Της Katya Soldak (Forbes) / ΚΟ
Ήταν ένα κρύο και γκρίζο απόγευμα στις αρχές Νοεμβρίου του 1984, όταν εγώ, μια μαθήτρια της Α΄ Δημοτικού στο Χάρκοβο - μια πόλη που ήταν τότε Σοβιετική Ουκρανία – επέστρεφα σπίτι μετά το σχολείο με έντονη την αίσθηση ότι είμαι έτοιμη να κατακτήσω τον κόσμο. Μόλις πριν λίγο σε μια επίσημη τελετή την παραμονή της επετείου της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, είχα γίνει δεκτή, μαζί με τους συμμαθητές μου, στην οργάνωση του "Μικρού Οκτωβριστή" (Октября́та) – την πύλη για όλους τους νέους, επίδοξους Σοβιετικούς κομμουνιστές.
Παρά τον σφοδρό άνεμο και το παγωμένο κρύο, είχα ξεκούμπωτο το παλτό μου για να βλέπουν όλοι καθώς περπατούσα το νέο μου, λαμπερό, μικρό κόκκινο αστέρι, στολισμένο στο κέντρο του με ένα χρυσό πορτρέτο του Βλαντιμίρ Λένιν ως παιδί. Ήταν καρφιτσωμένο στην αριστερή πλευρά του στήθους μου, κοντά στην καρδιά μου. Ένιωθα ότι το μικρό μου αστέρι έλαμπε, σαν ένας μαγικός φάρος. Έλπιζα να με ρωτήσει κάποιος γι' αυτό. Αλλά κανείς δεν το έκανε. Όταν έφτασα στο διαμέρισμά μου, ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που δεν ήθελα να μπω μέσα, οπότε περπατώντας γύρω γύρω, ήλπιζα ότι θα συναντούσα κάποιον με τον οποίο θα μπορούσα να μοιραστώ τα νέα μου. Υπήρχε συνήθως μια παρέα ηλικιωμένων γυναικών που κάθονταν σε ένα παγκάκι, αλλά εκείνη την ημέρα ήταν πολύ κρύα και υπήρχε μόνο μια μοναχική γυναίκα εκεί, που δεν φαινόταν πολύ ομιλητική. «Γιατί είναι ανοιχτό το παλτό σου;» με ρώτησε, καθώς περνούσα δίπλα της. «Έγινε οκτωβρίστρια σήμερα!» είπα δείχνοντας το αστέρι μου. Με κοίταξε με ένα άδειο βλέμμα και είπε: «Καλύτερα να φοράς καπέλο».
Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, έως ότου η ΕΣΣΔ διαλύθηκε ειρηνικά τον Δεκέμβριο του 1991. Ο χρόνος, η κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος και οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως διάβρωσαν την πίστη μου στον κομμουνισμό και την προπαγάνδα που κάλυπτε τα λάθη του και τύφλωνε τους υποστηρικτές του. Αλλά βίωσα την κομμουνιστική πλύση εγκεφάλου.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούντο από τη σοβιετική μηχανή προπαγάνδας για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη είναι ακόμα ζωντανές - χάρη στον πρώην πράκτορα της KGB που έχει σήμερα τη εξουσία στη Ρωσία - αν και συχνά δεν γίνονται αντιληπτές. Αξίζει να κοιτάξουμε πίσω και να θυμηθούμε πώς ένας πληθυσμός περίπου 300 εκατομμυρίων σοβιετικών ανθρώπων ζούσε για γενιές υπό κομμουνιστική κυριαρχία και πώς το Κόμμα καλλιέργησε την πίστη μεταξύ τους. Αυτή είναι η δική μου μαρτυρία για το πώς ήταν να είσαι μια μικρή κομμουνίστρια σε μια ΕΣΣΔ που είχε αρχίσει να καταρρέει.
Κάθε φορά που επιχειρώ να περπατήσω στο λαβύρινθο των σοβιετικών μου αναμνήσεων, τον βρίσκω τόσο ποτισμένο με προπαγάνδα που είναι δύσκολο να βρω τον δρόμο μου για την έξοδο. Ίσως επειδή για μένα, και για άλλους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, η ΕΣΣΔ δεν ήταν μια κακή αυτοκρατορία ή μια μυστηριώδη κοινοτική ουτοπία κοινοκτημοσύνης και ίσων δικαιωμάτων - ήταν το σπίτι μας.
Ζούσαμε σε μικρά διαμερίσματα με πολυμελείς οικογένειες και φορούσαμε σχολικές στολές και γραβάτες του Κόκκινου Πιονέρου. Οι οικογένειές μας συγκεντρώνονταν γύρω από τραπεζάκια πάνω από βραστές πατάτες, κολμπάσα, τουρσί και αγγούρια και όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διασκεδάσουν. Επαναλαμβάναμε όμως σαν παπαγάλοι τα συνθήματα του Κόμματος: Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε! Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Ειρήνη στους λαούς. Γη στους αγρότες.
Έγινα μικρή κομμουνίστρια στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα τελευταία χρόνια του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, του Γ.Γ. της Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος κυβέρνησε για δεκαοκτώ χρόνια μέχρι το 1982. Μια εποχή που είναι κοινώς γνωστή ως «εποχή της στασιμότητας», που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οικονομικής μεταρρύθμισης και καθολική απογοήτευση.
Ενώ οι γονείς μας - πολλοί από τους οποίους είχαν χάσει την πίστη τους στο Κόμμα - συζητούσαν με σκεπτικισμό τα ελαττώματα της Σοβιετικής Ένωσης, πάνω από το τσάι στις κουζίνες τους, εμείς μαθητές, με πανομοιότυπες στολές - καφέ μάλλινα ρούχα με μαύρες ποδιές για κορίτσια και καφέ ή μπλε κοστούμια για αγόρια – μελετούσαμε τα μαθήματά μας και συμμετείχαμε σε προγράμματα νεολαίας με σκοπό να ενσταλάξει μέσα μας η εκτίμηση για τον κομμουνισμό και ο σεβασμός για τον αρχηγό μας, τον αγαπητό Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν - dedushka (παππούς) Λένιν, όπως μάθαμε να τον αποκαλούμε. Μας είπαν ότι ζούσαμε στην καλύτερη χώρα του κόσμου, και ως παιδιά ευχαριστούσαμε τον παππού Λένιν για την ευτυχισμένη παιδική μας ηλικία - ναι, πιστεύαμε ολόψυχα ότι οι παιδικές μας ηλικίες ήταν χαρούμενες.
Παίζαμε πεινασμένα και χωρίς επίβλεψη «πόλεμο» με μερικά παιδιά να παίζουν τους Ρώσους και άλλα τους Γερμανούς και βλέπαμε πατινάζ σε μια παλιά ασπρόμαυρη τηλεόραση. Θυμάμαι επίσης ότι νιώθαμε «ευλογημένη» που γεννηθήκαμε σε μια υπέροχη χώρα, με ηγέτες που ήταν οι καλύτεροι και λυπόμασταν όσους είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε άλλα έθνη. Πένθησα για τους γενικούς γραμματείς μας - Μπρέζνιεφ, Αντρόποφ και Τσέρνενκο - καθώς πέθαινε ο ένας μετά τον άλλον, μέσα σε δυόμισι χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Όταν πέθανε ο Μπρέζνιεφ οι δάσκαλοί μας μας είπαν ότι έπρεπε να αισθανόμαστε λυπημένοι. Θυμάμαι να κάθομαι μαζί με τους συνομηλίκους μου σε υποχρεωτική σιωπή, ακούγοντας τον ισχυρό ήχο μιας σειρήνας, προσπαθώντας να προκαλέσω θλίψη μέσα μου.
Οι δάσκαλοί μας από το νηπιαγωγείο μας μιλούσαν για «αυτούς». «Αυτοί» ήταν οι άνθρωποι στη Δύση. Κάποτε ένας δάσκαλος μας έδειξε μια εφημερίδα με μια φωτογραφία που απεικονίζει κάτι κοκαλιάρικα παιδιά με ριγέ ρόμπες να περπατούν σε ευθεία γραμμή. Μας είπε ότι τα δυτικά μέσα ενημέρωσης είχαν δημοσιεύσει την εικόνα, δηλώνοντας ότι φτωχοί Σοβιετικοί νέοι αντιμετωπίζονταν σαν κρατούμενοι, ενώ στην πραγματικότητα τα παιδιά πήγαιναν σε πισίνα με μπουρνούζια. Θυμάμαι ότι τότε σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχο αν το νηπιαγωγείο μου είχε μια πισίνα, αν και μέχρι τότε δεν είχα καν δει μια πισίνα.
Σίγουρα δεν μας αντιμετώπιζαν σαν φυλακισμένους, αλλά έπρεπε να υπακούμε, και να φοβόμαστε θανάσιμα τους δασκάλους μας. Οι φωνές, η σωματική τιμωρία και η σκληρή γλώσσα δεν ήταν εξαίρεση. Αλλά δεν το θεωρούσαμε κάτι κακό, αφού για να χτίσουμε ένα λαμπρό μέλλον θα πρέπει να μάθουμε να είμαστε σκληροί και αποτελεσματικοί. Σήμερα, εάν μάθαινα ότι το δικό μου παιδί έτρωγε κολλώδες χυλό κεχριού και αλμυρή μαργαρίνη απλωμένη σε μπαγιάτικο ψωμί, ή το επέπληττε και του φώναζε κάποιος εκπαιδευτικός, θα καλούσα την κοινωνική υπηρεσία.
Για πολλούς από εμάς ο κομμουνισμός και οι τελετές του - χαιρετισμοί, συνθήματα, τελετές σημαίας - με κάποιο τρόπο είχε αντικαταστήσει τη θρησκεία. Από το νηπιαγωγείο, έμαθα ότι έπρεπε να είμαστε άθεοι. "Πιστεύεις στον Θεό;" ρωτούσα τους συμμαθητές μου, θέλοντας να τους ψάξω όλους. Ένα κορίτσι μου είπε «ναι». «Είναι λάθος», είπα. «Δεν υπάρχει Θεός και δεν πρέπει να τον πιστεύουμε». Βέβαια, είχα δει την γιαγιά μου στην ύπαιθρο να προσεύχεται το πρωί και το βράδυ.
Στο δημοτικό σχολείο τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά. Αν και η κομμουνιστική ιδεολογία χαλάρωνε στη γενιά των γονιών μου, η σοβιετική προπαγάνδα ήταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη και το σχολικό σύστημα συνέχιζε να αναπαράγει νέους κομμουνιστές. Όπως όλοι οι μαθητές της πρώτης τάξης, κι εγώ μπήκα στην οργάνωση του Μικρού Οκτωβριστή - η οποία, μερικά χρόνια αργότερα, θα σε οδηγούσε στην οργάνωση "Νεαρός Πιονέρος" και η οποία με τη σειρά της θα άνοιγε την πόρτα για να ενταχθώ στην Κομσομόλ. Στη συνέχεια, καθώς μεγάλωνα, θα γινόμουν πλήρες μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η συμμετοχή σε αυτούς τους οργανισμούς «επισήμως» δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά σε όλη μου την παιδική ηλικία δεν άκουσα κανέναν που αρνήθηκε να συμμετάσχει. Ως Νεαροί Πιονέροι συμμετείχαμε σε πατριωτικές πορείες και συχνές ιδεολογικές τελετές, οι οποίες αντικατέστησαν τακτικά μαθήματα. Βαδίζαμε σε μια μικρή πλατεία, τραγουδώντας ύμνους και λέγοντας συνθήματα: «Να αγωνιστούμε, να αναζητήσουμε, να βρούμε και όχι να υποχωρήσουμε». «Ο καθένας μας είναι μια σπίθα, μαζί είμαστε μια φλόγα!»
Τιμούσαμε τους θανάτους νέων κομμουνιστών που έδωσαν τη ζωή τους είτε βοηθώντας τους Μπολσεβίκους μετά την επανάσταση το 1917, είτε πολεμώντας τους Ναζί κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάθε φθινόπωρο συμμετείχαμε σε ένα υποχρεωτικό εθνικό στρατιωτικό αθλητικό παιχνίδι που ονομάζεται “Zarnitsa”, στο οποίο τα παιδιά έπαιζαν πολεμικά παιχνίδια και μάθαιναν τα βασικά της μάχης. Στις υποχρεωτικές παρελάσεις παρελαύναμε με στρατιωτικό σχηματισμό, ντυμένοι με ανάλογες στολές και τραγουδώντας στρατιωτικά εμβατήρια. Η σειρά των εκδηλώσεων ήταν ατελείωτη: κάναμε παρέλαση για την Μεγάλη Ημέρα της Επανάστασης του Οκτωβρίου, την Ημέρα των Νέων κατά των Φασιστών, την Ημέρα του Σοβιετικού Στρατού και του Ναυτικού, την Ημέρα της Εργατικής Πρωτομαγιάς, την Ημέρα της Νίκης, την Ημέρα των Νέων Πιονέρων, την Ημέρα που γεννήθηκε ο Βλαντιμίρ Λένιν, την Ημέρα που πέθανε και ούτω καθεξής.
Στο ωδείο, όπου μάθαινα βιολί, εκτός από τη μουσική των Τσαϊκόφσκι και Μότσαρτ, μαθαίναμε ιδεολογικά φορτισμένα κομμάτια για την πατρίδα μας, τους ήρωες-πιλότους και τους νεκρούς στρατιώτες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αντί για τον Μίκυ Μάους, μαθαίναμε ιστορίες σχετικά με πολιτικά ενεργά παιδιά - μικρούς σοβιετικούς ήρωες. Ένα σημαντικό πρότυπο για τα σοβιετικά παιδιά ήταν ο Pavlik Morozov, «μάρτυρας» της δεκαετίας του 1930 (βλέπε εδώ). Στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών, κατέδωσε τον πατέρα του στις αρχές επειδή δεν πίστευε όπως αυτός στον κομμουνισμό.
Μια μέρα αγόρασα ένα πορτρέτο του νεαρού Λένιν και το κάρφωσα πάνω από το γραφείο μου στην κρεβατοκάμαρά μου. Στην πραγματικότητα, δεν είχα δικό μου υπνοδωμάτιο. Όλη η πενταμελής μας οικογένεια - οι γονείς μου, η θεία μου, η γιαγιά μου και εγώ – μοιραζόμασταν ένα μικρό διαμέρισμα δύο δωματίων. Όλοι κοιμόμασταν σε πτυσσόμενους καναπέδες, πολυθρόνες και κούνιες. Κοντά στο πορτρέτο του Λένιν, πάνω από το πιάνο, είχα την αγαπημένη μου κούκλα, την “Samantha Smith”, που πήρε το όνομά της από ένα 12χρονο κορίτσι από το Maine των ΗΠΑ που επισκέφθηκε την ΕΣΣΔ το 1983.
Αν και οι ηγέτες του κόμματος και εκείνοι που ήταν κοντά στη διοίκηση απολάμβαναν τεράστια προνόμια, εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πολύ χαμηλή ποιότητα ζωής. Το κράτος τους παρείχε σπίτια, υγειονομική περίθαλψη, φθηνά καταναλωτικά αγαθά και βασικά τρόφιμα. Μετά την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο (η εκπαίδευση ήταν δωρεάν), δίνονταν σε όλους δουλειά με σταθερό μισθό και σχετικά προβλέψιμο μέλλον. Οι πολίτες, σύμφωνα με ένα κοινό ρητό, «προσποιούνταν ότι εργάζονται ενώ η κυβέρνηση προσποιείτο ότι τους πληρώνει».
Η οικογένειά μου δεν ήταν από τις προνομιούχες. Δεν είχαμε ποτέ πρόσβαση σε ελίτ αγαθά, ή καλοκαιρινά θέρετρα, εξοχικό ή ειδικά πακέτα φαγητού.
Στη γωνία του καθιστικού μας υπήρχε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση. Οι διπλανοί μας γείτονες δεν είχαν τηλεόραση και έρχονταν στο σπίτι μας για να παρακολουθήσουν τα ετήσια πρωταθλήματα πατινάζ στον πάγο - πολύ δημοφιλή μεταξύ των Σοβιετικών. Η τηλεόρασή μας είχε μόνο δύο κανάλια: το Πρώτο Εθνικό Κανάλι Ένα, και το Ουκρανικό Κανάλι Ένα – που στην πραγματικότητα ήταν ένας κλώνος του Πρώτου Εθνικού Καναλιού Ένα, αλλά στα Ουκρανικά. Δεν μπορούσαμε να νοικιάσουμε ή να αγοράσουμε άλλο σπίτι. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τη ζωή με άλλο τρόπο. Ήμασταν σε μια λίστα αναμονής για να λάβουμε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα μέσω του εργοδότη της μητέρας μου.
Οι γονείς μου δεν ασχολούνταν με τα απολιτικά και προς μεγάλη απογοήτευσή μου, δεν εντάχθηκαν ποτέ στο Κόμμα. Αλλά η γιαγιά μου, η Zina, μια δασκάλα στο Μινσκ της Λευκορωσίας, ήταν μια αφοσιωμένη προπαγανδίστρια. «Όταν δούλευα στο σοβιετικό σχολείο, έλεγα πράγματα που με διέταζε το Κόμμα», λέει σήμερα. «Είτε τα πίστευα είτε όχι, έκανα πράγματα για να μην βλάψω τον εαυτό μου». Σήμερα η Ζίνα και ο σύζυγός της ζουν στη Μινεάπολη.
Όποτε πήγαινα στη γιαγιά Ζίνα στο Μινσκ για διακοπές, με πήγαινε στη βιβλιοθήκη και με ενθάρρυνε να διαβάζω βιβλία για νέους επαναστάτες και ήρωες πολέμου. Οι αγαπημένοι μου σοβιετικοί ήρωες ήταν ο δεκαοχτάχρονος Zoya Kosmodemyanskaya και ο δεκαεξάχρονος Oleg Koshevoj, οι οποίοι εκτελέστηκαν και οι δύο από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ποτέ βέβαια, δεν έμαθα για διάφορους λιμούς, σφαγές, στρατόπεδα εργασίας, μαζικές εκτελέσεις, καθώς και τη συμφωνία μεταξύ του Στάλιν και του Χίτλερ. Δεδομένου ότι τα σοβιετικά βιβλία δεν ανέφεραν ποτέ το σύμφωνο, εγώ και πολλοί άλλοι νέοι στην ΕΣΣΔ μεγαλώσαμε χωρίς να μάθουμε ποτέ την ύπαρξή του.
Ακόμα και σήμερα η ιστορία είναι επικαλυμμένη με ψευδή γεγονότα και προπαγάνδα. Κρύβουν το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και άλλες δημοκρατίες δεν ήθελαν να ζήσουν υπό τη σοβιετική κυριαρχία. Σε περιοχές που κατέλαβαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του πολέμου - κυρίως η Ουκρανία - μερικοί άνθρωποι ήλπιζαν ότι οι Ναζί ήταν το μικρότερο κακό και πολεμούσαν μαζί τους. Επίσης, ορισμένοι στην καρδιά της Ρωσίας επέλεξαν να μην υποστηρίξουν ένα σοβιετικό καθεστώς που είχε εκτοπίσει και σκοτώσει εκατομμύρια πολίτες κατά τη διάρκεια λιμών και σε στρατόπεδα εργασίας. Έψαχναν τρόπους για να αποφύγουν τις μάχες στο Σοβιετικό Στρατό ενάντια στη Γερμανία. Ο δικός μου παππούς, ο Σεργκέι, ήταν ένας από αυτούς. Ζώντας στην κεντρική Ρωσία, το σοβιετικό καθεστώς σχεδόν τον συνέλαβε, χαρακτηρίζοντάς τον «κουλάκο» και εγκατέλειψε το σπίτι του με ολόκληρη την οικογένειά του. Στον παππού μου Σεργκέι δεν του άρεσαν τα σοβιέτ. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αυτοπυροβολήθηκε στο πόδι και, τον άφησαν να εργαστεί πίσω από το μέτωπο.
Ο χειρότερος φόβος μου ήταν ο πυρηνικός πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έβλεπα συχνά εφιάλτες με Αμερικάνους να μας βομβαρδίζουν.
Δεν μας επιτρεπόταν η επαφή με τον δυτικό κόσμο, και πολύ λίγοι Σοβιετικοί πολίτες είχαν τη δυνατότητα να πάνε στο εξωτερικό, και εκείνοι επισκέπτονταν γενικά φιλικές προς τη Σοβιετική Ένωση χώρες. Δεν είχα συναντήσει ούτε έναν ξένο μέχρι που έφτασα τα έντεκα.
Εγώ και τα περισσότερα παιδιά κολυμπούσαμε σε μια θάλασσα προπαγάνδας, αλλά η γενιά των γονιών μας, αμφισβητούσε σιωπηλά τη δόξα της Σοβιετικής Ένωσης. Διάβαζαν κρυφά δημοσιευμένα βιβλία από συγγραφείς όπως ο Boris Pasternak και ο Mikhail Bulgakov και συζητούσαν τα ελαττώματα του συστήματος.
Το 1986 η σοβιετική οικονομία άρχισε να καταρρέει και ο γενικός γραμματέας Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μετά από ένα χρόνο στην εξουσία, μετέφερε το σύστημα από την προγραμματισμένη και συγκεντρωτική οικονομία σε μεγαλύτερη ελευθέρωση, προς τον σοσιαλισμό προσανατολισμένο στην αγορά. Σύντομα τα σοβιετικά μέσα ενημέρωσης λένε συνεχώς τις λέξεις «περεστρόικα» (ανοικοδόμηση), «Γλάστνοστ» (πλήρης αποκάλυψη), «uskorenie» (επιτάχυνση) και «gospriyomka» (αποδοχή από το κράτος).
Λίγο μετά την περεστρόικα, προκλήθηκε ρήγμα στην σχέση μου με τον κομμουνισμό έπεσε κάτω. Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση της χώρας δεν έλυσε την κρίση του εφοδιασμού και των καταναλωτικών αγαθών. Η πατρίδα μου, το Χάρκοβο - με πληθυσμό περίπου δύο εκατομμυρίων - χτυπήθηκε σκληρά.
Οι περίφημες ουρές ψωμιού, με ανθρώπους να περιμένουν στην ουρά πριν από την αυγή για να πάρουν γάλα, λιγοστά προϊόντα, τα γυμνά ράφια σε σούπερ μάρκετ και τα κενά καταστήματα ρούχων έγιναν καθημερινή πραγματικότητα. Δεν είχαμε συνδέσεις με το Κόμμα, ούτε επιδόματα βετεράνων πολέμου κι έτσι στεκόμασταν στις ουρές όπως όλοι οι άλλοι. Για να επιβιώσουν, οι άνθρωποι καλλιεργούσαν λαχανικά τους σε δικούς τους κήπους. Μηχανικοί, προγραμματιστές, δάσκαλοι, έφευγαν τα σαββατοκύριακα με τσάπες και φτυάρια, για να πάνε στις παρτίδες τους για να καλλιεργήσουν πατάτες και ντομάτες.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, ακόμη και για έναν αφοσιωμένο νεαρό πρωτοπόρο σαν εμένα, έγινε αδύνατο να πιστέψουμε τη σοβιετική προπαγάνδα και να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε το λαμπρό μέλλον της χώρας μας. Άρχισα να γράφω σατιρικά ποιήματα για τον Γκορμπατσόφ και την έλλειψη σχολικών ειδών.
Προκειμένου να αποκτήσω τρόφιμα που δεν ήταν διαθέσιμα στο Χάρκοβο -μπανάνες, πορτοκάλια, σοκολάτα, λουκάνικα - η οικογένειά μου μερικές φορές έκανε ταξίδια για ψώνια στη Μόσχα, περίπου 460 μίλια μακριά. Έμεναν το σαββατοκύριακο στην θεία μας, επιστρέφοντας την Κυριακή το βράδυ με αγαθά.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, ακόμη και για μια αφοσιωμένη οπαδό του Κόμματος όπως εγώ, έγινε αδύνατο να πιστέψει στην σοβιετική προπαγάνδα και να συνεχίσει να εμπιστεύεται το λαμπρό μέλλον της χώρας μας. Άρχισα να γράφω σατιρικά ποιήματα για τον Γκορμπατσόφ και την έλλειψη σχολικών ειδών.
Μια μέρα, πήγα στο σχολείο χωρίς τη γραβάτα του Κόκκινου Πιονέρου. Το ότι ήμουν κακή μαθήτρια, δεν ένοιαζε τόσο τους δασκάλους μας. Αλλά στην έβδομη τάξη, είχα τη φήμη ότι ήμουνα ακτιβίστρια και ο δάσκαλός μου με λύντσαρε δημόσια για να φοβηθούν και οι άλλοι μαθητές. «Είσαι προδότρια», είπε. «Πρόδωσες την οργάνωσή μας, την πατρίδα μας».
Το 1990, ένα χρόνο πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το σοβιετικό σύστημα είχε ήδη καταρρεύσει. Η νεολαία στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη είχε ήδη αγνοήσει τη σοβιετική ιδεολογία. Στο Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, είχε ήδη ξεκινήσει ένα κίνημα διαμαρτυρίας για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Αλλά στο Χάρκοβο οι εκπαιδευτικοί και το σχολικό σύστημα απείχαν πολύ από τις προοδευτικές αλλαγές. Το φθινόπωρο του 1990, οι σχολικοί αξιωματούχοι είχαν διοργανώσει μια εκδήλωση με θέμα τον Λένιν στη βιβλιοθήκη της περιοχής, για να συζητήσουν για τον «μεγαλύτερο ηγέτη» παρουσία ορισμένων τοπικών αρχών.
Το προηγούμενο καλοκαίρι, στις διακοπές μου στην Μόσχα, είχα διαβάσει το Αρχιπέλαγος Gulag και το Μια μέρα στη ζωή του Ivan Denisovich, από τον Aleksandr Solzhenitsyn. Η υπεράσπιση της θρησκείας είχε επιστρέψει, τα παιδιά άφηναν μακριά μαλλιά και φορούσαν μεταλλικά βραχιόλια και δερμάτινα γιλέκα, η ροκ μουσική έπαιζε παντού. Η αλλαγή είχε έρθει.
Γεμάτη με πληροφορίες που έμαθα κατά τη διάρκεια του θερινού ταξιδιού μου, σηκώθηκα στη μέση των εγκωμιαστικών ομιλιών για τον Λένιν και είπα στο κοινό ότι ο Λένιν ήταν αξιολύπητος, ότι ο κομμουνισμός πέθανε και ούτω καθεξής. Τους είπα για τη δημοκρατία, την ελευθερία του Τύπου και άλλα φιλελεύθερα πράγματα για τα οποία είχα ακούσει από τους φίλους μου στη Μόσχα και είχα διαβάσει στο "Ogonyok", ένα περιοδικό της εποχής της περεστρόικα, το οποίο, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν δημοφιλές στους ανθρώπους που ήθελαν να αποδεσμευτούν από την προπαγάνδα του παρελθόντος.
Αυτό ήταν το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, και έτσι ήταν το τέλος της δικής μου - γεμάτης προπαγάνδα - παιδικής μου ηλικίας. Εμείς, τα παιδιά, ασχοληθήκαμε με τη νέα πραγματικότητα, διαβάσαμε νέα εγχειρίδια με διαφορετική ιστορία, και ανακαλύψαμε πολλούς συγγραφείς και ποιητές που είχαν λογοκριθεί στο παρελθόν στο σχολικό μας πρόγραμμα. Οι ενήλικες είχαν να βιώσουν τον κόσμο της οικονομικής κατάρρευσης και, με τις περισσότερες από τις κρατικές εταιρείες να χρεοκοπούν, έπρεπε να βρουν νέους τρόπους για να βγάλουν τα προς το ζην.
Η γιαγιά μου η Ζίνα λέει ότι δεν ήξεραν για την προπαγάνδα, πίστευαν τα πάντα τυφλά και πίστευαν ότι το αύριο θα ήταν καλύτερο από σήμερα, και σίγουρα καλύτερο από ό, τι στο παρελθόν. «Δεν γνωρίζαμε για τα Γκουλάγκ, για τις φυλακές», λέει. «Αν και είχαμε ακούσει για συλλήψεις».
Για περίπου δέκα χρόνια ο παππούς και η γιαγιά μου βρίσκονταν στη Λιθουανία με τον σοβιετικό στρατό. Δεν αντιλήφθηκαν ότι οι Λιθουανοί δεν ήταν ευτυχισμένοι; «Οι Ρώσοι έχτισαν ένα υπέροχο ρωσικό θέατρο στο Βίλνιους, μια μεγάλη όπερα», λέει η γιαγιά μου. Δεν ήξερε τίποτα για την εθνοκάθαρση και τη μαζική απέλαση των λαών της Βαλτικής προκειμένου να εξαλείψει την περιοχή.
Σήμερα τα ρωσικά κοινωνικά μέσα είναι γεμάτα νοσταλγία για την ΕΣΣΔ. Υπάρχουν προβολές διαφανειών με κακοντυμένα παιδιά που γλιστρούν στους παγωμένους λόφους, φωτογραφίες με σοβιετικές μηχανές αυτόματης πώλησης αναψυκτικών, όλες αποπνέουν έναν ρομαντισμό.
Σήμερα η ΕΣΣΔ δεν υπάρχει πια. Όπως και η παιδική μου ηλικία ανήκει στο παρελθόν. Το παρελθόν μπορεί εύκολα να εξιδανικευτεί, να ξεπλυθεί από όλα τα αρνητικά και να περιβληθεί με νοσταλγία. Είναι φυσιολογικό να αγαπάς την παιδική σου ηλικία και να διατηρείς τις αγαπημένες σου αναμνήσεις με τα χρόνια της ανεμελιάς. Αλλά ήταν μια θλιβερή και άθλια πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να μοιάζει τώρα σε ορισμένους πρώην Σοβιετικούς, μέσα από το θολό πρίσμα των ετών.
ΚΟ / από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου