Φωτογραφία: Αγιατολαχ Χομεϊνί, ιδρυτής της ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.
Μιχαήλ-Ορέστης Μασαούτης
MA in Middle Eastern
Studies, Leiden University
Πηγή:Τετράδια Διεθνούς Δικαίου και Διεθνούς Πολιτικής
Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει να αναλύσει τους παράγοντες που διαμορφώνουν την περιφερειακή στρατηγική του Ιράν, μετά την επανάσταση του 1979. Δηλαδή, τα αίτια, τις πολιτικές και τα μέσα υλοποίησης της στρατηγικής αυτής. Το κύριο ερώτημα που καλείται να απαντήσει το παρόν πόνημα είναι το εξής : είναι το Ιράν ένας ορθολογικός (rational) κρατικός δρών που με πραγματισμό (real-politic) αποσκοπεί στην επιβίωση του κράτους ή μήπως η συμπεριφορά του στις εξωτερικές υποθέσεις πλοηγείται με βάση υπερεθνικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά προτάγματα; Το συμπέρασμα της έρευνας είναι οτι το Ιράν αποτελεί έναν ορθολογικό δρών, που ακολουθεί μια ρεαλιστική πολιτική εθνικής ασφάλειας με σκοπό την επιβίωση του κράτους.
Η ανάλυση απαρτίζεται από τρία μέρη. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος θα επιχειρηθεί να αναλυθεί η ιρανική εξωτερική πολιτική εστιάζοντας στο ιστορικό υπόβαθρο σχηματισμού της κουλτούρας της, στους παράγοντες διαμορφώσεως της, καθώς και στο ιρανικό δίλημμα ασφαλείας. Το ιρανικό στρατιωτικό δόγμα, η λογική του και τα μέσα υλοποίησής του, θα αποτελέσουν το αντικείμενο ανάλυσης του δεύτερου μέρους. Τέλος, στο τρίτο μέρος θα αναλυθεί η στρατηγική σκέψη του Αγιατολάχ Χαμενεΐ, του Ανώτατου Πνευματικού Ηγέτη του Ιράν και βασικότερου παράγοντα στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την στρατηγική εθνικής ασφάλειας της χώρας.
Ιρανική Εξωτερική Πολιτική
Κουλτούρα Ιρανικής Εξωτερικής Πολιτικής
Η ιρανική κρατική οντότητα λειτουργεί, σε διάφορες μορφές, απρόσκοπτα από την ίδρυση της αυτοκρατορίας των Σαφαβίδων το 1501 από τον Ismail I ή Shah Ismail (1487-1524.) μέχρι και σήμερα. Από τότε, εκτός από την βρετανο-σοβιετική κατοχή μεταξύ 1941-1946, η χώρα δεν καταλήφθηκε ποτέ πλήρως ή αποικίστηκε από καμία ξένη δύναμη. Ωστόσο, τους τελευταίους τρείς αιώνες το Ιράν βιώνει μια σταθερή εξωτερική πίεση και παρεμβάσεις από τις περιβάλλουσες ανταγωνιστικές αυτοκρατορίες, όπως η Οθωμανική, η Ρωσική και η Βρετανική, που οδήγησαν σε σοβαρές απειλές για την εσωτερική σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα του.[1] Οι Ρώσοι εισέβαλαν δύο φορές τον 19ο αιώνα, αποσπώντας ιρανικά εδάφη στον Καύκασο, και μια τρίτη φορά ως Σοβιετική Ένωση (μαζί με τους Βρετανούς) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. [2] Η δε Μεγάλη Βρετανία, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε σοβαρή ανάμειξη στην εσωτερική πολιτική του Ιράν, προκαλώντας σοβαρές αντιδράσεις στο εσωτερικό του (1891-Εξέγερση του Καπνού). [3]
Κατά την περίοδο μετά τον Β’ ΠΠ, δύο ιστορικά γεγονότα διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ιρανική κουλτούρα ασφάλειας. Καταρχάς, το πραξικόπημα του 1953, που είχε υπαγορευθεί από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία εναντίον του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού του Ιράν Mohammad Mosaddegh (1882-1967), και υπέρ του αυτοκράτορα Shah Pahlavi, δημιουργώντας έτσι ένα ευρέως διαδεδομένο αίσθημα αποστροφής έως και εχθρότητας προς τις ΗΠΑ και τις αγγλοσαξωνικές δυνάμεις γενικότερα.[4] Δεύτερο και καθοριστικό γεγονός ήταν η επίθεση του Ιράκ κατά της νεοσυσταθείσας Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, η οποία υπήρξε προϊόν της λαϊκής επανάστασης του 1979 (στην πορεία έγινε Ισλαμική). Η επίθεση αυτή μετέτρεψε την υφιστάμενη αποστροφή και εχθρότητα προς τη Δύση σε βαθύ, ιλλιγιώδες χάσμα. Η στρατιωτική εισβολή του ιρακινού καθεστώτος του Saddam Hussein υποστηρίχθηκε πλήρως και σε κάθε επίπεδο από τις ΗΠΑ και αρκετούς δυτικούς, αλλά και άραβες συμμάχους.[5] Τα οκτώ χρόνια του πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ, εκτός από τις τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες, την επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση και τις γειτονικές αραβικές χώρες, είχαν και μια επιπρόσθετη συνέπεια. Δημιούργησαν ένα αίσθημα στρατηγικής απομόνωσης και την ανάγκη μιας συνεχούς επαγρύπνησης και στρατιωτικής εγρήγορσης.[6] Τα κίνητρα των ΗΠΑ στη στήριξη της ιρακινής στρατιωτικής εισβολής μπορούν να εξηγηθούν από γεωπολιτική, πραγματιστική σκοπιά. Από την αρχή της δεκαετίας του ΄70, η στόχευση της στρατηγικής των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο ήταν διττή . εν πρώτοις, να διασφαλίσουν την αδιάλειπτη πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές των πετρελαϊκών πόρων του Κόλπου . κατά δεύτερον, να εξασφαλίσουν την επιβίωση του ισραηλινού κράτους.[7] Αυτή η διπλή στρατηγική βασίστηκε στη λειτουργία του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας ως στρατιωτικών και οικονομικών κέντρων προβολής ισχύος των ΗΠΑ στην περιοχή, αποτρέποντας την επιρροή φιλο-σοβιετικών αραβικών καθεστώτων.[8] Η ιρανική επανάσταση του 1979 έθεσε τέλος στη στρατηγική των “δύο πυλώνων” των ΗΠΑ, αν και οι στρατηγικοί της στόχοι παρέμειναν επίκαιροι και υψηλής προτεραιότητας για την Ουάσιγκτον.[9] Μια πιθανή στρατιωτική ήττα του νεοπαγούς, τότε, ιρανικού καθεστώτος, πιθανόν να προκαλούσε και την πτώση του και την επιστροφή της Τεχεράνης στην πρότερη αρχιτεκτονική ασφαλείας των ΗΠΑ. Η επεμβατικότητα των μεγάλων δυνάμεων δημιούργησε ένα αίσθημα ανασφάλειας και πολιορκίας στις ιρανικές ελίτ.
Παράγοντες Διαμόρφωσης της Ιρανικής Εξωτερικής Πολιτικής
Το γεωπολιτικό περιβάλλον του Ιράν αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής του.[10] Σύμφωνα με το Στρατηγικό 20ετές Πρόγραμμα του Ιράν (2005-2025), “Το Ιράν είναι μια ανεπτυγμένη χώρα που κατατάσσεται πρώτη στην περιοχή οικονομικά, επιστημονικά και τεχνολογικά.“[11] Αυτή η δήλωση αποτυπώνει τις εκφρασμένες αντιλήψεις της ιρανικής ελίτ για τη θέση και το ρόλο της χώρας στην περιοχή. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδιασμού, περιλαμβάνονται η εσωτερική ειρήνη, η σταθερότητα, καθώς και η απουσία εχθρικής μεγάλης δύναμης στην περιφερειακή σφαίρα επιρροής του Ιράν. Έτσι, σύμφωνα με τους σχεδιαστές της εξωτερικής του πολιτικής, το Ιράν μπορεί να ευημερήσει και να ασκήσει επιρροή σε ένα φιλικό γεωπολιτικό περιβάλλον, όπου θα μπορεί να επιδιώκει την άσκηση του πολιτικού και οικονομικού ρόλου του.
Παρ’ όλα αυτά, η περιφερειακή γεωπολιτική αστάθεια απειλεί την υλοποίηση των στόχων αυτών. Μια αστάθεια που δεν έληξε μετά το τέλος του οκταετούς πολέμου με το Ιράκ. Η ένοπλη βία και αστάθεια στο Αφγανιστάν, ήδη απο τις αρχές του ΄90, εξέθεταν τα ανατολικά σύνορα του Ιράν σε απειλές όπως η τρομοκρατία, τα κύματα προσφύγων, τα δίκτυα διακινητών ανθρώπων και ναρκωτικών. Η ίδια κατάσταση υπήρχε στα δυτικά σύνορά του με το Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2003, η οποία δημιούργησε κενό εξουσίας, εμφύλιο πόλεμο και υποκίνηση της αντι-ιρανικής, αντι-σιιτικής ένοπλης βίας της Αλ-Κάιντα (Al Qaeda) και του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Επιπλέον, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τα κράτη του Περσικού Κόλπου, μαζί με την εχθρική ρητορική τους (Άξονας του Κακού), αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την εθνική κυριαρχία του Ιράν. Ακόμα, αυτό το ασταθές περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας εμπόδιζε την οικονομική εμπλοκή του Ιράν στις περιφερειακές και διεθνείς αγορές, και θέτει έως και σήμερα σοβαρά προσκόμματα στο Ιράν να αξιοποιήσει πλήρως τη ζωτική γεωγραφική του θέση, ώστε να αποτελέσει την κρίσιμη εμπορική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας, μέσω του κινεζικού “Δρόμου του Μεταξιού” (BRI),[12] αλλά και άλλων, νέων, γεωοικονομικών διαδρόμων. Συνεπώς, η περιφερειακή ανασφάλεια, περιορίζει το στρατηγικό βάθος του και εκλαμβάνεται ως σοβαρό εμπόδιο και κίνδυνος για τα ιρανικά εθνικά συμφέροντα . Την ανασφάλεια αυτήν οξύνει ο πάνω από σαράντα χρόνια αποκλεισμός του Ιράν από τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά, εμπορικά, βιομηχανικά, τεχνολογικά κέντρα, μέσω ενός ασφυκτικού πλέγματος επιβαλλόμενων κυρώσεων από τις ΗΠΑ.
Ένας άλλος βασικός παράγοντας είναι η ταυτότητα του ιρανικού κράτους, η οποία έχει σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής.[13] Η ιρανική κρατική ταυτότητα είναι τρισδιάστατη και αποτελείται από τον ιρανισμό, τον σιιτισμό και τον ισλαμισμό και συμβάλλει τόσο στη διαχείριση των απειλών κατά της ασφάλειας όσο και στην περιφερειακή προβολή της ήπιας και σκληρής ισχύος του Ιράν. Ο ιρανισμός αναφέρεται όχι μόνο στους κατοίκους του σύγχρονου Ιράν, αλλά και στους πληθυσμούς που έχουν πολιτιστικούς, γλωσσικούς και ιστορικούς δεσμούς με το Ιράν στη διάρκεια της ιστορίας.[14] Έτσι, ο ιρανισμός παρέχει στους σχεδιαστές της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής ευκαιρίες να επεκτείνουν την επιρροή τους στα κράτη της Κεντρικής Ασίας (Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Τουρκμενιστάν), σύμφωνα με τον Δρ. Hassan Beheshtipour του Ινστιτούτου Ιραν-Ευρασιατικών Μελετών (IRAS).[15] Επιπλέον, σύμφωνα με τον Abolhassan-Shirazi, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Azad University της Τεχεράνης, το Ιράν προσπάθησε να “πει σε αυτούς τους ανθρώπους [μετα-σοβιετικά έθνη στην Κεντρική Ασία] ότι έχουμε πολλές ομοιότητες, η κουλτούρα είναι μία από αυτές, η θρησκεία, η ιστορία και η γλώσσα είναι άλλες“.[16] Ακόμα, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Τατζικιστάν, στις 10 Σεπτεμβρίου 2014, ο ιρανός πρόεδρος Rouhani δήλωσε ότι “η ιστορία των δύο χωρών μας, δένει τους λαούς μας και, αν και είμαστε ανεξάρτητες χώρες, οι εθνικές μας κοινότητες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους.”[17] Αυτό απεικονίζει τη σημασία του ιρανισμού ως εργαλείου για την εκπλήρωση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής. Ο ιρανισμός επιτρέπει στο Ιράν να επεκτείνει την επιρροή του σε χώρες που δεν είναι μουσουλμανικές και να εξυπηρετήσει τα εθνικά του συμφέροντα. Η ισχυρή σχέση του με τη χριστιανική Αρμενία, με την οποία έχει κοινούς ιστορικούς δεσμούς, του επιτρέπει να ελέγχει τον αζερικό εθνικισμό του Μπακού, στρατηγικού εταίρου του Ισραήλ και της Τουρκίας στην περιοχή, καθώς και την επιρροή του ανάμεσα στους αζερικής καταγωγής ιρανούς.[18] Επιπλέον, η ιρανική επιρροή στο Καύκασο, μέσω Αρμενίας, παρέχει στο Ιράν ένα “στρατηγικό δεσμό με τη Ρωσία,”[19] και τη δυνατότητα να αυξήσει την επιρροή του στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Στην πρόσφατη Αρμενο-Αζερική ανατιπαράθεση, η φιλο-Αρμενική στάση του Ιράν ήταν απόρροια της παραπάνω αντίληψης.
Ο στρατηγός των Quds Forces, Κασσεμ Σολειμάνι, διευθύνει τις Ιρακινες σιιτικες πολιτοφυλακές εναντίον του Ισλαμικού Κράτους.
Η σιιτική ταυτότητα ή σιιτισμός ως μέσο εξωτερικής πολιτικής παρέχει επίσης, εργαλεία ενισχύσεως της περιφεριακής ασφαλείας του Ιράν. Οι Nukhet Sandal και Jonathan Fox, αναφερόμενοι στα ιερά προσκυνήματα των σιιτών στην περιοχή, υποστηρίζουν ότι “οι ιερές τοποθεσίες αποτελούν σημαντική πηγή κύρους, εξουσίας και νομιμότητας“.[20] Το Ιράν λοιπόν, το οποίο προβάλλει τον εαυτό του ως τον προστάτη του δόγματος του σιιτισμού και των σιιτών στην περιοχή, μπορεί να αυξήσει την περιφερειακή του επιρροή και τα συνεπαγόμενα οφέλη. Η προστασία των ιερών τόπων του σιιτισμού στο Ιράκ και τη Συρία χρησιμοποιήθηκε από το Ιράν ως αιτιολογία – απευθυνόμενη και προς το εσωτερικό του και προς τους σιιτικούς πληθυσμούς, από το Αφγανιστάν έως τον Λίβανο- για την ιρανική εμπλοκή στις χώρες αυτές, τόσο κατά την έναρξη του Συριακού Εμφύλιου Πολέμου, όσο και μετά την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία. Το Ιράκ φιλοξενεί τους τάφους των πνευματικών ιδρυτών του σιιτισμού, του Ιμάμ Αλί και του Ιμάμ Χουσεΐν, γαμπρού και εγγονού του Προφήτη Μωχάμεντ αντίστοιχα, στις ιρακινές πόλεις Νατζάφ (Najaf) και Καρμπάλα (Karbala). Οι τοποθεσίες αυτές διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην πίστη και τον ψυχισμό των απανταχού, σιιτών σήμερα,[21] ιδιαίτερα η Καρμπάλα όπου έγινε η μάχη του 680 μ.X. και όπου ο Ιμάμ Χουσεΐν και οι σύντροφοί του μαρτύρησαν νικημένοι από τον Χαλίφη Γιαζίντ. Επιπλέον, στη Δαμασκό βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Sayyeda Zainab, όπου βρίσκεται ο τάφος της αδελφής του Ιμάμ Χουσεΐν, της Ζαΐναμπ, η οποία ακολούθησε τον Χουσεΐν στην Καρμπάλα και επίσης μαρτύρησε από τον Γιαζίντ. Η Ζαΐναμπ θεωρείται από τους σιίτες ως αγία.[22] Ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ υποστήριξε την σιιτική στρατιωτική κινητοποίηση υπέρ του συριακού καθεστώτος ενάντια στους αντι-καθεστωτικούς, σουνίτες σύριους αντάρτες, υπό το πρόσχημα της προστασίας του Ιερού Ναού της Ζαΐναμπ από τους σουνίτες/ουχαμπίτες εξτρεμιστές μαχητές.[23] Επιπλέον, ως αντίμετρο στην γρήγορη προέλαση του Ισλαμικού Κράτους, και υπό τον κίνδυνο κατάρρευσης της ιρακινής, σιιτικής, κυβέρνησης το 2014, η ιρανική κυβέρνηση “ανακοίνωσε ότι η ‘πτώση’ της Καρμπάλα ή της Νατζάφ θα προκαλέσει την άμεση παρέμβασή της“.[24] Έτσι, το Ιράν δικαιολόγησε την προστασία των στρατηγικών του συμφερόντων στην περιοχή με θρησκευτικούς-ιδεολογικούς όρους, καθώς έτσι τα εξυπηρετούσε πιο αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με τον Αγιατολάχ Χαμενεΐ, η ισλαμική ταυτότητα, μέσω της αυτοπροβολής του Ιράν ως προστάτη των απανταχού αδικημένων μουσουλμάνων, προσφέρει στους σιίτες ιρανούς την ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους, διεισδύοντας στην αραβική, κυρίως σουνιτική, μουσουλμανική πλειοψηφία στην περιοχή.[25] Το Ιράν αντιμετωπίζει τις απειλές κατά της ασφάλειάς του και των περιφερειακών γεωπολιτικών του συμφερόντων μέσω του Άξονα της Αντίστασης, ενός πολιτικού και (παρα)στρατιωτικού δικτύου σιιτικών, αλλά και σουνιτικών, κρατικών και μη κρατικών φορέων. Η Τεχεράνη εξοπλίζει, εκπαιδεύει, σχεδιάζει και καθοδηγεί επιχειρησιακά τις φιλο-ιρανικές πολιτοφυλακές κατά των απειλών της εθνικής της ασφάλειας, όπως ήταν οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’90, οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ μετά το 2003, οι αντικαθεστωτικοί κατά τον Συριακό Εμφύλιο (2011-παρόν) και οι Σαουδάραβικες/Εμιρατινές δυνάμεις κατά τον Eμφύλιο Πόλεμο (2014-παρόν) στην Υεμένη. Το αφήγημα της προστασίας των δικαίων των μουσουλμάνων και των Ιερών Τόπων του Ισλάμ από Νατοϊκές, Ισραηλινές δυνάμεις, αλλά και από φιλοδυτικές αραβικές ηγεσίες, είναι ένας κομβικός παράγοντας κινητοποίησης δεκάδων χιλιάδων φιλοϊρανών παραστρατιωτικών μαχητών. Επιπλέον, η πολιτική επιρροή στα κράτη και τις περιοχές που αποτελούν τον Άξονα της Αντίστασης (Ιράκ, Συρία, Λίβανος, Υεμένη, Κατεχόμενη Παλαιστίνη) δημιουργεί γεωπολιτικό στρατηγικό βάθος για την Τεχεράνη, προσφέροντάς της πρόσβαση από το βόρειο Αφγανιστάν (Κοιλάδα του Παντσίρ) έως τη Μεσόγειο Θάλασσα και τους λιμένες του Λιβάνου και της Συρίας,[26] καθώς και ερείσματα στα στρατηγικής σημασίας, για το διεθνές εμπόριο και ναυσιπλοΐα, Στενά του Bab al-Mandab, τα οποία ενώνουν τον Κόλπο του Άντεν με την Ερυθρά Θάλασσα.[27] Επιπλέον, η ιρανική υποστήριξη προς το παλαιστινιακό ζήτημα, είτε μέσω της στρατιωτικής βοήθειας στη Χαμάς και σε άλλες παλαιστινιακές παραστρατιωτικές οργανώσεις, είτε μέσω της φιλο-παλαιστινιακής και αντι-ισραηλινής ρητορικής, αποτελεί χαρακτηριστικό και κομβικό στοιχείο της στρατηγικής αυτής.[28] Η φιλο-παλαιστινιακή αυτή στάση, εκτός από την αύξηση της επιρροής μεταξύ των σουνιτών μουσουλμάνων, στοχεύει στην αύξηση της πίεσης προς τους περιφερειακούς και διεθνείς βασικούς ανταγωνιστές της, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, αλλά και τα αραβικά σουνιτικά κράτη. Η Τεχεράνη γνωρίζει καλά ότι η αποσταθεροποίηση του Ισραήλ ασκεί έντονη πίεση στα κέντρα λήψεως αποφάσεων εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Επιπλέον, προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο, να αντικρούσει τις κατηγορίες των αντιπάλων της στην περιοχή, ότι προωθεί μια σεκταριστική σιιτική ατζέντα (Σιιτικό Τόξο),[29] εκθέτοντας ταυτόχρονα τις σουνιτικές αραβικές ηγεσίες στα μάτια της αραβικής κοινής γνώμης ως αδιάφορες για τα δίκαια των Παλαιστινίων και των Ιερών για το Ισλάμ Προσκυνημάτων, που βρίσκονται εκεί (π.χ. τέμενος Al-Aqsa), καθώς και ως υποτελείς στον δυτικό παράγοντα. Έτσι, υιοθετώντας για τον εαυτό της το ρόλο του προστάτη των Παλαιστινίων και των εκεί Ιερών Προσκυνημάτων, προβάλλεται ως ο υπερασπιστής των δικαιωμάτων των κατατρεγμένων στην περιοχή, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το ηγετικό περιφερειακό της προφίλ και την επιρροή της στις αραβοσουνιτικές κοινωνίες της περιοχής, διαρρηγνύοντας ταυτόχρονα την επιβαλλόμενη, από τους αντιπάλους της, περιφερειακή απομόνωση.
Ιρανικό Δίλημμα Ασφαλείας
Μια άλλη παράμετρος διαμόρφωσης της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής που πρέπει να εξεταστεί είναι το ιρανικό δίλημμα ασφαλείας και ποια είναι η επιρροή του στον σχεδιασμό της. Σύμφωνα με τους John Herz και Robert Jervis, δύο μελετητές της νεορεαλιστικής θεωρίας διεθνών σχέσεων, “η προσπάθεια ενός κράτους να αυξήσει τη δική του ασφάλεια λόγω της αναρχικής φύσης του διεθνούς συστήματος, μπορεί ακούσια να απειλήσει άλλα κράτη και να τα καθιστά λιγότερο ασφαλή, προκαλώντας τα έτσι να αυξήσουν τη δύναμή τους.”[30] Ακόμα, ο Jervis υποστηρίζει ότι “πολλά από τα μέσα με τα οποία ένα κράτος προσπαθεί να αυξήσει την ασφάλειά του μειώνουν την ασφάλεια των άλλων,“[31] ή ότι “η αύξηση της ασφάλειας ενός κράτους μειώνει την ασφάλεια των άλλων.”[32] Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι οι “δομικοί καθοριστικοί παράγοντες“, όπως η γεωγραφία και η τεχνολογία, μπορούν να βελτιώσουν ή να επιδεινώσουν το δίλημμα ασφαλείας.[33] Τέλος, ο Jervis και άλλοι νεορεαλιστές (κυρίως του αμυντικού ρεαλισμού) θεωρούν την “αύξηση του κόστους από τη μη συνεργασία” ως μέτρο για τη διαχείριση του διλήμματος ασφαλείας.[34]
Οι ιρανικές πολιτικές ελίτ βίωναν ένα αίσθημα γεωπολιτικής ανασφάλειας και πολιορκίας από εχθρικές χώρες,[35] αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει σχετική βελτίωση αυτής της κατάστασης. Η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Ιράν στη Συρία,[36] καθώς και η διπλωματική υποστήριξη της Μόσχας με την απόρριψη ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά του Ιράν, αποτελούν ενδείξεις αυτών των βελτιώσεων.[37] Επιπλέον, η αναβάθμιση των σχέσεων με την Κίνα, όπως η συμφωνία του 2021,[38] αλλά και με τη Ρωσία σε διάφορα επίπεδα, ιδιαιτέρως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αποτελούν τμήμα αυτής της βελτιώσεως των όρων γεωπολιτικής ασφάλειας. Τέλος, η ιρανική ένταξη στον ευρασιανικό Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης (SCO),[39] αλλά και η πρόσκληση από τα BRICS,[40] αποτελούν θετικά βήματα στην προσπάθεια του Ιράν να εξέλθει από τον διεθνή οικονομικό αποκλεισμό.[41]
Παρ’όλα αυτά, το Ιράν παραμένει στρατηγικά απομονωμένο, καθώς δεν είναι πλήρες μέλος καμίας στρατιωτικής ή πολιτικής συμμαχίας.[42] Επιπλέον, πέραν των ΗΠΑ και του Ισραήλ, οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου ακολουθούν επίσης μια στρατηγική αποκλεισμού και περιορισμού της επιρροής της Τεχεράνης στην περιοχή.[43] Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, οι χώρες του Κόλπου έχουν αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις τους σε πολιτικές εξοπλισμών,[44] διευρύνοντας το στρατιωτικό τεχνολογικό χάσμα με το Ιράν, το οποίο είναι αποκλεισμένο από τις διεθνείς αγορές όπλων,[45] αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αρχίσει να προκαλεί μερική άρση αυτού του αποκλεισμού.[46] Επιπλέον, σύμφωνα με τον Jacob L. Haim, τα εκτεταμένα θαλάσσια και επίγεια σύνορα του Ιράν βρίσκονται υπό τον κίνδυνο 422 εχθρικών στρατιωτικών αεροδρομίων που ανήκουν στο ΝΑΤΟ, το Ισραήλ και τα αραβικά κράτη του Κόλπου .[47]
Μια επιπλέον απειλή για την ασφάλεια του Ιράν είναι οι επιβληθείσες από τις ΗΠΑ κυρώσεις, οι οποίες πλήττουν την ιρανική οικονομία . Οι κυρώσεις αυτές προκάλεσαν τη μείωση των εξαγωγών πετρελαίου από 2,5 εκατομμύρια βαρέλια τον χειμώνα του 2011 σε 1,5 εκατομμύρια την άνοιξη του 2013.[48] Το 50-60% εσόδων της Τεχεράνης προέρχεται από τις εξαγωγές πετρελαίου, η αξία των οποίων μειώθηκε από 95 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011 σε 69 δισεκατομμύρια το 2012 ακριβώς λόγω της επιβολής των κυρώσεων.[49] Toν Απρίλιο του 2015, ο υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ, Jacob Lew, υπολόγισε το κόστος τον κυρώσεων για τα έτη 2012-2015 σε 160 δισεκατομύρια δολάρια,[50] ενώ ο πρώην υπουργός εξωτερικών του Ιράν Mohammad Javad Zarif δήλωσε το 2021, οτι το συνολικό κόστος των κυρώσεων ανέρχεται σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.[51] Η ιρανική ηγεσία θεωρεί ότι η Σαουδική Αραβία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, καθώς και στην επιβολή των κυρώσεων.[52] Σύμφωνα με τον Mahmood Monshipouri, ο λόγος για την συμπεριφορά των Σαουδαράβων είναι η αντίληψη ότι μια βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν θα γινόταν εις βάρος της περιφερειακής επιρροής,[53] και των οικονομικών προοπτικών του Ριάντ.[54] Οι πρόσφατες συμφωνίες εξομάλυνσης των σχέσεων των αραβικών μοναρχιών του Περσικού Κόλπου με το Ισραήλ, γνωστές και ως συμφωνίες του Αβραάμ, και η προοπτική αποκλεισμού της Τεχεράνης από μια νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας, εντείνουν το αίσθημα απειλής και απομόνωσης του Ιράν, οξύνοντας έτσι το δίλημμα ασφαλείας του.
Ιρανικοί βαλλιστικοί πύραυλοι
Ιρανικό Στρατιωτικό δόγμα
Σύμφωνα με τον NATO, ο όρος «στρατιωτικό δόγμα» προσδιορίζεται ως “οι βασικές αρχές με τις οποίες οι στρατιωτικές δυνάμεις καθοδηγούν τις ενέργειές τους για την υποστήριξη των στόχων.” [55] Ακολουθώντας αυτήν την ερμηνεία, το ιρανικό στρατιωτικό δόγμα θα αναλυθεί απαντώντας σε τρία ερωτήματα. Ποια ήταν τα κίνητρα που οδήγησαν στην υιοθέτηση του; Ποιες είναι οι αρχές και οι στόχοι του; Ποια είναι τα μέσα για την εφαρμογή του;
Προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί η λογική πίσω από το ιρανικό στρατιωτικό δόγμα, πρέπει να λάβουμε υπ’όψιν μας, τρεις καθοριστικούς παράγοντες: α) τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-88), β) την εχθρότητα των ΗΠΑ, Ισραήλ και των περιφερειακών αραβικών συμμάχων τους (κυρίως της Σαουδικής Αραβίας), γ) την ανισορροπία σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και δαπάνες. Οι καταστροφικές επιπτώσεις του οκταετούς πολέμου με το Ιράκ είχαν βαθιά επιρροή στη διαμόρφωση των στρατηγικών αντιλήψεων ασφάλειας της ιρανικής ηγεσίας. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ, ο μεγαλύτερος συμβατικός πόλεμος από τον Πόλεμο της Κορέας, κόστισε περίπου μισό εκατομμύριο ζωές, περίπου ένα εκατομμύριο τραυματίες και ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, με μηδενικά αποτελέσματα για τους δύο συμμετέχοντες.[56] Σύμφωνα με τον Brucel Riedel, πρώην Ανώτατο Διευθυντή για Θέματα της Εγγύς Ανατολής στο Εθνικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, αυτός ο πόλεμος θεωρήθηκε ότι επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ κατά του Ιράν, δημιουργώντας βαθιά καχυποψία έναντι της Ουάσινγκτον στον Αγιατολαχ Χαμενεΐ και γενικότερα στις ιρανικές πολιτικές ελίτ.[57] Η εισβολή του Ιράκ και η υποστήριξη των δυτικών (και αραβικών συμμαχικών) κρατών στον Saddam Hussein στα αρχικά στάδια της Ιρανικής Επανάστασης διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στον προσδιορισμό του εθνικού στρατιωτικού δόγματος της Τεχεράνης.[58] Επιπλέον, η παρουσία στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στα ιρανικά σύνορα, η υποστήριξη των κρατών-μελών του NATO προς τα ανταγωνιστικά αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου (GCC),[59] τα αντι-ιρανικά και αντι-σιιτικά, παραστρατιωτικά δίκτυα, όπως της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, τα οποία υποστηρίζονται από την Σαουδική Αραβία,[60] αποτελούν κρίσιμους παράγοντες της διαμόρφωσης του ιρανικού στρατιωτικού δόγματος. Ακόμα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), το 2016, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας ήταν 87 δισεκατομμύρια δολάρια, στην τρίτη θέση παγκοσμίως.[61] Το ίδιο έτος, οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Ισραήλ ήταν αντίστοιχα 22,8 και 16,1 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ ο στρατιωτικός προϋπολογισμός του Ιράν ανερχόταν μόλις σε 10,3 δισεκατομμύρια δολάρια.[62] Επιπλέον, μεταξύ των ετών 2006 και 2015, η Σαουδική Αραβία αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες της κατά 97%, ενώ οι της IRI μειώθηκαν κατά 30%, σύμφωνα με την ίδια έκθεση.[63] Το αρνητικό εξοπλιστικό ισοζυγίο, μεταξύ του Ιράν και των ανταγωνιστών του, μας παρέχει μια εξήγηση για την ιρανική στρατιωτική προσέγγιση.
Σύμφωνα με τον ιρανό πρόεδρο Hassan Rouhani, η ενεργή αποτροπή (active deterrence) αποτελεί το κύριο στρατιωτικό δόγμα του Ιράν.[64] Ο Khamenei απλώς ακολουθεί την αντίληψη του ιδρυτή της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν Αγιατολάχ Χομεϊνί, για την καθιέρωση μιας στρατιωτικής ισχύος που θα “αποτρέπει τους εχθρούς ακόμη και από την σκέψη να εισβάλουν στη χώρα.”[65] Η ενεργή ή δυναμική αποτροπή, σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Thomas Schelling, είναι “η αποτροπή όπου η απειλή επικοινωνείται μέσω σταδιακής εκπλήρωσης” και η οποία “καθιστά μια ‘επιτυχημένη’ κατάκτηση αρκούντως δαπανηρή ώστε να αποτρέψει την επανάληψή της από τον ίδιο αντίπαλο ή οποιονδήποτε άλλο,” εάν ο εχθρός δεν απωθηθεί.[66] Η ενεργή αποτροπή μπορεί να εφαρμοστεί μέσω της διαδικασίας της κυριαρχίας επί της κλιμάκωσης (escalation dominance). H κυριαρχία επί της κλιμάκωσης, είναι η “κατάσταση στην οποία ένα εμπόλεμο μέρος έχει την ικανότητα να κλιμακώσει μια σύγκρουση με τρόπους που θα είναι μειονεκτικοί ή δαπανηροί για τον αντίπαλο, ενώ ο αντίπαλος αδυνατεί να απαντήσει ανάλογα.”[67] Η κυριαρχία επί της κλιμάκωσης μπορεί να εφαρμοστεί με την “καλλιέργεια ασυμμετριών στις οποίες ο εχθρός δεν μπορεί να ανταποκριθεί με τον ίδιο τρόπο σε μια πράξη κλιμάκωσης,” όπου “ο αντίπαλος δεν μπορεί να ανταποκριθεί συμμετρικά, δημιουργώντας ένα δίλημμα κλιμάκωσης για τον αντίπαλο στη μορφή μιας επιλογής, μεταξύ του να μην αντιμετωπίσει την (εχθρική) κλιμάκωση ή να περάσει στην κατακόρυφη / δυσανάλογη κλιμάκωση, με όλους τους κινδύνους και το κόστος της πράξης αυτής.”[68]
Η ιρανική στρατηγική αποτροπής έχει πέντε βασικές “κόκκινες γραμμές” σύμφωνα με τον Michael Eisenstadt, διευθυντή του Προγράμματος Στρατιωτικών και Ασφαλείας του Ινστιτούτου της Ουάσινγκτον. Αυτές είναι: Ι) απευθείας στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν, II) διατάραξη της ικανότητας εξαγωγής υδρογονανθράκων του, III) αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας του, IV) απειλή για αλλαγή του καθεστώτος και V) επαναφορά των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ.[69] Αντιστοίχως, το στρατιωτικό δόγμα έχει διαμορφώσει τις αρχές του για να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις της στρατηγικής αποτροπής. Η χρήση ενός δικτύου αντιπροσώπων συμμάχων (proxies), η στρατηγική υπομονή, η ανταποδοτικότητα και αναλογικότητα στη χρήση βίας, οι ψυχολογικές επιχειρήσεις, η τακτική προσαρμοστικότητα και η προσέγγιση “διαίρει και βασίλευε” έναντι εχθρικών συμμαχιών, είναι μερικές από τις κύριες αρχές της ιρανικής στρατηγικής.[70] Σύμφωνα με τον Afshon Ostovar, έναν ακαδημαϊκό ειδικό σε θέματα ιρανικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, το δίκτυο των proxies συμμάχων είναι ζωτικό για τη στρατηγική αποτροπής της Ιρανικής Δημοκρατίας, διότι είναι το μοναδικό εργαλείο για την ενεργή αντιμετώπιση των αντιπάλων της επί του στρατιωτικού πεδίου, εν αντιθέσει με τους βαλλιστικούς πυραύλους και τον κυβερνοπόλεμο.[71] Το Ιράν έχει επιλέξει να ακολουθεί μια έμμεση, ανορθόδοξη, «Φάβια»”[72] στρατηγική φθοράς (attrition),[73] αντί για την «Κλαουζεβίτσια» προσέγγιση της αποφασιστικής και άμεσης σύγκρουσης.[74] Οι ιθύνοντες λήψεως αποφάσεων για την εθνική ασφάλεια του Iράν επιδιώκουν την υλοποίηση των στόχων τους μέσω μιας στρατηγικής, χαμηλής έντασης, φθοράς και βαθμιαίας προόδου όπου μέσω της επίτευξης μικρών τακτικών νικών οδηγούνται σταδιακά σε στρατηγικές επιτυχίες.[75]
Χάρτης Ιρανικού Άξονα της αντίστασης
Άξονας της Αντίστασης
Κομβικό ρόλο στο ιρανικό στρατιωτικό δόγμα και στην υλοποίηση των στόχων περιφερειακής στρατηγικής ασφάλειας, διαδραματίζει ο Άξονας της Αντίστασης. Πρόκειται για ένα δίκτυο φιλοϊρανικών παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών- proxies, που επιχειρούν στρατιωτικά εκτός συνόρων, υπό την καθοδήγηση του Σώματος Ιρανών Επαναστατικών Φρουρών-IRGC.[76] Oι Φρουροί της Επανάστασης παίζουν κομβικό ρόλο στην εφαρμογή της ιρανικής ενεργής αποτρεπτικής στρατηγικής. Σύμφωνα με τον J. Matthew Mclnnis, το Ιράν μέσω των Επαναστατικών Φρουρών ακολουθεί μια διπλή, ανταποδοτική και παθητική, προσέγγιση της αποτροπής.[77] Η ανταποδοτική προσέγγιση της αποτροπής χρησιμοποιεί τους συμμάχους του για να προκαλέσει φόβο και ζημιά στους στρατιωτικά ισχυρότερους αντιπάλους του, προκειμένου να τους αποτρέψει από μια άμεση επίθεση κατά του Ιράν. Με άλλα λόγια, το Ιράν ισορροπεί την στρατιωτική του μειονεξία με τα πλεονεκτήματα του ασύμμετρου πολέμου σε περιφερειακό αλλά, ενίοτε, και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα, με την παθητική προσέγγιση της αποτροπής, το Ιράν αποτρέπει την ξένη παρέμβαση λόγω καθεαυτής της παρουσίας των proxies συμμάχων του σε κράτη, όπως η Συρία, το Ιράκ, η Υεμένη και ο Λίβανος. Σύμφωνα με τον Kenneth Waltz, δημιουργό της θεωρίας του Νεορεαλισμού, η δημιουργία συμμαχιών μπορεί να συμβάλει θετικά στην αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος (balance of power) ενός κράτους,[78] συνεπώς ο Άξονας της Αντίστασης, αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια των ιρανών διαμορφωτών στρατηγικής ασφαλείας, ώστε να επιτύχουν μια σχετική ισορροπία ισχύος στην περιοχή, παρά το ελλειματικό εξοπλιστικό ισοζύγιο.
Κουρδικές πολιτοφυλακές εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Κασέμ Σολειμάνι.
Οι Φρουροί της Επανάστασης και το παραστρατιωτικό δίκτυο τους, θεωρούνται ένας από τους ισχυρότερους στρατιωτικούς παράγοντες στις περιφερειακές συγκρούσεις, αποτρέποντας τους αντιπάλους του Ιράν και ενισχύοντας την πολιτική επιρροή του ταυτόχρονα.[79] Σύμφωνα με τον A. Ostovar, η ελίτ μονάδα των Επαναστατικών Φρουρών, οι Δυνάμεις Κούντς (Al Quds Forces),[80] οι οποίες διαχειρίζονται αυτήν τη στρατηγική πολέμου διά αντιπροσώπων, “έχουν γίνει πυλώνας της στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής του Ιράν.”[81] Επιπλέον, εκτός από την αποτελεσματικότητά της, η τραυματική εμπειρία από τις υψηλές ανθρώπινες απώλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ συνέβαλε στην δημιουργία του Άξονα της Αντίστασης ως εργαλείο προβολής ισχύος.[82] Ο Άξονας της Αντίστασης δίνει τη δυνατότητα στο Ιράν να επιτυγχάνει στρατιωτική προβολή ισχύος, όπου το απαιτούν τα συμφέροντα του, ενώ ταυτόχρονα να αποφύγει την άμεση, συμβατική, στρατιωτική σύγκρουση, και τις όποιες νομικές και διπλωματικές συνέπειες από μια απροκάλυπτη στρατιωτική εμπλοκή.[83]
Ο πρώην προέδρος των ΗΠΑ και αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων κατά τον Β΄ ΠΠ, ο Dwight D. Eisenhower, είχε δηλώσει ότι η διεξαγωγή ενός πολέμου διά αντιπροσώπων, είναι “η φθηνότερη ασφάλεια στον κόσμο.”[84] Στο ίδιο μήκος κύματος, η ιρανική ελίτ, υιοθετώντας μια στρατηγική εμπλοκής χαμηλού κόστούς (low cost engagement) έχει καταφέρει να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους, με σχετικά περιορισμένο κόστος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Συρία, η οποία παίζει κομβικό ρολό στην ιρανική περιφερειακή στρατηγική.[85] Σύμφωνα με τον Heshmatollah Falahatpisheh, πρώην πρόεδρο της Επιτροπής Εθνικής Ασφαλείας στο Ιρανικό Κοινοβούλιο, μεταξύ των ετών 2011 και 2019, το Ιράν δαπάνησε περίπου 20-30 δισεκατομμύρια δολάρια στη Συρία.[86] Αντίθετα, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η Σαουδική Αραβία δαπάνησε περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο τα πρώτα τρία χρόνια του πολέμου στην Υεμένη.[87] Επιπλεόν, το Ιράν φαίνεται να ενέπλεξε στον υπερδεκαετή συριακό εμφύλιο περί τις 40.000 με 60.000 φιλοϊρανούς παραστρατιωτικούς και μόλις 8,000 ιρανούς στρατιώτες.[88] Ο αριθμός των ιρανών νεκρών στρατιωτών έφτασε στις 2.300, έως το 2019.[89] Πρόκειται για κλάσμα, σε σχέση με τις απώλειες που θα είχε το Ιράν, σε περίπτωση μαζικής, συμβατικής, στρατιωτικής εμπλοκής.
Ο Άξονας της Αντίστασης δεν περιορίζεται μόνο σε στρατιωτική δραστηριότητα, για την προώθηση των Ιρανικών συμφερόντων στην περιοχή. Μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων κοινωνικής, θρησκευτικής αλλά και επιχειρηματικής φύσεως, επιχειρεί, όχι απλά να κάνει ανεκτή την παρουσία του στον ντόπιο πληθυσμό, αλλά και να δημιουργήσει ερείσματα και ένα δίκτυο συμμαχιών στις τοπικές κοινωνίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής, είναι η μη στρατιωτική δραστηριότητα της Χεζμπολάχ στην αντολική Συρία. Η Χεζμπολάχ αγοράζει συστηματικά, κατεστραμμένα ακίνητα, αλλά και αγροτεμάχια στις περιοχές του Al-Qusayr στην περιοχή της πόλης Χόμς, μόλις 15 χιλιόμετρα από την λιβανέζικη μεθόριο, και στην περιοχή που βρίσκεται το σιιτικό ιερό μαυσωλείο της Sayyidah Zaynab, νοτιοανατολικά της Δαμασκού.[90] Επιπλέον, η Χεζμπολάχ έχει φροντίσει να επαναπατρίσει σύρους πρόσφυγες στις περιοχές που ελέγχει. Παρ’ όλο που πριμοδοτεί την επιστροφή σιιτικών και χριστιανικών πληθυσμών, δεν αποκλείει τους σουνίτες κάνοντας όμως ελέγχους ασφαλείας ως πρός την νομιμότητα τους στο καθεστώς Άσαντ.[91] Επίσης προωθεί τη συμφιλίωση μεταξύ σουνιτών και σιιτών, με διάφορους τρόπους. Μέσα από ένα δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας και παροχών, αλλά και προστασίας από αντεκδικήσεις. Για παράδειγμα, στην πόλη Daraa, η Χεζμπολάχ κατάφερε να στρατολογήσει 3000 σουνίτες στις τάξεις της, εξαιτίας του αντίκτυπου που είχε το κοινωνικό της έργο στους χειμαζόμενους πληθυσμούς της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα φέρνει πιο κοντά τους σουνίτες στο σιιτικό δόγμα.[92] Η γεφύρωση του θρησκευτικού χάσματος μεταξύ σουνιτών και σιιτών στην Συρία, στην οποία συμμετέχουν ενεργά και Ιρανοί, είναι μια άλλη συμφιλιωτική προσέγγιση. Έτσι προσπαθούν να «αδελφοποιήσουν» σιιίτες και σουνίτες τοπικών φυλών μέσα από τη διαδικασία του Ahl al-Bayt (οι άνθρωποι του οίκου). Ο όρος Ahl al-Bayt, αναφέρεται στους βιολογικούς απογόνους του Προφήτη Μωάμεθ. Έτσι οι ιρανοί, μέσω της ιχνηλάτησης των απογόνων του γενεαλογικού δέντρου του Μωάμεθ, προσπαθούν να συνδέσουν σιιτικές και σουνιτικές τοπικές φατρίες, με όχημα την αναζήτηση κοινών προγόνων που συνδέονται με τον οίκο του Μωάμεθ.[93] Με αυτό τον τρόπο διεμβολίζουν τα υπάρχοντα διαχωριστικά πλαίσια, χτίζοντας νέα κοινωνικά δίκτυα φιλικότερα προς την παρουσία τους εκεί. Το Ιράν με αυτό τον τρόπο επιχειρεί, πέρα από τον στρατιωτικό έλεγχο, να επιτύχει κοινωνική ειρήνη, αλλά και το χτίσιμο κοινωνικο-θρησκευτικών δεσμών με τους γηγενείς πληθυσμούς, ενισχύοντας έτσι την ασφάλεια των στρατηγικών χερσαίων οδών μεταξύ Συρίας και Λιβάνου.[94] Έτσι εξασφαλίζεται, τόσο η ενίσχυση του πιο ζωτικού βραχίονα του Άξονα της Αντίστασης, δηλ.της Χεζμπολάχ, όσο και τα ζωτικά ιρανικά στρατηγικά συμφέροντα στις ακτές του Λεβάντε.
Αγιατολαχ Χαμενεΐ, Χασάν Νασράλαχ (Χεζμπολαχ), Κασσέμ Σολειμανί.
Η Στρατηγική Αντίληψη του Αγιατολάχ Χαμενεΐ
Η υβριδική φύση και η δομή του πολιτικού συστήματος της Ιρανικής Δημοκρατίας απαιτεί μια διαφορετική ανάλυση που σχετίζεται με την κατανόηση της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας. Σε αντίθεση με τα δυτικά θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων για την εθνική ασφάλεια, στο ιρανικό σύστημα εξουσίας ο ρόλος του προέδρου ή του κοινοβουλίου είναι περιορισμένος. Ο θεσμός του Ανώτερου Πνευματικού Ηγέτη αποτελεί τον υψηλότερο θεσμό λήψεως αποφάσεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν στις υποθέσεις εθνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το ιρανικό σύνταγμα (άρθρο 110), ο Ανώτερος Πνευματικός Ηγέτης είναι ο Αρχηγός των Ένοπλων Δυνάμεων.[95] Συνεπώς, οι αντιλήψεις του Ανώτερου Πνευματικού Ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ για την στρατηγική εθνικής ασφάλειας είναι σημαντικές για την κατανόηση της επικρατούσας στρατηγικής σκέψης σχετικά με τις πολιτικές ασφάλειας του Ιράν.
Ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ θεωρεί τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους ως σημαντικές απειλές για την επιβίωση της Ιρανικής Δημοκρατίας και απορρίπτει οποιοδήποτε μέτρο που θα μειώσει τις στρατιωτικές της ικανότητες.[96] Σύμφωνα με την αντίληψη του Αγιατολάχ Χαμενεΐ, η διατήρηση της ασφάλειας του κράτους ιεραρχείται ως ο κύριος και ζωτικός στόχος των πολιτικών της Ιρανικής Ισλαμικής Δημοκρατίας. Σε μια συνάντηση με το τοπικό συμβούλιο ασφαλείας, δήλωσε ότι “η ασφάλεια είναι πλήρως αντικειμενική και υφιστάμενη, και δεν μπορεί να παρέχεται μόνο με υποκειμενική νοοτροπία.“[97] Επιπλέον, ο Χαμενεΐ υποστήριξε ότι η αξία της ασφάλειας είναι ζωτική για το μέλλον του Ιράν. Σε μια συνάντηση με τους διοικητές και το προσωπικό του ναυτικού των Φρουρών της Επανάστασης, ο Χαμενεΐ δήλωσε ότι “η ασφάλεια αποτελεί θεμέλιο για όλες τις εξελίξεις ενός έθνους. Χωρίς ασφάλεια, δεν υπάρχει οικονομία, πολιτισμός, προσωπική και δημόσια ευημερία.”[98] Ο Χαμενεΐ, αν και θεωρεί ότι η διατήρηση της ασφάλειας απαιτεί κινητοποίηση και ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων,[99] αρνείται ότι αυτή η πολιτική οδηγεί σε στρατιωτική επιθετικότητα. Σε μια στρατιωτική τελετή μονάδων των Ένοπλων Δυνάμεων στην επαρχία του Φαρς, δήλωσε ότι “οι ένοπλες δυνάμεις είναι η θωράκιση της εθνικής ασφάλειας, ωστόσο, η παρουσία ή η ενίσχυση των ένοπλων δυνάμεων δεν σημαίνει αυτομάτως στρατιωτική επιθετικότητα.”[100] Ο Χαμενεΐ απορρίπτει τον συμβατικό πόλεμο και τη στρατιωτική εισβολή ως μέσο διατήρησης της ασφάλειας. Θεωρεί, έχοντας τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ ως παράδειγμα, ότι μια συμβατική σύγκρουση ωφελεί μόνο εξωπεριφερειακές εχθρικές δυνάμεις, οι οποίες σε συνδυασμό με το επιβληθέν εμπάργκο όπλων κατά του Ιράν από τις ΗΠΑ, μόνο θα αποδυναμώσει τις αμυντικές ικανότητες του Ιράν.[101]
Οι Χούθι καταλαμβάνουν το Galaxy Leader
Σε αντίθεση με τη συμβατική στρατιωτική προσέγγιση ως μέσο ασφάλειας, ο Χαμενεΐ εισάγει μια άλλη, έμμεση προσέγγιση ασφάλειας που βασίζεται στις έννοιες της ισορροπίας του τρόμου (balance of terror) και της διασυνδεδεμένης ασφάλειας (interconnected security). Σε μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο Εκπαίδευσης Αξιωματικών και Φρουρών του Ιμάμ Χουσεΐν δήλωσε: “Οι εχθροί, μαζί με ορισμένους ανόητους αξιωματούχους στην περιοχή του Περσικού Κόλπου – όχι όλους, κάποιους – προσπαθούν να φέρουν πολέμους με proxies μη κρατικούς παράγοντες στα σύνορα του Ιράν. Οι φρουροί της Ισλαμικής Επανάστασης και όλοι οι φρουροί της εθνικής ασφάλειας σε διάφορες οργανώσεις είναι επαγρυπνούντες και επιφυλακτικοί. Να γνωρίζετε ότι αν συμβεί κάτι κακό, η αντίδραση της Ισλαμικής Δημοκρατίας θα είναι πολύ σκληρή.”[102]
Σε δύο ακόμη περιπτώσεις, το 2011 στην ομιλία στην Στρατιωτική Ακαδημία Ιμάμ Αλί και στην ομιλία της Νοβρούζ του 2012, ο Χαμενεΐ δήλωσε ότι η Ιρανική Δημοκρατία θα αντιδράσει “με απειλές σε απειλές” έναντι των ανταγωνιστών της και ότι “έναντι μιας επίθεσης από τους εχθρούς… θα τους επιτεθούμε στο ίδιο επίπεδο που <τυχόν> μας επιτεθούν.”[103] Επιπλέον, ο ίδιος υποστήριξε ότι “όταν ένα έθνος δείχνει τα σιδερένια χέρια και τα ισχυρά όπλα του μέσα από τις ένοπλες δυνάμεις του, δεν θα επιτρέψει στους εχθρούς να το κοροϊδέψουν, και οι εχθροί θα συνδιαλλαγούν.”[104] Αυτές οι δηλώσεις υποδεικνύουν μια προσέγγιση απειλής προς απειλή (threat to threat) ή ισορροπίας του τρόμου (balance of terror) έναντι των εχθρών της Ιρανικής Δημοκρατίας και ειδικότερα της Σαουδικής Αραβίας. Ακόμα, στην στρατηγική αντίληψη του Χαμενεΐ υπάρχει μια αλληλεξάρτηση μεταξύ της ασφάλειας (interconnected security) της Ιρανικής Δημοκρατίας και της περιφερειακής ασφάλειας. Ένας από τους στόχους του Χαμενεΐ είναι να κάνει τους αντιπάλους του στην περιοχή να λαμβάνουν υπόψη τους ότι οι απειλές κατά της ασφάλειας και των συμφερόντων της Ιρανικής Δημοκρατίας συνεπάγονται απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια και τα συμφέροντα των ίδιων. Ο Χαμενεΐ σε μια συνάντηση με τους Φρουρούς της Επανάστασης το 1996 είχε δηλώσει ότι “πάντα διατηρούσαμε την ασφάλεια. Η ασφάλεια για εμάς είναι ασφάλεια για την περιοχή. Αυτό είναι, θέλαμε τόσο τη δική μας ασφάλεια όσο και την ασφάλεια της περιοχής, γιατί είναι αναπόσπαστες. Η ανασφάλεια μας είναι επίσης ανασφάλεια για την περιοχή.”[105]
Συμπεράσματα
Το Ιράν αποτελεί έναν κρατικό δρώντα που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη, η οποία οφείλει να παίξει πρωταγωνιστικό οικονομικό, πολιτιστικό και γεωπολιτικό ρόλο σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Κεντρική Ασία έως τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, και από τον Καύκασο έως τον Ινδικό ωκεανό. Επιπλέον φιλοδοξεί να γίνει ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου. Αυτή η αντίληψη των ιρανικών ελίτ έρχεται σε σύγκρουση με το υπάρχον περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας. Εξαιτίας της επί 42 έτη αντιπαλότητας με τις ΗΠΑ και τους περιφερειακούς συμμάχους της, το Ιράν αντιμετωπίζει σοβαρό διλημμα ασφαλείας. Η ανασφάλεια αυτή μεταφράζεται σε απειλή της εθνικής κυριαρχίας, της καθεστωτικής σταθερότητας, και του οικονομικού και γεωπολιτικού αποκλεισμού από τα διεθνή και περιφερειακά κέντρα οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Τέλος απειλείται η ίδια η επιβίωση του κράτους, κατά τη θεώρηση των ιρανικών ηγεσιών. Η εισβολή του Ιράκ το 1980, με την αρωγή των ΗΠΑ και των περιφερειακών συμμάχων τους, αποτέλεσε ένα τραυματικό γεγονός για τις ιρανικές ελιτ, οξύνοντας το αίσθημα ανασφάλειάς τους.
Τα ιρανικά κέντρα χάραξης εθνικής πολιτικής ασφάλειας ως αντίμετρο στον επιβαλλόμενο αποκλεισμό επιχειρούν να επεκτείνουν το στρατηγικό τους βάθος στην περιφέρεια τους. Αυτό υλοποιείται μέσω δύο εργαλείων . αφενός, μέσω της τρισδιάστατης κρατικής ταυτότητας, η οποία τους επιτρέπει να διεισδύσουν σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες (χριστιανούς, σιίτες, σουνίτες, ιρανόφωνους) και να αυξήσουν την επιρροή τους . αφετέρου, με την υιοθέτηση μιας έμμεσης, «Φάβιας», χαμηλού κόστους και έντασης, στρατηγικής ενεργής αποτροπής, η οποία υλοποιείται μέσω του Άξονα της Αντίστασης. Έτσι, απομακρύνεται το ενδεχόμενο μιας άμεσης στρατιωτικής επίθεσης στα σύνορα του, με την μεταφορά των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο γεωγραφικό πεδίο των αντιπάλων. Παρ’όλο που το ιδεολογικο -θρησκευτικό αφήγημα παίζει σημαντικό ρόλο στην άσκηση περιφερειακής στρατηγικής ασφάλειας, ωστόσο δεν αποτελεί παρά ένα μόνο σημαντικό μέσο για την υλοποίηση των στόχων μιας ρεαλιστικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας. Η πολιτική αυτή κατατείνει στην αποδοχή του περιφερειακού ρόλου και στρατηγικών συμφερόντων του Ιράν από τους αντιπάλους του, μέσω της αποδοχής και της ένταξης του στην περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Μια αποδοχή η οποία θα εγγυηθεί την κρατική επιβίωση και θα αμβλύνει το δίλημμα ασφαλείας του Ιράν.
https://www.anixneuseis.gr
http://enaasteri.blogspot.com/search?updated-max=2024-02-02T14:55:00%2B02:00&max-results=7&start=2&by-date=false
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου