Ο παν-ισλαμισμός και το όραμα ενός μοναδικού χαλιφάτου όλο και περισσότερο θεωρείται σήμερα απειλή για την σταθερότητα της Μέσης Ανατολής, με χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και η Σαουδική Αραβία να στρέφονται στον εθνικισμό για να καθορίσουν τις πολιτικές και την συμπεριφορά τους.Ακόμα και χώρες που ακόμα υποστηρίζουν ότι εμφορούνται από το πνεύμα του παν-ισλαμισμού, όπως το Κατάρ και η Τουρκία, το κάνουν ως μέσο προς τον δικό τους εθνικισμό, χρησιμοποιώντας το κήρυγμα της Ισλαμικής ενότητας για να προστατεύσουν την ισχύ των κυβερνήσεών τους τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Η παραπάνω τάση έγινε ξεκάθαρη στην συνθήκη για την ομαλοποίηση των σχέσεων ΗΑΕ και Ισραήλ, η οποία αποτέλεσε ένα ακόμα χτύπημα στην ιδέα ότι η παγκόσμια μουσουλμανική κοινότητα, παρά τις πολλές διαφορές της, μπορεί τουλάχιστον να συμφωνήσει σε θέματα όπως το Παλαιστινιακό.
Η γέννηση ενός κινήματος
Ο παν-ισλαμισμός αναδύθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως ιδεολογικό αντίβαρο. Καθώς ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός διέλυε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποικιοκρατούσε τον μουσουλμανικό κόσμο, οι ηγέτες των Μουσουλμάνων αναζήτησαν νέους τρόπους πολιτικής σκέψης για να αντιστρέψουν την κατάσταση. Κάποιοι υιοθέτησαν το μοντέλο του έθνους-κράτους των ίδιων των αποικιοκρατών. Ο Τούρκος Πρόεδρος Μουσταφά Κεμάλ (1923-1938) έχει γίνει διάσημος καθώς εξάλειψε το Σουνιτικό Χαλιφάτο στην προσπάθειά του να μετατρέψει τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια μοντέρνα, ανταγωνιστική Τουρκία.
Πέρα από την Τουρκία, κάποιοι προσπάθησαν τον παν-αραβισμό, που ενσάρκωσε ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Γκαμάλ Αμπτέλ Νάσσερ (1954-1970), που επεδίωξε ένα ενωμένο Αραβικό Κόσμο. Όταν όμως η Αίγυπτος υπέστη αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες από το Ισραήλ, το 1967 και το 1973, που ακολούθησαν τον θάνατο του Νάσσερ το 1970, ο παν-αραβισμός γρήγορα έφθινε.
Αυτό έδωσε χώρο γι’ αυτούς που επεδίωκαν να επικαιροποιήσουν την ισλαμική διακυβέρνηση, δανειζόμενοι πλευρές του δυτικού έθνους-κράτους χωρίς να ενστερνίζονται πλήρως τον κοσμικό και συχνά διχαστικό τύπο εθνικισμού.
Ο παν-ισλαμισμός βοήθησε να διαμορφωθούν τα κοινωνικά συμβόλαια των εκκολαπτόμενων κρατών της Μέσης Ανατολής, καθώς ξεκινούσαν το δρόμο τους μετά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Πολλά από αυτά υιοθέτησαν τον Ισλαμικό Νόμο στα Συντάγματα και τα δικαστήρια και τύλιξαν τους πολιτικούς τους θεσμούς με ισλαμικούς τίτλους και τελετουργικά. Ενώ κάποια αντιστάθηκαν απέναντι στην παν-ισλαμική επιρροή, τα περισσότερα είτε υπέκυψαν, είτε εν τέλει προσαρμόστηκαν στην αυξανόμενη πίεση από ισλαμιστές κατοίκους τους.
Η αντίσταση του Ιρανού Σεϊχη Mohammad Reza Pahlavi στον παν-ισλαμισμό οδήγησε στην ανατροπή και την αντικατάστασή του με από την Ιρανή Δημοκρατία το 1979. Το σχετικά ήπιο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της Σαουδικής Αραβίας το 1970 οδήγησε σε ισλαμική αντίδραση στη Μέκκα την ίδια χρονιά, η οποία έπεισε το Ριάντ να κάνει πίσω. Στο Ιράκ, ακόμα και ο κοσμικός Saddam Hussein στράφηκε προς τον ισλαμισμό στη δεκαετία του 1990, καθώς ο εθνικισμός στη χώρα υποχώρησε μετά την ήττα από τις δυτικές δυνάμεις στον πόλεμο του Κόλπου, αλλάζοντας μάλιστα και τη σημαία της χώρας.
Ενότητα μόνο στα χαρτιά
Παρότι μιλούσε για ενότητα του μουσουλμανικού κόσμου, η ιδεολογία του παν-ισλαμισμού αποδείχτηκε ανίκανη να λύσει εθνικές διαφορές μεταξύ μουσουλμανικών χωρών, όπως αποδείχτηκε τόσο από τον καταστροφικό πόλεμο Ιράν-Ιράκ το 1980-88, όσο και από τον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91 και εντέλει ενέπνευσε ακραίους, όπως το ISIS και η Αλ Κάιντα.
Οι οπαδοί του μοιράστηκαν ως προς το ποια μορφή πρέπει να πάρει ο Ισλαμισμός: κάποιοι, όπως μέλη του τουρκικού κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν υποστηρίζουν μια προσέγγιση του Ισλαμισμού από κάτω προς τα πάνω που κυριάρχησε στην κοινωνία και μετά επηρέασε την πολιτική. Αλλοι περιλαμβανομένων Σιιτών Ισλαμιστών σε Ιράκ και Ιράν, προτιμούν μια προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω, στην οποία η ιδεολογία βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής.
Ισως το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι ο παν-ισλαμισμός δεν είχε πολλά να δείξει στο να συγκεντρώσει στήριξη για τον παλαιστινιακό σκοπό, ένα θέμα που θεωρητικά, έπρεπε να είναι αυτό που ενώνει περισσότερο τους μουσουλμάνους.
Πράγματι τόσο σε διπλωματικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, ο παν-ισλαμισμός προσέφερε λίγα πράγματα στους παλαιστίνιους σε ότι αφορά τη σύγκρουση με το Ισραήλ. Οι πιο μετριοπαθείς πτέρυγες του παν-ισλαμικού κινήματος παραδοσιακά καλούσαν σε απομόνωση του Ισραήλ μέχρι να ανταλλάξει την Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας με μια συνθήκη ειρήνης. Οι εκκλήσεις όμως για καταστροφή του Ισραήλ από τους εξτρεμιστές του κινήματος επισκίασαν τους μετριοπαθείς και τους αποξένωσαν από τους ισχυρούς συμμάχους του Τελ Αβίβ, ειδικά τις ΗΠΑ, η οποίες ήταν υπέρ μια διεθνούς συμφωνίας. Ισραηλινοί διπλωμάτες συχνά «ζωγράφιζαν» το σύνολο του κινήματος με τα ίδια ακραία χρώματα, υποστηρίζοντας ότι οι κινήσεις των ισλαμιστών, συνολικά, αποτελούσαν υπαρξιακή απειλή για τη χώρα.
Κάποια κράτη, όμως, ιδιαίτερα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, η αναταραχή η Αραβική Ανοιξη το 2011 τα ανάγκασε να αντιμετωπίσουν ευθέως, την επαναστατική δυναμική τον παν-ισλαμισμού. Η δίνη της επανάστασης έδωσε τόσο στους μετριοπαθείς, όσο και στους ριζοσπάστες οπαδούς του κινήματος την ευκαιρία να αντικαταστήσουν καθεστώτα και να αποκτήσουν ισχύ.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα κατέλαβε την Αίγυπτο που διαθέτει ισχυρή στρατιωτική δύναμη, ενώ εξτρεμιστές ενεπλάκησαν στον συριακό εμφύλιο πόλεμο και ξεκίνησαν να στήνουν «υβριδικά» κράτη (proto-states) σχεδιασμένα για εξαγωγή. Για κάποιες χώρες, αυτές οι ανησυχητικές εξελίξεις απέδειξαν ότι χρειάζεται να φύγουν από το μοντέλο άνετων σχέσεων μεταξύ κράτους και θρησκείας ώστε να μην γίνουν οι δυνάμεις του παν-ισλαμισμού αρκετά δυνατές ώστε να ανατρέψουν κι’ άλλες κυβερνήσεις.
Εκκολαπτόμενα εθνικιστικά κινήματα σε χώρες όπως το Ομάν, το Μπαχρέιν και η Σαουδική Αραβία μπήκαν μπροστά, καθώς οι κυβερνήσεις κινήθηκαν προκειμένου να στρέψουν τη βάση των κοινωνικών τους συμβολαίων στις εθνικιστικές ιδέες τις οποίες ο παν-ισλαμισμός πολέμησε επί δεκαετίες να υπονομεύσει.
Καθώς τα κράτη της Μέσης Ανατολής στράφηκαν προς την αυτοσυντήρηση, το να εμπλέκονται στην διαμάχη του Ισραήλ με τους παλαιστίνιους είχε όλο και λιγότερο νόημα. Για χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η εστίαση στο παλαιστινιακό ερώτημα ήταν σχεδιασμένη ώστε να τονώσει το φιλικό προς το Ισλάμ κοινωνικό συμβόλαιο με τους κατοίκους. Καθώς όμως η αντίληψη του Αμπου Ντάμπι για τις απειλές του αντιμετωπίζει άλλαξε, ο παν-ισλαμισμός ξεκίνησε να δείχνει όχι ως η συγκολλητική ουσία του κοινωνικού συμβολαίου αλλά ως πηγή δυνητικών επαναστατικών τάσεων. Και ως αποτέλεσμα, το παλαιστινιακό ερώτημα όχι μόνο υποχώρησε στη λίστα των προτεραιοτήτων αλλά παράλληλα άρχισε να γίνεται επιζήμιο στα εθνικά συμφέροντα, καθώς η απομόνωση του Τελ Αβίβ δεν επέτρεπε στα ΗΑΕ πρόσβαση στην αυξανόμενα σημαντική ισραηλινή τεχνολογία, το διμερές εμπόριο και την συνεργασία σε θέματα ασφαλείας.
Ενας κρυμμένος εθνικισμός
Δεν
αποποιήθηκαν, όμως, όλες οι χώρες τόσο γρήγορα τον παν-ισλαμισμό. Στη
Λιβύη, εκδηλώθηκε μέσω της αμφιλεγόμενης συμφωνίας για την ΑΟΖ (σ.σ. με
Τουρκία) που υπέγραψε η κυβέρνηση της Τρίπολης. Στη Συρία ισλαμιστικές
συμμαχικές οργανώσεις αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά των μαχητών που
ελέγχουν τα εδάφη που απέμειναν στους επαναστάτες στα βορειοδυτικά και
κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκρατούν εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες από το να
φτάσουν στην Τουρκία.
Η Τουρκία και το Κατάρ προσπαθούν επίσης να
χρησιμοποιήσουν τον παν-ισλαμισμό για να προβάλουν την ισχύ τους στο
εξωτερικό, αλλά οι στόχοι τους είναι εγγενώς εθνικιστικοί, παρά
θρησκευτικοί. Στην Τουρκία η ισχύς διαχέεται μέσω ισλαμιστικών κινημάτων
και πολιτικών ως έκφραση δικών της συμφερόντων. Η συμπάθεια της Αγκυρας
προς την Μουσουλμανική Αδελφότητα της επέτρεψε να εγκαταστήσει
στρατιωτική βάση στον Περσικό Κόλπο για πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα
και της εξασφάλισε κεφάλαια από την πλούσια Ντόχα, η οποία κάποιες φορές
παρενέβη για να αμβλύνει τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας.
Το
Κατάρ, έχει χρησιμοποιήσει και τα μέσα ενημέρωσης για να προωθήσει ένα
εγχώριο αφήγημα που συνδέει το βασίλειο με τον παν-ισλαμισμό σε μια
προσπάθεια να ενισχύσει τη νομιμοποίηση της μοναρχίας, η οποία πρέπει να
ισορροπήσει ανάμεσα σε μια περιοδικά δύστροπη βασιλική οικογένεια (με
ιστορικό πραξικοπημάτων) και μακροπρόθεσμες καμπάνιες επιρροής από
Σαουδική Αραβία και Εμιράτα.
Σε ότι αφορά το εξωτερικό, όμως, το
Κατάρ εξακολουθεί να βλέπει τον παν-ισλαμισμό ως μέσω για να εξασφαλίσει
τον εαυτό του. Το βοήθησε να διατηρήσει δεσμούς με την Χαμάς, κάτι που
είναι κρίσιμο για το Ισραήλ καθώς τους χρησιμοποιεί προκειμένου να
ελέγξει τις δραστηριότητες της οργάνωσης στη Λωρίδα της Γάζας. Το Τελ
Αβίβ από την πλευρά του, ως αντάλλαγμα, βοηθά στο να τονωθεί η εικόνα
του Κατάρ ως τοπικού διαπραγματευτή ειρήνης, ειδικά στις ΗΠΑ,
υπονομεύοντας τις προσπάθειες Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και
Σαουδικής Αραβίας να πείσουν την Ουάσιγκτον για το αντίθετο.
Παρότι
επικαλούνται τον παν-ισλαμισμό, είναι ξεκάθαρο ότι Τουρκία και Κατάρ
τον χρησιμοποιούν για δικά τους συμφέροντα. Καμία δεν προσπαθεί να
δημιουργήσει ισλαμιστικά κινήματα τόσο δυνατά ώστε να μπορούν να
αντικαταστήσουν υφιστάμενα καθεστώτα. Αντίθετα, οι ισλαμιστές είναι απλά
ένα εργαλείο για την στρατηγική της Αγκυρας και της Ντόχα στο εσωτερικό
και το εξωτερικό, παραμένουν υποταγμένοι στους εθνικούς στόχους.
Υπό
αυτό το πλαίσιο η επίθεση της Τουρκίας στη συμφωνία ΗΑΕ-Ισραήλ και η
ψυχρότητα του Κατάρ στο ίδιο θέμα έχουν ως κίνητρο όχι τον
παν-ισλαμισμό, αλλά εθνικά συμφέροντα. Και στις δυο χώρες η ομαλοποίηση
των σχέσεων με το Ισραήλ θα υπονόμευε τις σχέσεις που έχουν οι ηγεσίες
τους με Ισλαμιστές στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Προσωρινά,
τουλάχιστον, τα οφέλη από την ομαλοποίηση των σχέσεων σε όρους εμπορίου,
άμυνας και βελτιωμένων σχέσεων με τις ΗΠΑ είναι υποδεέστερα από τα
μειονεκτήματα.
https://kostasxan.blogspot.com/2020/09/blog-post_635.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου