Πολλά έχουμε ακούσει και πολλά έχουν ειπωθεί για μια από τις πηγές της παρακμής του πολιτισμού και της παράδοσης μας. Μιλάω για την διάσημη “Frankfurter Schule”, την γνωστή μας “Σχολή της Φρανκφούρτης”. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό έχει επιδράσει η φιλοσοφία της και σε «πατριωτικούς» κύκλους. Πάμε όμως να δούμε τι είναι και τι πρεσβεύει, ξεκινώντας από την αρχή. Η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι ένας γενικός ορισμός που πλαισιώνει το κοινωνιολογικό, φιλοσοφικό και εν τέλει πολιτιστικό, πολιτικό και επιστημονικό ρεύμα του ιστορικού μαρξισμού. Η Σχολή της Φρανκφούρτης ιδρύθηκε, ξεκινώντας το 1923, στο περίφημο «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών», από καθηγητές και ερευνητές , πιο πολλοί Γερμανοί εβραϊκής καταγωγής, επιφέροντας μια αναθεώρηση του «ορθόδοξου» μαρξισμού – ξεκινώντας από τον μαρξισμό – λενινισμό, την επίσημη θεωρία της σταλινικής ΕΣΣΔ.
Και πάλι σε σχέση με τον ορθόδοξο μαρξισμό, με τη “Σχολή της Φρανκφούρτης” η διαδικασία της εταιρικής ανάπτυξης χάνει τις επιστημονικές, αντικειμενικές και θετικιστικές έννοιες της, για αυτό ο καπιταλισμός γίνεται ένας κακός τρόπος παραγωγής του οποίου η αντικατάσταση με τον κομμουνισμό είναι επιθυμητή και ηθικά αναγκαία, αλλά δεν είναι μια αντικειμενική και αναπόφευκτη ιστορική διαδικασία, μια τυπική ακριβώς του θετικισμού. Θεμελιώδεις στον αγώνα για την υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος, περισσότερο των κομμουνιστικών κομμάτων και κινημάτων, είναι οι «κριτικοί διανοούμενοι» και όλοι όσοι είναι σε θέση να κατανοήσουν τον αρνητικό και τον κακό χαρακτήρα του καπιταλισμού. Η μελέτη της “Σχολής της Φρανκφούρτης’ είναι επομένως πιο θεμελιώδης από ποτέ, καθώς αρκετοί από τους ακρογωνιαίους λίθους της έχουν ενσωματωθεί στην τρέχουσα παγκοσμιοποιημένη δομή εξουσίας και εκφράζονται είτε διαμέσου κυρίαρχων θέσεων, είτε είναι μέρος της λεγόμενης αντιπολίτευσης σε όλες της τις μορφές, κυρίως εισβάλλοντας στην εκπαίδευση. Πράγμα ιδιαίτερα απεχθές το τελευταίο, γιατί η “Σχολή της Φρανκφούρτης” είναι σίγουρα ένα σημαντικό μέρος της δυτικής κουλτούρας, αλλά όχι τέτοιο που να της εμπιστεύεται έναν «κυρίαρχο» ρόλο στον κόσμο της δημόσιας εκπαίδευσης.
Το 1932 ο Max Horkheimer, διευθυντής του Ινστιτούτου, εγκαινίασε την «Επιθεώρηση για την κοινωνική έρευνα», το διάσημο όργανο της Σχολής, που απέκτησε πρώτα ευρωπαϊκή και μετά διεθνή φήμη. Με την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία το 1933, η «Σχολή» έκλεισε και η ομάδα της Φρανκφούρτης αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, ουσιαστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Herbert Marcuse και ο Erich Fromm παρέμειναν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι Horkheimer και Theodor Adorno επέστρεψαν στη Γερμανία και αναβίωσαν το Ινστιτούτο, όπου εκπαιδεύτηκε μια νέα γενιά μελετητών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Jürgen Habermas, ο οποίος ήταν καθηγητής πάρα πολλών Ελλήνων φοιτητών που με την σειρά τους απέκτησαν θέση και διδάσκουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, συντελώντας στην πνευματική παρακμή των νέων.
Στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, ο ρόλος των μελετητών της Σχολής της Φρανκφούρτης με έδρα την Αμερική και των Ευρωπαίων μαρξιστών διανοουμένων ήταν καθοριστικός στη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής πολιτιστικής σκηνής, ξεκινώντας βέβαια από την Γερμανία. Δεκάδες αριστεροί Αμερικανοί ψυχαναλυτές, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης Truman, ξεχύθηκαν στη Γερμανία σε μια προσπάθεια όχι μόνο να «διορθώσουν» τη γερμανική νοοτροπία αλλά και να αλλάξουν το μυαλό όλων των Ευρωπαίων. Οι ακτιβιστές της “Σχολής της Φρανκφούρτης” ήταν όλοι αυτοί οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τις γερμανικές αρχές (όχι τυχαία, αλλά λόγω εβραϊκής καταγωγής) κατά τη διάρκεια της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης και οι οποίοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επέστρεψαν στην Ευρώπη και άρχισαν να θέτουν τα θεμέλια για μια νέα «προσέγγιση στη μελέτη των ανθρωπιστικών επιστήμων». Αλλά υπήρχε επίσης και ένας σημαντικός αριθμός λευκών αγγλοσαξώνων και πουριτανών λογίων και στρατιωτικών που δραστηριοποιούνταν στη μεταπολεμική Γερμανία, όπως ο υποστράτηγος Mc. Clure, ο ποιητής Archibald MacLash, ο πολιτικός Harold Laswell, ο νομικός Robert Jackson και ο φιλόσοφος John Dewey, που είχαν προτείνει να αντιγράψουν τον αμερικανικό τρόπο στη δημοκρατία και να τον εμφυτέψουν στην ευρωπαϊκή δημόσια ζωή. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως «θεϊκά εκλεκτούς ανθρώπους, καλούμενους να κηρύξουν την αμερικανική δημοκρατία», μια διαδικασία που θα χρησιμοποιούσαν οι αμερικανικές liberal Ελίτ τις επόμενες δεκαετίες με κάθε ευκαιρία και σε κάθε μέρος του κόσμου.
Οι περισσότεροι από τους νέους εκπαιδευτικούς της Αμερικής, ήταν μαθητές του Freud και του Marx, οι οποίοι πίστευαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να «θεραπεύσου»ν την ηττημένη Γερμανία, ήταν να αντιμετωπίζουν τους Γερμανούς ως ένα έθνος «κλινικών ασθενών» που χρειάζονται τεράστιες δόσεις θεραπείας φιλελεύθερου και σοσιαλιστικού τύπου. Η ‘Σχολή της Φρανκφούρτης», τις μέρες της αμερικανικής εξορίας της, είχε ήδη εκτοξεύσει διάφορες κοινωνικές θεωρίες για το πώς να θεραπεύσει τη Γερμανία από τον «αυταρχικό της χαρακτήρα». Με βάση αυτό, οι πιο επιφανείς εκπρόσωποί της δήλωσαν ότι: «η γερμανική μικροαστική τάξη ανέκαθεν έδειχνε έναν σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, που υποδηλώνεται από τη λατρεία για τον ισχυρό άνδρα, εχθρική προς τους αδύναμους, με στενή μνήμη, μικροπρεπής, μια τάξη εχθρική, λιτοδίαιτη, συχνά συνορεύει με φιλαργυρία (όσον αφορά τα συναισθήματά τους και τα χρήματά τους).»
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αρκούσε να χαρακτηριστεί αυτή η τάξη και ο λαός αυτός γενικότερα ως «νεοναζί» ή «δεξιός εξτρεμιστής» για να χάσει το δικαίωμα στην ελεύθερη συζήτηση και να γίνει διανοούμενος παρίας. Αν και η προσωρινή αμερικανική στρατιωτική κυβέρνηση στη Γερμανία, την περίοδο μετά το 45, επέμενε να κυνηγά εθνικοσοσιαλιστές εκπροσώπους, οδηγώντας πολλούς στη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε την ίδια τακτική στη γερμανική εκπαίδευση και στα μέσα ενημέρωσης. Ποτέ δεν πέρασαν από το μυαλό των Αμερικανών μεταπολεμικών εκπαιδευτικών, ότι οι ενέργειές τους θα διευκόλυναν την άνοδο της μαρξιστικής πολιτιστικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, οδηγώντας σε παράταση του Ψυχρού Πολέμου και την τελική πνευματική νίκη της αριστεράς. Ως αποτέλεσμα των εκπαιδευτικών προσπαθειών της “Σχολής της Φρανκφούρτης”, χιλιάδες βιβλία στους τομείς της γενετικής και της ανθρωπολογίας αφαιρέθηκαν από τα ράφια των βιβλιοθηκών και χιλιάδες αντικείμενα μουσείων, αν δεν καταστράφηκαν σε προηγούμενες βομβαρδιστικές επιδρομές των Συμμάχων, στάλθηκαν στις ΗΠΑ ή τη Σοβιετική Ένωση. Οι κομμουνιστικοί και φιλελεύθεροι κανόνες του δικαιώματος του λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης, δεν εφαρμόστηκαν καθόλου στην ηττημένη πλευρά, που προηγουμένως είχε χαρακτηριστεί ως «εχθρός της ανθρωπότητας».
Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η μεταχείριση των Συμμάχων προς τους Γερμανούς δασκάλους και ακαδημαϊκούς αλλά και πανεπιστημιακούς καθηγητές. Κλασικά τα παραδείγματα της επιθετικής συμπεριφοράς προς τον Ernst Junger, Martin Heidegger, Carl Schmitt, Benn και πολλούς άλλους. Ήταν λογικό ότι οι αμερικανικές εκπαιδευτικές αρχές θα ήθελαν να περάσουν από κόσκινο τους Γερμανούς διανοούμενους, συγγραφείς, δημοσιογράφους και σκηνοθέτες. Έχοντας καταστρέψει δεκάδες μεγάλα βιβλιοπωλεία στη Γερμανία, με εκατομμύρια τόμους καμένους σε στάχτη, οι δυνάμεις κατοχής κατέφυγαν σε αυτοσχέδια μέτρα για να δώσουν μια εμφάνιση κανονικότητας σε αυτό που τελικά έγινε «δημοκρατική Γερμανία». Οι δυνάμεις κατοχής συνειδητοποίησαν ότι τα πανεπιστήμια και τα άλλα κέντρα μάθησης μπορούσαν πάντα να μετατραπούν σε κέντρα εμφύλιων αναταραχών και έτσι οι προσπάθειές τους για «αποναζιστικοποίηση» επικεντρώθηκε κυρίως σε Γερμανούς δασκάλους και ακαδημαϊκούς. Από συμμαχική σκοπιά και ειδικότερα από την αμερικανική στρατιωτική κυβέρνηση, παρά την επίτευξη αναμφισβήτητων και σημαντικών ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων, τα πανεπιστήμια ήταν πρόσφορο έδαφος για τον αντιδραστικό εθνικισμό υπό την ηγεσία μιας συντηρητικής ολιγαρχίας των εκπαιδευτικών. Στόχος των πανεπιστημίων ήταν η υπερεξειδίκευση μέσα από μια ισχυρή επιλογή μεταξύ των φοιτητών, που θεωρούνται ελίτ σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία.
Επιπλέον, η διδασκαλία στα πανεπιστήμια μετέφερε τεχνική ικανότητα ενώ παραμελούσε την κοινωνική ευθύνη. Κατά τη μεταπολεμική επιλογή γνωστών προσωπικοτήτων του γερμανικού κόσμου της λογοτεχνίας, χιλιάδες Γερμανοί διανοούμενοι αναγκάστηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο γνωστό στη μεταπολεμική Γερμανία ως “Fragebogen”. Αυτά τα ερωτηματολόγια αποτελούνταν από φύλλα χαρτιού που περιείχαν πάνω από εκατό ερωτήσεις που κυμαίνονταν σε όλους τους τομείς, όπως σε ιδιωτικούς, σεξουαλικούς και πολιτικούς, όλων των ύποπτων ατόμων. Οι ερωτήσεις είχαν πολλά ορθογραφικά λάθη και η υπερβολική ηθική διατύπωσή τους ήταν συχνά δύσκολη για τους Γερμανούς. Ένας μεγάλος Γερμανός μυθιστοριογράφος και πρώην ακτιβιστής συντηρητικός επαναστάτης , ο Ernst von Salomon (υπάρχει σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα), στο ιστορικό του μυθιστόρημα “Der Fragebogen” (Το ερωτηματολόγιο), περιγράφει πώς οι Αμερικανοί «νέοι παιδαγωγοί» έβγαλαν εξομολογήσεις από Γερμανούς κρατούμενους που εκείνη την εποχή είτε φίμωσαν διανοητικά είτε έστειλαν στην αγχόνη. Εξακολουθεί να υπάρχει η αντίληψη μεταξύ του αμερικανικού φιλελεύθερου κατεστημένου και του ακαδημαϊκού κόσμου του ότι οι γυναίκες στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία στερούνταν του δικαιώματος τους γενικά και ότι ο ρόλος τους ήταν να πηγαίνουν μόνο στην εκκλησία να είναι σπίτι σε φύλαξη των παιδιών. Τέτοια σχόλια που εκφράζονται συχνά από έγκριτους φιλελεύθερους μελετητές στην Αμερική, δεν ευνοούν τη αληθινή μελέτη του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Ωστόσο έριξαν περαιτέρω φως στη γένεση της «πολιτικής ορθότητας», (μιας ορολογίας που χρησιμοποιείται πολύ σήμερα), στη μεταμοντέρνα και μεταπολεμική Ευρώπη. Μεταξύ των νέων Αμερικανών παιδαγωγών, επικράτησε η άποψη ότι η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή κατασταλτική οικογένεια ήταν το έδαφος για πολιτική νεύρωση, ξενοφοβία και ρατσισμό, μεταξύ των νεαρών αγοριών: «Όποιος θέλει να πολεμήσει τον φασισμό πρέπει να ξεκινήσει από την υπόθεση ότι το κύριο κέντρο εκπαίδευσης των αντιδραστικών εκπροσωπείται από την οικογένειά του. Εφόσον η αυταρχική κοινωνία αναπαράγει τον εαυτό της στη δομή του ατόμου, μέσω της αυταρχικής του οικογένειας, συνεπάγεται ότι η πολιτική αντίδραση θα υπερασπιστεί την αυταρχική οικογένεια ως βάση για το κράτος, την κουλτούρα της, τον πολιτισμό της».
Ο Patrick J. Buchanan, ένας Αμερικανός συντηρητικός καθολικός συγγραφέας και πρώην – πριν πολλά χρόνια – υποψήφιος για την προεδρία, σημειώνει ότι οι διανοούμενοι της “Σχολής της Φρανκφούρτης» στη μεταπολεμική Γερμανία, χρηματοδοτούμενοι από τις αμερικανικές στρατιωτικές αρχές, κατάφεραν να χαρακτηρίσουν τους συμπαθούντες των εθνικοσοσιαλιστών, ως «ψυχικά ασθενείς», έναν ορισμό που αργότερα θα είχε διαρκή αντίκτυπο στο πολιτικό λεξιλόγιο και στη μελλοντική ανάπτυξη της «πολιτικής ορθότητας» στην Ευρώπη και την Αμερική. Η πολιτική προκατάληψη, ιδιαίτερα η αίσθηση εξουσίας και η δυσαρέσκεια προς τους Εβραίους, καταλογίστηκαν ως ψυχικές ασθένειες, που έχουν τις ρίζες τους στην παραδοσιακή ευρωπαϊκή παιδική εκπαίδευση. Έτσι στα μάτια των αμερικανικών εκπαιδευτικών αρχών, η παλιομοδίτικη ευρωπαϊκή οικογένεια έπρεπε να αφαιρεθεί και μαζί της, μερικά από τα καθολικά σύμβολά της. Παρόμοιες αντιφασιστικές προσεγγίσεις για πολιτιστικές εκκαθαρίσεις ήταν στη μόδα στην κατεχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση, Ανατολική Ευρώπη, αλλά όπως έδειξαν μεταγενέστερα τα γεγονότα, η δυτική εκδοχή της πολιτικής ορθότητας αποδείχθηκε πολύ πιο αποτελεσματική. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι Αμερικανοί, μαζί με τους συμμάχους τους, πραγματοποίησαν μεγάλης κλίμακας πνευματικές εκκαθαρίσεις στα ΜΜΕ και πιο συγκεκριμένα με την έκδοση ειδικών αδειών για τη νέα έκδοση ειδήσεων στη Γερμανία, σύμφωνα με το πνεύμα της Σχολής. Οι λέξεις «φασισμός» και «ναζισμός» έχασαν σταδιακά την αρχική τους σημασία και αντ’ αυτού έγιναν συνώνυμες με το κακό και με εντελώς λάθος σημασία. Αυτό το χρησιμοποιούν συνεχώς και αρκετοί δήθεν πατριώτες, ακολουθώντας τις επιταγές της Νέας Τάξης. Η νέα εκπαιδευτική αρχή του «reductio ad hitlerum» έγινε ένα νέο παράδειγμα για τη μελέτη των κοινωνικών επιστημών. Ένας μελετητής που παρέκκλινε ελαφρώς από αυτές τις νεοεφαρμοσθείσες αντιφασιστικές παιδαγωγικές μεθόδους, θα είχε ελάχιστες πιθανότητες επαγγελματικής ανέλιξης, αν όχι οριστικής απόλυσης.
Κατά την ίδια μεταπολεμική περίοδο, στην κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, η σοβιετική πολιτιστική καταστολή ήταν το ίδιο σοβαρή, αλλά κατά ειρωνικό τρόπο, η χυδαία διαφάνειά της έδινε στα θύματά της μια αύρα μαρτυρίου. Επιπλέον, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος στα τέλη της δεκαετίας του 1940 άρχισε να φέρνει την κομμουνιστική Ανατολή εναντίον της καπιταλιστικής Δύσης, οι κυβερνώσες “Δυτικές Ελίτ” θεώρησαν σκόπιμο να βοηθήσουν ηθικούς αντικομμουνιστές αντιφρονούντες της Ανατολικής Ευρώπης, όχι τόσο με βάση τις αντικομμουνιστικές τους απόψεις, όσο απόδειξη ότι το αμερικανικό φιλελεύθερο σύστημα ήταν πιο ανεκτικό από τον κομμουνισμό. Ωστόσο, στα τέλη του 20ού αιώνα, με την πτώση του κομμουνισμού και με τον αμερικανισμό και τον φιλελευθερισμό να γίνονται οι κυρίαρχες ιδεολογίες στη Δύση, αυτό σταμάτησε. Η ιδεολογία του αντιφασισμού έγινε στα τέλη του 20ού αιώνα, μια μορφή αρνητικής νομιμότητας για όλη τη Δύση, από αριστερούς και δεξιούς. Λίγο μετά το 1945 και σε μεγάλο βαθμό. λόγω της διαδικασίας επανεκπαίδευσης της γερμανικής κοινωνίας,οι μαρξιστές ακτιβιστές και θεωρητικοί στη Δυτική Ευρώπη, καθιερώθηκαν ως «αντι-εξουσία», ως διαμορφωτές κοινής γνώμης, παρόλο που νομικά μιλώντας, η Δύση δεν ασπάστηκε ποτέ την κομμουνιστική ιδεολογία. Τα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, ειδικά στον τομέα των κοινωνικών επιστημών, μπόρεσαν έτσι να προσελκύσουν περισσότερους πιστούς μαρξιστές από αυτούς που υπήρχαν στα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Τις επόμενες δεκαετίες, οι δυτικοευρωπαϊκές πολιτικές Ελίτ προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα. Για να δείξουν στους Αμερικανούς χορηγούς τους τα δημοκρατικά τους διαπιστευτήρια και τη φιλοσημιτική τους στάση, θέσπισαν αυστηρή νομοθεσία που απαγόρευε τον ιστορικό ρεβιζιονισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οποιαδήποτε κριτική μελέτη της μαζικής μετανάστευσης στη Δυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης των αρνητικών κοινωνικοοικονομικών συνεπειών της πολυπολιτισμικότητας. Οι ρεβιζιονιστές συγγραφείς, ή συγγραφείς και ακαδημαϊκοί που επικρίνουν τον σύγχρονο φιλελευθερισμό, αναγκάζονται όλο και περισσότερο να καταφεύγουν σε περιθωριακές εκδόσεις ή αποκλειστικά στο Διαδίκτυο για να ακουστούν τα λόγια τους. Μετά το τέλος του κομμουνισμού στην Ανατολή, ο γερμανικός Ποινικός Κώδικας, στην ουσία φαίνεται να είναι πιο κατασταλτικός από τον πρώην Σοβιετικό Ποινικό Κώδικα. Από τη στιγμή που οι επικριτές έχουν αποσιωπηθεί, οι γερμανικές αρχές δεν χρειάζεται να καταφεύγουν σε βίαιες μεθόδους. Συνήθως δημιουργούν μια “καμπάνια πολιτιστικής δυσφήμισης” στην οποία ένας πολιτιστικός αιρετικός παρουσιάζεται ως ένας «ψευδοεπιστημονικός» εκκεντρικός που δεν αξίζει μια θέση στις επικρατούσες εκδόσεις. Αυτή η μεταμοντέρνα περίοδος πολιτικής δικαιοσύνης, έχει πάρει τις ίδιες ψεύτικες διαστάσεις σχετικά με τη σχέση της Αμερικής με την Ευρώπη. Στην Αμερική και την Αγγλία, η νομική πρακτική προϋποθέτει ότι ότι δεν απαγορεύεται επίσημα, επιτρέπεται. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος που η Γερμανία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο θέσπισε σκληρούς νόμους εναντίον ανεξάρτητων διανοουμένων, που συχνά αναφέρονται ως «δεξιοί εξτρεμιστές» ή «νεοναζί». Τα εν ενεργεία γερμανικά συνταγματικά όργανα, που έχουν οριστεί να επιβλέπουν το σύνταγμα, είναι επιφορτισμένα με την επίβλεψη της καθαρότητας της εισαγόμενης αμερικανικής δημοκρατίας και τη σωστή χρήση της δημοκρατικής μετα-αφήγησης. Το περίφημο «Όργανο για την Προστασία του Συντάγματος» (Verfassungschutz), όπως γράφει ο Γερμανός νομικός μελετητής Josef Schuesselburner, «είναι στην πραγματικότητα μια εσωτερική μυστική υπηρεσία με 17 υποκαταστήματα (ένα σε ομοσπονδιακό επίπεδο και 16 για κάθε ομοσπονδιακό κράτος). Τελικά αυτό σημαίνει ότι μόνο μια εσωτερική μυστική υπηρεσία είναι αρμόδια να κηρύξει ένα άτομο εχθρό του κράτους ή όχι». Φυσικά οι κανόνες είναι της «Σχολής» , αφού οι σημαντικές θέσεις στα όργανα αυτά, στελεχώνονται από δικούς της ανθρώπους.
Καθώς κάθε ένδειξη εθνικισμού, αφήνοντας κατά μέρος το φυλετικό ζήτημα, καταπιέζεται στη Γερμανία με βάση τον πραγματικό ή υποτιθέμενο αντισυνταγματικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του, ο μόνος πατριωτισμός που επιτρέπεται είναι ο «συνταγματικός πατριωτισμός», σύμφωνα με τις νέες αρχές ορολογίας των καθηγητών της «Σχολής». «Ο γερμανικός λαός έπρεπε να προσαρμοστεί στο σύνταγμα αντί να προσαρμόσει το σύνταγμα στον γερμανικό λαό», γράφει ο Γερμανός νομικός μελετητής Guenther Maschke. Αυτή η νέα μορφή γερμανικής κοσμικής θρησκείας, δηλαδή ο «συνταγματικός πατριωτισμός», που έχει καταστεί υποχρεωτικός για όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγεται πίστη στο κράτος δικαίου και στη λεγόμενη ανοιχτή κοινωνία. Υπό το πρόσχημα της ανεκτικότητας και της κοινωνίας των πολιτών, θεωρείται νομικά επιθυμητό να κυνηγηθούν οι Ευρωπαίοι αιρετικοί που αμφισβητούν τα νομικά φόρουμ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ή που ασκούν κριτική σε ορισμένες πτυχές της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Επιπλέον, λόγω του γεγονότος ότι οι δυτικές κοινωνίες έχουν αλλάξει το εθνικό και κοινωνικό τους προφίλ, η ερμηνεία των υφιστάμενων νόμων πρέπει να υπόκειται στις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην κάθε χώρα.
Ο Schuesselburner συνεχίζει: «Ο γερμανικός συνταγματισμός έχει γίνει μια αστική θρησκεία, όπου η πολυπολιτισμικότητα έχει αντικαταστήσει τους Γερμανούς με πολίτες που δεν θεωρούν τη Γερμανία ως πατρίδα τους, αλλά ως χώρα του βασικού δικαίου. Ως αποτέλεσμα αυτής της νέας πολιτικής θρησκείας, η Γερμανία μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μετατράπηκε σε μια κοσμική θεοκρατία». Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η κοινωνική αρένα σε όλη την Ευρώπη έχει σχεδιαστεί ως αντίγραφο μιας γιγάντιας αγοράς. Στην Αμερική και την Ευρώπη, η ίδια η ελεύθερη αγορά έχει γίνει μια μορφή πρόσθετης κοσμικής θρησκείας της οποίας οι αρχές πρέπει να ενσωματωθούν στο δικαστικό σύστημα κάθε χώρας. Η οικονομική αποτελεσματικότητα θεωρείται το μοναδικό κριτήριο για οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση. Έτσι τα άτομα που μπορεί να έχουν διαφορετικές σκέψεις για τους ιδρυτικούς μύθους της φιλελεύθερης οικονομίας, θεωρούνται εχθροί του συστήματος. Στα μάτια των νέων ιεροεξεταστών, ένας διανοούμενος με κάποιες ιδέες όχι πολιτικά ορθές, είναι αιρετικός και πρέπει να παρακολουθείται όχι με βάση τα όσα έχει πει ή γράψει, αλλά με βάση τα όσα έχει δει ή γνωρίσει ή ακόμη και να έχει σκεφτεί. Κάθε ιδέα που εξετάζει κριτικά τα θεμέλια της δημοκρατικής ισότητας και της πολυπολιτισμικότητας γίνεται ύποπτη και περνάει το λιγότερο στην αφάνεια.
Στην δύση του πολιτισμού μας, οι ίδιοι άνθρωποι συνεχίζουν να κυβερνούν. Η φαντασία και η δημιουργία δεν πήγε στην εξουσία, αλλά σε αυτή παρέμειναν, πιο σταθεροί από πριν, πάντα οι ίδιοι. Έχουν αλλάξει μόνο ρούχα, εμφάνιση , λόγο και είναι συμβολικό ότι η Φρανκφούρτη είναι σήμερα το ευρωπαϊκό κέντρο των τραπεζιτών, μονοδιάστατοι άντρες με αυταρχική προσωπικότητα, αδιάφοροι για κάθε τι που υπάρχει γύρω τους. Κλεισμένοι στα νέα γυάλινα άσχημα κτίρια, ψυχρά σαν τις ψυχές τους, κουνάνε το δάχτυλο τους λαούς. Και δυστυχώς το ευρωπαϊκό πνεύμα, δεν φαίνεται ικανό να τους εξοντώσει. Εδώ μου έρχονται με συγκίνηση μεγάλη, τα λόγια του μάρτυρα της Ευρώπης, Dominique Venner, που δεν άντεξε βλέποντας την παρακμή και τον θάνατο της Ευρώπης:
« Γνωρίζουμε ότι μεμονωμένα είμαστε θνητοί, αλλά ότι το πνεύμα του πνεύματός μας είναι άφθαρτο, όπως και όλων των μεγάλων λαών και όλων των μεγάλων πολιτισμών. Στην εποχή μας, δεν είναι μόνο η Ευρώπη της πολιτικής ή της εξουσίας που απουσιάζει μετά τους καταστροφικούς πολέμους του 20ού αιώνα. Είναι πρώτα απ’ όλα η ευρωπαϊκή ψυχή που βρίσκεται σε χειμερία νάρκη. Πότε θα έρθει το μεγάλο ξύπνημα; Το αγνοώ, αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία για αυτό το ξύπνημα. Έδειξα με το έργο μου ότι το πνεύμα της Ιλιάδας μοιάζει με καρστικό ποτάμι, ανεξάντλητο και πάντα αναγεννημένο και το οποίο είναι στο χέρι μας να ανακαλύψουμε. Εφόσον αυτή η συνέχεια είναι αόρατη και όμως αληθινή, πρέπει να την επικαλούμαστε πρωί και βράδυ. Και με αυτόν τον τρόπο θα είμαστε ανίκητοι.
Έχοντας εκδιωχθεί από την κυρίαρχη θέση που ήταν δική μας μέχρι το 1914, και ως εκ τούτου βυθισμένοι σε μια άβυσσο αρνήσεων και κατηγοριών, είμαστε οι πρώτοι Ευρωπαίοι που τίθενται μπροστά στην υποχρέωση να επανεξετάσουμε πλήρως την ταυτότητά μας επιστρέφοντας στις πιο αυθεντικές πηγές μας. Η Αρχαιότητα που επικαλούμαστε δεν είναι των λογίων. Είναι μια ζωντανή Αρχαιότητα, την οποία έχουμε το καθήκον να επανεφεύρουμε. Έτσι θα αρχίσουμε να ανασυνθέτουμε την παράδοσή μας, να την κάνουμε έναν δημιουργικό μύθο, αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με γραπτά και λόγια. Η έντονη προσπάθεια επαναθεμελίωσης πρέπει να γίνει αυθεντική με πράξεις που έχουν θυσιαστική και ιδρυτική αξία».
https://samuraithsdyshs.wordpress.com/
http://enaasteri.blogspot.com/search?updated-max=2023-08-17T23:32:00%2B03:00&max-results=7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου