Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Μάχη τοῦ Πολυαράβου (28 Αὐγούστου 1826) Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ

Του Ντόναλντ Μακφαίηλ
Το 1963, στη μηνιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση ΗΩΣ, δημοσιεύτηκε άρθρο του τότε συνταγματάρχη Γ. Κουμανάκου με τίτλο “Αι εναντίον της Μάνης εκστρατείαι του Αιγυπτιακού Στρατού”. Μετά απο 34 περίπου χρόνια, φέτος, επ ευκαιρία του αφιερώματος αυτού στον Πολυάραβο, με την ευγενή έγκριση του επίτιμου αντιστράτηγου πλέον Γ. Κουμανάκου, αναδημοσιεύουμε το άρθρο αυτό με συμπληρωματικές αναφορές του στη μάχη του Πολυαράβου. Ο Γεώργιος Κουμανάκος γεννήθηκε στο Γύθειο όπου και τελείωσε το γυμνάσιο. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο Σχολή. Δίδαξε στη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Αμύνης. Διετέλεσε διοικητής του ΟΤΕ και της ΠΥΡΚΑΛ. Συμμετέχει σε ομάδα 8 Νατοϊκών στρατηγών με σκοπό τον αντιπυρηνικό αφοπλισμό και έχει λάβει μέρος σε πολλά συνέδρια. Σήμερα συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα της κοινωνίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η σημασία των εκστρατειών, τας οποίας επεχείρησεν ο Αιγυπτιακός στρατός εν έτει 1826 εναντίον της Μάνης, υπό την αρχηγίαν του Ιμβραήμ Πασά, υπό πάσαν έποψιν υπήρξε μεγάλη. Ίνα δε κατανοηθή η σημασία των νικών, τας οποίας τα Μανιάτικα όπλα κατήγαγον εναντίον του Αφρικανού επιδρομέως και η συμβολή αυτών εις την όλην πορείαν και την έκβασιν της εθνικής ημών επαναστάσεως, είναι ανάγκη να ενταχθώσιν αι εκστρατείαι εκείναι, σαν σπουδαία ιστορικά γεγονότα μέσα εις την γενικήν κατάστασιν, πολιτικήν και στρατιωτικήν, η οποία υφίστατο τότε εις την αγωνιζόμενην Ελλάδα.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οι πολιτικοί δια την εξυπηρέτησιν των ιδίων αυτών συμφερόντων και φιλοδοξιών είχαν ήδη απο το 1824 αρχίσει τας ραδιουργίας και τον φατριασμόν. Έτσι, κατάντησε να φέρουν εις ένοπλον ρήξιν τους Πελοποννησίους και Ρουμελιώτας και να εκσπάση ο εμφύλιος πόλεμος. Η Κυβέρνησις Κουντουριώτη, μικρόψυχος και ανίκανος, δεν ηδυνήθη να ανταποκριθή εις τας προσδοκίας του Έθνους. Ούτω αι κατά ξηράν δυνάμεις αλληλοεσφάζοντο ο δε Ελληνικός στόλος ηδράνει λόγω αδιαφορίας των αρμοδίων δια την επάνδρωσιν και τον ανεφοδιασμό του. Έτσι η Τουρκία εδράξατο των ευκαιριών να υποτάξη την Κρήτην και να καταστρέψη την Κάσσον και τα Ψαρρά.
Όταν τον Φεβρουάριο του 1825 ήρχισεν αποβιβαζόμενος ο Ιμπραήμ εις την Μεσσηνίαν, ολόκληρος η Πελοπόννησος εστέναζεν υπό το πέλμα των Ρουμελιωτικών στρατευμάτων. Η Κυβέρνησις Κουντουριώτη, αντί να συλλάβη τον τρομερόν κίνδυνον που διέτρεχε το Έθνος και το αίτημα της μεγάλης ιστορικής ώρας, όπερ επέτασσε να αποφυλακισθή ο εν Ύδρα κρατούμενος Κολοκοτρώνης μετά των λοιπών Πελοποννησίων και να αμνηστευθούν οι φυγαδευθέντες Ζαίμης, Λόντος, Νικηταράς και λοιποί ηγέται, δια να εμπνεύση θάρρος εις τας λιποψυχούσας επαρχίας του Μωριά, παρεσύρθη από το πάθος εις την ανήκουστον κατάπτωσιν, να διορίση αρχιστράτηγον των κατά ξηράν δυνάμεων τον ... ναυτικόν Δημ. Σκούρτην και να εγκρίνη όπως τεθή επικεφαλής της εναντίον του Ιμπραήμ εκστρατείας αυτός ούτος ο Γ. Κουντουριώτης.
Εν τω μεταξύ ο Ιμπραήμ επέπεσεν ως καταιγίς. Αποβιβασθείς εις Μεθώνην κατέλαβε την Μεσσηνιακήν χερσόνησον και το Ναυαρίνον, άτινα οργανωθέντα και ασφαλισθέντα απετέλεσαν την βάσιν των περαιτέρω πολεμικών του επιχειρήσεων. Εν συνεχεία ήρξατο προελαύνων προς την Μεσσηνίαν. Ενίκησε τον ηρωικώς πεσόντα εις Μανιάκι Παπαφλέσσαν, τους Στερεολλαδίτας εις το Κρεμμύδι, τους Αναγνωσταράν και Μαυροκορδάτον εις Σφακτηρίαν και τελικώς ηνάγκασε τον Κουντουριώτην να φύγη κατά τρόπον επαίσχυντον εκ της Μάνης δια θαλάσσης. Εν μέσω του γενικού πανικού και της συγχίσεως, τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα εγκατέλειψαν τον Μωριά και επέστρεψαν εις τας πατρίδας των με την πρόφασιν ότι τάχα τα τουρκικά στρατεύματα επέδραμον εναντίον των.
Τότε και μόνον εισηκούσθη απο την Κυβέρνησιν η φωνή των επαρχιών που ηξίωναν την απελευθέρωσιν του Κολοκοτρώνη. Υπό την οργήν και την απαίτησιν του αγωνιώντος λαού, διωρίσθη ούτος γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου και συνεκρότησε ταχέως ικανόν στρατόν. Παρά ταύτα η μυωπική και μικρόψυχος κυβέρνησις τον ημπόδισε να πράξη δια την Τρίπολιν, εκείνο που έπραξαν οι Ρώσσοι 13 χρόνια ενωρίτερον, το 1812, εναντίον του Ναπολέοντος πυρπολήσαντες την Μόσχαν.
Με επιτευχθείσης της αναχαιτίσεως της προελάσεως του Ιμπραήμ εις Δραπάλα, ούτος εισήλθε την 10 Ιουνίου 1825 εις Τρίπολιν, ένθα και εγκατεστάθη, χρησιμοποιών αυτήν έκτοτε ως ορμητήριον δια την ολοσχερή κατάκτησιν και υποταγήν της Πελοποννήσου.
Τον Δεκέμβριον του 1825, κατά παράκλησιν του Σουλτάνου ανέλαβε την εκπόρθησιν του Μεσολογγίου. Αρχικώς, εκ λόγων αλαζονείας, επεχείρησε μόνος. Μη δυνηθείς όμως, λόγω της ανδρείας των αμυνομένων, συνέπραξε μετά του Κιουταχή, έτσι που ηνάγκασε την ηρωικήν φρουράν της Ιεράς Πόλεως να επιχειρήση την θρυλικήν εκείνην Εξοδον.
Τοιουτοτρόπως αι επιχειρήσεις απο Ελληνικής πλευράς, και εις την Πελοπόννησον και εις την Στερεάν, είχαν οικτρόν τέλος και επεσώρευσαν ανηκούστους συμφοράς. Συνέπεια τούτων ήτο η πτώσις της ανικάνου Κυβερνήσεως Κουντουριώτη, ήτις απήλθεν υπό τας αράς και την οργήν του λαού την 14 Απριλίου 1826.
Εν τω μεταξύ, η στρατιωτική κατάστασις ολονέν εχειροτέρευε, διότι ο μεν Κιουταχής υποτάξας ήδη την Στερεάν, ησχολείτο με την εδραίωσιν της κατοχής της και την υποταγήν των κατοίκων της, ο δε Ιμπραήμ διέτρεχε την Πελοπόννησον χιαστί, καίων και καταστρέφων τα πάντα, ενώ συγχρόνως ετοίμαζε τας εναντίον της Μάνης φοβεράς εκστρατείας του.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ

Εν όψει της ανωτέρω πολιτικής και στρατιωτικής καταστάσεως, θα εκθέσωμεν λίαν συνοπτικώς την στρατηγικήν αξίαν, την οποίαν παρουσίαζεν η Μάνη κατά την μεγάλην και κρίσιμον εκείνην ώραν της εθνικής μας Ιστορίας.
Η Μάνη ήτο η μοναδική αξιόλογος περιοχή της Ελλάδος, από απόψεως εκτάσεως, πληθυσμού, πολεμικού δυναμικού και γεωργικής θέσεως, η οποία περέμενεν ακόμη ελευθέρα και δεν είχεν υποκύψει εις τα πλήγματα του Ιμπραήμ. Ως εκ τούτου, κατέστη το καταφύγιον όλων των δοκιμασθέντων και διασκορπισθέντων στρατιωτικών Σωμάτων και μέρους του πληθυσμού των γειτονικών περιοχών, Μεσσηνίας, Αρκαδίας και Λακεδαίμονος.
Το γεγονός τούτο ήσκει λίαν σοβαράς επιδράσεις εις την πορείαν της Επαναστάσεως, τόσον εις τον τομέα του ψυχολογικού, όσον και επί του πολιτικού πεδίου. Πράγματι, το αδούλωτον της Μάνης εθέρμαινε τας ψυχάς και συντηρούσε τας ελπίδας όλων των Ελλήνων του Μωριά και της Ρούμελης οι οποίοι είχον υποκύψει εις την ισχύν των όπλων του Αιγυπτίου κατακτητού. Το σπουδαιότερον όμως όλων, ενεθάρρυνε και έδιδε νόημα εις τον συνεχή και αδιάκοπον κλεφτοπόλεμον, τον οποίον ο Κολοκοτρώνης, ως αρχιστράτηγος, αδυνατών να δώση μάχην εκ παρατάξεως διενήργει εναντίον των Αιγυπτιακών στρατευμάτων, άτινα έφθειρε και κατεπόνει σημαντικώς.
Επί πλέον η Μάνη, παραμένουσα ελεύθερη, εστερούσε τον Ιμπραήμ και την Τουρκικήν διπλωματίαν του επιχειρήματος, ότι τάχα κατέβαλον την επανάστασιν των Ελλήνων και ότι δεν υφίστατο, συνεπώς θέμα, όπερ θα ήξιζε να απασχολή τους Φιλέλληνας και τας φονεράς ή κρυφίας βλέψεις της Ευρωπαικής Διπλωματίας.
Η σημασία του γεγονότος να διατηρήται εν ζωή η επανάστασις των Ελλήνων εις την Μάνην και δια της Μάνης, προσελάμβανε την στιγμήν εκείνην τεραστίας διαστάσεις, ιδίως επι του πολιτικού πεδίου, διότι συνετήρει τας δυνατότητας ενός Casus Federis εκ μέρους των Ευρωπαικών Δυνάμεων, λόγω των συγκρουομένων συμφερόντων των, ή του ωγκουμένου ρεύματος του φιλελληνισμού, ακόμη δε και εκ τυχαίων συμπτώσεων ή σφαλμάτων απο κακόν υπολογισμόν. Ητο ηλίου φαεινότερον, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ της Ελληνικής Ελευθερίας, εφ όσον η επανάστασις θα διετηρείτο εν ζωή.
Η αξία όμως και η συμβολή της Μάνης, στη μεγάλη αυτή ώρα της Ιστορίας μας, δεν περιωρίζετο μόνον εις τη σφαίραν του ψυχολογικού και του πολιτικού, που είναι στοιχεία της λεγομένης Μεγάλης Στρατηγικής, η οποία κρίνει την πορεία και επηρεάζει την όλην έκβασιν ενός πολέμου, συνεπώς και της συνεχιζομένης επαναστάσεως. Ανυπολόγιστος υπήρξεν η αξία και η συμβολή της λόγω της μοναδικής της περιπτώσεως και επί του καθαρώς στρατιωτικού ή επιχειρησιακού πεδίου, τουτέστιν της καθαρώς Στρατιωτικής Στρατηγικής (Military Strategy).
Ως γνωστόν, ο Ιμπραήμ Πασάς, άμα τη αποβάσει του Αιγυπτιακού Στρατού εις την Πελοπόννησον, κατέστησε βάσιν του δια τας περαιτέρω εν Ελλάδι επιχειρήσεις και εκστρατείας του την Μεσσηνιακήν χερσόνησον. Εκεί υπήρχον τα φρούρια της Μεθώνης, της Κορώνης και Νεοκάστρου (Ναυαρίνου) με τους ομωνύμους λιμένας, δια των οποίων επεκοινώνει με την ενδιάμεσον αυτού βάσιν, την Σούδαν της Κρήτης. Κάθε ένας, ιδίως οι μεμυημένοι εις τα πολεμικά, αντιλαμβάνονται ποίαν θεμελιώδη σημασίαν και σπουδαιότητα εγκλείει η βάσις των πολεμικών επιχειρήσεων εις μίαν υπερπόντιον εκστρατείαν, ως εκείνη του Ιμπραήμ. Η Μάνη όμως κείται εις πλευρικήν θέσιν και εις μικράν θαλασσίαν ή χερσαίαν απόστασιν απο την βάσιν του Αιγυπτιακού Στρατού. Είναι γεωγραφικώς παράλληλος και σχεδόν συμμετρική χερσόνησος με την Μεσσηνιακήν, διήκουσα βαθύτερον αυτής προς Νότον, εντός της θαλάσσης.
Η Μάνη λοιπόν, ως γεωγραφικόν περιέχον, ήτοι θέσις, έκστασις, τοπογραφική διαμόρφωσις και πολεμικόν περιεχόμενον, ήτοι ωπλισμένος και εμπειροπόλεμος πληθυσμός, ηθικόν, μαχητική αξία, θέλησις αγωνιστική κλπ., απετέλει τότε μίαν σταθεράν και μόνιμον στρατιωτικήν απειλήν χερσαίαν και θαλασσίαν εις το πλευρόν και τα νώτα της πολεμικής βάσεως του Αιγυπτιακού στρατού. Πράγματι, εκ της Μάνης και δια της Μάνης ήτο δυνατόν να οργανωθούν και κατενεχθούν καίρια χερσαία ή θαλάσσια πλήγματα εναντίον της πολεμικής βάσεως του Ιμπραήμ υπο αμιγών Ελληνικών δυνάμεων ή και συνεπικουρουμένων υπο Ευρωπαικών τοιούτων, δια τας οποίας η Μάνη θα ήτο ιδεώδες προγεφύρωμα και ασφαλής προσωρινή βάσις.
Δι όλους τους ανωτέρω λόγους, η στρατηγική της Μάνης αξία, δεν διέφυγε της οξυδερκείας και της επιχειρηματικής ικανότητος του Ιμπραήμ και των εμπείρων Γάλλων επιτελών του. Μη δυνηθείς όμως να καταβάλη και να καταλάβη την Μάνην με τας πρώτας του εξορμήσεις, ως συνέβη με την λοιπήν Πελοπόνησσον, ήρχισε την άνοιξιν του 1826 σοβαράς προπαρασκευάς δια να εκστρατεύση εναντίον της κατά το θέρος και επιτύχη την κατάκτησιν και καταστροφήν της. Αι καταστροφαί όμως, τας οποίας υπέστησαν αι στρατιαί του Ιμπραήμ απο τα Μανιάτικα όπλα και εις τας δύο μεγάλας εξορμήσεις του εναντίον της Δυτικής και Ανατολικής Μάνης τον Ιούνιον και Αύγουστον του 1826 έσχον βαρυτάτας συνεπείας και επι του Πολιτικού-Διπλωματικού καθώς και επι του Στρατηγικού πεδίου. Επηρέασαν δε ανυπολογίστως την πορείαν της Επαναστάσεως και επετάχυνον κατά πολύ την ελευθερίαν της Ελλάδος. Αλλ ας ίδωμεν εκ του πλησίον τας εναντίον της Μάνης επιθέσεις του Ιμπραήμ.
ΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Αι επιχειρήσεις, είχαν ως αντικειμενικόν σκοπόν την κατάληψιν των ζωτικών περιοχών της Μάνης και την καταστροφήν των ενόπλων αυτής τμημάτων και την εν συνεχεία υποταγήν και μερικόν ή ολικόν εξανδραποδισμόν των κατοίκων της.
Ινα κατανοηθώσι καλύτερον τα σχέδια επιθέσεως του Ιμπραήμ απο απόψεως συλλήψεως και εν συνεχεία εκτελέσεως αυτών, είναι ανάγκη να εξετασθή εν συντομία ο γεωφυσικός χώρος της Μάνης υπο το πρίσμα των επιθετικών και αμυντικών επιχειρήσεων.
Η Μάνη σχηματίζεται απο την οροσειράν του Ταυγέτου, όστις κατευθύνετο προς Νότον ένθα εισχωρών βαθέως εις την θάλασσαν, σχηματίζει χερσόνησον καταλήγουσαν εις το Ταίναρον. Ο Ταύγετος διαχωρίζει την Μάνην εις δύο ξεχωριστάς περιοχάς, την Ανατολικήν και την Δυτικήν, αι οποίαι δεν επικοινωνούν μεταξύ των, παρά με δύο φυσικά ανοίγματα ή διαβάσεις, την ορεινήν διάβασιν της Γιατρίσσης (ήτις συνδέει τα Βαρδουνοχώρια με τα εξωχώρια, Καστάνια-Μηλιά) και την διάβασιν Πασσαβά-Σταυρός (ήτις συνδέει το Γύθειον με την Αρεόπολιν).
Με κριτήριον επιχειρήσεων, η πλέον ζωτική περιοχή της Μάνης είναι η της Αρεοπόλεως (Τσίμοβας) με τας δύο παρακειμένας διαβάσεις του Σταυρού και του Πυρίχου και τους δύο θαυμασίους όρμους του Λιμενίου και του Διρού, οι οποίοι την περιβάλλουν.
Ο κατέχων την ανωτέρω περιοχήν έχει τα εξής πλεονεκτήματα έναντι πιθανού αντιπάλου του: Επικοινωνεί με την Ανατολικήν Μάνην, περιοχάς Γυθείου και Κότρωνος. Δια των όρμων του Λιμενίου και του Διρού εξασφαλίζει θαλασσίαν συγκοινωνίαν με τα παράλια της Μάνης, καθώς και με την άλλην Πελοπόννησον και γενικώς την Ελλάδα. Διαχωρίζει εγκαρσίως την προς το Ταίναρον μέσα Μάνην απο την έξω Μάνην, την βορείως της σημερινής αμαξιτής Γυθείου-Αρεοπόλεως περιοχήν. Ενας εισβολέας, ίνα φθάση εις την ανωτέρω ζωτικήν περιοχήν της Αρεοπόλεως δύναται να χρησιμοποιήση δύο δρομολόγια ή άξονας επιθέσεως: Καλαμάτα-Κάμπος-Πλάτσα-Οίτυλον-Αρεόπολις, ή
Γύθειον-Πασαβάς-Λαγκαδά-Σταυρός-Αρεόπολις.
Σήμερον τα άνω δύο δρομολόγια υλοποιούνται με αμαξιτάς οδούς αίτινες συνδέουν αντιστοίχως την Αρεόπολιν με την Καλαμάτα και το Γύθειον. Η αμαξιτή συνεχίζεται σήμερον απο την Αρεόπολιν σχεδόν μέχρι του Ταινάρου. Αι αμαξιταί αύται οδοί, υποδηλούν ότι η εκατέρωθεν αυτών εδαφική ζώνη, εις πλάτος μεταβλητόν, προσφέρεται δι επιθετικάς επιχειρήσεις εισβολής.
Αντιθέτως τα εδαφικά εκείνα σημεία τα οποία ελέγχουν και εμποδίζουν την χρησιμοποίησιν των ανωτέρω δρομολογίων, είναι υπο έποψιν επιχειρήσεων, κατάλληλα δι’αμυντικούς αγώνας και στοιχίζουν τας αμυντικάς τοποθεσίας. Τοιαύται τοποθεσίαι επι του άξονος Καλαμάτα-Αρεόπολις είναι: της Βέργας παρά το χωρίον Αλμυρός και η τοποθεσία παρά το χωρίον Καραδαμύλη. Επί του ετέρου άξονος Γύθειον_Αρεόπολις υπάρχουν αι αμυντικαί τοποθεσίαι: του Πασσαβά, Καρυούπολις-Λαγκάδα και του Σταυρού.
Η ΕΠΙΘΕΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΝΗΣ
Ο Αιγυπτιακός στρατός υπό τας οδηγίας του Ιμπραήμ, προέβη εις πλήρεις παρασκευάς δια την εναντίον της Μάνης επιχείρησιν. Αι συμμετέχουσαι μονάδες ανεφοδιάσθησαν πλήρως. Εγιναν αι αναγκαίαι αναγνωρίσεις και ο Αιγυπτιακός στόλος διετάχθη να περιπολεί αποκλείων τα παράλια της Μάνης. Εδόθησαν αφειδώς υποσχέσεις και συνεχωρήθη η μέχρι τότε στάσις διαφόρων οπλαρχηγών και ιδίως των Μαυρομιχαλαίων.
Το σχέδιον του Ιμπραήμ ήτο απλούν και ευφυές. Προέβλεπε μίαν κυρίαν επίθεσιν κατά τον άξονα Καλαμάτα-Αλμυρός-Καρδαμύλη-Αρεόπολις δια του όγκου των διαθεσίμων δυνάμεων εις πεζικόν και ιππικόν, με ταυτόχρονον αιφνιδιαστικήν απόβασιν εις τον όρμον του Διρού, ισχυράς δυνάμεως κρούσεως, ήτις ενεργώσα δραστηρίως θα επεδίωκε την ταχείαν κατάληψιν της Αρεοπόλεως κα των παρ αυτήν ορεινών διαβάσεων προς απομόνωσιν της Μέσα Μάνης και αποκοπήν των εις Βέργαν συγκεντρωμένων Λακωνικών δυνάμεων.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΤΗΣ ΒΕΡΓΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΡΟΥ

Στις 22 Ιουνίου 1826 ο Ιμπραήμ επετέθη εναντίον της Βέργας με 8.000 περίπου άνδρες. Οι Μανιάτες τους αποκρούουν. Μετά απο εννέα ανεπιτυχείς εφόδους των Αιγυπτίων οι Μανιάτες με πρωτοβουλία ενός ανώνυμου οπλαρχηγού απο τα Σκυφιάνικα περνάνε στην αντεπίθεση και απωθούν τους Αραβες. Στις 23 Ιουνίου ο Ιμπραήμ δεν κατορθώνει πάλι να σπάσει τον κλοιό των αμυνομένων. Στις 24 Ιουνίου προσπαθεί να προελάσει απο το μέρος της παραλίας έχοντας υποστήριξη απο τα πλοία του που βάλλουν εναντίον των Ελλήνων. Και πάλιν όμως οι Μανιάτες επιτιθέμενοι απο την αντίθετη πλευρά τους απέκρουσαν και μάλιστα τους καταδίωξαν. Βλέποντας ο Ιμπραήμ ότι δεν μπορεί να μπεί στη Μάνη μέσω της Βέργας υποχώρησε στη Μεσσηνιακή πεδιάδα.
Εκμεταλλευόμενος ο Ιμπραήμ την απουσία των μαχητών στη μάχη της Βέργας, αποβίβασε στρατό τη νύκτα της 22ης προς 23ης Ιουνίου στο Διρό αποβλέποντας να καταλάβει την περιοχή και στη συνέχεια όλη την Μάνη. 15 μεταγωγικά πλοία αποβίβασαν 1800 περίπου άνδρες οι οποίοι όμως αποκρούστηκαν απο τους εναπομείναντες κατοίκους των γύρω χωριών που ήσαν κυρίως γέροι και γυναίκες. Οπλισμένοι με ό,τι διέθετε ο καθένας απέκρουσαν τους Αραβες σε όλες τις επιθέσεις τους. Στις 25 Ιουνίου άρχισαν να φθάνουν ενισχύσεις απο τον Αλμυρό και τα γύρω χωριά Ολοι μαζί επιτίθενται εναντίον των Αράβων και τους ρίχνουν στη θάλασσα. Η καταστροφή τους ήταν πλήρης. Οσοι διασώθηκαν αναχώρησαν προς τη Μεσσηνία.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΝΗΣ

Μετά την αποτυχίαν των επιχειρήσεων εις την Βέργαν και το Διρό, ο Ιμπραήμ απεσύρθη εις την βάσιν του. Εμμένων σταθερώς εις τον σκοπόν του, την υποταγήν της Μάνης, αρχή η οποία ίσχυεν ανέκαθεν εις την διεξαγωγήν του πολέμου, αποφασίζει νέαν εκστρατείαν εναντίον της. Ινα αποφύγη τας δυσκολίας τας οποίας του παρουσίασεν το έδαφος της Δυτ. Μάνης και ιδίως η στενή διάβασις της Βέργας, καθώς και την ανάμνησιν της φοβεράς αποτυχίας εκ μέρους των στρατευμάτων του, αποφασίζει να εκτελέση την νέαν του επίθεσιν μέσω της Ανατολικής Μάνης. Προς τον σκοπόν τούτον συνεκρότησε κατάλληλον στρατιάν απο πεζικόν, ιππικόν και ορειβατικόν πυροβολικόν και αφού παρέλαβεν τας αναγκαίας ποσότητας εφοδίων, εκινήθη εκ Μεσσηνίας προς Τρίπολιν, ένθα έφθασεν περί τα μέσα του ιδίου ύστερα απο μικροσυμπολκάς και αψιμαχίας με τα στρατεύματα του Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα άτινα εφύλασσον τα στενά μεταξύ της Μεσσηνίας και κεντρικής Πελοποννήσου. Εις την Τρίπολιν ο Ιμπραήμ παρέμενεν ολίγας ημέρας για να αναπαυθούν τα στρατεύματά του και εν συνεχεία ησχολήθη να εκκαθαρίση την περιοχήν της Τεγέας και Κυνουρίας απο τα ένοπλα τμήματα των εντοπίων οπλαρχηγών, άτινα θα ήσαν αξιόλογος απειλή κατά την προς νότον πορείαν του, εάν έμενον ανενόχλητα.
Περί τα μέσα Αυγούστου ο Ιμπραήμ ευρίσκετο εις την πεδιάδα της Λακεδαίμονος κατευθυνθείς άνευ χρονοτριβής εναντίον του κάστρου του Μυστρά όπερ προσεπάθησε να κυριεύση εξ εφόδου. Μη δυνηθείς όμως να το καταλάβη προήλασε νοτιώτερον και συνεκέντρωσε τα στρατεύματά του εις τη περιοχήν Χάνια Ταράψης, εξ ής θα εξώρμα δια την κυρίως κατά της Μάνης επίθεσίν του.
Το σχέδιον επιθέσεως προς κατάληψιν της Ανατολικής και εν συνεχεία της Δυτικής Μάνης, προέβλεπε: Μίαν κυρίαν επίθεσιν κατά τον άξονα Γύθειον-Πασσαβάς-Αρεόπολις και μίαν δευτερεύουσαν προς την κατεύθυνσιν των Βαρδουνοχωρίων και εν συνεχεία προς τας περί την Γιάτρισσαν ορεινάς διαβάσεις του Ταυγέτου. Το σχέδιον ήτο ορθολογιστικόν και παρείχε δια τους Αιγυπτίους πολύ καλάς πιθανότητας επιτυχίας, εξαρτωμένης βεβαίως κατά μεγάλον βαθμόν - όπως πάντοτε - και εκ της ποιοτικής και ποσοτικής αντιδράσεως του αντιπάλου.
Οπως εις όλας τα περιπτώσεις και εις την παρούσαν απειλήν η αντίδρασις των Μανιατών υπήρξεν αυτόματος και αυθόρμητος, μη υπαρχούσης ενιαίας Διοικήσεως. Οι κατά τόπους οπλαρχηγοί συνεκέντρωνον τα τμήματά των και κατελάμβανον τα προσφορώτερα κατά την κρίσιν των εδαφικά σημεία ίνα εμποδίσουν την προέλασιν του εχθρού και προκαλέσουν εις αυτόν βαρείας απωλείας. Αλλο μέτρον ήτο η εκκένωσις των πεδινών χωρίων και γενικώς των δυναμένων ευκόλως να προσβληθώσιν υπο του εχθρού και η συγκέντρωσις του πληθυσμού επι των ορεινών κατωκημένων τόπων, όπου η ενέργεια του μάλλον δυσκάμπτου Αιγυπτιακού πεζικού θα ήτο δύσκολος άν μη παντελώς αδύνατον να εκδηλωθή.
Τέλος ολόκληρος η Μάνη Ανατολική και Δυτική ευρίσκετο εις πολεμικόν συναγερμόν και ελαμβάνετο πάν μέτρον, απο απόψεως παρασκευών, το οποίον θα συνέβαλεν εις την επιτυχή απόκρουσιν του εισβολέως. Χαρακτηριστικόν εις την κρίσιμον αυτήν δια την Μάνη απειλήν ήτο το υψηλόν ηθικόν των κατοίκων και η αυτοπεποίθησις των ότι θα νικήσουν εκ νέου τον Ιμπραήμ.
Προς εκτέλεσιν του σχεδίου του ο Αιγυπτιακός στρατός προήλασε και επί των δύο αξόνων, της κυρίας επιθέσεως κατευθυνομένης δια Γυθείου και Πασσαβά προς Αρεόπολιν. Την 27 Αυγούστου οι Αραβες προελάσαντες δυτικώς του κάστρου του Πασσαβά προσέκρουσαν εις οργανωμένην αντίστασιν του Κοσονάκου και Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, οίτινες κατείχον την διάβασιν της Λαγκάδας και τα εκατέρωθεν αυτής δεσπόζοντα υψώματα. Εις μάτην ο Αιγυπτιακός στρατός επιτιθέμενος όλην την ημέραν επιχειρεί να ανατρέψη τους υπερασπιστάς της στενωπού και να εκβιάση την διάβασιν. Την επομένην οι Μανιάται ενισχυθέντες αφ εσπέρας δι επιλέκτων τμημάτων υπο τον Κατσάκον, ανέλαβεν την αντεπίθεσιν καθ ήν οι Αιγύπτιοι ηττηθέντες συνεπτύχθησαν καταδιωκόμενοι εκείθεν του Πασσαβά. Προς συνέχισιν της επιθέσεως του ο Ιμπραήμ αποφασίζει να κατευθύνη την κυρίαν του προσπάθειαν προς τας ορεινάς διαβάσεις του Ταυγέτου παρά τα χωρία Σκυφιάνικα και Πολιτσάραβον, ελπίζων να εύρη ταύτας αφυλάκτους και ίσως παρασυρθείς απο τας προτροπάς ή διαβεβαιώσεις εντοπίου τινός οδηγού, όστις επαρουσιάσθη εις τον Αιγύπτιον στρατάρχην.
Η ΤΡΙΗΜΕΡΟΣ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΥ
Πράγματι ο Αιγυπτιακός στρατός προελαύνει και καταλαμβάνει τα χωρία Αρχοντικό, Μαλτσίνα σήμερα Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά και Αγιο Νικόλαο, οδηγούμενος απο τον Μπόσινα, ίνα δια της Τσεσφίνας αχθεί στο Πολυάραβο. Ο Ιμπραήμ παρέμεινεν επι διήμερον στα ως άνω Βαρδουνοχώρια, προκειμένου ν’αναπαύσει τα στρατεύματά του και να συγκεντρώσει τα αναγκαία τρόφιμα για τις επικείμενες επιχειρήσεις. Ενωρίς την πρωίαν της 28 Αυγούστου εξορμά εναντίον των εις Πολυάραβον συγκεντρωθέντων Μανιατών, κυρίως εντοπίων κατοίκων της περιοχής Μαλευρίου και Βαρδουνοχωρίων.
Το σχέδιό του είναι εμφανές. Αφού δεν μπόρεσε να εκβιάσει την όδευση Πασσαβάς-Χωσιάριον-Καρυούπολις-Βαχός-Αρεόπολις, λόγω της νικηφόρου αντιστάσεως των Μανιατών στη περιοχή Καρυουπόλεως, τότε Μανιάκοβα και Λαγκάδας, εστράφη εκ της περιοχής Γυθείου προς τα Βαρδουνοχώρια επιδιώκων να εισβάλει στη Δυτική Μάνη δια των ορεινών διαβάσεων του Ταυγέτου που ευρίσκονται νοτίως της κορυφής Ζίζιαλι υψομ. 1468 και διέρχονται απο μέσα ή την περιοχή των χωρίων Πολυάραβος και Σκυφιάνικα και φέρνουν στη περιοχή των χωριών Κελεφάς και Οιτύλου. Εάν ο ελιγμός αυτός του Ιμπραήμ επετύγχανε και κατελάμβανε την Κελεφά και το Οίτυλον θα διχοτομούσε τη Μάνη και θα ηδύνατο εύκολα να την κατακτήσει ολόκληρη.
Η επιθετική διάταξη του Ιμπραήμ ήταν απλή και σύμφωνη με τις τότε επικρατούσες τακτικές αντιλήψεις απο την πείρα των Ναπολεοντίων πολέμων και των εκ τούτων διδαγμάτων. Συγκρότησε μιά ισχυρή εμπροσθοφυλακή, δυνάμεως τριών Ταγμάτων, τρείς χιλιάδες περίπου άνδρες και την διέταξε να κινηθεί στη κατεύθυνση Κόκκινα Λουριά-Δεσφίνα, τότε Τσεσφίνα, -Πολυάραβος τον οποίον να καταλάβει το ταχύτερο δυνατό, συντρίβουσα κάθε αντίσταση που θα συναντούσε στο δρόμο της, στη προσπάθεια της να εκπληρώσει την αποστολή της. Επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής έθεσε τον Χουσνή Μπέην, γενναίον φανατικό και ικανότητον αξιωματικό του Αιγυπτιακού στρατού. Οταν η εμπροσθοφυλακή των Αιγυπτίων έφθασε στη Δεσφίνα, προσέκρουσε στην αντίσταση που προήρχετο απο τον πύργο του Θεοδωράκη Σταθάκου, όπου ούτος είχε κλεισθεί με τους οικείους του εμποδίζων την προχώρηση των Αιγυπτίων.
Ο οδηγός τούτων Μπόσινας κατέβαλε προσπαθείας να πείσει τον Σταθάκο να παραδοθεί. Οχι μόνο δεν το κατόρθωσε, αλλά παγιδευθείς απο τον Σταθάκο εφονεύθη υπ αυτού επι τόπου και πολύ πλησίον του πύργου. Επακολούθησε σφοδρή επίθεση των Τουρκο-Αιγυπτίων εναντίον των αμυνομένων εντός του πύργου, οι οποίοι επι ώρες προέβαλον μεγαλειώδη αντίστασιν και τελικά έγιναν ολοκαύτωμα πεσόντες άπαντες υπέρ της Ελληνικής ελευθερίας. Η θυσία όμως των ολίγων αλλά γενναίων υπερασπιστών της ελευθερίας δεν πήγε χαμένη. Εδωσε περισσότερο χρόνο στους Μανιάτες να συγκεντρωθούν στον Πολυάραβο, να καταλάβουν τις σωστές θέσεις και επί πλέον να αντιληφθούν τις τακτικές προθέσεις του Ιμπραήμ και τις αληθινές κατευθύνσεις κινήσεως του στρατού του ώστε να λάβουν τα ενδεικνυόμενα αμυντικά μέτρα.
Πράγματι οι συγκεντρωμένοι στο Πολυάραβο, ενήμεροι των συμβάντων στη Δεσφίνα και εμπνεόμενοι απο το παράδειγμα της θυσίας των, κατέλαβον την πρώτη τους αμυντική τοποθεσία επι του Προφήτου Ηλία και προ της στενωπού Δερβέν-Φούρκα και ανέμενον με αυτοπεποίθηση την εμφάνιση του εχθρού. Ο εχθρός πράγματι μετά το επεισόδιο της Δεσφίνας στο πύργο του Σταθάκου, εσυνέχισε την κίνησή του προς Πολυάραβον καλυπτόμενος απο ευρύτατο κλιμάκιον αναγνωρίσεως το οποίον εκάλυπτε την κίνησιν ολόκληρης της εμπροσθοφυλακής. Οταν οι ανιχνευτές επλησίασαν τις θέσεις των αμυνομένων, τις οποίες κατά το πλείστον ανεγνώρισαν, άρχισαν να βάλουν με αραιά πυρά εναντίον τους, και ενισχύθηκαν αμέσως απο τα ελαφρά τμήματα που τους ακολουθούσαν. Οι αμυνόμενοι που ήσαν σχεδόν αφανείς πίσω απο τις ξερολιθιές και άλλα προκαλύμματα, ψύχραιμοι και με αυτοπεποίθηση, τους άφησαν να πλησιάσουν ανύποπτοι σε απόσταση δραστικής βολής των όπλων τους, σκοπεύοντες έκαστος Μανιάτης απο έναν Αραβα στρατιώτη.
Όταν επλησίασαν αρκετά κοντά, μία αιφνιδιαστική ομοβροντία τους έθεσεν όλους εκτός μάχης, πλην δύο οι οποίοι συρόμενοι με τη κοιλιά τους διέφυγον το θάνατο και ανέφερον στο διοικητή της εμπροσθοφυλακής τις λεπτομέρειες της αναγνωρίσεως και την λήψιν της επαφής με τους αμυνομένους. Ο Χουσνή Μπέης ανέπτυξε ταχέως κατά μέτωπο το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς του και διέταξε επίθεση με “εφ όπλου λόγχη” πιστεύων ότι γρήγορα θα συνέτριβε τους αμυνόμενους και θα τους έτρεπε σε άτακτη φυγή. Ο Μανιάτες έμενον ακλόνητοι στις θέσεις τους. Οταν ενεφανίσθη ο εχθρός και στη συνέχεια πλησίαζε την γραμμή των αμυνομένων, το ταχύ και εύστοχο πύρ τούτων, του προκάλεσε φοβερές απώλειες και τον έτρεψε και πάλιν εις φυγήν εγκαταλείψαντα επι του πεδίου της μάχης πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ανασυνταχθείς όμως ταχέως και ενισχυθείς, επετέθη εκ νέου μετά μεγάλης ορμής, αλλά κα πάλιν απεκρούσθη, με περισσότερες απώλειες.
Ο Χουσνί Μπέης αναλογιζόμενος την οργή του Ιμπραήμ, αλλά και την ευθύνη του δια την εκπλήρωση της αποστολής του, που ήταν η κατάληψη του Πολυαράβου, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ολόκληρη την δύναμή του, ανασυντάσων και τους διασκορπισθέντας, και να επιτεθεί δια τρίτην φοράν εναντίον των αμυνομένων, εκδιώκοντας δια της λόγχης τους αγωνιστές της ελευθερίας. Στη μία το μεσημέρι εδόθη σήμα της εφόδου. Οι Αραβες ορμούν ακάθεκτοι εναντίον των Ελλήνων και έρχονται σχεδόν στα χέρια και μάχονται στήθος με στήθος. Πεισματώδης μάχη συνάπτεται μεταξύ των αντιπάλων. Η ανδρεία όμως των Μανιατών και τα φονικά τους πυρά, αναγκάζουν τους Αραβες που υφίστανται τρομαχτικές απώλειες να υποχωρήσουν ατάκτως και να σκορπίσουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ετσι η πρώτη απόπειρα εναντίον του Πολυαράβου απέτυχε οικτρότατα για τους Αραβες.
Ο Ιμπραήμ πασάς παρακολουθούσε μετά προσοχής τις πρωινές επιχειρήσεις της εμπροσθοφυλακής του, απο τη θέση του που ήταν επικεφαλής του κυρίου σώματος της δυνάμεως που επιχειρούσε εναντίον του Πολυαράβου. Αντελήφθη εγκαίρως την αδυναμία της εμπροσθοφυλακής να εκπληρώσει την αποστολή της και ενημερώθη λεπτομερώς απο τον Χουσνί μπέη τόσο για τους αμυνομένους όσον και για τα αρνητικά στοιχεία του διεξαχθέντος αγώνος που οδήγησαν στην αποτυχία της εμπροσθοφυλακής να συντρίψει τους αμυνομένους και να καταλάβει τον Πολυάραβο. Με το έδαφος μπροστά του, προέβη σε προσεκτική εκτίμηση της καταστάσεως, και αποφάσισε την συνέχιση της επιθετικής προσπαθείας με τον κύριο όγκο της δυνάμεώς του, ελισσόμενος προς τα αριστερά, και επιδιώκον την υπερκέραση ή την κύκλωση των αμυνομένων, με ταυτόχρονη επίθεση κατά μέτωπον.
Προς εκτέλεση της αποφάσεώς του διέταξεν όπως ένα Τάγμα Πεζικού με μιά ορεινή Πυροβολαρχία, επιτεθεί κατά μήκος του αντερείσματος Κουρκουτσίλι και να καταλάβει το ύψωμα 1037, υπερφαλαγγίζων απο δεξιά τους αμυνομένους, ενω ταυτόχρονα δύο Τάγματα Πεζικού, 2.000 άνδρες θα επετίθεντο μετωπικά. Εφεδρεία της επιχειρήσεως θα αποτελούσαν τα τρία τάγματα της εμπροσθοφυλακής, αναπτυσόμενα και συγκεντρούμενα εις καταλλήλους χώρους. Μέχρις ότου ανεβασθούν τα πυροβόλα με τα χέρια στις θέσεις βολής και οδηγηθούν τα τμήματα στη γραμμή εξορμήσεως, εχρειάσθησαν αρκετές ώρες. Ετσι η ταυτόχρονη επίθεση όλων των τμημάτων εξεδηλώθη την 7 μ.μ. ώραν. Οι αμυνόμενοι, οι οποίοι λόγω θέσεως μπορούσαν να βλέπουν τις περισσότερες κινήσεις του εχθρού, απέκρουσαν και καθήλωσαν την κατά μέτωπον επίθεση των Αράβων. Επίσης όταν άκουσαν τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων τα οποία υπέρκειντο αυτών, και αντελήφθησαν την επιχειρούμενη υπερκέρασή τους, όχι μόνο δεν χάσανε το θάρρος τους και παρέμειναν στις θέσεις τους, αλλά επεκτείναντες το δεξιόν τους αντιμετώπισαν επιτυχώς την απειλή που κατευθύνετο προς τα εκεί. Ετσι ο αγών συνεχίζετο μέχρι της επελεύσεως του σκότους.
Στη συνέχεια, οι επι κεφαλής των αγωνιζομένων Μανιατών, κατόπιν συσκέψεως, και αφού εκτίμησαν την τακτική κατάσταση, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αμυντική γραμμή επι της οποίας αγωνίσθηκαν την πρώτη ημέρα της μάχης του Πολυαράβου, και να συμπτυχθούν διαδοχικά τα τμήματά του απο της 11ης νυκτερινής ώρας και να εγκατασταθούν επι της δευτέρας αμυντικής γραμμής η οποία εκάλυπτε τη Λάκκα-Στεφανάκου και περιελάμβανε την έξοδο της στενωπού Δεβέν-Φούρκα και εστηρίζετο επι των εκατέρωθεν της εξόδου, χαρακτηριστικών υψωμάτων. Την ίδια νύκτα ο Ιμπραήμ Πασάς, αγνοών την σύμπτιξη των Ελλήνων επι της δευτέρας αυτών αμυντικής γραμμής, εξέδωκε διαταγήν δια της οποίας, οι δυνάμεις του που ήσαν σε επαφή με τους αμυνομένους, έπρεπε να επιτεθούν αιφνιδιαστικώς με το πρώτο χάραμα της ημέρας και να καταλάβουν δια της λόγχης τις θέσεις τους, και στη συνέχεια να καταδιώξουν μέχρι τελείας αυτών εξόντωσης. Την 4η πρωινήν ώραν άρχισε η πρέλαση προς κατάληψη της πρώτης αμυντικής τοποθεσίας των Μανιατών, η οποία συνετελέσθη περί την 5.30 ώραν πρωινήν άνευ αντιστάσεως λόγω της νυκτερινής συμπτύξεως των υπερασπιστών της.
Ο Ιμπραήμ όταν πληροφορήθη ότι οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν τις χθεσινές αμυντικές τους θέσεις, και επειγόμενος την πλήρη συντριβή και υποταγή τους διέταξε τον διοικητή της αριστερής του φάλαγγας συνταγματάρχη Οσμάν Βέην να τεθεί σε κίνηση απο της 6ης πρωινής το Τάγμα του και η ορεινή πυροβολαρχία και να καταδιώξει τους συμπτυχθέντες υπερασπιστές του Πολυαράβου, κινούμενος επι της μοναδικής ημιονικής οδού που διέρχεται δια της στενωπού Δεβέν-Φούρκα, σημερινό Σταυρό Πυργάκι και να καταλάβει το χωριό Πολυάραβο. Η πρωτοπορία της φάλαγγας έφθασε κατά την 7ην περίπου ώραν πλησίον της εισόδου της κοιλάδος Λάκκας-Στεφανάκου και εδέχθη δραστικά πυρά κατά μέτωπον και εξ αμφοτέρων των πλευρών της, απο τους αμυνομένους που κατείχον την δεύτερη αμυντική τους τοποθεσία. Η εχθρική αυτή δύναμις που ως άνω ευρέθη μεταξύ τριών πυρών αποδεκατίσθη αμέσως, οι δε διασωθέντες ετράπησαν σε φυγή πανικόβλητοι.
Ο συνταγματάρχης Οσμάν-Βέης πληροφορηθείς τα καθέκαστα διέταξεν όπως ολόκληρη η φάλαγγά του με την υποστήριξη των ορεινών πυροβόλων, προελαύσει απο της 8ης ώρας υπο τας αμέσους διαταγάς του, επιδιώκουσα να διανοίξει την στεβωπόν Δερβέν-Φούρκα και να καταλάβει τον Πολυάραβον. Ολόκληρος η δύναμις αυτή ευρίσκετο εν κινήσει κατά την ορισθείσαν ώραν, και προχωρούσε εναντίον των θέσεων των αμυνομένων, και δια της στενωπού, καθώς και του εκατέρωθεν αυτής πετρώδους και ανωμάλου εδάφους. Αφού ανεπτύχθη προς μάχην άρχισε να βάλλει απο μεγάλες αποστάσεις εναντίον των αμυνομένων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ειδικότερα, η υποστήριξη του πυροβολικού υπήρξε πενιχρά έως μηδενική, διότι λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους και της ανωμαλίας του, δεν ευρίσκοντο κατάλληλες θέσεις δια βολήν, και όταν τα πυροβόλα ετάχθησαν οπως-όπως, με την πρώτη βολήν ανετράπησαν, υποστάντα βλάβες και στο σκοπευτικό τους μηχάνημα και στους τροχούς του κιλλίβαντος.
Οι αμυνόμενοι βλέποντας ότι τα πυρά του εχθρού ήσαν χωρίς αποτέλεσμα, γιατί δεν τους προκαλούσαν απώλειες, διατηρούσαν το ηθικό τους και με μεγάλη αυτοπεποίθηση τους ανέμενον να πλησιάσουν στην απόσταση του δραστικού βεληνεκούς των όπλων τους. Οταν τούτο επραγματοποιήθη περί την 9ην πρωινήν ώραν τους υποδέχθηκαν με καταιγισμό ευστόχου πυρός και αμφότεροι οι αντίπαλοι εμάχοντο με πολύ γενναιότητα. Παρά τον άγριο φανατισμό και τη γενναιότητά τους, ο Αραβες μειονεκτούσαν των Ελλήνων γιατί ήταν ακάλυπτοι και υφίσταντο μεγάλες απώλειες. Μιά λυσώδης μάχη που κράτησε σχεδόν 2 ώρες, εξανάγκασε τελικά τους επιτιθέμενους να υποχωρήσουν ατάκτως, αξ αιτίας των βαρυτάτων απωλειών που υπέστησαν και του κλονισμού του ηθικού τους, εγκαταλείψαντες πολλούς νεκρούς επι του πεδίου της μάχης.
Ο Ιμπραήμ Πασάς ευρισκόμενος επί τόπου, και διευθύνων ο ίδιος τις επιχειρήσεις του στρατεύματος, του οποίου ήτο και ο ανώτατος διοικητής του, αντελήφθη την δημιουργηθείσα τακτική κατάσταση της οποίας η ουσία συνίστατο στο ότι, η κατά μέτωπο επίθεσις ήταν καταδικασμένη, διότι το έδαφος ευνοούσε τους αμυνομένους κα επιπλέον οι Μανιάτες ήσαν έμπειροι πολεμιστές ενεργούντες στο έδαφός τους και έκαμνον αρίστη χρησιμοποίηση των όπλων τους. Για να αποφύγει λοιπόν τις μάταιες και άσκοπες απώλειες ανεζήτει λύση η οποία θα παρέκαμπτε το μέτωπο των αμυνομένων και θα του επέτρεπε να επιπέσει αιφνιδιαστικά εναντίον τους, απο κατέυθυνση μη αναμενόμενη. Απο τη προσεκτική μελέτη του εδάφους και τις επίμονες αναγνωρίσεις του ενήργησε στη περιοχή, ενετόπισε κάποιο μονοπάτι που ξεκινούσε απο τον Προφήτη Ηλία και μέσω δυσβάτου και βραχώδους περιοχής που σχημάτιζε στενωπό, την οποία οι κάτοικοι του Πολυαράβου ονόμαζαν “Στενοδιάβατα” συναντούσε τον ημιονικό δρόμο που άρχιζε απο τον Πέρα Κάμπο και κατέληγε στη κοιλάδα Λάκκα-Στεφανάκου, ακριβώς εις το αριστερό πλευρό της παρατάξεως των αμυνομένων.
Ο Ιμπραήμ χωρίς χρονοτριβή διέταξε τον Οσμάν Βέην να αρχίσει απο της 12ης ώρας της δεύτερης μέρας της μάχης του Πολυαράβου, επίθεση παραπλάνησης κατά μέτωπο με επίκεντρο την στενωπό Δερβέν-Φούρκα, ίνα αποσπάσει την προσοχή των αμυνομένων, τον δε Χουσνή-Βέην, με όλην του την δύναμη, να κινηθεί δια της ατραπού Στενοδιάβατα, και στη συνέχεια δια της ημιονικής Πέρα-Κάμπου προελάσει προς την Λάκκα-Στεφανάκου και επιτεθεί αιφνιδιαστικά κατά του αριστερού πλευρού και των νώτων των Μανιατών απο της 3ης μ.μ. ώρας, οπότε και ο Οσμάν Βέης θα εκτόξευε σφοδρή μετωπική επίθεση για να διευκολύνει την όλη επιχείρηση. Ο ορθότατος αυτός “ελιγμός” του Ιμραήμ δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί και να επιτύχει, για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι διότι η κίνηση των τμημάτων του Χουσνή Βέη απο το ανώμαλο δρομολόγιο Στενοδιάβατα”, εβράδυνε υπερβολικά και του έπιασε η νύχτα. Ετσι η συντονισμένη και ταυτόχρονη επίθεση, μετωπική και πλευρική των εχθρικών τμημάτων, εναντίον των αμυνομένων, τελικά δεν εξετελέσθη. Και ο δεύτερος λόγος η αναδιάταξη των Ελληνικών δυνάμεων. Τι σημαίνει αυτό; Οι υπερασπιστές του Πολυαράβου παρακολουθούντες αδιάκοπα τις κινήσεις και τα δρώμενα απο τον Ιμπραήμ επεσήμαναν εγκαίρως την προσπάθεια του εχθρού ν’ανέβη απο τα Στενοδιάβατα στον Πέρα-Κάμπο και εκείθεν να επιτεθεί κατά του αριστερού τους πλευρού. Τούτο ήταν εύκολο να γίνει απο παρατηρητές καταλλήλως τοποθετημένους και περιπόλους που δρούσαν πληροφοριακά. Προφανώς σ’αυτό εβοήθησαν και μερικοί απο τους οδηγούς που κατόρθωσαν ν’αποδράσουν απο τα τμήματα του Ιμπραήμ.
Ετσι οι αμυνόμενοι είχαν όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία τα οποία τους επέτρεπαν ν’αντιληφθούν εγκαίρως την τακτική κατάσταση και να λάβουν επίσης εγκαίρως τις ορθές και σωστικές αποφάσεις που θα δικαίωναν τον αγώνα τους. Επελθούσης λοιπόν της νύχτας, αποφάσισαν να συμπτυχθούν εγκαίρως στην τρίτη αμυντική τους τοποθεσία που ήταν αυτό τούτο το χωριό Πολυάραβος, κτισμένο επι αντερείσματος που εκσπάται απο το ύψωμα Ζίζιαλι (1468). Η τρίτη αυτή αμυντική τοποθεσία, παρείχε πολλά τακτικά πλεονεκτήματα για τους υπερασπιστάς της που αντίστοιχα ήταν μειονεκτήματα για το στρατό του Ιμπραήμ. Παρείχε εξαίρετη θέα του πεδίου της μάχης, άριστα πεδία βολής για τους αμυνόμενους, κάλυψη απο τα πυρά του εχθρού λόγω των οικιών και των μανδρότοιχων του χωριού, ευχέρεια των κινήσεών τους λόγω της απόκρυψης που παρέχει ο κατωκοιμένος τόπος, βραχύτερο ανάπτυγμα άρα πυκνότερη κατοχή και πυρά τέλος αδυναμία παρακάμψεως εκ μέρους του εχθρού.
Τοιουτοτρόπως οί υπαρασπιστές του Πολυαράβου είχαν υψηλόν ηθικόν και πλήρη αυτοπεποίθηση για την νικηφόρων έκβαση της μάχης του χωριού τους που θ’άρχιζε την επόμενη τρίτην ημέραν, των επιθετικών επιχειρήσεων του Ιμπραήμ, ή οποία μάλιστα έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν κατά την διάρκεια της νύχτας έφθασαν στο Πολυάραβο αξιόλογες ενισχύσεις οι οποίες υπερέβαιναν τους χιλίους εμπειροπόλεμους άνδρες με επίσης άξιους, γενναίους και εμπειροπόλεμους αρχηγούς. Έτσι κατα την διάρκεια της νύχτας, ελήφθη η αμυντική διάταξη των Μανιατών, με κέντρο βάρους της άμυνας στη Β.Α. παρυφή του χωριού, όπου ανεμένετο και η κυρία προσπάθεια της τελικής επιθέσης του Ιμπραήμ, και όλοι οι μαχητές ευρίσκοντο στις θέσεις της μάχης και ανέμενον με μεγάλη αυτοπεποίθηση και θάρρος τον επερχόμενο αγώνα. Το πρωί της 3ης ημέρας των επιχειρήσεων, ευρίσκει τα τάγματα του Ιμπραήμ, καταπεπονημένα και με μειωμένο το ηθικό λόγω των βαρειών απωλειών που υπέστησαν, να κατέχουν τη δεύτερη αμυντική γραμμή την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι υπερασπιστές της.
Ο Ιμπραήμ εβιάζετο να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και να εκπληρώσει τον σκοπό της εκστρατείας, την υποταγή της Μάνης. Την βιασύνη αυτή προφανώς επέτεινε και η μεγάλη έλλειψη νερού η οποία εβασάνιζε τα τμήματά του, καθώς και τα ζώα τα οποία εχρησιμοποιούσε. Ετσι αποφάσισε να εξαπολύσει ισχυρή επίθεση εναντίον του Πολυαράβου, με όλες του τις δυνάμεις αναλαμβάνων ο ίδιος προσωπικώς και την διοίκηση τωμν τμημάτων και την διεύθυνση των επιχειρήσεων. Προς τούτο διέταξε όπως: Τέσσερα τάγματα υποστηριζόμενα απο το συνολο του πυρβολικού που διέθετε, να επιτεθώσιν απο 8ην πρωινής ώρα, κατά μέτωπον εναντίον των αμυνομένων επι της Β.Α. παρυφής του χωριού, ένα δε τάγμα ανερχόμενο επι των ανατολικών πλευρών του όρους Ζίζιαλι κατευθυνθεί ταχέως προς τη θέση Αγιος Βλάσης και εκείθεν επιτεθεί κατά του αριστερού της όλης αμυντικής παράταξης η οποία υπεράσπιζε τον Πολυάραβο. Εκράτησε ένα τάγμα κοντά του ως εφεδρεία της όλης επιχειρήσεως.
Την 8η πρωινή ώρα της 3ης ημέρας της μάχης του Πολυαράβου εξορμούν τα τάγματα της επιθέσεως, υποστηριζόμενα υπο τα έντονα πυρά του πυροβολικού του οποίου τα πυροβόλα ήταν ταγμένα σε κατάλληλες θέσεις στη Λάκκα-Στεφανάκου, ενώ το τάγμα ελιγμού επιχειρούσε να αναρριχηθεί επί των αποτόμων πλευρών του όρους Ζίζιαλι με λοξή κατεύθυνση προς Αγιον Βλάση. Η κίνηση όλων των τμημάτων ήταν βραδεία λόγω του ανωμάλου και πετρώδους εδάφους. Ως εκ τούτου, τα τάγματα της κατά μέτωπον επιθέσεως μόλις είχαν κατορθώσει να φθάσουν στην κοίτη της χαράδρας της ανατολικά του χωριού, όπου μετά βραχεία στάση προς ανάπαυση συνέχισαν την δια της Ν.Δ. πλευράς της χαράδρας προς τα άνω κατά του Πολυαράβου επίθεσή των.
Ούτω προσεκτικά κινούμενοι οι Αραβες κατόρθωσαν περί την 11ην ώραν να πλησιάσουν τις θέσεις των αμυνομένων, σε απόσταση δραστικής βολής των όπλων τους. Ετσι άρχισε η ανταλλαγή πυρών εκατέρωθεν που εξελίχθη σε φονική και πεισματώδη μάχη εφ όλου του μετώπου, των Αράβων υφισταμένων βαρυτάτας απωλείας λόγω του ευστόχου πυρός των Ελλήνων και της υπεροχής των θέσεών τους και του ηθικού τους, με αποτέλεσμα ν’ανακοπεί η προχώρησή των, καθηλωθέντων εις τας θέσεις των. Ο Ιμπραήμ παρακολουθούσε την μάχη απο ένα παρατηρητήριο που ήταν εγκατεστημένο μετά του επιτελείου του αμέσως Β.Α. του Πολυαράβου. Την κρίσιμη ώρα της μάχης και για να εκβιάσει υπέρ αυτού το αποτέλεσμα, ρίχνει στον αγώνα και το εφεδρικό τάγμα, επιδιώκοντας μετά πείσματος και παρά τις αυξανόμενες απώλειες, να καταλάβει με τις λόγχες, και πάση θυσία, το χωριό Πολυάραβος.
Ετσι τα τμήματά του κατόρθωσαν, παρά την κόπωσή τους να πλησιάσουν περί την 2 μ.μ. ώραν σε απόσταση 200-300 μέτρων απο τις θέσεις των αμυνομένων. Και πάλιν οι υπερασπιστές του Πολυαράβου με τα γρήγορα και εύστοχα πυρά τους ανέκοψαν την ορμή των επιτιθεμένων και σταμάτησαν την περαιτέρω προχώρησή τους προς κατάληψη του χωριού. Μεμονωμένες τινές διεισδύσεις εντός του χωριού, εξοντώθηκαν ταχύτατα απο τους αμυνόμενους. Τέλος οι Ελληνες, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι επιτιθέμενοι καθηλώθησαν στις θέσεις τους, και ήσαν ανήμποροι να προχωρήσουν έστω και ελάχιστα, ενθαρρυνόμενοι απο το αίσθημα της υπεροχής τους και την ιαχή οτι η Παναγία είναι κοντά τους, εξήλθον απο τις θέσεις τους και αντεπιτεθέντες με ορμή και θάρρος εναντίον του εχθρού τον ανέτρεψαν και τον εξανάγκασαν περί την 3η μ.μ. σε εσπευσμένη και άτακτη φυγή προς τα Β.Α., πλην ενός τμήματος το οποίο απεκόπη, και δια να μη αιχμαλωτισθή από τους καταδιώκοντας ηναγκάσθη να υποχωρήση προς Μαλεύριον.
Η καταδίωξη των Ελλήνων εξηκολούθησε μέχρι τον Προφήτη Ηλία όπου εγκατέστησαν προφυλακάς ασφαλείας και επανήλθαν στο χωριό προς ανασύνταξη και ανάπαυση απο την κόπωση της μάχης. Το Αραβικό Τάγμα το οποίο εκινείτο επιθετικά προς Αγιο Βλάση, λόγω της δυσκολίας κινήσεώς του εξ αιτίας του εδάφους, δεν επρόλαβε να εκπληρώσει την αποστολή του, και αντιληφθέν ότι η μάχη εκρίθη στον Πολυάραβο και βλέπων τα τάγματα της επιθέσεως να υποχωρούν ατάκτως, ανέκοψε την προχώρησή του και συνεπτύχθη προς Λάκκα-Στεφανάκου και κείθεν ηκολούθησεν τα άλλα τάγματα προς Δεσφίνα.
Κατά την τριήμερο μάχη του Πολυαράβου οι απώλειες των Αιγυπτίων αναβιβάζονται σε 1100 περίπου νεκρούς και 1400 περίπου τραυματίες. Οι απώλειες των Ελλήνων χάρη στο οχυρό των θέσεώς τους σε 28 νεκρούς και 75 τραυματίες, απο τους οποίους 5 γυναίκες. Ο Ιμπραήμ Πασάς, μία ισχυρή στρατιωτική φυσιογνωμία της εποχής του, υπέστη μία νέα μεγάλη και ταπεινωτική ήττα απο τους Μανιάτες κατά την τριήμερη μάχη του Πολυαράβου. Ντροπιασμένος, συγκέντρωσε τα στρατεύματα του, και υπο το φως των γεγονότων και τις πρόσφατες οδυνηρές εμπειρίες του, επανεκτίμησε την γενική και την ειδική κατάσταση που αντιμετώπιζε.
Τότε αντελήφθη ότι η πολεμική αξία και η αποφασιστικότητα των Μανιατών σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα του εδάφους της Μάνης, ορεινού, διακεκομμένου, δύσβατου και χωρίς συγκοινωνίες διέγραφε για τον στρατό του πολύ σοβαρό κίνδυνο, για την ανάληψη νέων παρόποιων επιχειρήσεων, όπου ο Μανιάτες απέδειξαν οτι υπερείχαν κατά πολύ των Αιγυπτίων, καθιστάμενοι σχεδόν αήττητοι, αποφάσισε λοιπόν να εγκαταλείψη την Μάνη και απεσύρθη στις Κροκεές και ακολούθως στο Ελος και κείθεν προήλασεν μέχρι Μονεμβασίας ίνα τιμωρήση τους εκπορθήσαντας το φρούριό της. Στη συνέχεια επανήλθε στην Τρπολη εγκαταλείψας οριστικώς την Λακωνία. Τον Νοέμβριο του 1826 μετεστάθμευσε στη Μεθώνη ίνα διαχειμάσει. Τέλος μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και την απόβαση του Γάλλου στρατηγού Μαιλώνος στη Πελοπόνησσο εγκατέλειψε οριστικώς και την Ελλάδα και επανήλθε στην Αίγυπτο.
ΙΜΠΡΑΗΜ ΠΑΣΑΣ

Αλβανός στρατηγός που γεννήθηκε το 1789 και πέθανε το 1848. Υπήρξε Αντιβασιλέας της Αιγύπτου (1848) απο τις διαπρεπέστερες ηγετικές προσωπικότητες του ισλαμικού κόσμου στις αρχές του 19ου αιώνα. Γυιός του Μωμάμετ Αλυ και της Αμινά, πλούσιας χήρας του τσορμπαζή (διοικητή) της γενέτειράς του Καβάλας, διέθετε εκπληκτική ευφυία και σπάνιες ικανότητες. Εκπαιδεύτηκε απο Ευρωπαίους οικοδιδασκάλους κα μετά το διορισμό του πατέρα του ως πασά της Αιγύπτου και τη σταθεροποίηση της θέσης του το 1805, εγκαταστάθηκε μαζί με τα άλλα μέλη της οικογένειάς του στην Αίγυπτο, από όπου εικοσάχρονος περίπου άρχισε τη δράση του.
Το 1811 ο Ιμπραήμ πήρε σημαντικό διοικητικό αξίωμα και λίγο αργότερα ανέλαβε την εκκαθάριση του πασαλικίου απο εστίες αντίστασης των μαμελούκων στην περοχή της Ανω Αιγύπτου, που τη διοίκησή της κράτησε ως το 1816. Λίγο αργότερα ο σουλτάνος Μαχμούτ Β του απένειμε τον τίτλο του πασά αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του. Ο Ιμπραήμ είχε ακολουθήσει τον πατέρα του στον αγώνα του εναντίον των βαχαβιτών της Αραβίας, οπαδών μιάς θρησκευτικής αίρεσης, που είχαν καταλάβει τις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Η επιχείρηση αυτή συνεχίστηκε με διαλείμματα ως το 1819, οπότε ο Ιμπραήμ, μετά την οριστική εξουδετέρωση των βαχαβιτών, επέστρεψε θριαμβευτικά στο Κάιρο. Στα αμέσως επόμενα χρόνια πήρε ενεργό μέρος στην αναδιοργάνωση του στρατού της Αιγύπτου, που είχε ανατεθεί απο τον Μωχάμετ Αλυ στον εξισλαμισμένο Γάλλο συνταγματάρχη Σεβ, γνωστό στην ιστορία ως Σουλευμάν πασά και με τη βοήθειά του οργάνωσε τις διαδοχικές εκστρατείες του στο Σουδάν, στην Ελλάδα, τη Συρία και αλλού.
Ο Ιμπραήμ αναμίχθηκε για πρώτη φορά στα Ελληνικά πράγματα όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ ανέθεσε (Ιαν. 1824) στον πατέρα του, που ως τότε ήταν ουδέτερος, την καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Η δράση του Ιμπραήμ στην Ελλάδα είναι γνωστή. Η παραμονή των Αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ στην Πελοπόνησσο αντιμετωπίστηκε απο τους Ελληνες με αποφασιστικότητα, και στις 8 Οκτωβρίου 1827 ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπέστη συντριβή στη ναυμαχία του Ναυαρίνου απο τις ναυτικές μοίρες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.
Μετά το τέλος της επανάστασης, η Κρήτη, που έμεινε έξω απο τα σύνορα του Ελληνικού κράτους, παραχωρήθηκε απο την Πύλη στον Μωχάμετ Αλυ, ο οποίος όμως απαιτούσε και την εκχώρηση σ’αυτόν της Συρίας
Η άρνηση της Πύλης να ικανοποιήσει την απαίτησή του αυτή προκάλεσε ένοπλη ρήξη και το 1831 ο Ιμπραήμ επικεφαλής ισυρού στρατού εξεστράτευσε εναντίον της Συρίας και κατέλαβε σημαντικό τμήμα της. Ο Τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος συνεχίστηκε με διακυμάνσεις και με διαλείμματα, με πρωταγωνιστή πάντοτε τον Ιμπραήμ, ως το 1840, οπότε η Αγγλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία υπέγραψαν συνθήκη με την Τουρκία στο Λονδίνο με την οποία υποχρέωναν την Αίγυπτο να εγκαταλείψει τα εδάφη της Μικράς Ασίας που είχαν καταληφθεί, καθώς και τη Συρία και την Κρήτη.
Στα επόμενα χρόνια ο Ιμπραήμ ασχολήθηκε κυρίως με τη διοικητική αναδιοργάνωση της Αιγύπτου και με τον εκσυγχρονισμό των καλλιεργητικών μεθόδων. Η κλονισμένη όμως υγεία του τον ανάγκασε να παραμείνει στην Ευρώπη απο το 1844 ως το 1846. Το 1848, όταν ο Μωχάμετ Αλυ είχε καταστεί ανίκανος να κυβερνήσει την Αίγυπτο λόγω ηλικίας, ο Ιμπραήμ με σουλτανικό φιρμάνι ορίστηκε αντιβασιλέας. Πέθανε όμως λίγους μήνες αργότερα (πριν απο τον πατέρα του) και στην αντιβασιλεία τον διαδέχτηκε ο ανηψιός του Αμπάς Α Χιλμί.
Ο Ιμπραήμ θεωρείται ένας απο τους προοδευτικότερους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες του ισλαμικού κόσμου του 19ου αιώνα, που συνδύαζε στρατιωτική ικανότητα και πολιτική ευστροφία.
mani.org
(ὑπό Σπ.Τρικοῦπη)


Α Θ Α Ν Α Τ Ο Ι !!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου