του Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη*
Διακαής στόχος των τουρκικών κυβερνήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 30 ήταν να επανακτήσουν τον έλεγχο των Στενών, τα οποία μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκονταν υπό καθεστώς διεθνούς επιτήρησης. Ως αποτέλεσμα στα Στενά θα επιβάλλονταν περιορισμοί ουδετεροποίησης, όπως επίσης και στα τέσσερα νησιά που θεωρήθηκαν ως αναπόσπαστο τμήμα τους: Ίμβρος-Τένεδος, Λήμνος-Σαμοθράκη. Οι αρχικές διπλωματικές προσπάθειες της Τουρκίας του 1933 είχαν αποτύχει καθώς οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν επιθυμούσαν την αλλαγή του status quo, που είχε τεθεί σε ισχύ από το 1923 με την υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης.
Το 1936 η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία για να διεκδικήσει την αναθεώρηση της Σύμβασης της Λωζάννης. Ως γνωστον, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε εκλεγεί από τον γερμανικό λαό με κύρια εντολή να αμφισβητήσει τους ατιμωτικούς για την Γερμανία όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919. Τον Οκτώβριο του 1933, περίπου εννέα μήνες μετά τον διορισμό του ως καγκελαρίου της Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την Κοινωνία των Εθνών. Τον Μάρτιο του 1935 ο Χίτλερ επανέφερε την στρατιωτική θητεία στην Γερμανία και προχώρησε στην επαναστρατιωτικοποίηση της ζώνης της Ρηνανίας. Οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας στα πλαίσια της πολιτικής του κατευνασμού ουσιαστικά δεν θα αντιδράσουν. Οι Τούρκοι θεώρησαν πως εφόσον ο Χίτλερ κατήργησε μονομερώς τους περιορισμούς αποστρατιωτικοποίησης και αφοπλισμού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δικαιούνταν και αυτοί να πράξουν το ίδιο για τα Στενά.
Οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν μια αλλαγή του καθεστώτος των Στενών εκτός των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και προτίμησαν η άρση των περιορισμών να γίνει στα πλαίσια μιας νέας συμφωνίας. Ως αποτέλεσμα το 1936 θα οδηγούμασταν στην γνωστή μας Σύμβαση του Μοντρέ, με την οποία τα Στενά έγιναν και πάλι «τουρκικά.»
Λιγότερο γνωστός είναι ο ρόλος της Ελλάδας και η βοήθεια που παρείχαν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις στους Τούρκους, όπως αποκαλύπτεται στην διδακτορική διατριβή του κ. Δημήτρη Τσάμου[1], ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει στα συμπεράσματά του ότι «ύστερα από την επαναφορά της στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1935, η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να ενημερώσει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ότι,
αν η Τουρκία προέβαινε σε μια ενδεχόμενη αποκήρυξη των διατάξεων που αφορούσαν τα Στενά, η Ελλάδα δεν θα εξέφραζε αντιρρήσεις, ακόμη και αν οι Μεγάλες Δυνάμεις καταδίκαζαν αυτή την ενέργεια, λόγω των ιδιαίτερων δεσμών που τη συνέδεαν με την Άγκυρα.»
Από τα διπλωματικά έγγραφα του υπουργείου των Εξωτερικών που δημοσιεύει ο κ. Τσάμος διαφαίνεται πως κατά την Συνδιάσκεψη του Μοντρέ, η ελληνική αποστολή δεν είχε ιδιαίτερη συμμετοχή στις συζητήσεις, παρόλη την εξαιρετική σημασία του ζητήματος των Στενών για την Ελλάδα. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, που εκτελούσε επίσης χρέη υπουργού των Εξωτερικών, καθώς είχε λάβει την υπόσχεση από τον τούρκο ομόλογό του Ρουστού Αράς ότι
η Τουρκία θα συναινέσει στην επαναστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, αν η Ελλάδα δεν έφερνε αντιρρήσεις για την επαναστρατιωτικοποίηση της Ίμβρου και της Τενέδου.
Για να δελεάσει ακόμα περισσότερο τον Μεταξά, ο Αράς θα έδινε και κάποιες αόριστες υποσχέσεις ότι η Τουρκία θα δεχόταν να συζητήσει στο μέλλον το καθεστώς του άρθρου 13 της Λωζάννης αναφορικά με τους περιορισμούς στα οχυρωματικά έργα για τη Χίο και την Μυτιλήνη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Λωζάννη το 1922, στην Ίμβρο ζούσαν 9.207 Έλληνες και κανένας Τούρκος, ενώ στην Τένεδο 5.420 Έλληνες και 1.200 Μουσουλμάνοι. Παρόλο που αρχικά η πρόθεση του βρετανού υπουργού των Εξωτερικών Λόρδου Κέρζον ήταν τα δύο αυτά νησιά να περιέλθουν στην Ελλάδα, λόγω του ελληνικού τους πληθυσμού και χαρακτήρα, τελικά στην Συνδιάσκεψη της Λωζάννης αποφασίστηκε η απόδοσή τους στην Τουρκία. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η στάση της τουρκικής αντιπροσωπίας, η οποία επικαλέστηκε τα συμφωνηθέντα του Λονδίνου του 1913, όπου η Ευρωπαϊκή Συμφωνία είχε αποδώσει τα δύο αυτά νησιά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Συνθήκη του Μοντρέ
Για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Ίμβρου και της Τενέδου, το άρθρο 14 της Λωζάννης προέβλεπε ένα καθεστώς τοπικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης. Σημαντικότερο όλων ήταν ότι
«η διατήρηση της τάξης, θα διασφαλίζεται από αστυνομική δύναμη τα μέλη της οποίας θα προσλαμβάνονται μεταξύ του τοπικού πληθυσμού από την προαναφερθείσα τοπική διοίκηση και θα τίθενται κάτω από τις διαταγές της.»
Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την ουδετεροποίηση των νησιών και το διεθνές καθεστώς των Στενών είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο παρουσίας τουρκικού στρατού στα δύο αυτά νησιά, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταπίεση του γηγενούς ελληνικού στοιχείου. Δηλαδή στην Ίμβρο, μια κατ’ουσίαν «ελληνική χωροφυλακή» θα είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα της διατήρησης της τάξης του νησιού, καθώς το νησί είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Τέλος, οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου είχαν εξαιρεθεί από την Σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών της Λωζάννης.
Η συμφωνία του Μεταξά με τον Αράς για την επαναστρατιωτικοποίηση των τεσσάρων νησιών των Στενών ήταν μονόπλευρη, καθώς η Ελλάδα του 1936 δεν είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την στρατηγική θέση της Λήμνου. Σύμφωνα με απόρρητη μελέτη του Απριλίου του 1936 από το Γ.Ε.Ν. με τίτλο «Απόψεις του Ναυτικού επί ενδεχομένης μεταβολής του καθεστώτος των Στενών», «δεν θα ηδύνατο πλέον η νήσος αύτη [Λήμνος], λόγω γειτνιάσεως προς τα εχθρικά αεροδρόμια, να παράσχη τας πολυτίμους υπηρεσίας ας παρέσχε κατά το 1912 ως κύριον ορμητήριον του Στόλου.» Αναφορικά με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου του άρθρου 13 [Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος, Ικαρία], η πρόταση του Γενικού Επιτελείου ήταν πως «Θα ήτο λίαν δυσχερές να εμφανίσωμεν αίτησιν σχετικήν προς ταύτην, ως αντάλλαγμα της ημετέρας συγκαταθέσεως δια την μεταβολήν του καθεστώτος των Στενών, χωρίς να προκαλέσωμεν ζωηράς υπονοίας εις τους Τούρκους ως προς την φιλικότητα των αισθημάτων μας.» Αφετέρου δε, η συμφωνία Μεταξά-Αράς έθετε σε κίνδυνο τον ελληνισμό της Ίμβρου και της Τενέδου.
Ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας στη συνδιάσκεψη του Μοντρέ, Νικόλαος Πολίτης, έθεσε το ζήτημα της Ίμβρου και της Τενέδου στην τουρκική αντιπροσωπία από την πρώτη κιόλας μέρα της Συνδιάσκεψης. Αφού πρώτα διαβεβαίωσε τον Αράς για την αμέριστη συμπαράσταση, που θα πρόσφερε η Ελλάδα στην τουρκική αποστολή κατά τη διάρκεια των εργασιών της συνδιάσκεψης, του ζήτησε να του παράσχει έγγραφη διαβεβαίωση, διαμέσου ανταλλαγής επιστολών, ότι η προβλεπόμενη αντικατάσταση της Σύμβασης των Στενών της Λωζάννης με μια νεότερη, «ουδένα θα είχεν αντίκτυπον επί της περαιτέρω τύχης των ως άνω δύο νήσων.» Ο Πολίτης είχε επισημάνει στον Μεταξά το πρόβλημα, που θα μπορούσε να δημιουργηθεί στο μέλλον καθώς «η προσεχής επανοχύρωσις των Στενών θα ηδύνατο να επεκταθή εις τας νήσους και να δημιουργήση ευκαιρίαν εφαρμογής εις βάρος του πληθυσμού αυτών της περί εκτοπισμού τουρκικής νομοθεσίας ή λήψεως μέτρων εναντίον της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.»
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί ο Πολίτης προσπάθησε να αποσπάσει μονομερείς εγγυήσεις από τους Τούρκους και δεν έθεσε το ζήτημα στην ολομέλεια της Συνεδρίασης, όπου η Ελλάδα θα μπορούσε να αποβλέψει στη στήριξη των Αγγλογάλλων. Η πολιτική των Βρετανών κατά τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου του 1912-13 αλλά και στην Λωζάννη το 1922-23 ήταν πως η παρουσία στρατιωτικών τουρκικών δυνάμεων σε ένα ελληνικό νησί, το οποίο θα παρέμενε στην τουρκική κυριαρχία αλλά θα τελούσε υπό καθεστώς αυτονομίας, ήταν απαράδεκτη. Το πείραμα αυτό είχε επιχειρηθεί κατά τον 19ο αιώνα στη Σάμο και στην Κρήτη με καταστροφικά αποτελέσματα. Ο Λόρδος Κέρζον σε καμία περίπτωση δεν θα συναινούσε σε τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Ίμβρο και στην Τένεδο, καθώς αυτή ήταν η βασική και αναγκαία προϋπόθεση, ώστε να αποδεχτεί την παραχώρησή τους στην Τουρκία. Γι’ αυτό άλλωστε η συμμαχική πρόταση/παραχώρηση περί απόδοσής τους στην Τουρκία έγινε, αφού η τουρκική αντιπροσωπία είχε πρώτα αποδεχτεί το καθεστώς των Στενών σύμφωνα με τις επιθυμίες των Συμμάχων.
Η κυβέρνηση Μεταξά δεν κατανόησε πως το να δοθεί η άδεια να στρατιωτικοποιηθεί η Ίμβρος από τους Τούρκους, στην πράξη θα ακύρωνε τα προνόμια του άρθρου 14 περί αυτοδιοίκησης και γηγενών αστυνομικών δυνάμεων, θα διατάραζε την ισορροπία που όριζε η Λωζάννη και θα καταδίκαζε σε εξαφάνιση τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού αυτού, όπως και της Τενέδου. Κατά τον Τσάμο, η ελληνική αντιπροσωπία αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων, διότι η Ελλάδα δεν επιθυμούσε να διαταράξει ούτε κατ’ ελάχιστο τους πολιτικούς της δεσμούς με το τουρκικό κράτος.
Ο Αράς αρνήθηκε να παράσχει έγγραφη διαβεβαίωση ότι τα δικαιώματα των ελληνικών μειονοτικών πληθυσμών της Ίμβρου και της Τενέδου θα έμεναν ανεπηρέαστα από την επαναστρατιωτικοποίηση των Στενών, καθώς συνέδεσε το ζήτημα με την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Δήλωσε δε κατηγορηματικά πως θα ήταν ανεπίτρεπτο η Τουρκία να αναγνωρίσει το δικαίωμα στην Ελλάδα να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της. Ο Αράς θα περιοριζόταν στο να στείλει μια γενικόλογη επιστολή στον Πολίτη, η οποία αποδείχτηκε άνευ αξίας και σημασίας. Εν τέλει, ο Αράς θα έδινε μια προφορική εγγύηση στον Πολίτη, η οποία και θα ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά: «μοι έδωκε δε τον λόγον της τιμής του ότι εν ουδεμιά περιπτώσει θα ελαμβάνοντο εν ταις νήσοις μέτρα εκτοπισμού ή κατασχέσεως περιουσιών.»
Αμέσως μετά από την υπογραφή της Σύμβασης του Μοντρέ, 30.000 άνδρες του τουρκικού στρατού ξεκίνησαν να καταλαμβάνουν τις αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου ενώ τμήμα του στρατού αποβιβάστηκε στην Ίμβρο και στην Τένεδο. Στις 26 Αυγούστου του 1936, το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να ανακηρύξει τα Δαρδανέλια και τον Βόσπορο σε «απαγορευμένες ζώνες δεύτερης κατηγορίας», στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονταν επίσης η Ίμβρος και η Τένεδος. Με την συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης, οι Τούρκοι θα επέβαλλαν αυστηρούς περιορισμούς στους κατοίκους των δύο νησιών, ο αφελληνισμός των οποίων θα ήταν προδιαγεγραμμένος και αναπόφευκτος. Ο λόγος της τιμής του Ρουστού Αράς κατέδειξε την σοφία της λατινικής φράσης «Verba volant, scripta manent.» Η Ελλάδα προχώρησε σε διπλωματικές ενέργειες, κατόπιν εορτής, χωρίς φυσικά κανένα αποτέλεσμα, καθώς είχε ήδη αποδεχτεί και υπογράψει τη Σύμβαση του Μοντρέ. Κανείς δεν άσκησε αποτελεσματική κριτική στην κυβέρνηση, καθώς τον Αύγουστο του 1936 ο Μεταξάς θα διέλυε τη Βουλή και θα συνέχιζε να κυβερνά ως δικτάτορας.
Είναι εξαιρετικά ειρωνικό ότι τα επόμενα χρόνια οι Τούρκοι δεν θα αναγνώριζαν τη μονόπλευρη και επαίσχυντη συμφωνία Μεταξά-Αράς. Σήμερα η Λήμνος παραμένει εκτός του Νατοϊκού επιχειρησιακού σχεδιασμού, καθώς η Τουρκία θεωρεί πως παραμένει σε ισχύ το καθεστώς ουδετεροποίησής της σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της Λωζάννης. Η Ελλάδα στο Μοντρέ κατοχύρωσε το δικαίωμα της επαναστρατιωτικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης έμμεσα (και όχι ρητά) από τα συμφραζόμενα του προοιμίου της Σύμβασης, ενώ ακόμα και αυτό το ελάχιστο έγινε κατόπιν προσωπικής πρωτοβουλίας του Πολίτη και όχι ως αποτέλεσμα οδηγίας του υπουργείου των Εξωτερικών. Η Ελλάδα έδωσε αυτοβούλως τα πάντα στους Τούρκους, χωρίς να εξασφαλίσει αντίστοιχα τα ελληνικά κεκτημένα και συμφέροντα.
Δύο χρόνια μετά, το 1938, ο Μεταξάς θα υπέγραφε μια ακόμα μονόπλευρη συμφωνία με τους Τούρκους, την οποία η «Καθημερινή» θα παρουσίαζε ως μεγάλη επιτυχία του Μεταξά, αποκαλώντας την «σύμβολο αιώνιας φιλίας, το οποίο σφραγίζει την Τουρκοελληνική Ένωση.» Η κατευναστική πολιτική του Μεταξά θα είχε πλέον καταστήσει την Ελλάδα δορυφόρο της Τουρκίας και τον ίδιο ολετήρα των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Μπορεί ο Βενιζέλος να μην κατάφερε να αποτρέψει την παραχώρηση της Ίμβρου και της Τενέδου στους Τούρκους ούτε το 1913-14 ούτε το 1922-23, αλλά δεν ήταν αυτός που κατέλυσε το ευνοϊκό για την Ελλάδα καθεστώς της Λωζάννης. Υπεύθυνος είναι ο Ιωάννης Μεταξάς.
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ιστορικός ερευνητής.
[1] Τσάμος, Δημήτριος. Η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και το ζήτημα των Στενών από τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) έως και τη σύμβαση του Μοντρέ (1936). Ρόδος: Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2020.
https://www.anixneuseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου