίως γιατί η συγκεκριμένη οριοθέτηση σήμαινε και λήψη θέσης στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Μπορούσε να κάνει οριοθέτηση με την Κυπριακή Δημοκρατία, όμως αυτό είχε μικρή σημασία, καθώς το ερώτημα ήταν η οριοθέτηση με την Τουρκία.
Αυτό ακριβώς καταφέρνει τώρα η Τουρκία. Για πρώτη φορά έχει διμερή συμφωνία για την οριοθέτηση. Και στο βαθμό που την υπογράφουν δύο κράτη που είναι διεθνώς αναγνωρισμένα δια μέσου νόμιμων κυβερνήσεων είναι μια συμφωνία «έγκυρη». Στο διεθνές δίκαιο δεν υπάρχει δυνατότητα τρίτης χώρας να προσφύγει κάπου μια χώρα υποστηρίζοντας την ακυρότητα μιας διμερούς συμφωνίας.
Ανεξαρτήτως του εάν είναι σύμφωνη ή όχι με το διεθνές δίκαιο έχει το κρίσιμο στοιχείο να είναι διμερής συμφωνία που σημαίνει ότι τουλάχιστον μία ακόμη χώρα της περιοχής αποδέχεται την τουρκική αντίληψη. Και εδώ να πούμε ότι ανεξαρτήτως δηλώσεων εν μέσω εμφυλίου πολέμου, η όποια μεταπολεμική κυβέρνηση διαμορφωθεί στη Λιβύη, εάν υπάρξει ειρηνευτική διαδικασία, μάλλον δεν θα έχει ως πρώτη προτεραιότητα να ακυρώσει μια τέτοια συμφωνία.
Η συμφωνία αυτή δεν είναι δεδομένο ότι θα εφαρμοστεί ή ότι θα εφαρμοστεί πλήρως. Όμως, δεν είναι «άνευ περιεχομένου». Η μία από τις τρεις χώρες (πλην Τουρκίας) με τις οποίες η Ελλάδα θα ήθελε να κάνει μια οριοθέτηση με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου παίρνει θέση υπέρ της τουρκικής ερμηνείας. Η Ελλάδα πλέον δεν απαντά σε μονομερή αξίωση αλλά σε διακρατική συμφωνία, εφόσον και η κυβέρνηση της Τρίπολης παραμένει διεθνώς αναγνωρισμένη. Χώρες όπως η Αίγυπτος θα λάβουν υπόψη τους τέτοιες παραμέτρους.
Τα όρια των ελληνικών αντιδράσεων
Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει το ενδεχόμενο να πρωτοκολληθεί η συμφωνία και να αναρτηθούν οι συντεταγμένες που περιλαμβάνει. Αποδεικνύεται ότι ήταν μια μάλλον αλυσιτελής προσπάθεια. Πιθανώς και η αποτροπή των κινήσεων που αναμένονται από τον ΟΗΕ να ήταν αδύνατη, αν και ένας οργανισμός όπως ο ΟΗΕ δεν είναι απλώς «τυπικές διαδικασίες». Όμως, σε κάθε περίπτωση το ίδιο το γεγονός της συμφωνίας Τουρκίας – Λιβύης (και όσων ακολούθησαν) αποτέλεσε αρνητική εξέλιξη ως προς την προώθηση των ελληνικών θέσεων και καταδεικνύει ότι δεν δόθηκε η απαραίτητη προσοχή στο ενδεχόμενο η Τουρκία να αξιοποιήσει την προσπάθειά της για αναβαθμισμένες σχέσεις με χώρες της περιοχής.
Αντίστοιχα, φάνηκε ότι και η επικέντρωση απλώς στη σύναψη σχέσεων με χώρες που υποτίθεται ότι θα διαμόρφωναν συνθήκη απομόνωσης της Τουρκίας δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η Τουρκία, παρά τις μεγάλες αντιφάσεις και τα ρίσκα της πολιτικής της δεν είναι ακριβώς απομονωμένη, αν κρίνουμε ιδίως από την αμερικανική στάση απέναντί της, την ώρα που κινήσεις όπως η αναβάθμιση των ελληνικών σχέσεων με το Ισραήλ ή τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι στην πραγματικότητα άμεσα μεταφράσιμη στα ζητήματα που συζητάμε. Υπάρχουν πάντα οι καλές σχέσεις με την Αίγυπτο, όμως το Κάιρο είναι επίσης προσεκτικό στο πώς αντιμετωπίζει τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Η ώρα της Χάγης;
Η ελληνική πλευρά έχει επιμείνει ότι σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να αφήσει να περάσει αναπάντητη οποιαδήποτε προσπάθεια της Τουρκία να κάνει πράξη τις προβλέψεις της συμφωνίας εντός περιοχών που η Ελλάδα θεωρεί ότι είναι στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και λίγο πολύ έχουν καταδειχτεί και οι πιθανοί «κανόνες εμπλοκής» σε τέτοιες περιπτώσεις.
Βέβαια, τα όρια ανάμεσα στις αποτρεπτικές κινήσεις και το «θερμό επεισόδιο» δεν είναι πάντα σαφή. Μέχρι τώρα η Τουρκία δεν έχει στείλει ερευνητικό σκάφος συνοδευόμενο από πολεμικά σκάφη. Τι θα συμβεί εάν ανακοινώσει κανονικές έρευνες, εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, επικαλούμενη και τις αναρτημένες συντεταγμένες, αποστέλλοντας και πολεμικά σκάφη; Και ακόμη και εάν δεχτεί κανείς ότι η ένοπλη αποτροπή είναι τμήμα της εξωτερικής πολιτικής (με μεγάλο κόστος…), τι θα σημαίνει η διαιώνιση τέτοιων πρακτικών;
Εδώ είναι που τίθεται το ζήτημα της Χάγης. Μιλάμε για τη Χάγη επειδή η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και άρα δεν τίθεται θέμα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας. Άρα μένει το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη. Όμως, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο προϋποθέτει ότι και οι δύο πλευρές συμφωνούν σε αυτή. Εξ ου και η πρόβλεψη ότι προηγούνται διαπραγματεύσεις και συνάπτεται συμφωνία (αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «συνυποσχετικό»).
Σημειώνουμε εδώ ότι η ελληνική θέση για την προσφυγή στη Χάγη μπορεί κάποιες φορές να παρουσιάζεται στη δημόσια σφαίρα ως δρόμος για πλήρη δικαίωση των ελληνικών θέσεων, όμως στηρίζεται και στην επίγνωση ότι η όποια απόφαση το πιο πιθανό είναι να μην αναλογεί πλήρως στις ελληνικές θέσεις. Για παράδειγμα πολύ δύσκολα θα αποφασίσει υπέρ της πλήρους «επήρειας» του Καστελόριζου εάν δούμε και τον τρόπο με τον οποίο έχει κρίνει ανάλογες διαφορές.
Η Τουρκία, που παραδοσιακά υποστηρίζει ότι οι διαφορές πρέπει να επιλύονται με διμερείς διαπραγματεύσεις, δείχνει να αποδέχεται κάποιου τύπου προσφυγή. Όμως, έχει ως πάγια θέση ότι αυτή θα πρέπει να αφορά το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η Ελλάδα παγίως απορρίπτει αυτή τη θέση υποστηρίζοντας ότι μόνη διαφορά είναι η υφαλοκρηπίδα.
Δυο φορές οι χώρες έφτασαν κοντά στην από κοινού προσφυγή στη Χάγη. Η πρώτη ήταν μετά τη συνάντηση Καραμανλή και Ντεμιρέλ στις 31 Μαΐου 1975 στις Βρυξέλλες. Το κοινό ανακοινωθέν ανέφερε: «Οι δύο πρωθυπουργοί είχαν την ευκαιρία κατά την συνάντησίν των να προβούν εις ανασκόπησιν των προβλημάτων, τα οποία προεκάλεσαν την παρούσαν κατάστασιν εις τα σχέσεις των δύο χωρών. Απεφάσισαν ότι τα προβλήματα ταύτα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης». Όμως, η προσπάθεια δεν θα ευοδωθεί καθώς η Τουρκία θα υπαναχωρήσει.
Η δεύτερη φορά ήταν το 2003-2004 επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη. Τότε είχε προχωρήσει και η σύνταξη του συνυποσχετικού που μάλιστα περιλάμβανε και διαπραγμάτευση για τα άλλα ζητήματα (π.χ. η Ελλάδα θα δεσμευόταν για επέκταση των χωρικών υδάτων έως τα 8 ν.μ. – πέραν των περιοχών όπου οι αποστάσεις ήταν μικρότερες). Όμως, η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε, τόσο εξαιτίας της μεταβατικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και επειδή η Τουρκία έθεσε και επιπλέον αξιώσεις. Η μη ευόδωση του σχεδίου Ανάν και η αλλαγή στάσης κρίσιμων ευρωπαϊκών χωρών ήδη από τότε ως προς την πραγματική ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας επίσης θα παίξουν ρόλο.
Το δύσκολο ερώτημα του συμβιβασμού
Η προϊστορία δείχνει ότι διαπραγμάτευση σημαίνει και συμβιβασμούς και ως προς το ίδιο το θέμα της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα και ως προς άλλα ζητήματα, άρα δύσκολα θα τηρηθεί το «μόνο για την υφαλοκρηπίδα». Η ίδια η φύση της διαδικασίας ακόμη και για την προσφυγή στη Χάγη παραπέμπει σαφώς και σε διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών.
Αυτό υπήρξε διαχρονικά το ερώτημα με το οποίο αναμετρήθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις: ο κίνδυνος οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση να θεωρηθεί ενδοτισμός. Ταυτόχρονα, ο τρόπος που κινείται η Τουρκία δείχνει ένα είδος προβολών ισχύος αρκετά διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν, κάτι που επίσης κάνει συγκριτικά πιο δύσκολη τη διαπραγμάτευση, την ώρα που καταδεικνύει ότι η απλή επένδυση σε μια λογική «αντι-συσπείρωσης» μέχρι τώρα δεν έχει φανεί να αποτελεί μοχλό πίεσης. Ούτως ή άλλως θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει συνθήκη πλήρους απομόνωσης της Τουρκίας. Με αυτή την έννοια το ερώτημα της συζήτησης και της διαπραγμάτευσης είναι ενεργό.
ΙΝ
https://kostasxan.blogspot.com/2020/02/blog-post_289.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου