Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

1826: Το πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης για την Ελλάδα

1826: Το πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης για την Ελλάδα 
Του Γιώργου Πετρόπουλου

Η Συνθήκη του Λονδίνου και η Ελλάδα 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 1827
Στις 4 του Απρίλη του 1826 η Ρωσία και η Βρετανία υπέγραψαν στην Πετρούπολη ένα Πρωτόκολλο, βάσει του οποίου δεσμεύονταν να κρατήσουν κοινή στάση γύρω από το ελληνικό ζήτημα1. Συγκεκριμένα, οι δύο δυνάμεις συμφώνησαν ότι η Βρετανία θα πρόσφερε τη μεσολάβησή της ανάμεσα στους Ελληνες και στον σουλτάνο, ώστε να αναγνωριστεί ελληνική αυτονομία υπό οθωμανική κυριαρχία. Επίσης, στο Πρωτόκολλο υπήρχε η πρόβλεψη το κείμενό του να τεθεί υπόψη και των άλλων τριών Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Γαλλίας, ούτως ώστε να το εγκρίνουν και να το προσυπογράψουν. Αρχικά, τόσο η Αυστρία και η Πρωσία όσο και Γαλλία θεώρησαν το Πρωτόκολλο σαν «προσβολή της Ιεράς Συμμαχίας και σαν πολιτικό έγκλημα εναντίον της»2. Πολύ γρήγορα όμως η Γαλλία προσχώρησε σ' αυτό, εκφράζοντας την επιθυμία να μετατραπεί σε συνθήκη3. Δεν είχε άλλη επιλογή, εφόσον της ήταν αδύνατο να αποκοπεί από τις εξελίξεις στις Εγγύς Ανατολή, όπου διαδραμάτιζε κατά παράδοση ενεργό ρόλο και είχε ισχυρά συμφέροντα.

Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης αναγνώριζε με σαφήνεια τον ηγετικό ρόλο της Μ. Βρετανίας στις ελληνικές υποθέσεις κι έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αποτέλεσε τη βάση ώστε να απομονωθούν διπλωματικά από τις υποθέσεις αυτές η Αυστρία και η Πρωσία. Τώρα, πλέον, η τράπουλα μοιραζόταν ανάμεσα στην Αγγλία, τη Ρωσία και τη Γαλλία με αναγνωρισμένο δικαίωμα στην πρώτη να έχει το καλύτερο χαρτί. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, το «Πρωτόκολλο της Πετρούπολης» μετατρεπόταν σε «Συνθήκη του Λονδίνου». Ηταν 6 Ιουλίου του 1827.

Η Συνθήκη του Λονδίνου υπογράφηκε στην αγγλική πρωτεύουσα από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Περιελάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν μυστικό. Το περιεχόμενό της σε γενικές γραμμές προέβλεπε να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η μεσολάβηση αυτή θα αποσκοπούσε στα εξής: Να γίνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον σουλτάνο του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει. Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί, των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα Ελλήνων και, τέλος, να οριστούν τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους ύστερα από διαπραγματεύσεις.



Ακόμη, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις διακήρυτταν ότι «δε θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα διά τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου Εθνους να μην δύνανται επίσης να απολαύσουν». Στην πραγματικότητα βεβαίως επρόκειτο για μια υποκριτική διακήρυξη από μέρους τους, αφού έχοντας τον κύριο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις και στις σχέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων με την οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχαν ανάγκη από κανένα επιπλέον προνόμιο.

Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η οθωμανική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν το περιεχόμενο της συνθήκης, οι τρεις αυτές μεγάλες δυνάμεις θα ανέπτυσσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά, θα επέβαλαν την ανακωχή, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και στη συνέχεια θα προχωρούσαν στην επιβολή των αρχών ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, όπως αυτές αναφέρονταν στην εν λόγω συνθήκη4.

Χωρίς αμφιβολία, η συνθήκη του Λονδίνου τοποθετούσε σε μια εντελώς καινούρια βάση την ελληνική επανάσταση, σε μια στιγμή που αυτή βρισκόταν σε δύσκολη θέση και φυσικά έδινε μια άλλη διάσταση στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας που τώρα ποια έμπαινε και επίσημα υπό την κηδεμονία των ξένων. Πριν όμως δούμε ποια ήταν η πραγματική της σημασία και πώς αποτιμείται η ιστορική της αξία, οφείλουμε να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων στην Ελληνική Επανάσταση, ούτως ώστε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις πραγματικές επιδιώξεις τους.

Η Ελληνική Επανάσταση και οι Μεγάλες Δυνάμεις

Οταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση οι μεγάλες δυνάμεις -μηδεμιάς εξαιρουμένης- φρόντισαν να την καταδικάσουν με μοναδική σφοδρότητα. «Οι ηγεμόνες της Ευρώπης- γράφει ο Φίνλεϊ5– φοβόντουσαν γενική εξέγερση των εθνών. Οι μονάρχες είχανε πανικοβληθεί από τις λαϊκές κινήσεις». Στις αρχές του 1821 οι ηγέτες την Ιερής Συμμαχίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας- που είχαν συγκεντρωθεί στο Λάιμπαχ με θέμα την αντιμετώπιση των επαναστάσεων του Πεδεμόντιου, της Νεάπολης και της Ισπανίας καθώς και την καταπολέμηση του επαναστατικού πνεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη- είχαν μια πρώτη ευκαιρία να αποδοκιμάσουν ομόφωνα το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης6. Τον επόμενο χρόνο το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε τους ισχυρούς της Ευρώπης στο Συνέδριο της Βερόνας, όπου η Ελληνική Επανάσταση χαρακτηρίστηκε ταυτόσημη με τις δημοκρατικές επαναστάσεις της Νεάπολης του Πεδεμοντίου και της Ισπανίας. Ετσι, τα μέλη της Ιερής Συμμαχίας εμπιστεύτηκαν την καταστολή της αποκλειστικά στο σουλτάνο, τον οποίο ήθελαν ισχυρό, από το φόβο μιας επέκτασης της Ρωσίας στα Βαλκάνια.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τότε ισχυρών του κόσμου, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στο χώρο της βαλκανικής και γενικότερα στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και οι επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων τους υποχρέωσαν να αλλάξουν σιγά – σιγά πολιτική, αντικαθιστώντας την απόλυτα εχθρική στάση τους απέναντι στην ελληνική επανάσταση με μια προσπάθεια προσεταιρισμού κι ελέγχου της. Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής στην πολιτική της Ρωσίας και της Αγγλίας ιδιαίτερα από το 1823, ενώ από το 1824 κι έπειτα φουντώνει γενικά στην Ευρώπη ένα φιλελληνικό, αστικοδημοκρατικό, κίνημα, που αντανακλάται και στη συμπεριφορά των κυρίαρχων τάξεων7. Η «φιλελληνική», πάντως, στροφή των Μεγάλων Δυνάμεων κάθε άλλο παρά ανιδιοτελής ήταν.

Η Ρωσία αντιλαμβανόταν την κατάσταση αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αναμειγνυόμενη στο ελληνικό ζήτημα προωθούσε τις επιδιώξεις της να κυριαρχήσει κάποια στιγμή στη Βαλκανική Χερσόνησο και στην Ανατολή. Το γεγονός αυτό από μόνο του αρκούσε να προκαλέσει την ανάμειξη της Αγγλίας και της Γαλλίας που δεν ήθελαν να δουν τη Ρωσία να κυριαρχεί πλήρως στις προαναφερόμενες περιοχές. Ετσι φτάσαμε στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης, στη συνθήκη του Λονδίνου και στα όσα φυσικά επακολούθησαν.

Η σημασία της Συνθήκης του Λονδίνου

Η συνθήκη του Λονδίνου έχει θεωρηθεί από τους μελετητές της ιστορίας ως η πρώτη ουσιαστική κίνηση των Μεγάλων Δυνάμεων για την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. «Ητανε το πρώτο σταθερό και μεγάλο βήμα για την αναγνώριση de jure της ελληνικής ανεξαρτησίας», γράφει ο Γ. Κορδάτος8, ενώ ο Γ. Ασπρέας θεωρεί ότι μέσω αυτής της συνθήκης «η Ελλάς εξήλθε της πολιτικής μηδαμινότητας»9. Αλλοι μελετητές τη χαρακτηρίζουν «καμπή αποφασιστική στον αγώνα των Ελλήνων»10 και «προειδοποίηση ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δε θα επέτρεπαν την επαναφορά των Ελλήνων στο προηγούμενο καθεστώς υποτέλειας»11.

Ολα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σωστά ως επιμέρους παρατηρήσεις. Δεν αποσαφηνίζουν, όμως, συνολικά και ολοκληρωμένα το χαρακτήρα και τη σημασία της συνθήκης. Μια άλλη πλευρά στην προσέγγιση αυτού του ζητήματος αναδεικνύει ο Ν. Πετσάλης12, ο ποίος παρατηρεί για τη Συνθήκη του Λονδίνου: «Δεν ήταν μια συνθήκη ''μεσολαβήσεως'', όπως οι ίδιες οι δυνάμεις διακήρυξαν. Μεσολάβηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, ενώ ούτε η Γαλλία, ούτε η Αγγλία, ούτε η Ρωσία είχαν ακόμη αναγνωρίσει την Ελλάδα σαν κράτος. Επίσης, μεσολάβηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς συγκατάθεση των δύο μερών, πράγμα που δε συνέβαινε φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, δε νοείται ποτέ ο μεσολαβητής να απαιτεί την εκτέλεση της συνθήκης για την οποία μεσολάβησε. Η δήθεν μεσολάβηση των Δυνάμεων, δηλαδή, δεν ήταν παρά μια καθαρή επέμβασή τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Η πολύ σωστή αυτή διαπίστωση είναι ελλιπής αν δεν τη δούμε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Γράφει ο Μαρξ πολύ εύστοχα13: «Για να του δέσουν τα χέρια (του Τσάρου) στο πλαίσιο μιας κάποιας κοινής δράσης, οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις έκλεισαν μαζί του στις 6 Ιουλίου 1827 μια συνθήκη στο Λονδίνο, με την οποία αναλάμβαναν τη δέσμευση να επιβάλλουν, στην ανάγκη με τα όπλα, τη ρύθμιση των διαφορών ανάμεσα στο σουλτάνο και στους Ελληνες. Λίγους μήνες προτού υπογράψει τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία έκλεισε άλλη συνθήκη με την Τουρκία, τη συνθήκη του Ακερμαν με την οποία υποχρεωνόταν να απόσχει από κάθε ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις. Τούτη η συνθήκη έγινε, αφού η Ρωσία είχε παρακινήσει τον διάδοχο της Περσίας να εισβάλει στις οθωμανικές κτήσεις κι αφού είχε κάνει βαρύτατες προσβολές στην Πύλη ώστε να την εξαναγκάσει σε ρήξη… Χάρη στις περιπλοκές, οι οποίες προέκυψαν απ' όλες αυτές τις απάτες και τα ψέματα, η Ρωσία βρήκε τελικά την πρόφαση ν' αρχίσει τον πόλεμο του 1828- 1829».

Τα επακόλουθα της Συνθήκης του Λονδίνου

Η Συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 12 Ιουλίου του 1827 κι όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.

Αμεση συνέπεια της Συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στη Μεσόγειο14. Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέιντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντεριγνί15. Βέβαια, η πολιτική των τριών Μεγάλων Δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.

Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία, για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Ετσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσαραβία, ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η Συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 Ιουλίου, ο Τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας16.

Από την άλλη, η Αγγλία με τη Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο ναύαρχος Κόδριγκτον έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης, ο Αγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνιγκ διατάχτηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του Σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά την επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η Βρετανία συμβούλευε την Πύλη ν' αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάριζε προς το Σουλτάνο ότι «παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους Ελληνες, δε σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας». Σ' ό,τι δε αφορούσε την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διευκρίνιζε: «Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη. Ομως δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο Δυνάμεις που θα μπορέσουν τότε ν' απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης»17.

Βέβαια, η Ιστορία ακολουθεί τη δική της πορεία κι όχι τα σχέδια επί χάρτου των ισχυρών του κόσμου. Ενθαρρημένη από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της ελληνικής επανάστασης η οθωμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποταχθεί στη Συνθήκη του Λονδίνου με αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20/10/1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η εξαρτημένη ανεξαρτησία της Ελλάδας είχε, πλέον, πάρει το δρόμο της.

Στις 14/27 Απρίλη του 1828 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, όπου η Τουρκία ηττήθηκε και υποχρεώθηκε, με τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης (2/14 Σεπτέμβρη 1829) να αναγνωρίσει την ελληνική αυτονομία. Λίγο αργότερα, το Φλεβάρη του 1830, με ένα νέο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο η Ελλάδα ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος υπό κληρονομική μοναρχία.


1. Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις ΑΤΛΑΣ σελ. 392

2. Κ. Μέντελσον – Μπάρτολντι: «Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 162

3. Ι. Κ. Κορδάτου: «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία», εκδόσεις «Γ. Ι. Βασιλείου», Αθήναι 1925, τόμος Α', σελ. 365

4. Βλέπε το πλήρες κείμενο της Συνθήκης: Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του '21», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος 3ος, σελ. 392- 396

5. Γ. Φίνλεϊ, στο ίδιο, σελ. 386

6. Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 70- 71

7. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 574

8. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος X, σελ. 578

9. Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», τόμος Α', σελ. 59

10. Ι. Α. Πετρόπουλος – Αικ. Κουμαριανού: «Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους: Οθωνική περίοδος 1833- 1843», εκδόσεις «Παπαζήση», σελ. 72

11. John A. Petropoulos: «Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833- 1843)», εκδόσεις «Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης», σελ. 57

12. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΒ, σελ. 462

13. Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς: «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 217

14. Γ. Ασπρέα, στο ίδιο, σελ. 60

15. Κ. Μέντελσον – Μπάρτολντι, στο ίδιο, σελ. 164

16. Γ. Ασπρέα, στο ίδιο, σελ. 60

17. Τ. Βουρνά: «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας 1821- 1909», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 200 – 201

ΠΗΓΗ / ΑΛΛΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ

https://archive.greekamericannewsagency.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου