Περί «Λοβιτούρας» και χρηματισμού
chronontoulapo
Στα πρώτα χρόνια ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή και την άφιξη 1.230.000 προσφύγων επικρατούσε στη χώρα πολιτική αστάθεια. Γι’ αυτό πολλοί τόνιζαν ότι ήταν αναγκαία η επάνοδος στο πολιτικό προσκήνιο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησαν οι εκδότες δυο εφημερίδων: ο Δημήτριος Λαμπράκης του «Ελεύθερου Βήματος» και ο Σπυρίδων Σίμος της «Πατρίδος».
Πράγματι ο Ε. Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 και σχημάτισε κυβέρνηση. Ένα άμεσο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η έλλειψη χρημάτων για την ολοκλήρωση των έργων, τα οποία είχε αναλάβει η αμερικανική εταιρεία Φαουντέσιον (αποξήρανση των λιμνών Αρτζάν και Αμάτοβου στο Κιλκίς, διευθέτηση του ρου του Γαλλικού, του Αξιού και του Αλιάκμονα ποταμού και αποστράγγιση των ελών των Γιαννιτσών), για την υλοποίηση των σχεδιαζόμενων αποξηραντικών έργων στην περιοχή του Στρυμόνα καθώς και για έργα οδοποιίας. Συζητήθηκε, λοιπόν, από τα μέλη της κυβέρνησης η σύναψη ενός «παραγωγικού» – όπως ονομάστηκε – δανείου ύψους 75 εκατομμυρίων δολαρίων από χρηματιστικούς κύκλους του εξωτερικού. Τότε άρχισε ένας σκληρός αγώνας ανάμεσα στις δυο βενιζελικές εφημερίδες. Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» του Δ. Λαμπράκη υποστήριζε ότι ήταν συμφέρων για τη χώρα ο δανεισμός από τον αγγλικό τραπεζικό οίκο του Χάμπρο. Αντίθετα η «ΠΑΤΡΙΣ» του Σ. Σίμου υποδείκνυε στον πρωθυπουργό να δανειστεί από την αμερικανική χρηματαγορά και συγκεκριμένα από την τράπεζα του Σέλιγκμαν.
Ο Σ. Σίμος, ο οποίος εμφανιζόταν ως προστάτης των λαϊκών τάξεων – άσχετα από το ότι τις πολεμούσε με τη γραφίδα του κάθε φορά που τολμούσαν να απεργήσουν – είχε ένα ελάττωμα. Έγραφε πολύ, ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να τον βλάψουν μελλοντικά. Είχε στείλει ορισμένες επιστολές σ’ ένα φίλο του ονόματι Φώκο, επιχειρηματία στη Βουδαπέστη, στις οποίες του αποκάλυπτε ότι η πολεμική που ασκούσε στο τραπεζικό συγκρότημα του Χάμπρο και η στήριξη που παρείχε στην τράπεζα του Σέλιγκμαν οφειλόταν στο γεγονός ότι έπαιρνε από την τελευταία ως προμήθεια («κομισιόνα» την αποκαλούσε σ’ ένα γράμμα του) 15% με 20% από τα δάνεια που σύναπτε μ’ αυτή το ελληνικό Δημόσιο. Ακόμη του αποκάλυπτε και ονόματα υπουργών και υψηλόβαθμων υπαλλήλων του υπουργείου Συγκοινωνιών, τους οποίους είχε δωροδοκήσει, για να προτιμούν το δανεισμό του Δημοσίου από την αμερικανική τράπεζα.
Οι επιστολές αυτές, άγνωστο πώς, έπεσαν στα χέρια του Δ. Λαμπράκη, ο οποίος άρχισε να τις δημοσιεύει στην εφημερίδα του στις αρχές Νοεμβρίου 1928. Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» έγραφε (φύλλο της 6ης Νοεμβρίου 1928): «Αυτός ήτο ο λόγος (η εκμίσθωσις της γραφίδος του εις συμφέροντα καθαρώς εμπορικά και χρηματιστικά) διά τον οποίον τόσον καιρόν επετίθετο ο κ. Σίμος εναντίον των εντιμοτέρων μορφών της πολιτικής κοινωνίας μας και εμάχετο εναντίον τόσων και τόσων εταιρειών. Εζήτησε να εξουδετερώση τας πρώτας διά να ανοίξη εύκολον τον δρόμον εις τας ιδιαιτέρας επιχειρήσεις του».
Δυο μέρες αργότερα η «ΠΑΤΡΙΣ» (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1928) απάντησε στις κατηγορίες κατά του εκδότη της με τρόπο που ουσιαστικά τις επιβεβαίωνε: «Εις τας βδελυράς μηχανορραφίας του (= του «Ελεύθερου Βήματος») δεν καταδεχόμεθα βεβαίως ν’ απαντήσωμεν, διότι δεν θα κατέλθωμεν ποτέ εις το επίπεδον, εις το οποίον είναι συνηθισμένοι να ζουν και ν’ αναπνέουν υποκείμενα ουτιδανά (= τιποτένια), ως εκείνα που το αποτελούν».
Πιο «εντυπωσιακό» ήταν το δημοσίευμα της «Πατρίδος» της 11ης Νοεμβρίου 1928, το οποίο αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, έμμεση κατηγορία κατά του εκδότη του «Ελεύθερου Βήματος» Δημητρίου Λαμπράκη: «Άθλιοι, λοιπόν, και αξιόμεμπτοι οι γράφοντες επιστολάς. Ενώ υπάρχουν εις τον κόσμον αυτόν άνθρωποι πρακτικοί και σώφρονες που διεξάγουν τας συνεννοήσεις των προφορικώς, εν κρυπτώ και παραβύστω, εν ανάγκη δε και με το τηλέφωνον. Τι μπορεί να τους πη κανείς;»
Η αποκάλυψη του σκανδάλου προκάλεσε τριγμούς στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ». Ο διευθυντής της Βουτσινάς (ο Σ. Σίμος ήταν πλέον μόνον εκδότης της) υπέβαλε την παραίτησή του. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος καυτηρίαζε τη φαυλότητα της βενιζελικής παράταξης. Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ στο κύριο άρθρο του(φύλλο της 9ης Νοεμβρίου 1928) με τίτλο « Lovitura» έδειχνε το ποιόν των εκδοτών των αστικών εφημερίδων. Μεταξύ άλλων έγραφε: «Ο Ηπειρώτης αρτοποιός – δημοσιογράφος, ο άνθρωπος των λεφτών και του κέρδους, ο τυχοδιώκτης επιχειρηματίας ανά το Βουκουρέστι και τη Βουδαπέστη, ο Σπύρος Σίμος, αποκαλύπτεται από έναν εξ ίσου μ’ αυτόν τυχοδιώχτη επιχειρηματία, εξ ίσου μ’ αυτόν καταχθόνιο πολιτικό παράγοντα [.], τον κ. Λαμπράκη του «Βήματος». Ο αγωνιστής της αναδημιουργίας της Ελλάδος, ο πρόσκοπος της σωτηρίας της Ελλάδος από τους ξένους, ο τίμιος υπερασπιστής των λαϊκών συμφερόντων(= ειρωνικά σχόλια), ο κ. Σπύρος Σίμος της «Πατρίδος», πληρωμένος πράχτορας του Μπλαίαρ και του Σέλιγκμαν, πράχτορας του «Συγκροτήματος» των αμερικανικών Τραπεζών, αγορασμένος με ποσοστά, με 15% και με 20% επί των επιχειρήσεων που θα κατόρθωνε να εξασφαλίση από το κράτος υπέρ του «Συγκροτήματος». Πίσω από την ηχηρή αρθρογραφία υπέρ του «Λαού», πίσω από τον αλλόφρονα αγώνα κατά του Χάμπρο η λοβιτούρα! [.]».
Η διαμάχη των εκδοτών των δυο πρωινών βενιζελικών εφημερίδων θορύβησε τον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος συναντήθηκε κατ’ επανάληψη με τον Δ. Λαμπράκη και τον έπεισε να σταματήσει τις αποκαλύψεις κατά του Σπύρου Σίμου, δεσμευόμενος ο πρωθυπουργός ότι θα αποδοκίμαζε σιωπηρά τον εκδότη της «Πατρίδος». Σχετική με τη διαμορφωθείσα νέα κατάσταση στο βενιζελικό κόμμα ήταν και η δήλωση που δημοσίευσε η «ΠΑΤΡΙΣ» τη 10ηΝοεμβρίου ότι «εφεξής θα εκδίδεται ανεξάρτητος προς παν κόμμα και προς οιονδήποτε πρόσωπον» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 11ης Νοεμβρίου 1928).
Όσον αφορά το λεγόμενο «παραγωγικό» δάνειο, η κυβέρνηση ακολούθησε τη Σολομώντεια λύση, για να ικανοποιήσει και τους δύο εκδότες. Αποφάσισε να συναφθούν δυο δάνεια. Το ένα θα το χορηγούσε ο τραπεζικός οίκος του Χάμπρο και το δεύτερο ο οίκος του Σέλιγκμαν (εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1928 και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 1928). Γι’ αυτό και ο Σ. Σίμος δεν υλοποίησε την απειλή του για ανεξαρτητοποίηση της εφημερίδας του, αλλά ως το 1935 (τότε πέθανε) στήριξε με πάθος τη βενιζελική παράταξη.
Έτσι εμφιλοχώρησε στο ελληνικό λεξιλόγιο η ρουμάνικη λέξη «lovitura». Έγραφε ένας αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 9ηςΝοεμβρίου 1928: «ΛΟΒΙΤΟΥΡΑ είναι η νέα λέξις, η οποία ανεπήδησε από τον βόρβορον ενός εξοντωτικού αγώνος μεταξύ δύο οικονομικών οργανισμών. Τι θα πη λοβιτούρα; Και τι δεν θα πη. Είναι συνώνυμος των ελληνικών(;) λέξεων ματσαράγκα, [.], μπάζα και τα συναφή , τα απορρέοντα από βρομοδουλειές και σκοτεινές υποθέσεις». Με τον καιρό η ξένη λέξη εντάχθηκε στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας μας (η λοβιτούρα, της λοβιτούρας και συνήθως στον πληθυντικό οι λοβιτούρες, μια και είναι τόσες πολλές), έγινε τίτλος εβδομαδιαίας σατιρικής εφημερίδας (ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 8ης Μαΐου 1930), τίτλος επιθεώρησης που παιζόταν στο θέατρο ΕΝΤΕΝ του Θησείου (ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 10ης Σεπτεμβρίου 1930) και τίτλος ευθυμογραφημάτων που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 4ης Ιουνίου 1929 «Ο ΦΟΝ ΛΟΒΙΤΟΥΡΑΣ»). Όσο για τον υπέρογκο δανεισμό της χώρας κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, για να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες μίζες ορισμένα εκδοτικά συγκροτήματα (όπως λ.χ. η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ») φίλα προσκείμενα στην τότε κυβέρνηση, αυτός οδήγησε στη χρεοκοπία του 1932.
ΟΙ ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ!Απρίλη του 41 ,οι Βούλγαροι, σύμμαχοι των Γερμανών, έθεσαν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Επιδίδονται αμέσως σε εναν ανελέητο διωγμό τού ντόπιου πληθυσμού και μια προσπάθεια αφελληνισμού,αλλά συγχρόνως και σε μια πρωτοφανή λεηλασία των πολιτιστικών μνημείων!Για τις φθορές που προκάλεσαν στους ελληνικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς οι βόρειοι γείτονές μας δεν πλήρωσαν τίποτε. Εκμεταλλευόμενοι τόσο την απραξία των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων όσο και το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικράτησε μετά το 1947 αρνήθηκαν να καταβάλουν πολεμικές αποζημιώσεις. Και να σκεφθεί κανείς ότι το αίτημα για αποζημίωση της Ελλάδας έχει αναγνωριστεί από διεθνή συνθήκη. Συγκεκριμένα κατά τη συνεδρίαση της Οικονομικής Επιτροπής στο Παρίσι τη 2α Οκτωβρίου 1946 έγινε αποδεκτή παμψηφεί ελληνική πρόταση «όπως η Βουλγαρία επιστρέψει ή αντικαταστήσει όλους τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που αφαίρεσε από τα καταληφθέντα ελληνικά εδάφη» Παρακάτω ενα απόσπασμα απο τον μακρυ καταλογο των λεηλασιων που αναφερει ο κ.Παύλος Παπανότης
.-Λεηλατήθηκε το μουσείο της Θάσου. Πολυάριθμα χάλκινα νομίσματα και κεφαλές αγαλμάτων αρχαίων ελληνικών θεοτήτων εξαφανίστηκαν. Μεταξύ των αντικειμένων που εκλάπησαν από το μουσείο και απεστάλησαν στη Βουλγαρία ήταν και το βάθρο του αγάλματος του κατερχόμενου Δία με τη σχετική επιγραφή. Εκτός από τις αρχαιοελληνικές αρχαιότητες οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και τη θαυμάσια βασιλική του νησιού. Η ευθύνη για τις καταστροφές αυτές βάραινε τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Γερασίμωφ.
• Στις Σέρρες ο Βούλγαρος ιερέας Μεθόδιος Τοντόρτσεφ, ενεργώντας κατ’ εντολή του Βούλγαρου επισκόπου Νευροκοπίου Βόριδος, άρπαξε από τον καθεδρικό ναό της πόλης τον Οκτώβριο του 1941 μια παλιά μαρμάρινη εικόνα της Παναγίας που έφερε την επιγραφή «Πονολύτρια». Λίγους μήνες αργότερα (τον Αύγουστο του 1942) έγινε λεηλασία της μονής του Προδρόμου Σερρών, οργανωμένη από τις βουλγαρικές αρχές κατοχής και ιεράρχες της βουλγαρικής εκκλησίας. Τριάντα αρχαίες βυζαντινές ανάγλυφες εικόνες μεγάλης αξίας αφαιρέθηκαν από το μοναστήρι, όπως αυτές που εικόνιζαν την Παναγία, τον Άγιο Γρηγόριο, τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, την Αποκαθήλωση, τον Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κι άλλες. «Τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητα» αναφερόταν στην ελληνική έκθεση που υποβλήθηκε στη Διάσκεψη των Παρισίων. «Επέφεραν βαρυτάτας ζημίας εις τους αρχαιολογικούς θησαυρούς των Βορείων επαρχιών της Ελλάδος, αι οποίαι είχαν υποφέρει ήδη πάρα πολύ από την Βουλγαρικήν κατοχήν του 1913 και από το 1915 έως το 1918».
• Στη Σαμοθράκη οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν υλικά του ανακτόρου της Αρσινόης, για να χτίσουν κατοικίες. Ακόμα ανακάλυψαν μια πολύτιμη αρχαιολογική συλλογή που είχε κατατεθεί για φύλαξη στο σπίτι του Ν. Μπαβάλου και την λεηλάτησαν.
•Στην Έδεσσα απέσπασαν από τοίχο ένα ανάγλυφο που παρίστανε Θράκα ιππέα.
• Στα Νέα Μουδανιά κατέσκαψαν αρχαίους τάφους και πήραν διάφορα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων και ένα βαρύτιμο χρυσό στεφάνι.
• Στην περιοχή της ακρόπολης της αρχαίας Αμφιπόλεως κατέστρεψαν τα βυζαντινά μνημεία, ενώ στους Φιλίππους τους κίονες της εκεί ευρισκόμενης βασιλικής καθώς και τα μωσαϊκά των ρωμαϊκών λουτρών.
•Επιπρόσθετα, βάσει στοιχείων που έδωσε στη δημοσιότητα το 1948 ο διευθυντής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Κεραμόπουλος και δημοσιεύτηκαν στον τύπο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1948), οι Βούλγαροι κατά την περίοδο της Κατοχής άρπαξαν τις αρχαιολογικές συλλογές της Μαρώνειας και της Κομοτηνής και, αφού λεηλάτησαν το μουσείο της Καβάλας, έριξαν πολλές αρχαιότητες στη θάλασσα.>>
Επαναλαμβάνω,ο κατάλογος δεν ειναι πλήρης και πως ουδεποτε αποζημιωθήκαμε για τις λεηλασίες.....
βουλγαροι-----Αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα τον Απρίλιο του 1941 οι Βούλγαροι, σύμμαχοι των Γερμανών, έθεσαν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Στην προσπάθειά τους να αφελληνίσουν τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών αντικατέστησαν τους Έλληνες ιερείς με «εξαρχικούς» (= Βούλγαρους) και επιδόθηκαν στην καταστροφή και τη λεηλασία πολιτιστικών μνημείων.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου οι εκπρόσωποι των νικητών συνήλθαν στο Παρίσι, για να καθορίσουν τις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλουν οι νικημένοι. Τότε (Σεπτέμβριος του 1946) η ελληνική αντιπροσωπεία κατέθεσε στη Διάσκεψη έναν κατάλογο με τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει στη Μακεδονία και στη Θράκη τα βουλγαρικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Απόσπασμα του καταλόγου αυτού δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 27ης Σεπτεμβρίου 1946).
.-Λεηλατήθηκε το μουσείο της Θάσου. Πολυάριθμα χάλκινα νομίσματα και κεφαλές αγαλμάτων αρχαίων ελληνικών θεοτήτων εξαφανίστηκαν. Μεταξύ των αντικειμένων που εκλάπησαν από το μουσείο και απεστάλησαν στη Βουλγαρία ήταν και το βάθρο του αγάλματος του κατερχόμενου Δία με τη σχετική επιγραφή. Εκτός από τις αρχαιοελληνικές αρχαιότητες οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και τη θαυμάσια βασιλική του νησιού. Η ευθύνη για τις καταστροφές αυτές βάραινε τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Γερασίμωφ.
• Στις Σέρρες ο Βούλγαρος ιερέας Μεθόδιος Τοντόρτσεφ, ενεργώντας κατ’ εντολή του Βούλγαρου επισκόπου Νευροκοπίου Βόριδος, άρπαξε από τον καθεδρικό ναό της πόλης τον Οκτώβριο του 1941 μια παλιά μαρμάρινη εικόνα της Παναγίας που έφερε την επιγραφή «Πονολύτρια». Λίγους μήνες αργότερα (τον Αύγουστο του 1942) έγινε λεηλασία της μονής του Προδρόμου Σερρών, οργανωμένη από τις βουλγαρικές αρχές κατοχής και ιεράρχες της βουλγαρικής εκκλησίας. Τριάντα αρχαίες βυζαντινές ανάγλυφες εικόνες μεγάλης αξίας αφαιρέθηκαν από το μοναστήρι, όπως αυτές που εικόνιζαν την Παναγία, τον Άγιο Γρηγόριο, τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, την Αποκαθήλωση, τον Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κι άλλες. «Τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητα» αναφερόταν στην ελληνική έκθεση που υποβλήθηκε στη Διάσκεψη των Παρισίων. «Επέφεραν βαρυτάτας ζημίας εις τους αρχαιολογικούς θησαυρούς των Βορείων επαρχιών της Ελλάδος, αι οποίαι είχαν υποφέρει ήδη πάρα πολύ από την Βουλγαρικήν κατοχήν του 1913 και από το 1915 έως το 1918».
• Στη Σαμοθράκη οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν υλικά του ανακτόρου της Αρσινόης, για να χτίσουν κατοικίες. Ακόμα ανακάλυψαν μια πολύτιμη αρχαιολογική συλλογή που είχε κατατεθεί για φύλαξη στο σπίτι του Ν. Μπαβάλου και την λεηλάτησαν.
•Στην Έδεσσα απέσπασαν από τοίχο ένα ανάγλυφο που παρίστανε Θράκα ιππέα.
• Στα Νέα Μουδανιά κατέσκαψαν αρχαίους τάφους και πήραν διάφορα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων και ένα βαρύτιμο χρυσό στεφάνι.
• Στην περιοχή της ακρόπολης της αρχαίας Αμφιπόλεως κατέστρεψαν τα βυζαντινά μνημεία, ενώ στους Φιλίππους τους κίονες της εκεί ευρισκόμενης βασιλικής καθώς και τα μωσαϊκά των ρωμαϊκών λουτρών.
•Επιπρόσθετα, βάσει στοιχείων που έδωσε στη δημοσιότητα το 1948 ο διευθυντής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Κεραμόπουλος και δημοσιεύτηκαν στον τύπο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1948), οι Βούλγαροι κατά την περίοδο της Κατοχής άρπαξαν τις αρχαιολογικές συλλογές της Μαρώνειας και της Κομοτηνής και, αφού λεηλάτησαν το μουσείο της Καβάλας, έριξαν πολλές αρχαιότητες στη θάλασσα.>>
Για τις φθορές που προκάλεσαν στους ελληνικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς οι βόρειοι γείτονές μας δεν πλήρωσαν τίποτε. Εκμεταλλευόμενοι τόσο την απραξία των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων όσο και το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικράτησε μετά το 1947 αρνήθηκαν να καταβάλουν πολεμικές αποζημιώσεις. Και να σκεφθεί κανείς ότι το αίτημα για αποζημίωση της Ελλάδας έχει αναγνωριστεί από διεθνή συνθήκη. Συγκεκριμένα κατά τη συνεδρίαση της Οικονομικής Επιτροπής στο Παρίσι τη 2α Οκτωβρίου 1946 έγινε αποδεκτή παμψηφεί ελληνική πρόταση «όπως η Βουλγαρία επιστρέψει ή αντικαταστήσει όλους τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που αφαίρεσε από τα καταληφθέντα ελληνικά εδάφη» (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1946).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου