Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Α΄: Οι διαδικασίες

Τον Δεκέμβριο του 2020 το κράτος των ΗΠΑ έδωσε “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο των Pfizer-BioNTech. Πριν εξετάσουμε τις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε η ειδική αυτή άδεια, ας δούμε πως λειτουργεί στη χώρα αυτή το κύκλωμα της διαπλοκής μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και φαρμακευτικών εταιρειών.

Το περίγραμμα των σχέσεων διαπλοκής κράτους και φαρμακοβιομηχανίας

Ο ανώτερος κρατικός φορέας για την Υγεία στις ΗΠΑ είναι το Υπουργείο Υγείας (Department of Health and Human Services, HHS).

Σε αυτό υπάγονται διάφορες υπηρεσίες. Αυτές που θα συναντήσουμε σε αυτό το άρθρο είναι τα Εθνικά Ινστιτούτο Υγείας (National Health Institute, ΝΙΗ), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και κυρίως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η ελεγκτική και ρυθμιστική Αρχή του Υπουργείου Υγείας. Είναι η αρμόδια κρατική υπηρεσία που εγκρίνει τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας. Μετά την έγκριση ενός τέτοιου προϊόντος, π.χ. των εμβολίων, από τον FDA, η υπηρεσία που τα εντάσσει στα προγράμματα εμβολιασμού και που ασχολείται με την προώθηση τους στην αγορά είναι τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).

Ο δημοσιογράφος Jeremy R. Hammond, στο φυλλάδιο με τίτλο «5 τρομακτικά γεγονότα σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης εμβολίων του FDA» εξηγεί με συνοπτικό τρόπο πώς λειτουργεί το κύκλωμα της διαπλοκής κράτους-φαρμακοβιομηχανίας στις ΗΠΑ:

“Υπάρχει η αντίληψη ότι υπηρεσίες όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) υπάρχουν για να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και για να λειτουργούν ως υπηρεσίες επίβλεψης με σκοπό τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη. Δεν ισχύει τόσο το ότι η κυβέρνηση επιβλέπει τη βιομηχανία παραγωγής εμβολίων, όσο το ότι η κυβέρνηση είναι η βιομηχανία παραγωγής εμβολίων. Δεν υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας και της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες λειτουργούν με αποτελεσματικό τρόπο σαν μία προέκταση των φαρμακευτικών εταιρειών. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ) ενεργεί σαν να ήταν ένα από τα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης αυτών των εταιρειών. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) εμπλέκεται στο marketing. Και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) ασχολούνται ταυτόχρονα με τη διανομή και την προώθηση των εμβολίων. Καθώς είναι ανίκανη να πείσει το κοινό για την αξία που έχουν τα εμβόλια της, η φαρμακοβιομηχανία (Big Pharma) καταφεύγει στον εξαναγκασμό της κυβέρνησης για να αποκομίσει κέρδη, για παράδειγμα, μέσω της νομοθεσίας που καθιστά υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των παιδιών για να μπορέσουν να φοιτήσουν στα δημόσια σχολεία”.

Το κέρδος της φαρμακοβιομηχανίας προέρχεται από την παραγωγή και πώληση συνθετικών φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Αυτά θεωρούνται ανακαλύψεις από τη νομοθεσία, οπότε οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης τους. Επομένως, κατοχυρώνοντας τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα, οι φαρμακευτικές εταιρείες θησαυρίζουν από τις πωλήσεις τους. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η φαρμακοβιομηχανία δεν έχει ως προτεραιότητα της την παραγωγή και πώληση φυσικών προϊόντων για θεραπευτικούς σκοπούς. Αυτά δεν θεωρούνται ανακαλύψεις και επομένως δεν μπορούν να πατενταριστούν· ανήκουν (ακόμα…) στη μητέρα-φύση.

Το μεγαλύτερο και ευκολότερο κέρδος οι εταιρείες αυτές το αποκομίζουν από την πώληση εμβολίων. Σε αυτήν εμπλέκονται άμεσα οι κρατικοί φορείς, οι οποίοι διευκολύνουν το έργο των φαρμακευτικών εταιρειών, εξασφαλίζοντας τους μαζικές πωλήσεις, με τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς (στα σχολεία, στον στρατό, κλπ) και τους εθελοντικά υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, όπως αυτούς στη συνθήκη που ζούμε σήμερα.

Ο Hammond χρησιμοποιεί το παράδειγμα του εμβολίου της Merck για τις προ-καρκινικές αλλοιώσεις, προκειμένου να δείξει πως λειτουργεί το φαρμακευτικό κύκλωμα. Το 2005 μία κρατική υπηρεσία των ΗΠΑ, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας η (ΝΙΗ), πούλησε την τεχνολογία παρασκευής και τα αποκλειστικά δικαιώματα παραγωγής του εμβολίου αυτού στον φαρμακευτικό κολοσσό Merck and GlaxoSmithKline (GSK). Βασιζόμενη σε αυτήν την τεχνολογία, η Μerck παρασκεύασε το εμβόλιο Gardasil. Μερικούς μήνες αργότερα, το 2006, μία άλλη κρατική υπηρεσία των ΗΠΑ, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) του έδωσε έγκριση για να κυκλοφορήσει στην αγορά.

Εκείνη την περίοδο επικεφαλής των ΝΙΗ ήταν ο Elias Zerhouni, ο οποίος είχε δεχτεί πολλές αιτιάσεις για συγκάλυψη σύγκρουσης συμφερόντων κάποιων ερευνητών των ΝΙΗ. Δύο χρόνια μετά αποχώρησε από τα ΝΙΗ και πήγε στη Sanofi Pasteur, στο Ίδρυμα Bill Melind Gates και στη Mayo Clinic (περισσότερα γι’ αυτήν στο δεύτερο μέρος του άρθρου). Επικεφαλής των CDC την ίδια χρονική περίοδο ήταν ο Julie Gerberding, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα, το 2009, έγινε διευθυντής του Τμήματος Εμβολίων της Merck. Ο Hammond σχολιάζει την μετεγγραφή αυτή ως εξής: “συνέχισε να κάνει τη δουλειά που έκανε στα CDC αλλά με ακόμα μεγαλύτερο οικονομικό όφελος”…

Στο παραπάνω παράδειγμα φαίνονται καθαρά τόσο η διαπλοκή μεταξύ κεφαλαίου και κράτους όσο και ο τρόπος που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί απροκάλυπτα το κράτος για να πετύχει τους σκοπούς του. Στην ουσία οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούν ως παραρτήματα των φαρμακευτικών εταιρειών.

Η κάλυψη της φαρμακοβιομηχανίας από το κράτος στο θέμα της ασφάλειας φαρμάκων και εμβολίων

Ωστόσο, η κάλυψη του κεφαλαίου από το κράτος δεν τελειώνει εδώ. Επεκτείνεται στον τομέα της ασφάλειας των φαρμάκων ή των εμβολίων. Στην περίπτωση του Gardasil, παρότι αυξάνονταν οι ενδείξεις και οι ανησυχίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του, οι κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ συνέχισαν να συνιστούν τον εμβολιασμό με αυτό το εμβόλιο. Οι άνθρωποι που εμφάνισαν σοβαρές παθήσεις λόγω των παρενεργειών του εμβολίου αντιμετωπίστηκαν από το κράτος ως παράπλευρες απώλειες ή αγνοήθηκαν εντελώς.

Το 2012 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Journal of Law, Medicine & Ethics μία μελέτη δύο επιστημόνων του Πανεπιστημίου της British Columbia στο Vancouver του Καναδά, στην οποία οι ενδείξεις της ακαταλληλότητας του εμβολίου έγιναν βεβαιότητα:

“Το εμβόλιο Gardasil της Merck για το HPV δεν πληρούσε (και συνεχίζει να μην πληροί) κανένα από τα τέσσερα κριτήρια του FDA για τη χορήγηση άδειας μέσω ταχείας διαδικασίας (fast track). Το Gardasil, αποδεδειγμένα, δεν είναι ούτε πιο ασφαλές ούτε πιο αποτελεσματικό από το τεστ Παπανικολάου σε συνδυασμό με την αφαίρεση της ζώνης μετάπλασης με ηλεκτροχειρουργική αγκύλη, ούτε μπορεί να βελτιώσει τη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Παρόλα αυτά συνεχίζεται η προώθηση του, σαν να είχαν ολοκληρωθεί οι κλινικές δοκιμές της φάσης 4, σαν να είχε πάρει έγκριση και σαν να είχε αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα του κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας”.

Tα ίδια ισχύουν βέβαια σε πολλές άλλες περιπτώσεις εμβολίων και γενικά φαρμακευτικών προϊόντων.

Μία επιπλέον βοήθεια του κράτους προς τις φαρμακευτικές εταιρείες στον ίδιο τομέα είναι η τακτική που ακολουθεί ο FDA στον έλεγχο της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων. Για να δώσει έγκριση σε ένα εμβόλιο, ο FDA στηρίζεται στα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών της παρασκευάστριας εταιρείας. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του εμβολίου της Pfizer, αυτό συνέβη στην περίπτωση του Gardasil της Μerck, αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις όλων των εμβολίων.

Το 2017 η ιστοσελίδα Slate αφιέρωσε ένα εκτενές άρθρο στο Gardasil. Στο άρθρο αυτό αμφισβητείται άμεσα η εγκυρότητα των κλινικών δοκιμών της Merck. Σημειώνεται ότι “οι κλινικές δοκιμές δεν σχεδιάστηκαν για να εκτιμήσουν την ασφάλεια του με τον κατάλληλο (σωστό) τρόπο”.

Στην έρευνα των Καναδών επιστημόνων που αναφέραμε πιο πριν η τακτική της αξιολόγησης που ακολουθούν οι κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ κρίνεται ευθέως ως αναξιόπιστη:

“όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της ασφάλειας των φαρμάκων δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στα δεδομένα που παρέχει η παρασκευάστρια εταιρεία, καθώς μία αναξιόπιστη έρευνα ( π.χ. η χρήση ενός αντιδραστικού και πιθανώς τοξικού εικονικού φαρμάκου) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιόπιστη αξιολόγηση της ασφάλειας κανενός φαρμάκου”.

Στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι εταιρείες που διεξάγουν κλινικές δοκιμές για εμβόλια, μπορούν να πραγματοποιούν ταυτόχρονα περισσότερες από μία έρευνες πάνω στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών. Έχουν το δικαίωμα να μην δημοσιοποιήσουν όλες τις μελέτες. Στη διαδικασία έγκρισης στην οποία υποβάλλεται το εμβόλιο τους έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν να παρουσιάσουν μία από αυτές τις μελέτες, προφανώς αυτήν με τα ευνοϊκότερα για το σκοπό τους αποτελέσματα. Τις υπόλοιπες τις τρώει το μαύρο σκοτάδι.

Τα placebo που δεν είναι placebo

Στις κλινικές δοκιμές των εμβολίων οι κρατικοί φορείς επιτρέπουν στις φαρμακευτικές εταιρείες να χρησιμοποιούν άλλα εμβόλια αντί για εικονικά φάρμακα (placebo). Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι οι κλινικές δοκιμές που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για ένα εμβόλιο κατά της COVID-19. Σε αυτές χρησιμοποιήθηκε ως placebo ένα εμβόλιο κατά της μηνιγγίτιδας.



Κάποιες φορές, το λεγόμενο εικονικό φάρμακο περιέχει αλουμίνιο ή υδράργυρο, ουσίες που είναι νευροτοξικές. Εκτός από το ότι η χρήση τέτοιων ουσιών είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία, η έρευνα που τις χρησιμοποιεί δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη. Αυτό τονίζουν οι Καναδοί επιστήμονες στην έρευνα που αναφέραμε πιο πριν, αυτό λέει και η δική μας λογική.

Ο Hammond εξηγεί το γιατί: “(στην περίπτωση που στις κλινικές δοκιμές χρησιμοποιείται ένα άλλο εμβόλιο αντί για εικονικό φάρμακο) δεν συγκρίνονται οι παρενέργειες που προκαλεί ένα εμβόλιο με αυτές που προκαλεί ένα εικονικό φάρμακο. Αντίθετα, στην πραγματικότητα, οι εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια συγκρίνουν τις παρενέργειες ενός πειραματικού φαρμάκου με αυτές ενός άλλου πειραματικού εμβολίου. Αν ο δείκτης παρενεργειών στην ομάδα που κάνει το υπό έρευνα εμβόλιο δεν είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν της ομάδας ελέγχου (Σ.τ.Μ. αυτής που κάνει το εμβόλιο που παίζει το ρόλο του εικονικού φαρμάκου), τότε το υπό έρευνα εμβόλιο αποκαλείται «ασφαλές». Αυτό, φυσικά, έχει ως αποτέλεσμα να έχει φαίνεται αυξημένος ο δείκτης παρενεργειών της ομάδας που λαμβάνει το υποτιθέμενο εικονικό φάρμακο ή ο δείκτης των παρενεργειών στον πληθυσμό από τη λήψη του, ενώ υποτίθεται ότι το εικονικό φάρμακο αυτό ακριβώς βοηθάει να καθοριστεί. Ουσιαστικά, οι κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια είναι σχεδιασμένες για να αποκρύπτουν τον πραγματικό δείκτη παρενεργειών (που αυτά έχουν). Επίσης,οι εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια κοιτούν μόνο τις βραχυπρόθεσμες παρενέργειες και όχι τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις που αυτά έχουν στην ανθρώπινη υγεία, αυτό όμως είναι μία άλλη μεγάλη ιστορία” (η υπογράμμιση δική μας).

Με άλλα λόγια, όταν χρησιμοποιείται ένα δεύτερο εμβόλιο στις κλινικές δοκιμές, η διαφορά στις παρενέργειες μεταξύ του εξεταζόμενου εμβολίου και του δεύτερου εμβολίου είναι μικρή. Αν όμως είχε χρησιμοποιηθεί στις κλινικές δοκιμές ένα εικονικό φάρμακο, θα ήταν μεγαλύτερη.

Με αυτό το (νόμιμο) κόλπο συγκαλύπτονται οι παρενέργειες του εμβολίου και οι μάζες κοιμούνται ήσυχες αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες από τις αρμόδιες αρχές…



Σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε ούτε καν τη σύνθεση αυτών των εικονικών φαρμάκων. Στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, η νομοθεσία δεν υποχρεώνει τις φαρμακευτικές εταιρείες να δημοσιοποιούν τα συστατικά του εικονικού φαρμάκου (placebo) που χρησιμοποιήθηκε στις κλινικές δοκιμές. Επίσης, είναι εξαιρετικά ασαφής ως προς το ποιες ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε αυτό.



Μία επιστημονική έρευνα που έγινε το 2010 και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine, έδειξε ότι μόνο στο 8% των κλινικών δοκιμών φαρμάκων σε χάπι και στο 26% των κλινικών δοκιμών εμβολίων αποκαλύπτεται η χημική σύνθεση του εικονικού φαρμάκου που χρησιμοποιήθηκε σε αυτές.



Η διεξαγωγή κλινικών δοκιμών στις οποίες το εμβόλιο συγκρίνεται με ένα εικονικό φάρμακο που όμως δεν είναι καθόλου εικονικό, είναι απολύτως νόμιμη στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Όποιος πιστεύει ότι το κράτος θα άφηνε ακάλυπτο το κεφάλαιο, είναι τουλάχιστον αφελής. Εξίσου νόμιμη είναι η προαιρετική δημοσιοποίηση της χημικής σύνθεσης του «εικονικού φαρμάκου». Το εμβόλιο της Pfizer είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της νόμιμης διαδικασίας.

Η ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών



Η σκανδαλώδης στήριξη του κεφαλαίου από το κράτος αποτυπώνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα στην αστική και νομική ασυλία που έχουν οι φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια.

Στις ΗΠΑ (αλλά και σε πολλές άλλες χώρες) αν κάποιος υποστεί βλάβη στην υγεία του από κάποιο εμβόλιο, δεν μπορεί να μηνύσει την παρασκευάστρια εταιρεία του εμβολίου. Το ίδιο συμβαίνει σε περίπτωση θανάτου από κάποια από τις παρενέργειες ενός εμβολίου. Όσο αφορά στις αγωγές, αυτές θεωρητικά επιτρέπονται, όμως στην πράξη σε λίγα από τα θύματα αναγνωρίζεται η αιτιώδης συνάφεια των εμβολίων με τις βλάβες που έχουν υποστεί, τα δε ποσά των αποζημιώσεων είναι πενιχρά.

Το 1986 η κυβέρνηση των ΗΠΑ νομοθέτησε την ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών που παρασκευάζουν εμβόλια για παιδιά, ψηφίζοντας τον “Εθνικό Νόμο για την Πρόκληση Βλάβης από Εμβόλια της Παιδικής Ηλικίας” (National Childhood Vaccine Injury Act, NCVIA).

Με το νόμο αυτόν του 1986, που τέθηκε σε ισχύ το 1988, ιδρύθηκε το αποκαλούμενο “Εθνικό Πρόγραμμα Αποζημίωσης για Βλάβες από Εμβόλια” (National Vaccine Injury Compensation Program, VICP). Το πρόγραμμα αυτό ήταν ένα είδος «δικαστηρίου εμβολίων» του Υπουργείου Υγείας, που λάμβανε αποφάσεις για την καταβολή αποζημίωσης σε όσους είχαν υποστεί βλάβες στην υγεία τους από τα εμβόλια. Από την ίδρυση του μέχρι σήμερα, δηλαδή σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 30 ετών, το «δικαστήριο εμβολίων» δικαίωσε μόνο το 31% των εναγόντων, δίνοντας τους συνολικά 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Σημειώνουμε ότι τις αποζημιώσεις αυτές δεν τις πλήρωσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά το κράτος των ΗΠΑ με τα χρήματα των φορολογουμένων-υπηκόων του.

Τα επόμενα χρόνια οι πωλήσεις εμβολίων στις ΗΠΑ άρχισαν να αυξάνονται κατακόρυφα, για να φτάσουν στο απόγειο τους την τελευταία δεκαπενταετία. Το 2020 τα έσοδα της φαρμακοβιομηχανίας των ΗΠΑ μόνο από την πώληση εμβολίων έφτασαν τα 60 δισεκατομμύρια, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2014.



To τηλεοπτικό δίκτυο CNBC χαρακτήρισε αυτήν την προστασία-ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών “χωρίς προηγούμενο” και ο Rogge Dunn, δικηγόρος εξειδικευμένος σε θέματα εργασίας, με μία δήλωση του στο δίκτυο, εξήγησε με σαφή τρόπο που οφείλεται αυτή:

“Όταν η κυβέρνηση είπε: θέλουμε να το παρασκευάσετε τέσσερεις ή πέντε φορές γρηγορότερα απ’ ότι κάνετε συνήθως, πιθανότατα οι κατασκευαστές είπαν στην κυβέρνηση: θέλουμε εσείς, η κυβέρνηση, να μας προστατεύσετε από αγωγές πολλών εκατομμυρίων”.



Θυμίζουμε ότι παρόμοια είναι η ασυλία έχουν στην Ελλάδα και σε πολλές ακόμα χώρες όλες οι εταιρείες που έχουν παρασκευάσει εμβόλια κατά της COVID-19. Στην Ελλάδα για να κάνει κάποιος το συγκεκριμένο εμβόλιο υποχρεώνεται να δώσει προφορικά τη συγκατάθεση του ή να υπογράψει – μεταξύ άλλων- ότι “κατανοεί τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου”.



Η AstraZeneca απαίτησε και πέτυχε να έχει ασυλία, δηλαδή στις χώρες στις οποίες κυκλοφόρησε το εμβόλιο της, οι κυβερνήσεις τους της έχουν παρέχει πλήρη νομική κάλυψη, δεχόμενες την απαίτηση της να αποποιηθεί των ευθυνών για πιθανές παρενέργειες του εμβολίου της. Πρόσφατα ο Ruud Dobber, υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας δήλωσε ότι οι περισσότερες χώρες με τις οποίες είχε υπογράψει συμφωνίες προμηθειών είχαν ήδη αποδεχτεί το αίτημά τους, αλλά αρνήθηκε να κατονομάσει ποιες είναι αυτές οι χώρες.

Ο Dobber δήλωσε ακόμη ότι η AstraZeneca “δεν μπορεί να αναλάβει το ρίσκο να έρθει αντιμέτωπη με τις όποιες ευθύνες, εάν σε τέσσερα χρόνια το εμβόλιο εμφανίζει παρενέργειες”.



Στις ΗΠΑ ανάλογη νομική ασυλία έχουν ο FDA, όλες οι κρατικές υπηρεσίες και φυσικά η κυβέρνηση. Όπως εξήγησε στο CNBC ο η Dorit Rubinstein Reiss, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή Hastings του Πανεπιστημίου της California, αυτό οφείλεται στο ότι απολαμβάνουν των προνομίων της λεγόμενης κυρίαρχης ασυλίας ή ασυλίας του κυρίαρχου (“sovereign immunity”). Αυτή η έννοια είναι κατάλοιπο του βρετανικού δικαίου, το οποίο προστάτευε το βρετανό μονάρχη, και μετά την αμερικανική επανάσταση παρέμεινε στη νομοθεσία των ΗΠΑ για να παρέχει νομική προστασία στους διαδόχους του.



Όσο αφορά στους εργοδότες, στις ΗΠΑ ο νόμος του 2005 για τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης τους δίνει το δικαίωμα να απαιτήσουν τον εμβολιασμό ενός μισθωτού σκλάβου ως προϋπόθεση για να συνεχίσει να δουλεύει γι’ αυτούς.

Οι στενές οικονομικές σχέσεις της Big Pharma με το κράτος

Οι σχέσεις διαπλοκής κράτους-Big Pharma είναι ακόμα πιο στενές σε καθαρά οικονομικό επίπεδο. Ένα μεγάλο μέρος των εσόδων του FDA προέρχεται από τη φαρμακοβιομηχανία.

Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τον ίδιο τον FDA, το 2020 το 55% (3,2 δισεκατομμύρια δολάρια) του συνολικού προϋπολογισμού του Οργανισμού προερχόταν από κρατικά κονδύλια. Το υπόλοιπο 45% (2,7 δισεκατομμύρια δολάρια) προερχόταν από τις πληρωμές των φαρμακευτικών εταιρειών.



Όπως θα δούμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου που αναφέρεται στα πρόσωπα που συμμετείχαν στις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε πειραματική άδεια στο εμβόλιο της Pfizer, τα μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών που θεωρητικά έχουν αναλάβει το έργο του ελέγχου της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας ενός φαρμακευτικού προϊόντος, έχουν στενότατες οικονομικές και άλλες σχέσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες.



Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης σχετικής έρευνας του επιστημονικού περιοδικού Science έδειξαν ότι κατά το χρονικό διάστημα 2013-2016 οι 40 από τους 107 επιστήμονες που συμμετείχαν σε επιτροπές του FDA, μετά την έγκριση των φαρμάκων ή των εμβολίων που εγκρίθηκαν από επιτροπές του Οργανισμού , έλαβαν έκαστος πάνω από 10.000 δολάρια από τις φαρμακευτικές εταιρείες παραγωγής τους ή από ανταγωνίστριες εταιρείες. Οι 26 από αυτούς έλαβαν από αυτές τις φαρμακευτικές εταιρείες πάνω από 100.000 έκαστος, ενώ οι 6 από αυτούς έλαβαν πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια έκαστος. Επίσης, 16 από τους καλύτερα αμειβόμενους ερευνητές μεταξύ των προαναφερομένων επιστημόνων έλαβαν από φαρμακευτικές εταιρείες περισσότερα από 24 εκατομμύρια δολάρια ως ερευνητική βοήθεια ή ως απ’ ευθείας πληρωμές (πάνω από 300.000 δολάρια έκαστος).

Από το ποσό αυτό, το 93% προερχόταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες των οποίων τα φάρμακα είχαν εγκριθεί οι επιτροπές στις οποίες συμμετείχαν οι κύριοι αυτοί, ή από ανταγωνίστριες εταιρείες.

Στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του Science σημειώνεται επίσης ότι

“περισσότεροι από αυτούς τους υψηλά αμειβόμενους επιστήμονες – και πολλοί άλλοι- έλαβαν κι άλλες χρηματοδοτήσεις από τις ίδιες εταιρείες, το έτος που ήταν μέλη μίας επιτροπής ή πριν από αυτό. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές αποκαλύφτηκαν από επιστημονικά περιοδικά, όχι όμως από τον FDA”.



Ίδια και ίσως ακόμα στενότερη είναι η διαπλοκή με την Big Pharma στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Τα μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών της Υπηρεσίας – ειδικά της λεγόμενης Συμβουλευτικής Επιτροπής για Ανοσολογικές Πρακτικές (Advisory Committee on Immunization Practices, ACIP) – έχουν διαφόρων ειδών οικονομικές δοσοληψίες με τις εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια:

κατοχή πατεντών για εμβόλια από κοινού με φαρμακευτικές εταιρείες, κατοχή μετοχών φαρμακευτικών εταιρειών, πληρωμές από φαρμακευτικές εταιρείες για ερευνητικούς σκοπούς ή για την επίβλεψη κλινικών δοκιμών εμβολίων, χρηματοδότηση από φαρμακευτικές εταιρείες διαφόρων πανεπιστημιακών τμημάτων στα οποία είναι καθηγητές μέλη αυτών των επιτροπών, κλπ.



Την ίδια στιγμή η κρατική αυτή υπηρεσία έχει υπογράψει με φαρμακευτικές εταιρείες και με πανεπιστήμια δεκάδες συμφωνίες για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σε εμβόλια ή προϊόντα που σχετίζονται με εμβόλια.

Επίσης, συμμετέχει από κοινού με φαρμακευτικές εταιρείες σε προγράμματα παρασκευής εμβολίων. Όλα αυτά είναι νόμιμα στις ΗΠΑ, μετά την ψήφιση ενός σχετικού νόμου το 1980, ο οποίος συμπληρώθηκε από ανάλογους νόμους τα επόμενα χρόνια.



Τον Ιούνιο του 2000 συζητήθηκε στο αμερικανικό κογκρέσο το θέμα της σύγκρουσης συμφερόντων των μελών των επιτροπών του FDA και των CDC για τα εμβόλια. Ο γερουσιαστής Dan Burton, μιλώντας εκ μέρους της επιτροπής του κογκρέσου που εξέτασε το θέμα, είπε:

“εξετάσαμε πολύ προσεκτικά τις συγκρούσεις συμφερόντων. Εξετάσαμε εξονυχιστικά αν η φαρμακοβιομηχανία έχει υπερβολικά μεγάλη επιρροή σε αυτές τις επιτροπές. Από τα στοιχεία που βρήκαμε η απάντηση είναι πως έχει”.



Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι “μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών του FDA και των CDC – συμπεριλαμβανομένου των προέδρων τους- που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις, έχουν μετοχές σε φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν τα εμβόλια”, και ότι “μέλη των επιτροπών αυτών κατέχουν πατέντες για εμβόλια των οποίων η έγκριση εξετάζεται από τις επιτροπές αυτές ή επηρεάζεται από τις αποφάσεις τους”.



Για το θέμα των εξαιρέσεων που γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μελών των επιτροπών, αναρωτήθηκε

“πόσο εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σε ένα σύστημα, όταν μία υπηρεσία φαίνεται να θεωρεί ότι ο αριθμός των ειδικών (σε ένα θέμα) είναι τόσο μικρός σε όλη την χώρα που όλοι τους έχουν κάποια σύγκρουση συμφερόντων και επομένως πρέπει να γίνει εξαίρεση για κάποιους από αυτούς και να τους επιτραπεί να συμμετέχουν;”.



Έκανε αναφορά, επίσης, στη σκανδαλώδη περίπτωση του Paul Offit (βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτόν στο δεύτερο μέρος του άρθρου) και “του Neal Halsey, εκπροσώπου της Αμερικανικής Παιδιατρικής Εταιρείας σε επιτροπές των CDC για τα παιδικά εμβόλια και συμβούλου αντίστοιχων επιτροπών του FDA, o οποίος έχει εκτενείς δεσμούς με τη φαρμακοβιομηχανία· έφτασε μάλιστα στο σημείο να ζητήσει και να λάβει χρηματοδότηση από τη βιομηχανία αυτήν για την εκκίνηση της λειτουργίας του εμβολιαστικού του κέντρου”.

Τόσο αυτός όσο και άλλοι γερουσιαστές κατονόμασαν κι άλλους επιστήμονες που συμμετείχαν στις επιτροπές αυτές, αν και είχαν μεγάλης αξίας μετοχές φαρμακευτικών εταιρειών ή κατείχαν μέρος των δικαιωμάτων χρήσης κάποιου φαρμάκου ή εμβολίου.

Η λίστα των μελών αυτών των επιτροπών με τέτοιου είδους σχέσεις με την υπερεθνική φαρμακοβιομηχανία είναι πάρα πολύ μεγάλη. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα μπορείτε να βρείτε στο άρθρο της ιστοσελίδας Children’s Health Defense με τίτλο “Τα μυστικά των εμβολίων”.



Το εμπόριο των δικαιωμάτων (πατεντών) στα φαρμακευτικά προϊόντα ξεκινά από τις κρατικές υπηρεσίες. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) κατέχουν δεκάδες πατέντες εμβολίων και φαρμάκων. Παραχωρούν τα δικαιώματα της άδειας εκμετάλλευσης τους στις φαρμακευτικές εταιρείες

“για περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη, και κατόπιν για εμπορευματοποίηση”.

Φυσικά, οι υπηρεσίες αυτές, και το Υπουργείο Υγείας (HHS) στο οποίο υπάγονται, έχουν όφελος από αυτήν την παραχώρηση, αφού παίρνουν μέρος των κερδών από τις πωλήσεις.



Σε αυτήν του την λειτουργία, το κράτος είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός που γίνεται συνέταιρος στις εμπορικές δραστηριότητες του κεφαλαίου. Υπάρχει για να το διευκολύνει και για να το εξυπηρετεί.

Πώς μπορεί λοιπόν σε αυτό το σύστημα διαπλοκής, μία κρατική υπηρεσία να ελέγχει αν ένα προϊόν μίας ιδιωτικής εταιρείας είναι κατάλληλο να βγει στην αγορά, όταν η ίδια έχει μερίδιο των κερδών από τις πωλήσεις του;

Αυτή η καταφανής σύγκρουση συμφερόντων που διέπει την υπόσταση και τη λειτουργία της ίδιας της κρατικής αυτής υπηρεσίας είναι πλήρως νομιμοποιημένη στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ.



Η φαρμακοβιομηχανία επενδύει μεγάλα ποσά στη στήριξη προεκλογικών εκστρατειών πολιτικών κομμάτων, υποψηφίων προέδρων, γερουσιαστών, μελών του κογκρέσου κυβερνητών και μελών τοπικών επιτροπών. Οι ετήσιες δωρεές της φαρμακοβιομηχανίας σε πολιτικούς κυμαίνονται από 30 έως 50 εκατομμύρια δολάρια. Το 2019-2020 η Pfizer ήταν τρίτη στη λίστα των φαρμακευτικών εταιρειών με τις μεγαλύτερες δωρεές σε πολιτικούς και κόμματα, έχοντας δώσει 3,44 εκατομμύρια δολάρια.



Ξοδεύει πολλά περισσότερα για άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης (lobbying). Το 2020 έδωσε πάνω από 306 εκατομμύρια δολάρια σε διάφορες τέτοιες ομάδες (lobbies). Η Pfizer ήταν τέταρτη στην αντίστοιχη λίστα, έχοντας δώσει 10,87 εκατομμύρια δολάρια.



Από όλη αυτή τη σχέση διαπλοκής δεν θα μπορούσαν να λείψουν τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Τα media στις HΠΑ έχουν βγει πολύ ωφελημένα από την αύξηση των πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων. Η αμερικανική και η πολυεθνική φαρμακοβιομηχανία επενδύουν τεράστια ποσά στη διαφήμιση των προϊόντων τους και στην ενίσχυση της εικόνας τους.

Το ποσό που έδωσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες για διαφήμιση φαρμάκων στις ΗΠΑ το 1997 ήταν 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Μέσα σε περίπου 20 χρόνια αυτό το ποσό σχεδόν πενταπλασιάστηκε και σε περίπου 25 χρόνια σχεδόν εξαπλασιάστηκε:

Το 2016 έφτασε τα 9,6 δισεκατομμύρια δολάρια και το 2020 έφτασε στα 12 δισεκατομμύρια δολάρια.



Η διαπλοκή δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει και τους γιατρούς. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους μεγαλογιατρούς που στελεχώνουν τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, τις κρατικές υπηρεσίες υγείας και τις επιτροπές τους. Πάρα πολλοί γιατροί είναι ενταγμένοι σε αυτό το σάπιο σύστημα.

Πρόσφατα η ιστοσελίδα Propublica αποκάλυψε τις δημοσιευμένες πληρωμές που έγιναν το 2018 από 2.191 φαρμακευτικές εταιρείες σε 1.036.163 γιατρούς και 1.249 πανεπιστημιακά νοσοκομεία των ΗΠΑ για την «προώθηση» των προϊόντων τους.

Το συνολικό ποσό των γνωστών (δημοσιευμένων) πληρωμών ήταν 12 δισεκατομμύρια δολάρια.



Το 2008, η δημοσιογράφος Sharyl Attkisson, πρώην συνεργάτης του ραδιοτηλεοπτικού δικτύου CBS News, σε ένα άρθρο της με τίτλο

“Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι υποστηρικτές των εμβολίων;”

αποκάλυψε ότι “η βιομηχανία παραγωγής εμβολίων δίνει εκατομμύρια στη Ακαδημία Παιδιατρικής για συνέδρια, υποτροφίες, εκπαιδευτικά μαθήματα ιατρικής, μέχρι οικονομική βοήθεια για το χτίσιμο των κεντρικών της γραφείων. Τα συνολικά ποσά κρατούνται μυστικά, όμως δημόσια έγγραφα έχουν αποκαλύψει κάποια μικροποσά”.

Στο ίδιο δημοσίευμα η Attkisson αναφέρει ενδεικτικά δύο τέτοια «μικροποσά»: τα 342.000 δολάρια που έλαβε η Ακαδημία Παιδιατρικής των ΗΠΑ από την Wyeth, την φαρμακευτική εταιρεία που παρήγαγε το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο (με ετήσιες πωλήσεις ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκείνη την εποχή), και τα 433.000 δολάρια που πήρε από τη Merck, το ίδιο έτος που ενέκρινε το εμβόλιο της εταιρείας για το HPV (με ετήσιες πωλήσεις ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκείνη την εποχή).

Το κράτος εξασφαλίζει στην φαρμακοβιομηχανία σίγουρη πελατεία για τα προϊόντα της

Το κράτος αναλαμβάνει επίσης το ρόλο της εξασφάλισης σίγουρης και μόνιμης πελατείας για τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας.

Σε πολλές περιπτώσεις εμβολίων, οι φαρμακευτικές εταιρείες (αλλά και ο συνεταίρος τους, το κράτος) δεν χρειάζεται να αγωνιούν για το αν το προϊόν τους θα έχει καλές πωλήσεις στην αγορά. Τα εμβόλια που εγκρίνονται από τα CDC προορίζονται, βάσει νόμου, για το πρόγραμμα υποχρεωτικού εμβολιασμού των παιδιών (Vaccines for Children, VFC) και αγοράζονται από το κράτος των ΗΠΑ με τα χρήματα των φορολογουμένων. Ανάλογα γίνονται και στην συγκυρία που ζούμε αυτήν την εποχή. Τα εμβόλια για την COVID-19 αγοράζονται μαζικά από το κράτος των ΗΠΑ (και από τα υπόλοιπα κράτη) με τα χρήματα των φορολογουμένων-υπηκόων.



Με αυτές τις τακτικές, το κεφάλαιο της φαρμακοβιομηχανίας (Big Pharma) έχει σίγουρα και μεγάλα κέρδη, ο συνέταιρος του το κράτος αποκομίζει σημαντικά οφέλη και θρέφει τους γραφειοκράτες, και ο εσμός των τεχνοκρατών που συμμετέχει σε αυτή τη μπίζνα παίρνει ένα μερίδιο από την πίτα. Η πίτα είναι μεγάλη και μεγαλώνει συνεχώς: To 2020 τα έσοδα από την πώληση εμβολίων έφτασαν τα 59,2 εκατομμύρια δολάρια (από 32,2 εκατομμύρια δολάρια που ήταν το 2014). Όσο «προκύπτουν» καινούργιοι ιοί, η πίτα θα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Αυτή είναι η επιδίωξη του παγκόσμιου φαρμακευτικού κεφαλαίου και του επιστημονικού και πολιτικού κυκλώματος που το στηρίζει και θρέφεται από αυτό.



Το πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια φαίνεται ότι δεν απασχολεί πολύ τους ιθύνοντες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), από το 2009 ως το 2020 τα ποσοστά αποτελεσματικότητας του εμβολίου της εποχικής γρίπης στις ΗΠΑ κυμάνθηκαν από 19% ως 60%. Το 2004-2005 ήταν μόλις 10%.



Αυτό που τους απασχολεί είναι να έχουν τους πληθυσμούς σε μία διαρκή κατάσταση «υγειονομικής ομηρίας», με άλλα λόγια η κατάσταση της υγείας μας να καθορίζεται και να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα φαρμακευτικά και βιοτεχνολογικά προϊόντα της Big Pharma (εργαστηριακοί-υβριδικοί ιοί, εμβόλια, κλπ). Στην περίπτωση των εμβολίων, η εξάρτηση (θα) είναι μόνιμη, αφού ως γνωστόν οι πληθυσμοί θα πρέπει να εμβολιάζονται κάθε χρόνο. Αυτή η μόνιμη εξάρτηση των πολλών από φάρμακα και εμβόλια αποτελεί μία αστείρευτη πηγή πλούτου για τους λίγους.



Στο άρθρο με τίτλο “Σύγχρονη Ιατρική: H Νέα Παγκόσμια Θρησκεία” της ιστοσελίδας “Ελεύθερη Έρευνα” διαβάζουμε :“Στην ουσία, πολιτικοί, φαρμακοβιομηχανίες, μεγαλογιατροί, ΜΜΕ αποτελούν ένα κουβάρι διαπλεκόμενων. Προπαγανδίζουν οποιαδήποτε επιδημία ή ασθένεια σκεφτούν, προωθώντας παράλληλα τα χημικά φάρμακα για την αντιμετώπισή της, τα οποία όμως συμβάλλουν στην αρρώστια κι όχι στην υγεία των ανθρώπων με τις τεράστιες παρενέργειές τους. Αυτό κάνει τους ανθρώπους ακόμη περισσότερο εξαρτώμενους από τις φαρμακευτικές για ακόμη περισσότερα φάρμακα. Στόχος όλων αυτών δεν είναι να αποκτήσει ο άνθρωπος υγεία, αλλά να σέρνεται σαν τον ναρκομανή στα πόδια τους εκλιπαρώντας το φάρμακο/δόση του”.



Η πανδημία της COVID-19 έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά άλλων επιδημιών και «πανδημιών» του παρελθόντος, οι οποίες δεν είχαν λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά όσο αυτή που βιώνουμε, για τα συμφέροντα των καπιταλιστών και για τα σχέδια των εξουσιαστών και των ακολούθων τους. Το μήνυμα της απειλής των ιών (που έχουν δήθεν φυσική προέλευση) έχει περάσει στις χειραγωγημένες και τρομοκρατημένες μάζες. Έτσι, όταν στο μέλλον ο SARS-CoV-2 πάψει να είναι τόσο απειλητικός όσο (μας παρουσιάζεται ότι) είναι σήμερα, κάποιος άλλος θα έρθει να πάρει τη θέση του και ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί.



Σε κάποιους έχει γίνει σαφές πως τα παραπάνω είναι ένα μέρος των σχεδιασμών των κυρίαρχων και αδίστακτων υπερεθνικών ελίτ για την εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου ολοκληρωτισμού, τόσο αυταρχικού και δυστοπικού που θα επισκιάσει όλα τα προηγούμενα εξουσιαστικά εγχειρήματα, όπως π.χ. τα στυγνά καθεστώτα σοβιετικού τύπου ή οι κοινοβουλευτικές δικτατορίες με δημοκρατικό μανδύα. Προϋπόθεση της επίτευξης των σκοπών τους είναι η με κάθε μέσο αποχαύνωση και χειραγώγηση των μαζών, έτσι ώστε είτε να αγνοούν ή να αδιαφορούν τι παίζεται πίσω από την πλάτη τους, είτε να συναινούν (ακόμα και να υπερασπίζονται) σε ό,τι αποφασιστεί από τους «ειδικούς», έχοντας την ψευδαίσθηση ότι «είναι για το καλό τους».



Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μία παρένθεση για να δούμε ένα – πρόσφατο και σχετικό με την υπόθεση που εξετάζουμε – παράδειγμα διαπλοκής στα ανώτερα κλιμάκια των διαχειριστών της εξουσίας.

Η διαπλοκή στα ανώτερα κλιμάκια των διαχειριστών της εξουσίας

Το Μάιο του 2020 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump ανακοίνωσε τη συγκρότηση μιας επιχείρησης για την ταχεία εύρεση ενός εμβολίου ή φαρμάκου για τον κορωνοϊό. Την ονόμασε Warp Speed (ταχύτητα δίνης) και όρισε επιστημονικό επικεφαλής της ένα γνήσιο τέκνο της Big Pharma, με μεγάλο και αμαρτωλό παρελθόν, τον Moncef Sloui.

Ο Slaoui ήταν για τρία χρόνια υψηλόβαθμο στέλεχος της Μoderna, και πιο πριν, διευθυντής του τμήματος εμβολίων της GlaxoSmithKline, εταιρεία στην οποία είχε εργαστεί για 29 χρόνια. Οι αμοιβές του Slaoui για τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση ήταν 611.500 δολάρια, με τα έξοδα της (πολυτελούς) διαβίωσης του καλυμμένα από το κράτος.



Το συνολικό κόστος της επιχείρησης ήταν 12 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τα 1,95 δισεκατομμύρια ήταν η αμοιβή της Pfizer.

Το συμβόλαιο της Pfizer – καθώς και αυτά των υπόλοιπων εταιρειών που παρασκεύασαν εμβόλια- με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, έγινε μέσω ενός μεσάζοντα, της εταιρείας Advanced Technology International (ATI). Μέχρι τα τέλη του 2020 τα συμβόλαια αυτά δεν είχαν δημοσιοποιηθεί. Τότε, διάφορα παρατηρητήρια ζήτησαν γραπτώς από την κυβέρνηση να το πράξει. Μέχρι τις αρχές του 2021 κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει.



Στις 14 Μαΐου 2020, οι μετοχές της Moderna που είχε στην κατοχή του ο Slaoui είχαν αξία γύρω στα 7 εκατομμύρια δολάρια. Μία μέρα μετά, στις 15 Μαΐου 2020, ο Trump τον όρισε υπεύθυνο της επιχείρησης και παραιτήθηκε από τη Moderna. Τρεις μέρες μετά, στις 18 Μαΐου 2020, ανακοινώθηκαν τα «θετικά» αποτελέσματα των κλινικών της Moderna και η αξία των μετοχών του Slaoui ανέβηκε στα 9,1 εκατομμύρια δολάρια…



Έχει επίσης μετοχές της GlaxoSmithKline, αξίας 10 εκατομμυρίων δολαρίων (…). Η φαρμακευτική αυτή εταιρεία έχει παρασκευάσει ένα εμβόλιο κατά της COVID-19 μαζί με την Sanofi, και έχει υπογράψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση των ΗΠΑ για πωλήσεις 100 εκατομμυρίων δόσεων αξίας 2,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όταν ο Slaoui τέθηκε επικεφαλής της επιχείρησης, πούλησε τις μετοχές της GlaxoSmithKline, αλλά αρνήθηκε να πουλήσει τις μετοχές της Μοderna αξίας περίπου 10 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε στην κατοχή του. Επίσης, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά έγγραφα, έχει μετοχές και της Lonza Group, μιας εταιρείας που συνεργάστηκε με τη Moderna στην παρασκευή ανάλογου εμβολίου. Ας αφήσουμε να αιωρείται το ερώτημα πώς απέκτησε τόσες δεκάδες εκατομμυρίων δολαρίων (χωρίς να υπολογίζουμε αυτά που θα έχει σε καταθέσεις τραπεζών και σε επενδύσεις) και ας δούμε μερικά ακόμα παραδείγματα διαπλοκής στο ίδιο επίπεδο.



Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι άλλα τρία επιτελικά στελέχη της επιχείρησης Warp Speed, οι Carlo de Notaristefani, William Erhardt και Rachel Harrigan, έχουν σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων, παρότι το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ (HHS) είχε διαβεβαιώσει γραπτώς το αντίθετο γι’ αυτούς . Οι δύο τελευταίοι είναι πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της Pfizer και έχουν μετοχές της εταιρείας, των οποίων η αξία δεν έχει γίνει γνωστή. Σύμφωνα με επίσημα έγγραφα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, εκτός από τις μετοχές της Pfizer, o Erhardt έχει μετοχές της Thermo Fisher Scientific, μιας εταιρείας στην οποία η κυβέρνηση των ΗΠΑ έδωσε πρόσφατα εκατομμύρια δολάρια για την αγορά υλικού για τις κλινικές δοκιμές των εμβολίων κατά της COVID-19, της PhaseBio Pharmaceuticals, μιας εταιρείας που συμμετείχε σε τουλάχιστον δύο φάσεις κλινικών δοκιμών φαρμάκων κατά της COVID-19, και της Incyte Pharmaceuticals, μιας εταιρείας που διεξάγει έρευνες μαζί με τον FDA για ένα παρόμοιο φάρμακο.



Το Μάρτιο του 2020 ο de Notaristefani είχε 665.799 μετοχές της Teva Pharmaceuticals, εταιρεία η οποία από το 2013 ανήκει στον όμιλο του φαρμακευτικού κολοσσού Bayer HealthCare. Παράλληλα ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος στην εταιρεία αυτή.



Ένα από τα φάρμακα που παρασκευάζει η Τeva (Bayer) έχει για δραστική ουσία την υδροξυχλωροκίνη και χρησιμοποιείται κυρίως για την καταπολέμηση της ελονοσίας. Το Μάρτιο του 2020 ο Trump το διαφήμιζε για πολλές μέρες.

Ακριβώς σε αυτήν την συγκυρία, στις 15 Μαΐου, ο Trump ανακοίνωσε την επιχείρηση Warp Speed. Τρεις μέρες μετά, στις 18 Μαΐου 2020, δήλωσε ότι είχε πάρει υδροξυχλωροκίνη όταν είχε νοσήσει(;).

Μία μέρα μετά, στις 19 Μαρτίου 2020 η Bayer ανακοίνωσε ότι θα δώσει τρία εκατομμύρια χάπια σε νοσοκομεία των ΗΠΑ, και η Teva ανακοίνωσε ότι θα δώσει 10 εκατομμύρια δόσεις του ίδιου φαρμάκου επίσης σε νοσοκομεία. Την επόμενη μέρα των ανακοινώσεων της διπλής δωρεάς, στις 20 Μαρτίου 2020, ο Trump κάλεσε ανοιχτά τον FDA να το εγκρίνει. Μερικές ημέρες αργότερα, στις 28 Μαρτίου 2020, το φάρμακο έλαβε “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” από τον FDA, παρά τις σοβαρές του παρενέργειες και την έλλειψη επιστημονικών στοιχείων για την αποτελεσματικότητα του.



Μέχρι τις 27 Απριλίου 2020 έγιναν στις ΗΠΑ 483.000 συνταγογραφήσεις του περισσότερες από το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Την εβδομάδα μετά την πρώτη θετική αναφορά του φαρμάκου από τον Trump σε μία συνέντευξη τύπου, οι συνταγογραφήσεις του σημείωσαν αύξηση 200% σε σχέση με αυτές του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος το 2019.



Τις επόμενες ημέρες μετά την πειραματική άδεια από τον FDA και την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αμερικανική αγορά, τη σκυτάλη της διαφήμισης- προώθησης του φαρμάκου την πήραν τα media (1, 2, 3, 4). Τις επόμενες εβδομάδες οι πωλήσεις του από την Teva Pharmaceuticals (Bayer) εκτοξεύθηκαν και η τιμή της μετοχής της διπλασιάστηκε.



Στις 27 Μαΐου 2020 η ιστοσελίδα

“The Conversation” δημοσίευσε μία σύνοψη των αποτελεσμάτων μίας επιστημονικής αξιολόγησης όλων των ερευνών που είχαν γίνει σε όλον τον κόσμο, από την 1η Δεκεμβρίου 2019 μέχρι τις 8 Μαΐου 2020, πάνω στην αποτελεσματικότητα της υδροξυχλωροκίνης για την καταπολέμηση της COVID-19. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από την επιστημονική ομάδα “The UConn Health Outcomes, Policy, and Evidence Synthesis (HOPES)” του Πανεπιστημίου του Connecticut. Σε αυτήν αναφέρεται ότι από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί σε εκείνο το χρονικό διάστημα δεν είχαν προκύψει αποδείξεις ότι η λήψη υδροξυχλωροκίνης προλαμβάνει την COVID-19. Επίσης, εντοπίστηκαν διαφόρων ειδών προβλήματα και αδυναμίες στη μεθοδολογία δεκατεσσάρων από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τότε. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι έχει πολλές παρενέργειες, λόγω των οποίων κάποιες από τις έρευνες διακόπηκαν.



Δύο επιστημονικές έρευνες που έγιναν το Μάιο του 2020, μετά τη δημοσίευση της αξιολόγησης, έδειξαν ότι η ουσία αυτή δεν είναι αποτελεσματική για την πρόληψη ή τη θεραπεία της COVID-19. Η πρώτη δημοσιεύτηκε στις 11 Μαΐου και η δεύτερη στις 22 Μαΐου (αποσύρθηκε στις 5 Ιουνίου 2020).



Στις 15 Ιουνίου 2020 ο FDA ανακάλεσε την άδεια που ο ίδιος είχε δώσει βιαστικά και αδικαιολόγητα δύο μήνες πριν στο φάρμακο της Teva (Bayer)· η «δουλειά» όμως είχε γίνει…



Ας επιστρέψουμε στην υπόθεση της σύγκρουσης συμφερόντων του Slaoui και της παρέας του. Τον Αύγουστο του 2020 το Κογκρέσο των ΗΠΑ έστειλε επιστολές στο Υπουργείο Υγείας, στην εταιρεία Advanced Decision Vectors (που είχε συνεργαστεί με το Υπουργείο Υγείας στην υπόθεση αυτή) και στον ίδιο τον Slaoui, κάνοντας εκτενείς αναφορές στις παρανομίες – παρατυπίες που είχαν διαπιστωθεί σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων του Slaoui και των άλλων τριών στελεχών, και ζητώντας τους να προσκομίσουν μία ατελείωτη σειρά εγγράφων σχετικών με αυτές.



Δεν ίδρωσε το αυτί κανενός με όλα αυτά. Κανένας τους δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Το Σεπτέμβριο του 2020 το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ δήλωσε ότι τα τρία υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης “τηρούν τα σχετικά πρότυπα ηθικής των ΗΠΑ για τους αναδόχους”. Ο Slaoui παρέμεινε στη θέση του και παραιτήθηκε από την επιχείρηση Warp Speed πέντε μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 2021, με την αλλαγή της κυβέρνησης.

Η κανονική και η ταχεία διαδικασία έγκρισης φαρμακευτικών προϊόντων από τον FDA

Όπως προαναφέρθηκε, η ελεγκτική και ρυθμιστική αρχή των ΗΠΑ στον τομέα της Υγείας είναι ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration, FDA). Στην κανονική διαδικασία έγκρισης ενός φαρμακευτικού προϊόντος από τον κρατικό αυτό οργανισμό, υπάρχουν κάποια στάδια.

Το πρώτο είναι η υποβολή από την φαρμακευτική εταιρεία ενός σχεδίου της μελέτης που θα πραγματοποιηθεί. Κατόπιν, υπάρχουν τρεις φάσεις κλινικών δοκιμών. Αφού ολοκληρωθούν οι δοκιμές, η εταιρεία υποβάλλει αίτηση έγκρισης του προϊόντος αυτού στον FDA, καταθέτοντας τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Μεταξύ των δικαιολογητικών αυτών είναι τα αποτελέσματα της δικής της έρευνας πάνω στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του.



Κατόπιν ο FDA ελέγχει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του προϊόντος με βάση τη μελέτη που έχει καταθέσει η εταιρεία. Γι’ αυτό το λόγο, έχει συστήσει διάφορες συμβουλευτικές επιτροπές, οι οποίες – θεωρητικά πάντα- ελέγχουν τα στοιχεία της μελέτης της εταιρείας που αιτείται την έγκριση ενός φαρμάκου ή εμβολίου, και δίνουν την άποψη τους στον FDA σχετικά με την έγκριση ή όχι του φαρμακευτικού αυτού προϊόντος.



Αν το φάρμακο ή το εμβόλιο εγκριθεί από τον FDA, περνάμε στην τέταρτη και τελευταία φάση. Οι Αμερικανοί την αποκαλούν ευφημιστικώς «αξιολόγηση των κινδύνων μετά την κυκλοφορία του στην αγορά»

(“post–marketing risk assessment”). Ο Hammond εξηγεί τι σημαίνει αυτό στην πράξη:

“με άλλα λόγια, το φάρμακο περνάει στην αγορά και ο ρόλος του πειραματόζωου περνάει στον καταναλωτή”.



Η διαδικασία αυτή συνήθως διαρκεί δέκα μήνες. Το 1992 η κυβέρνηση των ΗΠΑ ψήφισε ένα νόμο (Prescription Drug User Fee Act) ο οποίος προβλέπει την επιτάχυνση της διαδικασίας κατά τέσσερις μήνες, εφόσον η φαρμακευτική εταιρεία πληρώσει ένα επιπλέον ποσό στον FDA.

Το 2019 ο FDA εισέπραξε 935,9 εκατομμύρια δολάρια για ταχείες διαδικασίες (fast track) έγκρισης φαρμακευτικών προϊόντων. Ο νόμος αυτός έχει αναπροσαρμοστεί πολλές φορές από το 1992, η ουσία του όμως δεν έχει αλλάξει από τότε.



Σύμφωνα με μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό “The BMJ” (Τhe British Medical Journal) το 2014, τα φάρμακα που εγκρίνονται με την ταχεία διαδικασία (fast track) έγκρισης “είχαν υψηλότερα ποσοστά αποσύρσεων και λήψης προειδοποιήσεων λόγω θεμάτων ασφάλειας”.

Όταν μιλάμε για ταχείες διαδικασίες έγκρισης φαρμάκων στις ΗΠΑ, εννοούμε περίπου δύο μήνες ταχύτερες από τις αντίστοιχες στην Ευρώπη. Αυτά τα θέματα ασφάλειας δεν φαίνεται να απασχολούν τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες των ΗΠΑ, οι οποίες, μέσω του πολύ ισχυρού τους lobby πιέζουν για ακόμα πιο σύντομες διαδικασίες έγκρισης των προϊόντων τους.



Τα έσοδα του FDA δεν περιορίζονται στα ποσά που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες για να πετύχουν fast track εγκρίσεις για κάποια προϊόντα τους. Μετά το 1992 – έτος στο οποίο ψηφίστηκε ο νόμος που επιτρέπει ταχείες διαδικασίες (fast track) έγκρισης φαρμακευτικών προϊόντων – η εξάρτηση του FDA από το αμερικανικό φαρμακευτικό κεφάλαιο αυξάνεται κατακόρυφα. Το 2015 το 71% των δαπανών του FDA (796 εκατομμύρια δολάρια) για έλεγχο προϊόντων προερχόταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Το 2017 το ποσοστό αυτό έφτασε στο 75% (905 εκατομμύρια δολάρια). Το αντίστοιχο ποσοστό το 1993 ήταν μόλις 27%.



Οι σχέσεις διαπλοκής μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και φαρμακοβιομηχανίας είναι τόσο εξόφθαλμες που ομολογούνται ακόμα και από τους εκπροσώπους των πιο συντηρητικών και συστημικών πανεπιστημίων. Ο Jerry Avorn, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Harvard, σχολίασε σχετικά: “Η παρθενιά χάθηκε το 92. Από τη στιγμή που έχεις αυτήν την σχέση εξάρτησης, δημιουργείται μία δυναμική που δεν είναι υγιής”.

Η “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης”

Στις ΗΠΑ τα «παραθυράκια» της νομοθεσίας μοιάζουν μάλλον με μεγάλα ορθάνοιχτα παράθυρα, έτσι ώστε να μη δυσκολεύονται όσοι μπορούν να τα χρησιμοποιούν. Έτσι λοιπόν, σε κάποιες έκτακτες περιπτώσεις, εάν χρειαστεί να επιταχυνθούν ακόμα περισσότερο οι διαδικασίες αδειοδότησης ενός φαρμακευτικού προϊόντος, αυτό μπορεί να γίνει με μία ειδική αδειοδότηση.

Αυτή ονομάζεται “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” (Emergency Use Authorization, EUA). Με αυτήν η εταιρεία έχει το δικαίωμα να κυκλοφορήσει στην αγορά το φαρμακευτικό προϊόν που την έχει λάβει, ως πειραματικό. Αυτή είναι η περίπτωση του εμβολίου των Pfizer-BioNTech, καθώς και των υπόλοιπων εμβολίων για την COVID-19. Πειραματική είναι, λοιπόν, η χρήση των εμβολίων στα οποία έχει δοθεί ή πρόκειται να δοθεί στις ΗΠΑ αυτή η άδεια ειδικού σκοπού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία.



Οι ειδικές αυτές περιπτώσεις για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί αυτή η άδεια πειραματικής χρήσης προβλέπονται από τον κανονισμό του Οργανισμού. Ο κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί τέσσερις φορές (στην ουσία έχει γίνει «λάστιχο») από το 2004 ως το 2017, προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτόνδιαφόρων ειδών εξαιρέσεις:

“Ο διοικητής του FDA μπορεί να επιτρέψει τη χρήση μη εγκεκριμένων ιατρικών προϊόντων ή να επιτρέψει μη εγκεκριμένες χρήσεις εγκεκριμένων ιατρικών προϊόντων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, για τη διάγνωση, τη θεραπεία ή την πρόληψη σοβαρών ή απειλητικών για τη ζωή ασθενειών ή καταστάσεων που προκαλούνται από χημικούς, βιολογικούς, ραδιολογικούς και πυρηνικούς παράγοντες απειλής (CBRN threat agents), όταν δεν υπάρχουν επαρκείς, εγκεκριμένες και διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις”.



Η “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” δεν συνιστά έγκριση. Όταν μία φαρμακευτική εταιρεία λάβει αυτήν την ειδική άδεια χρήσης ενός φαρμάκου ή εμβολίου, η ευθύνη της πιστοποίησης των κριτηρίων ποιότητας και ασφάλειας τόσο της διαδικασίας παραγωγής του όσο και του ίδιου του φαρμάκου ή του εμβολίου, περνάει από το κράτος στην εταιρεία παραγωγής του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια του.



Η “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” ενός φαρμάκου ή εμβολίου δεν σημαίνει ότι η χρήση του δεν ενέχει κινδύνους. Η ύπαρξη των κινδύνων αναγνωρίζεται και από τον ίδιο τον FDA. Σύμφωνα με τον κανονισμό του, πριν αυτή χορηγηθεί σε ένα φαρμακευτικό προϊόν, μπαίνουν σε μία ζυγαριά “τα γνωστά και δυνητικά οφέλη της χρήσης του” και “οι γνωστοί και δυνητικοί κίνδυνοι του”. Αν κριθεί από τον FDA ότι τα οφέλη υπερκαλύπτουν τους κινδύνους, χορηγείται η ειδική και προσωρινή αυτή αδειοδότηση στη φαρμακευτική εταιρεία που το παρασκεύασε και το εμπορεύεται.



Τα παραπάνω ισχύουν και για περίπτωση του εμβολίου κατά του COVID-19 των Pfizer-BioNTech, αλλά και των εμβολίων των υπολοίπων εταιρειών που έχουν αιτηθεί σχετικής άδειας χρήσης από το κράτος των ΗΠΑ. Ο FDA έχει συστήσει μία συμβουλευτική επιτροπή, προκειμένου αυτή να εκτιμήσει αν τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων από τη χρήση τους, και κατόπιν να γνωμοδοτήσει υπέρ ή κατά της χορήγησης “άδειας (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” σε αυτά.



Η επιτροπή αυτή αποτελείται από καθηγητές ιατρικών πανεπιστημιακών σχολών, ερευνητές και επιστήμονες, καθώς και από εκπροσώπους φαρμακευτικών εταιρειών και κρατικών φορέων.

Συγκεκριμένα, σε αυτήν υπάρχουν κάποια τακτικά μέλη, κάποια μη τακτικά, κάποια που είναι ομιλητές χωρίς δικαίωμα ψήφου και κάποια μέλη που είναι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του FDA και άλλων κρατικών υπηρεσιών και που συμμετέχουν ως ομιλητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Όλα τα μέλη της επιτροπής είναι διορισμένα από τον FDA. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες τους στα πλαίσια της λειτουργίας της επιτροπής ορίζονται από τον FDA. Τα μέλη της δεν είναι μόνιμα· ανά πάσα στιγμή ο FDA έχει το δικαίωμα της καθαίρεσης τους και της αντικατάστασης τους από άλλα, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει αυτήν του την απόφαση.



Υποτίθεται ότι για τους συμμετέχοντες στην επιτροπή δεν πρέπει να υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων. Η έννοια της σύγκρουσης συμφερόντων είναι πολύ σχετική για τον FDA. Τους ζητείται να μην έχουν κάποια οικονομική σχέση με τις εταιρείες που εμπλέκονται στην έρευνα ή στην παραγωγή του φαρμακευτικού προϊόντος που εξετάζεται από την επιτροπή. Και αυτό όμως είναι πολύ σχετικό και προσδιορίζεται με αόριστο τρόπο στον κανονισμό του FDA. Μπορεί κάποιοι να έχουν ή να είχαν κάποια τέτοια σχέση με κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά μπορεί για κάποιους λόγους οι δοσοληψίες τους να μην εμφανίζονται στα κρατικά αρχεία και στις επίσημες βάσεις δεδομένων.

Ένας λόγος που μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο είναι το γεγονός ότι κάποια μέλη των επιτροπών αυτών δεν είναι γιατροί, επομένως οι όποιες πληρωμές τους από τις φαρμακευτικές εταιρείες δεν εμφανίζονται στα αρχεία αυτά. Κάποιους άλλους λόγους μπορούμε να τους υποπτευτούμε. Όλα τα μέλη της επιτροπής υποχρεούνται να υποβάλλουν τα φορολογικά τους στοιχεία στον FDA. Ωστόσο, ο FDA δεν έχει υποχρέωση να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία αυτά. Μέχρι τώρα δεν το έχει πράξει ποτέ για κανένα μέλος καμίας επιτροπής.



Επίσης, το προαπαιτούμενο της μη ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί στην πράξη. Καθώς στις ΗΠΑ η έρευνα στο χώρο της Υγείας χρηματοδοτείται και κατευθύνεται από την φαρμακοβιομηχανία (Βig Pharma), οι περισσότεροι γιατροί και η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών και ερευνητών στο χώρο αυτό έχει κάποιου είδους οικονομικές σχέσεις με κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν άτομα για να πλαισιώσουν τις συμβουλευτικές επιτροπές του FDA, που να μην έχουν κάποιου είδους σύγκρουση συμφερόντων,



Η αμερικανική νομοθεσία “δίνει στον FDA και στις υπόλοιπες υπηρεσίες σημαντική ευελιξία και διακριτικότητα στο να αποφασίζουν αν ένα μέλος που έχει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων μπορεί να συμμετέχει στη συζήτηση ενός θέματος”.

Για παράδειγμα, αν ο FDA κρίνει (ή ισχυριστεί) ότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή κάποιων επιστημόνων που έχουν οικονομικές σχέσεις με φαρμακευτικές εταιρείες, μπορεί να παρακάμψει κατ’ εξαίρεση αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων και να τους δώσει το δικαίωμα να συμμετέχουν σε μία επιτροπή ή μόνο σε κάποια από τις συνεδριάσεις της. Θεωρητικά αυτή η εξαίρεση δικαιολογείται από τη νομοθεσία όταν

“το συμφέρον της κυβέρνησης από τη συμμετοχή του μέλους υπερτερεί της ανησυχίας (που μπορεί να προκύψει) ότι κάποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να αμφισβητήσει την ακεραιότητα των προγραμμάτων και των λειτουργιών του Οργανισμού”.



Αν πάλι ο FDA κρίνει ότι δεν προκύπτει κάποιο θέμα λόγω των οικονομικών συμφερόντων ή και των οικονομικών σχέσεων κάποιου υποψήφιου μέλους μιας επιτροπής με κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες, έχει το δικαίωμα να εγκρίνει τη συμμετοχή του σε αυτήν, χωρίς να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτή του την απόφαση.

Όπως σχολίασε εύστοχα το παρατηρητήριο “Project On Government Oversight, POGO” (Πρόγραμμα Κυβερνητικής Εποπτείας), σε αυτήν την περίπτωση “το κοινό δε θα μάθει τίποτα και θα μείνει στο σκοτάδι”.



Επίσης, ο FDA έχει το δικαίωμα να αντικαθιστά κάποια μέλη της επιτροπής με άλλα, όποτε το κρίνει σκόπιμο. Δεν είναι υποχρεωμένος να δημοσιοποιεί την αιτιολόγηση που τον οδήγησαν σε αυτές τις αντικαταστάσεις. Με άλλα λόγια κάνει ό,τι γουστάρει και λογαριασμό δε δίνει. Αυτό έγινε, για παράδειγμα, στην συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία η επιτροπή έδωσε θετική ψήφο στην “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer. Ο FDA διόρισε δέκα νέα μέλη με δικαίωμα ψήφου, τα οποία δεν είχαν πάρει μέρος στην προηγούμενη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020.



Με αντίστοιχο τρόπο λειτουργεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Κατά τα πρότυπα του FDA, σε μία σειρά περιπτώσεων «υγειονομικής έκτακτης ανάγκης», έχει το δικαίωμα να δώσει “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” σε μη εγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, τα οποία διανέμει σε όλες τις χώρες του κόσμου μέσω της UNICEF.

Επίσης, με ανάλογο τρόπο λειτουργούν οι αντίστοιχες ρυθμιστικές αρχές στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μάλιστα, μερικές από αυτές έχουν αντιγράψει κατά γράμμα την αμερικανική νομοθεσία και ακολουθούν πιστά το παράδειγμα λειτουργίας του FDA.



Για όλους τους παραπάνω λόγους, αποφύγαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο “ανεξάρτητη” που χρησιμοποιείται από τον FDA και από τα διεθνή μέσα μαζικής προπαγάνδας γι’ αυτές τις συμβουλευτικές επιτροπές.



Σημειώνουμε ότι αυτές οι επιτροπές έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα. Οι αποφάσεις και οι γνωμοδοτήσεις τους δεν είναι δεσμευτικές για τον FDA, όμως σχεδόν πάντα ακολουθούνται από τον Οργανισμό. Οι συνεδριάσεις κάποιων επιτροπών μεταδίδονται ζωντανά από διάφορα μέσα.

Γενικά, τα τελευταία χρόνια διαφημίζονται πολύ στις ΗΠΑ (ειδικά αυτές που ασχολήθηκαν με τα mRNA εμβόλια) και προβάλλονται ως άλλοθι της δήθεν δημόσιας, διαφανούς και δημοκρατικής λειτουργίας του φαρμακευτικού κυκλώματος. Όσο αφορά στη σύνθεση των επιτροπών αυτών, η μαζική προπαγάνδα στις ΗΠΑ έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτήν, επιχειρώντας να τα παρουσιάσει ως “ανεξάρτητους” και «καταξιωμένους» επιστήμονες.



Η συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, στην οποία τα μέλη της ψήφισαν υπέρ της χορήγησης προσωρινής “άδειας χρήσης έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2020. Πριν από αυτήν έγινε μία προκαταρκτική συνεδρίαση στις 22 Οκτωβρίου 2020. Ένα γενικό πλαίσιο των πεπραγμένων τους δίνουμε αμέσως πιο κάτω.

Η προκαταρκτική συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020

Η συνεδρίαση αυτή έγινε σε μία συγκυρία στην οποία η κυβέρνηση του Trump πίεζε τον FDA για να εγκρίνει τα εμβόλια κατά της COVID-19 πριν από τις εκλογές στις HΠΑ. Σε αντίθεση με άλλες συνεδριάσεις που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, ο FDA διαφήμισε έντονα και με διάφορους τρόπους τη συγκεκριμένη, προβάλλοντας τη ως ανεξάρτητη και εξαίροντας το επιστημονικό κύρος των συμμετεχόντων σε αυτήν. Αυτό οφείλεται στην προσπάθεια του να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ της αμερικανικής κοινωνίας και των «μεταλλαγμένων» εμβολίων. Μάλιστα, μερικές μέρες πριν από την συνεδρίαση, εξέδωσε ένα έκτακτο ανακοινωθέν, προπαγανδίζοντας τις θέσεις του για το ρόλο των συμβουλευτικών επιτροπών.

Ο Peter Marks, διευθυντής του Κέντρου Βιολογικής Αξιολόγησης και Έρευνας (CBER)του FDA εξειδίκευσε την κρατική προπαγάνδα, προαναγγέλλοντας την συγκεκριμένη συνεδρίαση σε ένα άρθρο του στην ιστοσελίδα του Οργανισμού και σε μία συνέντευξη του που δημοσιεύτηκε σε κείμενο και σε βίντεο στην ίδια ιστοσελίδα.



Στη συνέντευξη αυτή είπε ότι τόσο εκείνη η συνεδρίαση, όσο και η επόμενη, ακόμα πιο σημαντική, της 10ης Δεκεμβρίου θα μεταδίδονταν ζωντανά (βίντεο) και εξέφρασε την ελπίδα του ότι “αυτό θα αυξήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια”.

Επίσης, για τα μέλη της επιτροπής, αισθάνθηκε την ανάγκη να τονίσει δύο φορές ότι είναι ανεξάρτητα και ότι δεν έχουν σύγκρουση συμφερόντων. Την πρώτη φορά είπε ότι “δεν έχουν κανενός είδους σύγκρουση συμφερόντων σε κανένα από τα θέματα που θα συζητούνταν”. Τη δεύτερη είπε ότι “όλοι τους έχουν ελεγχθεί για σύγκρουση συμφερόντων και είναι ανεξάρτητοι από τις εταιρείες που εμπλέκονται στη δημιουργία αυτών των εμβολίων”.



Στη συνεδρίαση αυτή απουσίασαν 7 από τα 18 μέλη της επιτροπής.

Μεταξύ αυτών και η μέχρι τότε πρόεδρος Hana El Sahly λόγω της συνεργασίας της με την Moderna στην παρασκευή του γνωστού εμβολίου της εταιρείας. Ο FDA έδωσε την προεδρία στον 87χρονο Arnold Monto, «παλιά καραβάνα» στο χώρο της διαπλοκής, για να ελέγξει τη ροή της «συζήτησης» και για να αποφύγει πιθανά απρόοπτα. Η Sahly διατήρησε στα χαρτιά τον τίτλο της προέδρου, αλλά τα καθήκοντα της από τότε ασκεί ο Monto, φέροντας τον τίτλο του αναπληρωτή προέδρου.



Σε δύο μη τακτικά μέλη, τον James Hildreth και στη Jeannette Lee δόθηκε ειδική άδεια συμμετοχής, παρότι είχαν καταφανέστατη σύγκρουση συμφερόντων. Ο FDA έκρινε ότι

“η συμμετοχή τους είναι πιο σημαντική από κάποια δυνητική σύγκρουση συμφερόντων λόγω οικονομικών αιτιών. Η υπογράμμιση στη λέξη δυνητική είναι δική μας.



Σε αυτήν την συνεδρίαση συμμετείχαν ως ομιλητές χωρίς δικαίωμα ψήφου δεκαέξι ανώτερα στελέχη διαφόρων τμημάτων του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ (μεταξύ των οποίων οχτώ επιστήμονες και τρεις διοικητικοί υπάλληλοι του FDA) και δύο ανώτεροι υπάλληλοι του Ιδρύματος (του Κογκρέσου) Reagan-Udall για τον FDA. Επίσης, εκ μέρους της φαρμακοβιομηχανίας συμμετείχε χωρίς δικαίωμα ψήφου η Paula Annunziato, αντιπρόεδρος του τμήματος εμβολίων της Merck, της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής εμβολίων στον κόσμο. Η Merck αρχικά συμμετείχε στην παρασκευή εμβολίων κατά της COVID-19. Στις 25 Ιανουαρίου 2021 ανακοίνωσε ότι σταματά τις έρευνες, επειδή οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι το εμβόλιο είχε χαμηλά επίπεδα ασφάλειας. Σημειώνουμε ότι η Merck είχε υιοθετήσει την «παραδοσιακή» προσέγγιση των εμβολίων με χρήση αποδυναμωμένων ιών.



Στις 18 Οκτωβρίου 2020, τρεις μέρες πριν από την συνεδρίαση, ο γνωστός πια Anthony Fauci είχε δηλώσει γι’ αυτήν την επιτροπή: “αποτελείται από ανεξάρτητους ανθρώπους, τους οποίους εμπιστεύομαι”…



Ο προεδρεύων Arnold Monto και η διευθύντρια του Τμήματος Εμβολίων του FDA Marion Gruber επίσπευσαν σε υπερβολικό βαθμό τη «συζήτηση». Έτσι, αρκετά από τα θέματα που τέθηκαν από μερικούς ομιλητές σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, καθώς και με την ανεπάρκεια και τη μονομέρεια των πειραματικών δεδομένων των κλινικών δοκιμών, δεν συζητήθηκαν καθόλου ή θίχτηκαν επιφανειακά.

Κάποια μέλη της επιτροπής αυτής αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο η Pfizer εκτίμησε ότι οι κλινικές δοκιμές είχαν πετύχει τους στόχους τους. Υποστήριξαν ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε σε αυτές δεν ήταν ορθή, καθώς τα αποτελέσματα τους είχαν εστιάσει στη μείωση του αριθμού των ασθενών με ήπια συμπτώματα, ενώ δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχη μείωση στους ασθενείς με βαριά συμπτώματα. Έτσι, το εμβόλιο κρίθηκε από την εταιρεία ως αποτελεσματικό με βάση αυτά τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι εκπρόσωποι του FDA παραδέχτηκαν ότι αυτό συνέβη και απάντησαν ότι η εστίαση στις πιο σοβαρές περιπτώσεις θα απαιτούσε κλινικές δοκιμές με έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, πράγμα που θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο.



Κάποια μέλη έκριναν κάποια από τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών ως προβληματικά, επειδή ήταν βασισμένα σε υποκειμενικές εντυπώσεις των ασθενών που συμμετείχαν σε αυτές και όχι σε μετρήσιμα δεδομένα. Τέλος, από κάποιους ομιλητές τέθηκε το θέμα της εξαίρεσης των παιδιών κάτω των 18 ετών από τον εμβολιασμό, λόγω των πιθανών κινδύνων που μπορεί να ενέχει η χορήγηση του εμβολίου σε άτομα που ανήκουν σε αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες και λόγω του γεγονότος ότι σε γενικές γραμμές τα παιδιά πλήττονται πολύ λίγο ως καθόλου από την COVID-19.



Στο τέλος της συνεδρίασης η Gruber έκανε μια σύνοψη των λεχθέντων σε αυτήν. Παρέλειψε όμως να συμπεριλάβει σε αυτήν τα σχόλια που έγιναν από κάποιους παρατηρητές, σχετικά με τα θέματα που αναφέραμε αμέσως πιο πάνω. Μερικοί από αυτούς εργάζονται για πολλά χρόνια στον χώρο της Υγείας και οι παρατηρήσεις τους ήταν πιο άμεσες και αιχμηρές από εκείνες των μελών της επιτροπής με δικαίωμα ψήφου.



Όταν ρωτήθηκε για τις μειονοτικές και άλλες πληθυσμιακές ομάδες που εκπροσωπήθηκαν από καθόλου ως ανεπαρκώς στις κλινικές δοκιμές, απάντησε: “μπορούμε να το προωθήσουμε στα νέα εμβόλια που όπως ξέρετε υπάρχουν τέτοια που αρχίζουν τώρα να κάνουν κλινικές δοκιμές. Αυτό ίσως είναι λίγο δύσκολο να γίνει γι’ αυτά που βρίσκονται ήδη στην φάση 3”…



Περισσότερες πληροφορίες για το τι ειπώθηκε στη συνεδρίαση αυτή από τους ομιλητές και για το πόσο “ανεξάρτητοι άνθρωποι” είναι αυτοί, μπορείτε να διαβάσετε στο δεύτερο μέρος του άρθρου με τίτλο “Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Β: Τα πρόσωπα”.

Η συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 υπήρξαν αρκετές αλλαγές στη σύνθεση της επιτροπής. Σε σχέση με τη σύνθεση της συνεδρίασης της 22ης Οκτωβρίου 2020, ο FDA αφαίρεσε από τη λίστα των συμμετεχόντων ένα τακτικό μέλος και πέντε μη τακτικά μέλη, και κάλεσε δέκα νέα μη τακτικά μέλη με δικαίωμα ψήφου. Φυσικά ο FDA ποτέ δεν αιτιολόγησε αυτή του την απόφαση να αλλάξει ριζικά τη σύνθεση της επιτροπής, ούτε κάποιος επίσημος κρατικός φορέας του ζήτησε να λογοδοτήσει γι’ αυτήν. Άλλωστε το καταστατικό του είναι τόσο ευέλικτο που του δίνει το δικαίωμα να κάνει στην κυριολεξία ό,τι γουστάρει. Σημειώνουμε, επίσης, ότι τα μέσα μαζικής προπαγάνδας των ΗΠΑ δεν σχολίασαν αυτές τις αλλαγές στη σύνθεση της επιτροπής.



Το παρατηρητήριο “Project On Government Oversight, POGO” (Πρόγραμμα Κυβερνητικής Εποπτείας) θεωρεί ότι τα μέλη της επιτροπής που αντικαταστάθηκαν από τον FDA ήταν αυτά που στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 είχαν εκφράσει κάποιες ανησυχίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Μία αρκετά περιεκτική αποτύπωση των πεπραγμένων σε αυτήν την συνεδρίαση δημοσίευσε το POGO στην ιστοσελίδα του, με τίτλο “Hearing Without Listening”. Στα ελληνικά, ένα ανάλογο άρθρο – βασισμένο σε αυτό του POGO – δημοσίευσε ο Κλεάνθης Γρίβας στην ιστοσελίδα του.



Στην συνεδρίαση-τηλεδιάσκεψη συμμετείχαν 22 μέλη με δικαίωμα ψήφου, από τα οποία τα 9 ήταν τακτικά. Χωρίς δικαίωμα ψήφου, συμμετείχαν ως ομιλητές 12 εκπρόσωποι του FDA, 3 του CDC, 3 της Pfizer και ένας του Πανεπιστημίου του Stanford.



Το θεωρητικό ερώτημα που τέθηκε από τον FDA στα μέλη της επιτροπής, και στο οποίο θα έπρεπε αυτά να τοποθετηθούν ψηφίζοντας «ναι» ή «όχι», ήταν εάν με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οφέλη του εμβολίου είναι περισσότερα από τους κινδύνους από τη χρήση του, για παιδιά και ενήλικους άνω των 16 ετών.



Κατά τη γνώμη μας, ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» και δεν θα έπρεπε να τίθεται καθόλου με αυτόν τον τρόπο. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να γίνει η εκτίμηση της σημασίας των οφελών ενός φαρμάκου;

Σε ποια ζυγαριά θα μπορούσε να εκτιμηθεί αν αυτά ζυγίζουν περισσότερο από τους κινδύνους που έχει η χρήση του, όταν μιλάμε για ανθρώπινες ζωές;

Με τη λογική του FDA, αν δεχτούμε ότι ένα φαρμακευτικό προϊόν έχει, για παράδειγμα, έξι σημαντικά οφέλη και πέντε σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή, τότε αυτό θα πρέπει να εγκριθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία λόγω αυτών των κινδύνων. Η επικίνδυνη «μπακαλίστικη» αριθμητική του FDA οδηγεί σε σκοτεινές ατραπούς, ειδικά όταν πρόκειται για την δημόσια υγεία και ειδικά όταν μιλάμε για ένα πειραματικό εμβόλιο. Στην περίπτωση αυτή, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε πειραματόζωα και οι απώλειες ζωών ονομάζονται παράπλευρες απώλειες.



Ακόμα, όμως, κι αυτό το ερώτημα, ήταν αδύνατον να απαντηθεί με ουσιαστικό τρόπο, αφού οι διαδικασίες παρασκευής του εμβολίου της Pfizer (και γενικώς όλων των εμβολίων κατά της COVID-19) ήταν εξαιρετικά βιαστικές. Ουσιαστικός επιστημονικός διάλογος δεν έγινε ποτέ.

Δεν θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε, αφού όλα τα μέλη της επιτροπής είχαν επιλεγεί από τον FDA. Δεν υπήρχαν πραγματικά ανεξάρτητοι επιστήμονες ανάμεσα τους. Όλοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των εμβολίων, με ισχυρούς δεσμούς με την φαρμακοβιομηχανία. Στο πάνελ δεν υπήρχε ούτε ένας επιστήμονας – έστω και «για τα μάτια του κόσμου»- που να ήταν εναντίον των εμβολίων. Έπρεπε να δοθεί προς τα έξω η εικόνα μιας συμπαγούς, ομοιογενούς επιστημονικής «κοινότητας» που έχει μεν την ίδια άποψη, αλλά μπορεί μεταξύ της να έχει κάποιες μικρές διαφωνίες, πάντα για δευτερεύοντα θέματα.

Τα «μάτια του κόσμου» δεν έπρεπε να δουν τίποτα διαφορετικό από την εικόνα που επιχείρησε να περάσει προς τα έξω το ιατρικό ιερατείο της υπερδύναμης. Και τα αυτιά του κόσμου έπρεπε να ακούσουν το «αντικειμενικό» συμπέρασμα της «ουδέτερης» επιστήμης (στον ενικό) από τα στόματα των «έγκριτων» και «καταξιωμένων» επιστημόνων.



Και στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου κάποια από τα μέλη της επιτροπής εξέφρασαν επιφυλάξεις ή και διαφωνίες για την πειραματική έγκριση του εμβολίου για τις ηλικίες 16-17 ετών. Επίσης, επισήμαναν ότι οι κλινικές δοκιμές εστίασαν στην αντιμετώπιση των ήπιων συμπτωμάτων της νόσου και ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να αποδείκνυαν την αποτελεσματικότητα του εμβολίου για τους νοσούντες με σοβαρά συμπτώματα. Επίσης, κάποιες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι έγκυες και οι διαμένοντες σε γηροκομεία, δεν αντιπροσωπεύτηκαν στις κλινικές δοκιμές.

Τα μέλη της επιτροπής δεν είχαν το χρόνο να συζητήσουν αυτά τα σοβαρά ζητήματα. Δεν είχαν το δικαίωμα να διαμορφώσουν και θέσουν προς συζήτηση ή προς ψηφοφορία κάποια τροποποιητική πρόταση. Ήταν υποχρεωμένοι να ψηφίσουν υπέρ ή κατά του ερωτήματος που είχε τεθεί εξαρχής. Το πλαίσιο ήταν διαμορφωμένο εκ των προτέρων «από τα πάνω»: από τον FDA και τα αφεντικά του, δηλαδή την αμερικανική φαρμακοβιομηχανία.



Όλοι γνώριζαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας εκ των προτέρων. Μία μέρα πριν από τη συνεδρίαση, στις 9 Δεκεμβρίου 2020, ο πρόεδρος της επιτροπής Arnold Monto το προέβλεψε, δηλώνοντας ότι “η πιθανότητα της έγκρισης είναι υψηλή”. Στο άρθρο που αναδημοσιεύτηκε σε αρκετά αμερικανικά media, στα πλαίσια της “αντικειμενικής και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας”, εκτός από αυτή τη δήλωση του Monto φιλοξενείται μία δήλωση του Paul Offit, του πιο σκληροπυρηνικού υπέρμαχου της Big Pharma ανάμεσα στους επιστήμονες των ΗΠΑ, και άλλη μία του Aaron Kesselheim, καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Harvard, για την τήρηση “ενός συντηρητικού πρωτοκόλλου, παρά την επιθυμία να βγει ένα εμβόλιο γρήγορα”. Στα ίδια πλαίσια, στο άρθρο επαναλαμβάνεται από τον συντάκτη του η πρόβλεψη του Monto: “αναμένεται μία θετική πρόταση από το πάνελ”, διαμορφώνοντας κλίμα υπέρ του εμβολίου.



Οι διαδικασίες της συνεδρίασης ήταν εξωφρενικές ως γελοίες (βίντεο). Ο προεδρεύων Arnold Monto επίσπευσε και χειραγώγησε τη «συζήτηση» με διάφορους τρόπους. Διέκοπτε συνεχώς τα μέλη όταν αυτά είχαν το λόγο, κατεύθυνε τη «συζήτηση» εκεί που ήθελε αυτός, όποιο θέμα που τίθετο και δεν ήταν της αρεσκείας του ανέβαλλε τη συζήτηση του… μετά τη συνεδρίαση, δέχθηκε να υποβληθούν από τα μέλη προς τους υπεύθυνους του FDA μόνο εκείνες οι ερωτήσεις που αυτός έκρινε σκόπιμο ότι άξιζε τον κόπο να απαντηθούν, έκανε διαρκώς εκκλήσεις για συντόμευση, περιόρισε τον ήδη περιορισμένο από τον FDA χρόνο «συζήτησης» (από την ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης προκύπτει ότι ο συνολικός καθαρός χρόνος που αντιστοιχούσε στα 22 μέλη της επιτροπής ήταν 125 λεπτά για να θέσουν ερωτήματα) και δεν επέτρεψε στα μέλη να αιτιολογήσουν την ψήφο τους, όπως είχε δεσμευτεί προφορικά ότι θα κάνει κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Σημειώνουμε ότι στο λιγοστό χρόνο που τους αντιστοιχούσε, τα μέλη της επιτροπής είχαν το δικαίωμα να θέσουν ερωτήματα προς τους εκπροσώπους του FDA και της Pfizer. Στα πλαίσια των ερωτημάτων και με την πίεση του χρόνου, οι τοποθετήσεις τους θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά σύντομες.



Είναι φανερό ότι η όλη διαδικασία των συνεδριάσεων αυτών των συμβουλευτικών επιτροπών είναι εντελώς προσχηματική. Είναι το άλλοθι του FDA και των αφεντικών του για την χορήγηση “άδειας έκτακτης ανάγκης” με κάποιες φαινομενικά νομότυπες διαδικασίες που είναι υποχρεωτικές από το νομικό καθεστώς των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, έπρεπε να παιχτεί όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου για να τηρηθεί ο νόμος και να δοθεί προς τα έξω η εντύπωση ότι είχε γίνει μία διεξοδική συζήτηση μεταξύ επιστημόνων-ειδικών στο θέμα.



Ήταν τόσο εξόφθαλμες οι παρατυπίες στη συνεδρίαση, που είναι αμφίβολο αν επιτεύχθηκε ο σκοπός του FDA: να δοθεί προς τα έξω η εικόνα μιας άρτιας διαδικασίας. H Kim Witczak, εκπρόσωπος των καταναλωτών σε μία άλλη επιτροπή του FDA, δήλωσε στο POGO ότι η βιαστική διαδικασία “ήταν ένα σόου για το κοινό, με αλογάκια και σκυλάκια… ”. Απαντώντας σε ένα email της ίδιας ιστοσελίδας, ο Peter Doshi, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Maryland και συνεργάτης του επιστημονικού περιοδικού “Τhe BMJ” (Τhe British Medical Journal), δήλωσε σχετικά: “Νομίζω ότι κανείς δεν πρέπει να βιάζει μία τέτοια διαδικασία. Αν η συνεδρίαση απαιτούσε επιπλέον χρόνο συζήτησης, ο χρόνος της θα έπρεπε να είχε παραταθεί”.



Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν 17 θετικές ψήφοι, 4 αρνητικές και 1 αποχή. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αρνητικές ψήφοι τεσσάρων μελών και η αποχή ενός – όπως δήλωσαν μετά την ψηφοφορία τα ίδια τα μέλη που ψήφισαν αρνητικά – δεν οφείλονταν στην εναντίωση τους στο να δοθεί πειραματική “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer, αλλά στο γεγονός ότι τόσο στις κλινικές δοκιμές όσο και στην άδεια αυτή συμπεριλήφθηκε η ηλικιακή ομάδα των 16-17 ετών. Η επιπλέον αιτιολόγηση που έδωσε ένα μέλος για την αρνητική του ψήφο ήταν ότι η έρευνα της Pfizer κράτησε πολύ λίγο χρόνο και ότι αν οι κλινικές δοκιμές συνεχίζονταν, θα έδιναν περισσότερα στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του.



Συνεχίζεται στο: Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Β’ : Τα πρόσωπα.

πηγή

Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Α΄: Οι διαδικασίες

Αλήθεια http://oimaskespeftoun.blogspot.com/2021/03/pfizer.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου