Tου Τάσου Χατζηαναστασίου
Οι πρόσφατες διαδηλώσεις αλλά και οι διάφορες ανακοινώσεις οργανώσεων και κομμάτων και οι δηλώσεις στελεχών της αριστεράς με αφορμή τα γεγονότα στον Έβρο, μοιάζουν λίγο πολύ ταυτόσημες. Ως κύριο εχθρό αναγνωρίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και δευτερευόντως τις ΗΠΑ. Αντίθετα, η γερμανική κυβέρνηση, παρότι στηρίζει ανοιχτά την Τουρκία, μένει κατά κανόνα στο απυρόβλητο. Κόμματα, οργανώσεις και στελέχη της αριστεράς επιτίθενται όμως κατά της ελληνικής κυβέρνησης χρεώνοντάς της την υπακοή στις εντολές των «ιμπεριαλιστών» αλλά και κατηγορώντας την για εθνικισμό και ρατσιστική αντιμετώπιση των προσφύγων, χωρίς, φυσικά, να αντιλαμβάνονται το οξύμωρο του πράγματος. Γιατί και «εθνικιστική» και «ξενόδουλη», και με τη Μέρκελ και με τον Όρμπαν ταυτόχρονα δεν πάει, αλλά η διαλεκτική του made in Greece ψευδομαρξισμού όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει. Μονίμως απούσα από το κάδρο η Τουρκία, που στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζεται κι αυτή ως ενεργούμενο του διεθνούς ιμπεριαλισμού και σε καμία περίπτωση ως μία χώρα που έχει τη δική της εθνική στρατηγική και που την ακολουθεί με συνέπεια ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία. Η δε πανθομολογούμενη, ακόμη και από την ίδια την Τουρκία, επιθετικότητά της σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου αγνοείται ή υποβαθμίζεται εντελώς. «Ένας είναι ο εχθρός», λοιπόν, «ο ιμπεριαλισμός» κατά το αλησμόνητο σύνθημα της Μεταπολίτευσης.
Γιατί, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, από το 1974 και μετά τουλάχιστον, η αριστερά σε ό,τι αφορά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής έμεινε προσκολλημένη στα ίδια σχήματα και τις ίδιες αναλύσεις, πως για όλα φταίνε οι δυτικές δυνάμεις, βασικά οι ΗΠΑ – σήμερα και η ΕΕ – αδιαφοροποίητα, στο πλαίσιο ενός εσκεμμένα ασαφούς «αντιμπεριαλισμού». Έκτοτε, στο μεγαλύτερό μέρος της η τότε «επαναστατική» αριστερά μετασχηματίστηκε στη δικαιωματική αριστερά των ανοιχτών συνόρων και της αποδοχής του συνόλου της ιδεολογικής και πολιτισμικής σκευής της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή του εδώ και πολύν καιρό ξεχασμένου εχθρού: του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Οπότε, εύκολα έρχεται να συναντηθεί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ταυτοτήτων, ιθαγένειας και πολιτισμού με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, αποτελώντας μάλιστα το πιο… μαχητικό της κομμάτι.
Ειδικά όμως στο θέμα της αντιμετώπισης της Τουρκίας η στάση της είναι πολύ χαρακτηριστική και παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη από τα γεγονότα του 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Εάν μελετήσει κανείς τα γραπτά κείμενα, τις δηλώσεις και τα συνθήματα των κινητοποιήσεων της περιόδου, αναρωτιέται μήπως τελικά την εισβολή στην Κύπρο την έκαναν οι… Αμερικάνοι. «Ελλάδα, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αμερικάνος δε θα μείνει» ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή αλλά και πιο ανόητα συνθήματα της περιόδου. Ούτε στην Κύπρο ούτε στα κατεχόμενα από το Ισραήλ παλαιστινιακά εδάφη, υπάρχουν Αμερικάνοι, αλλά αυτό μικρή σημασία είχε για την «επαναστατική» θεωρία και πρακτική. Ούτε μία «αντιμπεριαλιστική» διαδήλωση δεν κατευθύνθηκε προς την τουρκική πρεσβεία στη Μεταπολίτευση. Ο μόνιμος προορισμός των διαδηλώσεων ήταν η αμερικανική πρεσβεία, λες και η Κύπρος ήταν στο… Βιετνάμ ή στη Λατινική Αμερική. Κανένα αίτημα ή έστω σύνθημα της μεγάλης πλειοψηφίας των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων δεν αφορούσε έστω την καταδίκη της Τουρκίας, πόσο μάλλον την στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου και τον αγώνα για την απελευθέρωσή της. Υψηλοί ωστόσο αγωνιστικοί τόνοι από τη γενιά με τα αμπέχωνα και τις υψωμένες γροθιές κατά του ιμπεριαλισμού, κατά κύριο λόγο των ΗΠΑ. Κι ας είχαν τα διεθνή πρότυπά τους, όπως ο Γκεβάρα και όλοι οι υπόλοιποι ηγέτες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον κόσμο, σαφή θέση υπέρ της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας. Οι ΗΠΑ και πολύ περισσότερο η Βρετανία, που παραδόξως μένουν επίσης έξω από το κάδρο, έχουν σοβαρές ευθύνες για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δεν ήταν, όμως διάολε, αυτές που την πραγματοποίησαν. (Και όχι η Κύπρος δεν έγινε ΝΑΤΟϊκή βάση, παρέμειναν οι βρετανικές και το βόρειο μέρος της στρατοκρατείται από την Τουρκία). Είτε, λοιπόν, την ανέχτηκαν, όπως οι ΗΠΑ, είτε τη διευκόλυναν, όπως η Βρετανία, και για το μόνο που νοιάστηκαν ήταν η πάση θυσία αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Ό,τι δηλαδή ακριβώς επιθυμούσε και η … επαναστατική αντιμπεριαλιστική αριστερά: να ολοκληρωθεί η κατάληψη της Κύπρου χωρίς καμία εμπλοκή της Ελλάδας και να παγιωθεί το καθεστώς κατοχής χωρίς αγώνα για ανατροπή των τετελεσμένων που προκάλεσε, σύμφωνα με τη δική τους ανάλυση ο εχθρός, δηλαδή ο ιμπεριαλισμός! Έτσι, η κυβέρνηση Καραμανλή «άδειασε» ουσιαστικά την αριστερά διατάσσοντας την έξοδο της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που ήταν και η μοναδική δυναμική ενέργεια κατά της τουρκικής εισβολής, αλλά που ούτε αυτή στρεφόταν άμεσα κατά της Τουρκίας. Πέραν τούτου ουδέν. Σύντομα, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1974, αποφασίστηκε η επανέναρξη «ειρηνευτικών συνομιλιών» χωρίς την προηγούμενη απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά και χωρίς αντιδράσεις από την αντιμπεριαλιστική αριστερά.
Η σκόπιμη αποσιώπηση του τουρκικού επεκτατισμού, η συνειδητή αποφυγή οποιασδήποτε ανάλυσης της φύσης του τουρκικού κράτους και του ρόλου του στην περιοχή, πέρα από τη «βολική» αλλά εσφαλμένη θέση ότι αποτελεί αποκλειστικά όργανο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Η αναγνώριση ότι η Τουρκία είναι εχθρικό κράτος, ακόμη και μετά την κατοχή του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, των ανοιχτών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας στη Θράκη, εξακολουθεί ν’ αποτελεί ζήτημα ταμπού για την αριστερά. Μία πρώτη ερμηνεία αφορά το εθνοφοβικό σύνδρομο από το οποίο διακατέχεται και το οποίο την οδηγεί να καμώνεται πως δεν βλέπει αυτό που βλέπει όλος ο υπόλοιπος κόσμος και βέβαια τα μέλη κι οι απλοί υποστηριχτές της αριστεράς. Γιατί η αποδοχή της πραγματικότητας του τουρκικού επεκτατισμού υπαγορεύει μια αυθεντική αντιμπεριαλιστική επαναστατική πρόταση και την ανάληψης των ανάλογων ευθυνών. Όπως δηλαδή συνέβη σε άλλα μέρη του κόσμου, όπου υπήρχαν ζητήματα εθνικής καταπίεσης και η αριστερά ηγήθηκε του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ελάχιστες και μικρές μόνον ομάδες του ακροαριστερού και αντεξουσιαστικού χώρου θα εκφράσουν διαφορετικές θέσεις με αίτημα την απελευθέρωση και την αυτοδιάθεση της Κύπρου τονίζοντας την κοινή εθνική ταυτότητα Ελλαδιτών και Κυπρίων. Ο αντιαμερικανισμός της περιόδου θα αποδειχθεί έτσι το βολικό αγωνιστικό άλλοθι, που χωρίς κανένα κόστος, θα αποπροσανατολίσει τελικά το λαϊκό κίνημα, θα δώσει μία ελεγχόμενη και ανεκτή διέξοδο στη λαϊκή αγανάκτηση αλλά ταυτόχρονα θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη της Κύπρου: «το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει».
Έχοντας λοιπόν καλλιεργήσει τόσα χρόνια αυτόν τον ιδιότυπο στρουθοκαμηλισμό έναντι του τουρκικού επεκτατισμού και υιοθετώντας παράλληλα τη λογική των ανοιχτών συνόρων, είναι επόμενο και λογικό να αδυνατεί, και μάλιστα με επιθετικό τόνο, να παραδεχτεί ότι η Τουρκία του Ερντογάν επιτίθεται στην Ελλάδα με τον πλέον βρόμικο και απάνθρωπο τρόπο: χρησιμοποιώντας ως ανθρώπινη ασπίδα αποκλειστικά μουσουλμανικούς πληθυσμούς από μία σειρά από χώρες. Αφήνουμε τις ευθύνες της για τον πόλεμο στη Συρία όπου εξακολουθεί να πολεμά εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης στο πλευρό των τζιχαντιστών! Η ακραία εκδοχή αυτής της αντίληψης και πρακτικής είναι οι βανδαλισμοί αγαλμάτων και προτομών ηρώων και ιερωμένων και η αναγραφή συνθημάτων του τύπου: «Έλληνες φονιάδες των… λαών» (sic), «η Ελλάδα να πεθάνει», «Ελλάδα, σκάσε» και τα συναφή. Εχθρός είναι η Ελλάδα κι όχι το φασιστικό τουρκικό κράτος. Όσο για τα συνθήματα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αφορούν την καταδίκη της Γερμανίας που στηρίζει ανενδοίαστα την Τουρκία, ούτε την απαίτηση να αναλάβει τις ευθύνες της και κυρίως να καταδικάσει και να απομονώσει την Τουρκία για την επιθετική και επεκτατική της συμπεριφορά, αλλά μία γενικόλογη καταδίκη της καπιταλιστικής ΕΕ, που ήρθε να υποκαταστήσει τον παρωχημένο αντιαμερικανισμό της προηγούμενης περιόδου. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ΕΕ εγκαλείται που δεν υποχρεώνει την Ελλάδα να ανοίξει τα σύνορά της, όπως κάνει ο Βαρουφάκης και άλλα στελέχη της εντός, εκτός και επί τα αυτά του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς.
Κοντολογίς, η άρνηση του μεγαλύτερου μέρους των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς, σε αντίθεση με όσα βλέπουν και καταλαβαίνουν ακόμη και οι οπαδοί τους, να αναγνωρίσει την αυτονομία του τουρκικού επεκτατισμού μπορεί να αναχθεί, τουλάχιστον, ως την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν απέφυγε συστηματικά να στραφεί κατά της Τουρκίας ως εισβολέα. Η άρνηση αυτή, σε μεγάλο βαθμό, αναιρεί από την αριστερά τον επαναστατικό και πραγματικά αντιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα και περιορίζεται σε μία κούφια και ανέξοδη ρητορεία. Κι επειδή πια δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70, ούτε καν του ’80, η ρητορεία αυτή φαντάζει ακόμη περισσότερο εκτός τόπου και χρόνου και καθιστά εντελώς αναξιόπιστους τους φορείς της. Η ανάκτηση επαφής με την πραγματικότητα αποτελεί πλέον κριτήριο επιβίωσης για την αριστερά. Απαραίτητη προϋπόθεση να εγκαταλείψει τις ιδεοληψίες της και να ξαναγαπήσει το λαϊκό σώμα ως συλλογικό υποκείμενο με ταυτότητα, πατρίδα και θρησκεία, γιατί, διαφορετικά, παραφράζοντας τη ρήση του Αντρέ Γκόρζ, που είχε γράψει ότι «η αριστερά πεθαίνει από έλλειψη φαντασίας», θα λέγαμε ότι η ελληνική αριστερά πεθαίνει από εθνοφοβία.
* Ο Τάσος Χατζηαναστασίου είναι Δρ Ιστορίας, συγγραφέας μεταξύ άλλων της μελέτης: Το σύμπλεγμα της ήττας, Κύπρος και Μεταπολίτευση (Εναλλακτικές Εκδόσεις 2004)
Άρδην - Ρήξη
https://kostasxan.blogspot.com/2020/03/1974-2020.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου