Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Καραμανλής, Αβέρωφ και το Κυπριακό το 1974: Μύθοι και Αναθεωρήσεις

Μια απάντηση στις θεωρίες περί αμερικανοκίνητης μεταπολίτευσης και συνενοχής στη διχοτόμηση

του Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη*

Η επάνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία τον Ιούλιο του 1974, καθώς και η στάση της κυβέρνησής του απέναντι στο Κυπριακό, συνιστούν  πεδίο έντονων επιστημονικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων. Τα τελευταία χρόνια, επανέρχεται στο προσκήνιο μια σχολή σκέψης που ερμηνεύει τη Μεταπολίτευση ως αποτέλεσμα αμερικανικής επιβολής και παρουσιάζει τον Καραμανλή – μαζί με τον Ευάγγελο Αβέρωφ – ως ηγετικές μορφές που ανέχθηκαν ή διευκόλυναν τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Το παρόν άρθρο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση πορισμάτων ευρύτερης ερευνητικής εργασίας, βασισμένης σε αρχειακά τεκμήρια και διπλωματικές πηγές, και δεν στοχεύει στην προσωπική αντιπαράθεση με συγκεκριμένους συγγραφείς ή σχολές σκέψης. Οι θέσεις που διατυπώνονται αποσκοπούν στον εμπλουτισμό της ιστοριογραφικής συζήτησης για τη Μεταπολίτευση και το Κυπριακό, με σεβασμό προς την επιστημονική πολυφωνία.

Περί αμερικανοκίνητης Μεταπολίτευσης

Η άποψη ότι η Μεταπολίτευση του 1974 αποτέλεσε προϊόν αμερικανικού σχεδίου και επιβολής δεν επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα διπλωματικά και αρχειακά στοιχεία. Αντιθέτως, η επιστροφή του Καραμανλή υπήρξε αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών στον ελληνικό στρατό, της κρίσης στην Κύπρο, καθώς και του αρνητικού διπλωματικού κλίματος που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την αποτυχημένη προσπάθεια της Χούντας να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν φαίνεται να προετοίμασαν την πτώση του Ιωαννίδη ούτε να επέβαλαν τον διάδοχό του· απλώς διαχειρίστηκαν μια τετελεσμένη κατάσταση και στήριξαν, εκ των υστέρων, τη μόνη ρεαλιστική εναλλακτική, δηλαδή τον Καραμανλή. Η ερμηνεία της Μεταπολίτευσης ως «αμερικανοκίνητης» απλουστεύει υπερβολικά την πολυπλοκότητα των εξελίξεων.

Η θεωρία περί «συγκατοίκησης» Καραμανλή – Αβέρωφ με τη Χούντα

Η έννοια της «συγκατοίκησης» Καραμανλή και Αβέρωφ με τη Χούντα αποτέλεσε αντικείμενο έντονου δημόσιου διαλόγου, ιδιαίτερα μετά τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, της 27ης Ιουλίου 1974.[1] Ο Κανελλόπουλος αποδέχθηκε τον όρο «συγκατοίκηση» για να περιγράψει το γεγονός ότι η μετάβαση από το στρατιωτικό στο πολιτικό καθεστώς δεν υπήρξε αποτέλεσμα παραίτησης των στρατιωτικών, αλλά μάλλον προϊόν ανάθεσης της εξουσίας στους πολιτικούς από τη Χούντα. Από την άλλη πλευρά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, έθεσε εξαρχής ως ύψιστη προτεραιότητα την εθνική ενότητα και την ομαλή αποκατάσταση της δημοκρατίας, αποφεύγοντας κάθε πνεύμα ρεβανσισμού ή πρόθεση για λαϊκά δικαστήρια κατά των στρατιωτικών. Η στάση αυτή αντανακλούσε την πεποίθηση ότι η αποφυγή νέων διχασμών ήταν αναγκαία για τη σταθερότητα και την εθνική συμφιλίωση στη μεταπολιτευτική περίοδο.

Ο μύθος της ελληνικής στρατιωτικής υπεροχής έναντι της Τουρκίας

Ο Ανδρέας Παπανδρέου υποστήριξε στα τέλη Ιουλίου 1974 ότι η ξένη – αμερικανική και ευρωπαϊκή – κυριαρχία στην Ελλάδα θα συνέχιζε απρόσκοπτα, καθώς η χώρα λειτουργούσε πλέον ακόμη πιο αποτελεσματικά ως όργανο των στρατηγικών συμφερόντων του ΝΑΤΟ και του αμερικανικού Πενταγώνου στη Μεσόγειο. Ακόμη κι αν κάποιος δεχθεί ότι οι «χουντικοί αρχηγοί» και ο Αβέρωφ εξυπηρετούσαν τα νατοϊκά συμφέροντα και αποθάρρυναν τον Καραμανλή από το να αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Τουρκίας, παραμένει κρίσιμο να λάβει υπόψη του τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων της εποχής. Στις 19 Ιουλίου 1974, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γιόζεφ Λουνς, διατύπωνε ωμά ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου «the Turks would make mincemeat of the Greeks. There was nothing they like more than cutting Greek throats» («οι Τούρκοι θα έκαναν κιμά τους Έλληνες· δεν υπάρχει τίποτα που να απολαμβάνουν περισσότερο από το να σφάζουν Έλληνες»).[2]

Η πολιτική στρατηγική των ορίων

Τα νέα ευρήματα από αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά και βρετανικά αρχεία επιβάλλουν μια πιο σύνθετη αξιολόγηση. Δεν τεκμηριώνεται παθητική στάση εκ μέρους των Καραμανλή και Αβέρωφ. Αντίθετα, υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για διπλωματική πίεση προς τις ΗΠΑ μέσω της απειλής ελληνοτουρκικού πολέμου.

Ο Αβέρωφ διατύπωσε τουλάχιστον τρεις ρητές απειλές προς τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα:

  1. Στις 26 Ιουλίου, υπονοώντας τον κίνδυνο γενικευμένης σύρραξης μεταξύ ΝΑΤΟ-Συμφώνου της Βαρσοβίας:

[Ο Αβέρωφ] Θεωρούσε ότι αν η Ελλάδα και η Τουρκία εμπλακούν σε σύγκρουση, θα υπάρξει γενικευμένος πόλεμος μέσα σε 24 ώρες, με το ενδεχόμενο σοβιετικής παρέμβασης για να υποστηριχθεί μια βουλγαρική κάθοδος προς τη θάλασσα [Αιγαίο]. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα ήταν μια αντιπαράθεση ΝΑΤΟ-Συμφώνου της Βαρσοβίας, τα γεγονότα θα μπορούσαν να εξελιχθούν τόσο γρήγορα ώστε το ΝΑΤΟ να βρεθεί αντιμέτωπο με ένα τετελεσμένο γεγονός, το οποίο θα απέτρεπε μια αποτελεσματική αντίδραση.[3]

  1. Στις 6 Αυγούστου, κάνοντας λόγο για σοβιετικά οφέλη σε ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο και ζητώντας από τον Κίσινγκερ να παρέμβει προσωπικά.[4]
  2. Στις 13 Αυγούστου, με ρητή απειλή ελληνοτουρκικού πολέμου, που εκλήφθηκε ως αξιόπιστη από τον πρεσβευτή Τάσκα, αλλά απορρίφθηκε από τον Κίσινγκερ ως μπλόφα.

[Αβέρωφ] Η τελευταία τουρκική πρόταση στη Γενεύη και η πλήρης αδιαλλαξία των Τούρκων σε πολλούς τομείς “μας οδηγούν σε σύγκρουση”.

[Τάσκα] Σε εκείνο το σημείο τον διέκοψα για να τον ρωτήσω αν εννοεί ένοπλη σύγκρουση και απάντησε: “Ναι”.

Ο Αβέρωφ ζήτησε αυτό το μήνυμα [προς τον Κίσινγκερ] να περιλάβει επίσης τη δική του προσωπική άποψη, ως Υπουργού Άμυνας και Εξωτερικών, ότι “τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά”.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΞ, [Άγγελος] Βλάχος, παρενέβη λέγοντας ότι η σύγκρουση θα ξεκινούσε στην Κύπρο. [5]

Ο Τάσκα, επηρεασμένος από τη μακρόχρονη παραμονή του στην Αθήνα, δεν τύγχανε πλέον εμπιστοσύνης από την Ουάσινγκτον και οι εισηγήσεις του για άμεση παρέμβαση Κίσινγκερ με διπλωματικό ταξίδι στην περιοχή αγνοήθηκαν, καθώς τελούσε υπό δυσμένεια και αντικατάσταση.

Σύμφωνα με τη θεωρία των παιγνίων, μια απειλή για να είναι πειστική και να λειτουργήσει αποτρεπτικά, πρέπει να είναι αξιόπιστη – δηλαδή να υπάρχει η δυνατότητα και η βούληση να υλοποιηθεί στην πράξη. Στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1974, δεν υπήρχε ούτε ασυμμετρία πληροφόρησης από την αμερικανική πλευρά. Ο Χένρι Κίσινγκερ και το αμερικανικό επιτελείο γνώριζαν καλά ότι η Ελλάδα δεν διέθετε τα μέσα, αλλά ούτε και τη στρατιωτική ετοιμότητα για να ξεκινήσει πόλεμο με την Τουρκία.[6]

Διάσκεψη Γενεύης

Η στάση του Μαύρου

Για λόγους συνέπειας πρέπει να αναφερθεί ότι και ο υπουργός των Εξωτερικών της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, Γεώργιος Μαύρος, απείλησε ανοικτά με ελληνοτουρκικό πόλεμο τους Αμερικανούς στις 3 Αυγούστου και ότι 30.000 Έλληνες στρατιώτες ήταν έτοιμοι να σταλούν στην Κύπρο. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που ο Κίσινγκερ αναγκάστηκε να στείλει τον στενό του συνεργάτη και διπλωμάτη Άρθουρ Χάρτμαν στην περιοχή, ώστε να ενημερωθεί αξιόπιστα για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα. Στις 6 Αυγούστου του 1974 ο Μαύρος διαμήνυσε στον Χάρτμαν ότι μεταξύ του εξευτελισμού και του πολέμου, οι Έλληνες θα επέλεγαν τον πόλεμο, που θα μπορούσε να οδηγήσει στον Τρίτο Παγκόσμιο. Σημαντικό είναι ότι ο Μαύρος αποδεχόταν ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να κερδίσουν σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρόλα αυτά θα πολεμούσαν για να αποφύγουν τον εξευτελισμό.[7]

Το διπλωματικό αδιέξοδο της Γενεύης

Η ελληνική πλευρά στερούνταν συγκροτημένης στρατηγικής για τη Γενεύη 2, μετά από την κοινή διακοίνωση Ελλάδας-Βρετανίας-Τουρκίας της Γενεύης 1, που ουσιαστικά αναγνώριζε την de facto κατάσταση, ότι υπάρχουν δύο αυτόνομες διοικήσεις στην Κύπρο. Ο Καραμανλής στην αρχή δεν ήθελε καν να συμμετάσχει στη Γενεύη 2, ενώ ο Μαύρος προσδοκούσε λύση μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας με σοβιετική υποστήριξη στη βάση του ψηφίσματος 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Όταν ο Καραμανλής τελικά πείστηκε, κατόπιν αμερικανικών πιέσεων, να συμμετάσχει στη Γενεύη, αποκήρυξε δημόσια την προσφερόμενη βοήθεια των Σοβιετικών και βασίστηκε αποκλειστικά στην Ουάσινγκτον. Μέχρι και την τελευταία στιγμή πίστευε ότι ο Κίσινγκερ θα απειλούσε τους Τούρκους με διακοπή της στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς την Άγκυρα, ώστε να αποτραπεί ο Αττίλας 2. Μάλιστα από τη συζήτησή του με τον Τάσκα στις 13 Αυγούστου προκύπτει ότι ο Καραμανλής δέχθηκε επικρίσεις από ορισμένους συνεργάτες του επειδή απέρριψε δημοσίως την «προσφορά βοήθειας» από τη Σοβιετική Ένωση. Μερικοί στο περιβάλλον του πίστευαν ότι η ΕΣΣΔ είχε ειλικρινείς προθέσεις να στηρίξει τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου και πως κάτι τέτοιο μπορούσε να εξυπηρετεί και τα σοβιετικά συμφέροντα.[8] Μετά και τον Αττίλα 2, ο Καραμανλής φανερά ενοχλημένος από την αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό, έδωσε την εντολή για την άμεση αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Η μεταγενέστερη αυτοκριτική των Κίσινγκερ και Κάλαχαν για τη Γενεύη

Σε συνέντευξη τύπου της 19ης Αυγούστου του 1974, ο Κίσινγκερ θα δήλωνε κυνικά ότι «η κατάσταση στην Κύπρο έγειρε προς την Τουρκία, όχι ως αποτέλεσμα της αμερικανικής πολιτικής, αλλά ως αποτέλεσμα των ενεργειών της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης, που κατέστρεψε την ισορροπία δυνάμεων που προϋπήρχε στη νήσο.». Θα πρόσθετε ότι μέχρι τις 8 Αυγούστου διαφαινόταν ότι η συνδιάσκεψη της Γενεύης θα οδηγούσε σε μια διευθέτηση και ότι Θα μπορούσε να έχει επιδειχθεί λίγη περισσότερη ευελιξία από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.[9]

Σε συζητήσεις του με βρετανούς αξιωματούχους θεωρούσε ότι δεν πίεσε όσο θα έπρεπε την ελληνική πλευρά, ώστε να αποδεχτούν το «σχέδιο Κίσινγκερ» στη Γενεύη, μια καντονιακή λύση στην οποία οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν μια μεγάλη περιοχή στη Βόρεια Κύπρο με βάση την Κερύνεια, ενώ το συνολικό εδαφικό ποσοστό των Τουρκοκυπρίων θα ήταν προς συζήτηση:[10]

Θα έπρεπε να είχε ασκηθεί πίεση στους Έλληνες ώστε να κάνουν παραχωρήσεις, δεδομένου ότι, όσο λανθασμένη και εξοργιστική κι αν ήταν η στάση των Τούρκων, θα έπρεπε να ήταν δυνατό να πειστούν να αποδεχθούν λιγότερα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απ’ ό,τι θα μπορούσαν να κερδίσουν δια της βίας.[11] Όπως ίσως φαινόταν τότε – και πράγματι όπως μπορεί να φαίνεται και σήμερα – ήταν οι Έλληνες εκείνοι στους οποίους θα έπρεπε να είχε ασκηθεί πίεση να δηλώσουν ποιες παραχωρήσεις μπορούσαν να προσφέρουν· με αυτό, ίσως να είχε επιτευχθεί κάτι.[12]

Με την ίδια πικρία είχε μείνει και ο τότε βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν:

Η δική μου απολύτως ισχυρή άποψη είναι ότι, αν έχω να προσάψω στον εαυτό μου κάτι, είναι το ότι δεν άσκησα περισσότερη πίεση στους Έλληνες νωρίτερα απ’ όσο τελικά έκανα.[13]

Αυτή η παραδοχή από την πλευρά του Κίσινγκερ –ότι δηλαδή δεν ασκήθηκε επαρκής πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί έναν συμβιβασμό– είναι απολύτως ασύμβατη με το αφήγημα μιας εκ των προτέρων συμφωνημένης συνενοχής. Αντιστρέφοντας το επιχείρημα, η έλλειψη έντονης αμερικανικής πίεσης ερμηνεύεται όχι ως απόδειξη συμφωνίας με τον Καραμανλή, αλλά ως αναγνώριση της αυτονομίας του.

Αναθεωρώντας τις θεωρίες περί «ανθρώπων των Αμερικανών»

Οι αρχικές επιδιώξεις του Κίσινγκερ ήταν ο Κληρίδης να μην παραστεί καθόλου στη Διάσκεψη της Γενεύης 2 και να αναλάβει ο Καραμανλής την πλήρη ευθύνη ενός «ρεαλιστικού» συμβιβασμού με την Άγκυρα. Με το πολιτικό του κύρος και την ευρύτατη λαϊκή αποδοχή — όπως καταγράφηκε τις ημέρες 23–24 Ιουλίου — ο Καραμανλής ήταν, μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης–Λονδίνου, ο μόνος Έλληνας ηγέτης που διέθετε την απαραίτητη πολιτική βαρύτητα ώστε να επαναδιαχειριστεί το Κυπριακό, μεταθέτοντας τις ευθύνες της κρίση του 1974 στον Ιωαννίδη και στη «τρέλα των Συνταγματαρχών».

Η άρνησή του να αποδεχθεί τον συμβιβασμό που προωθούσε ο Κίσινγκερ — παρά τις αντίθετες προσδοκίες της Ουάσινγκτον — αποτελεί ισχυρή ένδειξη της πολιτικής του αυτονομίας.

Στην πραγματικότητα, το κύριο μειονέκτημα της ελληνικής πλευράς δεν ήταν η έλλειψη βούλησης για συνεννόηση, αλλά η απουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου που να είναι πολιτικά και κοινωνικά βιώσιμο· υπό την πίεση του στρατού και την απαίτηση της κοινής γνώμης για «εθνική αξιοπρέπεια»: Κάθε παραχώρηση ερμηνευόταν ως «προδοσία».

Η εκτίμηση της αμερικανικής διπλωματίας ήταν ότι ο Καραμανλής δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του στρατού αν προχωρούσε σε παραχωρήσεις προς τους Τούρκους· η παραμονή του στην εξουσία βασιζόταν σε μια «εθνικιστική γραμμή», που ικανοποιούσε τον στρατό και αποδυνάμωνε την Αριστερά και ειδικά τον Ανδρέα Παπανδρέου.[14]

Συμπέρασμα

Η συνολική εικόνα που αναδύεται από τα αρχειακά τεκμήρια, τις διπλωματικές μαρτυρίες και την ίδια την αυτοκριτική των Αμερικανών και Βρετανών αξιωματούχων είναι σαφής: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν υπήρξε εντολοδόχος των Ηνωμένων Πολιτειών ούτε συνδιαμορφωτής μιας προσυμφωνημένης νατοϊκής λύσης για την Κύπρο. Αντιθέτως, σε μια συγκυρία διεθνούς ασφυξίας και εσωτερικής αποσταθεροποίησης, επέλεξε να ασκήσει πολιτική με γνώμονα την εθνική αξιοπρέπεια και τη στρατηγική αυτονομία, απορρίπτοντας κάθε λύση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πράξη υποτέλειας ή εξευτελισμού.

Τα νέα αρχειακά τεκμήρια αποκαλύπτουν μια ελληνική ηγεσία που άσκησε ενεργή και επανειλημμένη διπλωματική πίεση προς την Ουάσινγκτον, βασισμένη στην απειλή πολέμου—μια απειλή η οποία, ωστόσο, υπό τις δεδομένες συνθήκες, δεν μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη.

Η στάση του αυτή, όσο κι αν μπορεί να θεωρηθεί αμφιλεγόμενη ή ανεπαρκής για την αποτροπή του Αττίλα 2, μαρτυρά έναν πολιτικό ηγέτη που επιδίωξε να διαχειριστεί την κρίση όχι ως εντολοδόχος τρίτων, αλλά ως εκφραστής της εθνικής βούλησης.

Θα μπορούσε πράγματι ο Καραμανλής να συνεχίσει την τυχοδιωκτική πολιτική του Ιωαννίδη, διατάζοντας απονενοημένα πλήγματα με τα ελληνικά υποβρύχια και τα αεροσκάφη F-4 Phantom στην Κύπρο ή να επιδιώξει προέλαση του Γ΄ Σώματος Στρατού προς την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη; Αυτές ακριβώς ήταν οι προτάσεις του Ιωαννίδη και των σκληροπυρηνικών του υποστηρικτών, που οδήγησαν στην ανατροπή της Χούντας από τους μετριοπαθείς αξιωματικούς, όπως ο ναύαρχος Αραπάκης και ο στρατηγός Ντάβος, οι οποίοι επέλεξαν την οδό της πολιτικής μετάβασης, όχι για να εξυπηρετήσουν τα όποια νατοϊκά συμφέροντα, αλλά για να αποτρέψουν μια εθνική καταστροφή που θα προκαλούσε μια ελληνοτουρκική σύρραξη.

*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι υποψήφιος διδάκτορας διπλωματικής ιστορίας της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ

[1] LEuropeo, 26.7.74; Αναδημοσίευση στα ελληνικά στο Βήμα, 8.8.74.

[2] Jan Asmussen, Cyprus at War: Diplomacy and Conflict During the 1974 Crisis, London: I.B.Tauris, 2008, σελ. 90; FCO 9/1894 Record of a conversation between the Secretary General of NATO and the Permanent Under Secretary of State Foreign and Commonwealth Office, 19 July 1974 at 0915 hours, TNA.

[3] NARA, AAD, DS 1974 ATHENS 05099, “CYPRUS: CONVERSATION WITH DEFENSE MINISTER AVEROFF”, 1974 July 26.

[4] Αλέξης Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2021, σελ. 497.

[5] NARA, AAD, DS 1974 ATHENS 05626, “CYPRUS”, 1974 August 13; Asmussen 2008, σελ 212-213.

[6] Για επιχειρήματα υπέρ της θέσης ότι η αδυναμία της Ελλάδας να εμπλακεί σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο ήταν δεδομένη βλέπε Άγγελος Συρίγος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μεταπολίτευση, 1974-1975: 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2024, σελ.130 κ.εξ.; Για μια αντίθετη άποψη βλέπε Βασίλειος Φούσκας, Το Μελάνωμα της Κύπρου, Οι ευθύνες των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ευάγγελου Αβέρωφ για την κυπριακή τραγωδία, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2024, σελ.155 κ.εξ.

[7] NARA, AAD, DS 1974 LONDON 10085, 1974 August 7; Παπαχελάς 2021, σελ. 495.

[8] Asmussen 2008, σελ 210-211.

[9] NARA, AAD, DS 1974 STATE 181846, “SECRETARY OF STATE’S PRESS CONFERENCE – CYPRUS SITUATION”, 1974 August 19.

[10] Asmussen 2008, σελ 195 κ.εξ.

[11] “Record of a meeting between Dr. Kissinger and Sir J. Killick held in the Department of State, Washington, on 27 August 1974 at 11.40 a.m. [WSC 3/304/2]”, Documents on British Policy Overseas vol. 5, Foreign and Commonwealth Office.

[12] Ibid, note 275/19 που αναφέρεται στην συνομιλία Kissinger-Ramsbotham της 8ης Σεπτεμβρίου 1974.

[13] “Record of a telephone conversation between Mr. Callaghan and Dr. Kissinger on 14 August 1974 at 1.45 p.m. [WSC 3/304/2].” Documents on British Policy Overseas vol. 5, Foreign and Commonwealth Office.

[14] FRUS vol. XXX, Greece; Cyprus; Turkey, 1973–1976, Document 143, Memorandum From the Director of the Bureau of Intelligence and Research (Hyland) to Secretary of State Kissinger, Washington, August 21, 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου