20 Ιουλιου 1974_Η Τουρκια εισβαλλει στο Κυπρο
Μαρτυρία Γιώργου Σέρτη: Έτσι βίωσα την προδοσία
Αυτά που είδα το πρωί της 20ής του Ιούλη ήταν τόσο φρικτά
ανεκδιήγητα και έρχονταν σε τόση σύγκρουση με ό,τι είχε γραφτεί και
ειπωθεί για την τούρκικη απόβαση, που πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί να
συσκοτίζονται αντί να φωτίζονται τα γεγονότα. Αναφέρομαι στη
συγκεκριμένη χρονική διάρκεια του πρωινού της 20ής του Ιούλη.
Ο μόνος (τοπικά) αυτόπτης μάρτυραςΕίναι κοινά αποδεκτό σήμερα, πως η απόβαση έγινε στο Πέντε Μίλι, στον γνωστό κόλπο με το γραφικό νησί στη μέση, απέναντι από το κέντρο της Παγώνας και στο βορειοδυτικό ύψωμα το κέντρο «Γκόλντεν Ροκ» του Γιαννή Κ. Αλεξάνδρου. Για την τύχη της Παγώνας και της κόρης της υπάρχουν συγκεχυμένες πληροφορίες (πιο πιθανή φαίνεται να είναι του πυροβολισμού ή της ανατίναξης του αυτοκινήτου τους καθώς έφευγαν). Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι από τον χώρο της απόβασης ο μόνος αυτόπτης (τοπικά) μάρτυρας που απέμεινε ήταν ο Γιαννής.
Πριν δώσω τη συνέντευξη-αφήγηση του Γιαννή, προτάσσω αυτά που ο ίδιος είδα ώς τις 4.00 μ.μ. – 4.30 μ.μ., της 20ής του Ιούλη, ’74, που βρισκόμουν στον Άι- Γιώρκη της Κερύνειας.
Πραξικοπηματίες συλλάμβαναν, Τούρκοι αποβιβάζονταν
Κατέφυγα ύστερα από διάφορες περιπέτειες το απόγευμα της Παρασκευής, 19 του Ιούλη ’74 στον Άι-Γιώρκη. Είδα γύρω στις 8.00 μ.μ. τον Κωστή Κωνσταντίνου (Στοτσιή) που μόλις τον είχαν αφήσει από το Κάστρο (τον φυλάκισαν τη Δευτέρα του πραξικοπήματος). Καθήσαμε αργότερα στην αυλή του σπιτιού του Αντωνή Πράτσου, μαζί με την Ειρήνη Πράτσου, Ανδρέα Αδάμου (και οικογένειά του), Λουκή Ιωακείμ και γυναίκα του. Ο Λουκής άκουε Μπι-Μπι-Σι και θυμάμαι που έλεγε για αναχώρηση του τούρκικου στόλου από τα Άδανα.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι πως «αστυνομικό» αυτοκίνητο με πραξικοπηματίες και τηλεβόα, τρία-τέσσερα σπίτια δυτικά από εκεί που βρισκόμασταν, καλούσαν τον «Μάριο», να παραδοθεί πάραυτα- αυτά γίνονταν από τις 8 μ.μ. -10 μ.μ. (κατάλαβα πως επρόκειτο για τον Μάριο του «Μαραμπού»).
Στον Πενταδάκτυλο έκαιγε μια τεράστια πυρκαγιά κι αναβόσβηναν φώτα. Γύρω στα μεσάνυκτα, ίσως και περασμένα, πήγαμε για ύπνο.
Οι Τούρκοι έρχονται
Ξύπνησα γύρω στις 4.30 π.μ. της 20ής του Ιούλη. Περισσότερο από έγνοια, που πλησίαζε τη βεβαιότητα, ανέβηκα στην κληματαριά και κοίταξα κατά τη θάλασσα. Είδα ευδιάκριτα τρία πλοία που κινούνταν προς την ακτή. Δεν μπορώ να πω ότι υπό άλλες συνθήκες θα αντιλαμβανόμουν ότι ήταν στρατιωτικά, όμως εκείνη τη στιγμή, ύστερα από το πραξικόπημα της Δευτέρας και τις ειδήσεις της Παρασκευής, καμιά αμφιβολία δε μου έμενε ότι ήταν τούρκικα. Έτρεξα στο σπίτι του Λουκή Ιωακείμ, που τον βρήκα ξύπνιο στο μπαλκόνι του διώροφου σπιτιού του να βλέπει κι εκείνος τα πλοία. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με το τηλέφωνο με δυο-τρία πρόσωπα. Αποτύχαμε.
Τηλεφώνησα ύστερα στον Αστυνομικό Σταθμό Πύλης Λάρνακος, στη Λευκωσία. Είπα τι έβλεπα και αυτός που σήκωσε το ακουστικό μου είπε: «Πηγαίνετε να κοιμηθείτε επιτέλους και αφήστε μας ήσυχους» (φαίνεται πως κι άλλοι τους είχαν… ενοχλήσει). Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσαμε την αδυναμία μας μπροστά στη λαίλαπα που ερχόταν. Θυμάμαι με πόση αφέλεια προσπάθησα να σταθμίσω την κατάσταση. Είπα περίπου του Λουκή πως «εντάξει, ξέρουμε πως το πραξικόπημα θα ακολουθήσει το μοίρασμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πόλεμο. Θα μας περικυκλώσουν οι Τούρκοι, θα συμφωνήσουν με τη Χούντα και θα γίνει η διχοτόμηση. Το πολύ να ρίξουν δυο-τρεις μπαταριές για εκφοβισμό». Δεν μπορούσα να καταλάβω την ώρα εκείνη τι θα εξυπηρετούσε ένας -έστω εικονικός- πόλεμος.
Η εισβολή αρχίζει, η ώρα ήταν 5.12 το πρωί
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούσαμε το δαιμονιώδη θόρυβο ενός αεροπλάνου, μυδραλιοβολισμό και αμέσως μετά τις δυο βόμβες που αμόλησε. Θυμάμαι πως είδαμε τον καπνό ν’ ανεβαίνει στο χώρο, που υπολογίσαμε κοντά στο Γυμναστήριο της Κερύνειας και το αεροπλάνο χάθηκε πίσω από τον Πενταδάκτυλο. Αμέσως σχεδόν ένα άλλο αεροπλάνο, λίγο ανατολικότερα ακολούθησε το πρώτο.
Είδα το ρολόι μου. Ήταν 5.12 π.μ.Τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς έντρομα και παγωμένα έβγαιναν στους δρόμους. Τα μαζέψαμε στο υπόγειο της τριώροφης οικοδομής του Αποστόλη Εξαδάκτυλου – πάνω στον κύριο δρόμο Κερύνειας-Λαπήθου, στη γωνιά της διασταύρωσης με το δρόμο που πήγαινε για το Τριμίθι. Στο υπόγειο συγκεντρώθηκαν σε λίγη ώρα γύρω στα 40 – 50 άτομα. Ήταν οι οικογένειες του Ανδρέα Αδάμου, Λουκή Ιωακείμ, Μιχάλη Γεωργιάδη, Παντελή Σωτηρίου και δυο-τρεις οικογένειες Λευκωσιατών, που εποχιακά διέμεναν στον Άη- Γιώρκη.
Το ραδιόφωνο μετέδιδε τα γνωστά – προσευχή κ.λπ. – ο κυρ Αποστόλης πρόθυμα προσπαθούσε να τακτοποιήσει τους «καλεσμένους» του -έφερνε γάλατα στα μωρά κ.λπ.- και τρεις στρατεύσιμοι ο Λουκής, ο Κύπρος κι εγώ κινηθήκαμε προς το στρατόπεδο της Γλυκιώτισσας. Το στρατόπεδο ήταν άδειο. Μόνο λίγοι στρατιώτες με τα μαρτίνια τους ακροβολισμένοι στις απέναντι από το στρατόπεδο χαρουπιές. Αξιωματικός κανένας. Επιστρέψαμε. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο -είχε μόνο τις κολόνες- του Εξαδάκτυλου. Είδαμε τα ίδια τρία πλοία που βρίσκονταν τώρα αρκετά κοντά στην ακτή. Εκείνη την ώρα ένα από τα πλοία έριξε δυο-τρεις βολές. Εκτός από τον κρότο μάς εντυπωσίασε το βεληνεκές.
Κυριολεκτικά έφευγαν «φέτες» πάνω από το βουνό προς την περιοχή του Καραβά. Θα ‘ταν γύρω στις εφτά το πρωί, όταν κι άλλα πλοία, περίπου 15 φάνηκαν σε απόσταση που από εκεί που ήμασταν φαίνονταν να καλύπτουν την απόσταση από Κερύνεια ώς Λάπηθο. Τα πρώτα είχαν φτάσει στην ακτή – κοντά στο Πέντε Μίλι.
Δεν πέφτει ντουφεκιά από μας
Την ίδια ώρα ένα δικό μας άρμα προχωρούσε από τον κύριο δρόμο από την Κερύνεια προς τη Λάπηθο. Καθώς πέρασε μπροστά από τον χώρο όπου βρισκόμαστε, υποθέσαμε πως επιτέλους, έστω και αργά κάποιοι συνειδητοποιούσαν την εισβολή και άρχιζε η απόκρουσή της. Ώς τη στιγμή εκείνη δεν είχε πέσει αντιμαχόμενη στους Τούρκους ούτε μια ντουφεκιά. Δυστυχώς το άρμα δεν ακολούθησε ούτε άλλη μηχανοκίνητη ή πεζοκίνητη δύναμή μας (κι όπως μάθαμε αργότερα ούτε εκείνο το μοναδικό άρμα κατάφερε να φτάσει στο σημείο της αποβίβασης).
Σ’ όλο αυτό το διάστημα κι άλλα αεροπλάνα συνέχιζαν τον βομβαρδισμό και πολυβολισμό. Φωτιές και καπνοί είχαν γεμίσει την ατμόσφαιρα. Θα ‘ταν περίπου 9.30 π.μ., όταν ο Κωστής ο Στοτσιής είπε ότι ήξερε πού ήταν τα φυλάκια και να πάμε να δούμε τι γίνεται. Θυμάμαι που πήγαμε σε δυο σπίτια ανατολικά του Αγίου Φανουρίου όπου δεν υπήρχε ψυχή. Ήταν φανερό πως οι Τούρκοι είχαν το βράδυ αποστείλει ανιχνευτικό άγημα, αλλιώς δεν μπορούσαν να κατεβαίνουν με τέτοια βεβαιότητα. Επιστρέψαμε. Ο Κωστής δεν ησύχαζε. «Πάμε να δούμε είπε». «Πού;» «Στο Πέντε Μίλι». Φοβόμουν, αλλά και ντρεπόμουν να μην πάω. Άλλωστε δεν άντεχα να παρακολουθώ με δεμένα τα χέρια.
Μπήκα στο αυτοκίνητό του –είχε ένα παλιό «στέισιον βάγκον» και βαδίσαμε στον κύριο δρόμο Άι-Γιωρκού-Λαπήθου. Περάσαμε την «επικίνδυνος καμπή» στο Πικρό Νερό και πήραμε τον χωματόδρομο τον βορειοανατολικό, που οδηγούσε στην παραλία. Στην πρώτη χαρουπιά του είπα «σταμάτα». Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Στρατιώτες, πολλοί στρατιώτες, παραταγμένοι σε πορεία, 500-700 μέτρα από μας, ανηφόριζαν αργά. «Είδες», λέει ο Κωστής. «Ήρθε ο στρατός». «Είναι Τούρκοι» του είπα. «Πάμε να δούμε», επέμενε. Εκείνη την ώρα στις διπλανές χαρουπιές είδαμε δύο στρατιώτες δικούς μας. Τους είχαν φέρει αποβραδίς, μας είπαν, από το Συριανοχώρι. Ήταν ένα τάγμα, αλλά οι άλλοι σκορπίστηκαν. Έπρεπε να βρίσκονται δυτικά. Δεν είχαν ρίξει ούτε σφαίρα. Αυτοί που ανέβαιναν ήταν Τούρκοι. Πρέπει να φύγουμε.
Ο Κωστής δεν ακούει. Τον απειλώ πως θα πάρουμε το αυτοκίνητο και θα φύγουμε αφήνοντάς τον εκεί. Με βαριά καρδιά ανεβαίνει και φεύγουμε. Δεν λέμε τίποτα στα γυναικόπαιδα στο υπόγειο. Είναι περασμένο μεσημέρι. Κάνουμε ένα μίνι συμβούλιο με τον Λουκή. Πρέπει να φύγουμε. Προς τα πού; Το ραδιόφωνο λέει ότι «γεμίσαμε τις παραλίες από τούρκικα πτώματα», ποιος ξέρει σε ποια σημεία ακριβώς έχουν κατεβεί οι Τούρκοι; Δυτικά δεν μπορούμε να κινηθούμε. Ποιος όμως μας εγγυάται τον δρόμο ανατολικά; Το «παρατηρητήριο μας» καθόλου δεν μπορεί να ελέγξει από το Γυμναστήριο και πέρα. Έχουμε μόνο τέσσερα αυτοκίνητα για έξι οικογένειες. Ακούσαμε και το «διάγγελμα» από την Ελλάδα. Τίποτε.
Γύρω στις 4.00 μ.μ. – 4.30 μ.μ., φεύγουμε όλοι από το υπόγειο του Εξαδάκτυλου. Ο Κύπρος είπε πως πρέπει να πάμε για το Πέλλαπαϊς. Κανείς δεν ρώτησε γιατί. Η Κερύνεια αδειάζει. Στο Καράκουμι τρία φορτηγά στρατιωτικά δικά μας είναι πυροβολημένα στο παγκέτο του δρόμου. Ήταν τα μόνα που συναντήσαμε.
Πρόσθετες παρατηρήσεις, που συγκέντρωσα αργότερα και που αφορούν την 20ή του Ιούλη στον Άι Γιώρκη: Γύρω στις 3.00 μ.μ. – 3.30 μ.μ. Τούρκοι συνέλαβαν στο σπίτι τους, από τα πρώτα δυτικά σπίτια του χωριού, τον Κωστή και την Λευκού Ιωακείμ (μάλλον από αυτούς που αντί να προχωρήσουν προς τη «διατεταγμένη άνοδο», άρχισαν το «ατομικό πλιάτσικο»). Επίσης Άι-Γιωρκίτες φονεύτηκαν από Τούρκους εν ψυχρώ το απόγευμα του Σαββάτου. Οι πληροφορίες για μάχες και συγκρούσεις στις Καμάρες και στα καφενεία οπωσδήποτε δεν έγιναν στο διάστημα από 5 – 10 π.μ. – 4.30 μ.μ. της 20ής του Ιούλη.
Η προσωπική μαρτυρία τελειώνει εδώ και αρχίζει η αφήγηση-συνέντευξη του Γιαννή Αλεξάνδρου, ιδιοκτήτη του κέντρου «Γκόλντεν Ροκ», όπου έγινε η απόβαση στο Πέντε Μίλι.
Συνέντευξη με τον πρώτο αυτόπτη μάρτυρα
– Τι ώρα κοιμήθηκες κ. Γιαννή το βράδυ της Παρασκευής, 19 του Ιούλη;
– Ξάπλωσα, οπωσδήποτε μετά τις 12.
– Γιατί; Είχες κόσμο;
– Ούτε κόσμο είχα ούτε τίποτε. Ήταν όμως η πυρκαγιά πάνω στον Πενταδάκτυλο που ήταν ανατριχιαστικό πράγμα. Ήμουν στη νότια βεράντα του κέντρου και παρακολουθούσα.
– Πρόσεξες τίποτε το ασυνήθιστο;
– Σε μερικές περιπτώσεις άκουσα κάτι «κατσιαρίστρες», κάτι περπατήματα, απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Έμεινα όμως πάνω στην αναπαυτική, γιατί φοβήθηκα να βγω έξω. Ήμουν ταραγμένος. Τελικά κοιμήθηκα ανήσυχος. Αργότερα, όταν πήγαμε στον Καραβά άκουσα ότι μερικοί είδαν Τούρκους στα Πλατάνια, που είχε καλαμιώνα, από την Παρασκευή το βράδυ.
– Σκέφτηκες να κοιτάξεις καθόλου στη θάλασσα;
– Όχι. Αντί πουκάτω εγώ εκοίταζα πουπάνω. Το πρωί με ξύπνησε η πρώτη πόμπα. Μου φώναξε η γυναίκα μου: «Έχει αεροπλάνα. Είδα πλοία που έρχονται». Μαζέψαμε τα παιδιά και κατεβήκαμε κάτω στα δυτικά του κέντρου σε μια σπηλιά. Η γυναίκα μου έμεινε στο κέντρο. Σκέφτηκα να πάω στη γαλαρία που εκάμναν το δρόμο του Χριστούθκια.
Δοκίμασα να μπω εκεί, αλλά είχε τρομερή ζέστη. Βγήκαμε έξω. Η γυναίκα μου φώναξε πως στο σπίτι της Καπάπε έχει στρατιώτες. Η γυναίκα τους ρωτούσε τι είναι: «”Ελληνες ή Τούρκοι;» αλλά δεν αποκρίνουνταν. Κάπου-κάπου έριχναν και ντουφεκιές. Ανεβήκαμε πάνω και δοκιμάσαμε δυο-τρεις φορές να φύγουμε αλλά αεροπλάνα μας πολυβολούσαν. Τελικά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ανεβήκαμε τον ανήφορο. Εκεί ήταν το σπίτι του δικηγόρου του Πελίδη. Εκείνη την ώρα ένα αεροπλάνο έριξε μια βόμβα στης Παγώνας. Τελικά κατεβήκαμε στου Πελίδη. Εκεί είχε κι άλλους: ο Πελίδης, η γυναίκα του, τα πεθερικά του, ο Στέφος που είχε το εστιατόριο κ.α. Μπήκαμε μέσα και εκείνη την ώρα είδα μπροστά στο σπίτι της Καπάπε να έχουν κατεβεί οι Τούρκοι.
– Περίπου τι ώρα;
– Θα ήταν 7 – 7.30π.μ.
– Δικό μας στρατιώτη είδες πουθενά;
– Είδα δυο – τρεις πάνω από το σπίτι του Πελίδη. “Ενας κρατούσε ένα στέρλιγκ. Ένας είπε: «Ρε, έρκουνται οι Τούρκοι». Και εφύγαν. Σε λίγα λεπτά οι Τούρκοι εγέμισαν τα χωράφια. Ακούσαμε τα περπατήματά τους έξω από το σπίτι και άρχισαν να πυροβολούν πάνω στο σπίτι. Φώναζε ο Πελίδης: «Κρατ για -ου;» Φώναξε η γυναίκα του Πελίδη: «Ουί αρ ίγκλις εντ αμέρικαν τούριστς» και σταμάτησαν. Πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα ο Πελίδης και έριξαν μια σφαίρα. Μας έστησαν στα τέλια με τα χέρια ψηλά. Μας έκαμαν έρευνα και μας οδήγησαν στις καμπίνες εκεί μπροστά στο κέντρο της Παγώνας που κατέβαιναν οι Τούρκοι.
– Ήταν πολλοί;
– Αρκετοί. Εκατεβαίναν συνέχεια. Εκουμπήσαν τα πλοία τέλια κοντά και επετάσσουνταν έξω. Επατούσαν δηλαδή ένα δυο πόδια ως το γόνατο μέσα στη θάλασσα. Βγαίναν περπατητοί έξω. Είχαν φέρει μαζί τους μια μπουλντόζα, που ίσιωνε τον τόπο για να κατεβούν τα άρματα. Εμετρήσαμε όση ώρα ήμαστεν εκεί οκτώ άρματα και κάμποσα αυτοκίνητα. Το πρώτο έμεινε εκεί στον Πορφυρή και τα άλλα προχώρησαν προς τα πάνω. Περίπου εκατέβηκαν 2000 – 3000 στρατιώτες. Τους παρέτασσε ο αξιωματικός λόχο-λόχο και προχωρούσαν προς τα πάνω.
Για την περίοδο που έμελλε να χαράξει τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σημειώσεις στο ημερολόγιο του ηγέτη της TMT και αργότερα εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς, όπως τις είχε καταγράψει ο Σπύρος Αθανασιάδης, στο ένθετο «Παράθυρο στα Κατεχόμενα».
Σημειώνει ο Ραούφ Ντενκτάς στο ημερολογιό του:
15 Ιουλίου 1974
«Πρωί ώρα 08.15. Πυροβολισμοί από τον ε/κ τομέα. Εμβατήρια από το ε/κ ραδιόφωνο. Έχω τηλεφώνημα από τον Κεμάλ Ασίκ και με πληροφορεί ότι δολοφονήθηκε ο Μακάριος. Η πρώτη μου αντίδραση. Βρέθηκε στο θώκο μετά από αιματοχυσίες, πλήρωσε με αίμα. Τελικά έγινε το αναμενόμενο και μάλιστα με το παραπάνω. Σημαντικό γεγονός. Πώς θα ξεμπερδέψουν; Μήνυμα προς Ετζεβίτ. «Τελευταίο βήμα για την ένωση. Ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι ο αγώνας. Φήμες για δολοφονία του Μακαρίου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ζει. Είναι καταπληκτικό που στον προεδρικό θώκο βρίσκεται ο Σαμψών. Δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερο. Ο θεός βοήθησε και ο εχθρός τα έχει χαμένα. Πρόεδρος ο Σαμψών. Αν είναι δυνατόν. Όλη τη νύχτα παρακολουθώ το ραδιόφωνο της Άγκυρας. Δεν έκλεισα μάτι. Αντηλλάγησαν σύντομα μηνύματα. Όταν πληροφορήθηκα από τα τουρκικά χωριά ότι «είμαστε εντάξει», αποκοιμήθηκα για μερικές ώρες.
16 Ιουλίου 1974
Συγκρούσεις στην Πάφο. Η Λευκωσία είναι ήσυχη. Στην Τουρκία εργάζονται για την επέμβαση. Τελευταία είδηση: O Mακάριος, μέσω ΟΗΕ κατέφυγε στις αγγλικές Βάσεις και εγκατέλειψε το νησί. Φαίνεται ότι δεν θα λογοδοτήσει ενώπιον του θεού με τέτοια τιμωρία. Λέγεται ότι ο Νίκος Σαμψών εργάζεται για τον σχηματισμό της κυβέρνησής του. Φαίνεται ότι ο Θεός θα ζητήσει να λογοδοτήσουν όλοι οι κακοί, μέσω του χείριστου Σαμψών και μετά θα τιμωρήσει. Συνεχίζεται η ανταλλαγή μηνυμάτων με την Τουρκία.
17 Ιουλίου 1974
Ήρεμη μέρα. Από τους ξένους δημοσιογράφους που πηγαινοέρχονται πληροφορούμαστε ότι οι Ε/κ θα υποκύψουν στη μοίρα τους αν φυσικά δεν υπάρξει επέμβαση της Τουρκίας. Πολλοί είναι αυτοί που περιμένουν τουρκική επέμβαση. Κατέστη δυνατόν να επιστρέψουν στα χωριά τους όσοι βρίσκονται μακριά από αυτά. Τι θα κάνουμε αν μας επιτεθούν; Tι φοβερή αναμονή. Οι μακαριακοί έχασαν το παιχνίδι. Αυτή η εντύπωση επικρατεί και όλα λες και τελείωσαν. Μήπως νομίζουν ότι θα υποκύψουμε στη διοίκηση του Νίκου Σαμψών; Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο πραξικόπημα που αποσκοπεί στην Ένωση. Πώς είναι δυνατό να το αποδεχτεί η Tουρκία; O Eτζεβίτ μετέβη στο Λονδίνο. Λέγεται ότι προς την περιοχή καταπλέουν πολεμικά σκάφη των ΗΠΑ/Αγγλίας, Ρωσίας,. Όλοι κοιτούν τα συμφέροντά τους. Είναι όμως; Yπάρχει η εντύπωση ότι οι Τ/κ βρίσκονται εκτός των γεγονότων αυτών και παραβλέπονται τα 11 χρόνια που πέρασαν. Στην πραγματικότητα στην επόμενη φάση εμείς θα είμαστε ο στόχος. Η προσοχή μας είναι στραμμένη στο Λονδίνο.
18 Ιουλίου 1974
Προβαίνω σε δηλώσεις στους ανταποκριτές των εφημερίδων New York Times και London Times. Διαβιβάζω ένα επείγον μήνυμα με νέα εκτίμηση της κατάστασης. Η επέμβαση είναι απαραίτητη κι όμως καθυστερεί. Οι ΗΠΑ εντός μερικών ημερών θα αναγνωρίσουν το καθεστώς Σαμψών και ο Κληρίδης κάνει ό,τι περνά από το χέρι του γι’ αυτό το σκοπό. Το ε/κ ραδιόφωνο μετέδωσε ταυτόχρονα ότι ο Κληρίδης κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για το σκοπό αυτό. Το ε/κ ραδιόφωνο μετέδωσε ταυτόχρονα ότι ο Κληρίδης θα αρχίσει τις συνομιλίες και ότι η ζωή θα βρει τον κανονικό ρυθμό της. Από την Άγκυρα παίρνω μήνυμα με το όποιο εγκρίνεται η στάση που ακολουθούμε χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τον τουρκικό λαό και σημειώνεται ότι υπάρχει πρόθεση να εξαντληθούν όλοι οι ειρηνευτικοί τρόποι. Σημειώνεται επίσης ότι πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δε θα υπάρξουν θυσίες από τα δικαιώματά μας.
19 Ιουλίου 1974
Ώρα 07:45. Με ζητεί να με συναντήσει ο κ. Ασάφ Ινχάν. Τι θα μου πει άραγε; Aν και η απόσταση που με χώριζε από το γραφείο του ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα, μου φάνηκαν αρκετά μιλιά. Ανέβηκα τα σκαλιά δυο δυο. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. Διέκοψε τη συνομιλία που είχε με τον Μπαυρακτάρ (στρατιωτικός διοικητής της ΤΜΤ) και γελώντας μου είπε: « Έλα κύριε Ντενκτάς. Ήλθε η μέρα που περίμενες». Μου έδωσε ένα μικρό σημείωμα. Μάλιστα, αύριο, το πρωί στις 05:00 θα έλθουν. Aισθάνθηκα το κεφάλι μου να βουίζει. Αγκαλιαστήκαμε, και κλαίγαμε. Έρχονται… Θα γλιτώναμε πλέον. Θα λυτρωνόμασταν, θα επέρχονταν η ειρήνη.
Όταν επέστρεψα στο γραφείο μου άρχισα τις προετοιμασίες. Για μερικές ώρες δούλεψα με άκρα μυστικότητα. Τη χαρμόσυνη είδηση την έδωσα πρώτα στο Οσμάν Ορέκ και στη συνέχεια κάλεσα τους άλλους συναδέλφους και τους ενημέρωσα. Μεγάλη η ευθύνη που επωμιζόμασταν αλλά η ελπίδα ότι θα αποκτήσουμε την ελευθερία μας έδινε δύναμη. Πρώτα απ΄όλα θα έπρεπε να στείλουμε νωρίς για ύπνο τον αξιωματικό σύνδεσμό των ειρηνευτικών δυνάμεων και τον βοηθό ου και να μη δώσουμε ευκαιρία να αντιληφθούν το παραμικρό μέχρι το πρωί. Εν τω μεταξύ ετοίμασα το διάγγελμα που θα απηύθυνα την επόμενη το πρωί. Αναζήτησα τους μεταφραστές του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μπαυράκ.
Οι εργασίες πήραν τον δρόμο τους. Άφθονο κρασί και κεμπάπ στον αξιωματικό συνδεσμό και το βοηθό του. Είπαν ότι γύρω στις 23.00 θα πάνε για ύπνο. Το επιτελείο μας θα μπορούσαμε να το μεταφέρουμε στο υπόγειο του Συνεργατισμού. Αφού έγινε κι αυτό, πήγα στον πεθερό μου κ. Μουνίρ και του είπα ότι μεταφερόμαστε στον Συνεργατισμό.
Ο πεθερός μου έμενε μαζί μας και λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του δεν ήθελε να μετακινείται. Όταν ζήτησε να πληροφορηθεί τον λόγο τον ενημέρωσα υπό τον όρο ότι θα έμενε μεταξύ μας. Όταν το άκουσε, λες και ξανάνιωσε. Γελούσαν ακόμη και τα μάτια του. Είπε: «Eπιτέλους, ω τα καλά, τι καλά. Τι θα κάνει τώρα ο παπάς, ειδικά εκείνος ο τρελός Σαμών. Λοιπόν, εσείς, φύγετε, εγώ θα παραμείνω εδώ. Η υπόθεση αυτή θα παρατραβήξει. Μέχρι το μεσημέρι θα έχει τελειώσει. Πηγαίνετε στο καλό, ο θεός μαζί σας».
20 Ιουλίου 1974
«Ξαφνικά σκέφθηκα ότι αν από την περιοχή της Πύλης Πάφου υπάρξει επίθεση προς τον τουρκικό τομέα, μετά 20-30 μέτρα θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με αυτούς που επιτίθονταν και εμείς δεν είχαμε οπλισμό. Ζήτησα από το Σαντζακταρλικη (στρατιωτική διοίκηση Λευκωσίας) να μας εφοδιάσει με όπλα. Η απάντηση ήταν αρνητική. Δεν είχαν. Δεν μπορούσαν να μας δώσουν.
Έστειλα και πήρα από την κατοικία μου το κυνηγετικό μου όπλο και το περίστροφό μου. Πρωί, ώρα 05.00. Ο ραδιοσταθμός Μπαυρακ άρχισε να μεταδίδει το διάγγελμα. Λες και ζούσαμε ένα όνειρο. Το όνειρο πραγματοποιούνταν. Βγήκα μπροστά στο κτήριο του Συνεργατισμού και προσπαθούσα να ακούσω τον ήχο των αεροσκαφών. Τίποτα. Για μια ώρα περιμέναμε εναγωνίως τον ήχο αυτό. Και ξαφνικά από το βάθος ήχοι πυροβόλωνκαι στη συνέχεια αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν στον κάμπο του Κιόνελι. Κοίταξα γύρω μου. Πολλοί έκλαιγαν. Υπήρχαν αυτοί που έσκυβαν και φιλούσαν το χώμα…. Και εγώ έκλαιγα. Ο Αυστριακός αξιωματικός-σύνδεσμός μου έσφιξε το χέρι μου και μου είπε: «Σας συγχαίρω. Λυτρωθήκατε. Αυτό εξάλλου σκεπτόταν κάθε Τούρκος. Λυτρωθήκαμε. Η τυρρανία των 11 χρόνων πέρασε στο παρελθόν».
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο προσφέρει την
ουρανόπεμπτη ευκαιρία που από καιρό επιζητούσε η Αγκυρα προκειμένου να
προωθήσει τα διχοτομικά σχέδιά της στο νησί. Γνωρίζοντας ότι ο
αιφνιδιασμός είναι πολυτιμότατος σύμμαχος του επιτιθέμενου, ο Τούρκος
πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ αρχίζει, το πρωί της 15ης Ιουλίου, «σαν να
μην τρέχει τίποτα», μια προγραμματισμένη περιοδεία στο Αφιόν της
Ανατολίας για την… επανέναρξη της καλλιέργειας του οπίου, συνεχίζοντας
την προσπάθεια «νάρκωσης» της ελληνικής πλευράς. Το βράδυ της ίδιας
μέρας, όμως, επιστρέφει χωρίς τυμπανοκρουσίες στην Αγκυρα όπου συγκαλεί
το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας υπό τον πρόεδρο της Τουρκίας Κοροτούρκ.
Ετσι ξεκινούσε το πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα της Καθημερινής στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο.
Στην ιστορική αυτή συνεδρίαση, ο Ετζεβίτ εισηγείται άμεση στρατιωτική
επέμβαση στην Κύπρο, με το επιχείρημα ότι, αν μείνει αναπάντητο το
πραξικόπημα της χούντας, το αποτέλεσμα θα είναι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Αν και οι στρατιωτικοί έχουν ήδη έτοιμα και εμφανίζουν τρία εναλλακτικά
σχέδια στρατιωτικής δράσης, η πρόταση του Ετζεβίτ συναντά πολλές
αντιδράσεις από τα πολιτικά μέλη του Εθνικού Συμβουλίου, που φοβούνται
το ενδεχόμενο μείζονος ελληνοτουρκικού πολέμου και διατηρούν επιφυλάξεις
για το αξιόμαχο του τουρκικού στρατού, ο οποίος, σε αντίθεση με τον
ελληνικό, δεν πολέμησε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και γενικά δεν έχει
εκτεθεί σε πολεμικές αναμετρήσεις επί πενήντα ολόκληρα χρόνια. Τελικά,
υπερισχύει η αλύγιστη αποφασιστικότητα του Μπουλέντ Ετζεβίτ, ο οποίος
υποστηρίζεται από το πανίσχυρο στρατιωτικό κατεστημένο. Η πρόταση –
απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου
ανακοινώνεται στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο ξενυχτάει έναν όροφο
παρακάτω, παρακολουθώντας την ταινία «Ωρες αγωνίας» με τον Χάμφρεϊ
Μπόγκαρτ. Εδώ, οι αντιρρήσεις για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης είναι
πολύ περισσότερες αλλά και πιο ανίσχυρες. Με βαριά καρδιά, το υπουργικό
συμβούλιο δίνει την εξουσιοδότησή του στον Ετζεβίτ, ο οποίος υπογράφει
τη σχετική διαταγή στην ηγεσία του στρατεύματος. Η επιχείρηση «Αττίλας
1», όπως κωδικοποιείται η τουρκική εισβολή, ορίζεται για τη νύχτα της
Παρασκευής 19 προς Σάββατο 20 Ιουλίου. Την επομένη, ο Σαμψών προσπαθεί
μάταια να καθησυχάσει τους Τούρκους δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι
αποκλείεται η ένωση με την Ελλάδα και διαβεβαιώνοντας τους
Τουρκοκύπριους ότι δεν πρόκειται να θιγούν με κανέναν τρόπο. Την ίδια
ώρα, αποβατικά στρατεύματα των
Τούρκων αρχίζουν να συγκεντρώνονται στον Κόλπο της Μερσίνας, απέναντι
από την Κύπρο, ενώ ο Ετζεβίτ καλεί σε σύσκεψη τους αρχηγούς των
κομμάτων για να σφυγμομετρήσει τις αντιδράσεις τους. Ο ισλαμιστής ηγέτης
Νετσμεντίν Ερμπακάν, εταίρος του Ετζεβίτ στην κυβέρνηση συνεργασίας
Λαϊκού Κόμματος – Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας, υπερφαλαγγίζει τον Τούρκο
πρωθυπουργό σε πολεμοχαρείς δηλώσεις, ενώ επιφυλακτικός εμφανίζεται ο
αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επικεφαλής του κόμματος της
Δικαιοσύνης, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Αλλά το βέλος έχει ήδη φύγει από το
τόξο του. Την Τετάρτη, 17 Ιουλίου, το επίκεντρο των εξελίξεων
μεταφέρεται προσωρινά στο Λονδίνο, καθώς η Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη
βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, καλεί την Ελλάδα και την
Τουρκία σε
κατεπείγουσες διαβουλεύσεις. Ο Ετζεβίτ, συνεχίζοντας την προσπάθεια να ρίξει στάχτη στα μάτια της ελληνικής χούντας και θέλοντας να επισπεύσει όσο γίνεται περισσότερο τις εξελίξεις, δέχεται αμέσως και το απόγευμα της ίδιας μέρας βρίσκεται στην αγγλική πρωτεύουσα. Η Αθήνα βρίσκεται σε αμηχανία. Στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ, ο Ουίλσον και ο επί των Εξωτερικών υπουργός του Τζέιμς Κάλαχαν παραθέτουν δείπνο στον Ετζεβίτ. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Τούρκος πρωθυπουργός εντυπωσιάζεται από τις ασυνήθιστα συχνές και αρκετά μακρές επισκέψεις των συνδαιτυμόνων του στην… «τουαλέτα». Στην πραγματικότητα, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, οι Ουίλσον και Κάλαχαν είχαν σε όλη τη διάρκεια των συνομιλιών ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή με τον Χένρι Κίσινγκερ, τον άνθρωπο που χειρίζεται ουσιαστικά εν λευκώ την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αυτή την περίοδο, καθώς ο πρόεδρος Νίξον βουλιάζει κάτω από το βάρος του σκανδάλου Γουότεργκέιτ και βρίσκεται στα πρόθυρα της παραίτησης. Με τα πολλά ο Ετζεβίτ, μεταξύ κονιάκ, γλυκισμάτων και πούρων, βγάζει από τον χαρτοφύλακά του τις σημειώσεις του και εκφωνεί προκατασκευασμένη ομιλία, με την οποία καλεί τους Αγγλους να εισβάλουν μαζί με τους Τούρκους στην Κύπρο ως εγγυήτριες δυνάμεις, χρησιμοποιώντας τις αγγλικές βάσεις της Δεκέλειας και του Ακρωτηρίου. Οι Αγγλοι τα χάνουν, προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο και ξαφνικά ανακοινώνουν στον Ετζεβίτ ότι βρίσκεται εν πτήσει για το Λονδίνο ο ειδικός απεσταλμένος του Κίσινγκερ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζόζεφ Σίσκο. Εκνευρισμένος ο Τούρκος πρωθυπουργός δηλώνει στους Αγγλους την αμετακίνητη απόφασή του να εισβάλει έστω και χωρίς αυτούς στο νησί και δηλώνει ότι θα δεχτεί τον Σίσκο στην τουρκική πρεσβεία, χωρίς να αφήνει περιθώρια αναθεώρησης της στάσης του. Το πρωί της 18ης Ιουλίου, οι αγγλικές εφημερίδες και το BBC βγάζουν στη φόρα όλες τις λεπτομέρειες των συζητήσεων της προηγούμενης νύχτας στην Ντάουνινγκ Στριτ, εμφανίζοντας ως αναπότρεπτη την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Την ίδια ώρα, ο τουρκικός Τύπος μιλάει αόριστα και σε χαμηλούς τόνους περί «προτεινόμενης κοινής ενέργειας Τουρκίας – Ηνωμένου Βασιλείου», ενώ ο υπό λογοκρισία αθηναϊκός Τύπος συνεχίζει να βρίσκεται σε μακάριο λήθαργο. Κατά το μεσημέρι, ο Σίσκο, συνοδευόμενος από μια ντουζίνα «γορίλες», φτάνει στην τουρκική πρεσβεία όπου συναντά τον Ετζεβίτ. Φυσικά, η στάση του ούτε στο ελάχιστο δεν αποθαρρύνει τον Ετζεβίτ. Τελικά, ο Σίσκο αναλαμβάνει να μεταφέρει απλώς στην Αθήνα τους όρους της Αγκυρας, που περιλαμβάνουν οπωσδήποτε την εγκατάσταση τουρκικών στρατευμάτων στο νησί στο όνομα της «αποκατάστασης της ισορροπίας δυνάμεων». Στις 19 Ιουλίου συνέρχεται εκτάκτως, στη Νέα Υόρκη, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να εξετάσει το Κυπριακό. Στις 3.30 το μεσημέρι, εμφανίζεται καταχειροκροτούμενος ο Μακάριος, ο οποίος παίρνει το λόγο ως νόμιμος εκπρόσωπος της Κύπρου και στιγματίζει με τον πιο έντονο τρόπο το πραξικόπημα, ζητώντας τη διεθνή απομόνωση των κινηματιών: «Το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος παρεβίασεν αναισθήτως την ανεξαρτησίαν της Κύπρου. Ανευ ίχνους σεβασμού προς τα δημοκρατικά δικαιώματα των Κυπρίων, άνευ ίχνους σεβασμού προς την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Κυπριακής Δημοκρατίας, η χούντα της Ελλάδος επεξέτεινε την δικτατορίαν της εις Κύπρον… Ητο εισβολή κατά παράβασιν της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας». Αμέσως μετά, ο αντιπρόσωπος της χούντας Παναγιωτάκος υπερασπίζεται τους πραξικοπηματίες, καταγγέλλοντας τον αρχιεπίσκοπο ως… τύραννο της Κύπρου! Από την πλευρά του, ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ολτζάι τρίβει τα χέρια του από χαρά καθώς βλέπει τους Ελληνες να βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους και προειδοποιεί ότι «η Τουρκία είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματά της που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες για την επαναφορά στο παλιό καθεστώς». Η ανησυχία για τις τουρκικές προθέσεις απλώνεται στην κατάμεστη αίθουσα συνεδριάσεων, αλλά η πρόταση της Σοβιετικής Ενωσης για καταδίκη του πραξικοπήματος από το Συμβούλιο Ασφαλείας προσκρούει στο βέτο των Αμερικανών, οι οποίοι εννοούν να εγκλωβίσουν τις όποιες διαβουλεύσεις σε ΝΑΤΟικό πλαίσιο. Παρασκευή, 19 Ιουλίου, 2 π.μ. Ο Ετζεβίτ επιστρέφει στην Αγκυρα με στρατιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο τύπου DC – 9 και κατευθύνεται αμέσως προς το Γενικό Επιτελείο, όπου έχει σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία για την οριστικοποίηση του σχεδίου της εισβολής, του διαβόητου «Αττίλα -1». Στόχος του σχεδίου, που προβλέπει δύο αποβατικά κύματα στην Κυρήνεια με διαφορά 48 ωρών, καταστροφή των σχηματισμών της Εθνοφρουράς με βομβαρδισμούς από θάλασσα και αέρα και ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή του Μπογαζίου, στη Λευκωσία, είναι η δημιουργία ενός μεγάλου προγεφυρώματος, που θα συνδέει τον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας με την Κυρήνεια, προσφέροντας δίοδο των Τουρκοκυπρίων προς τη θάλασσα και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μελλοντική κατάκτηση ακόμα μεγαλύτερου μέρους ή και όλης της Κύπρου. ΜΕΡΣΙΝΑ, 3.30 π.μ. Τα πρώτα τουρκικά πολεμικά πλοία σηκώνουν άγκυρα από το λιμάνι της Μερσίνας, κατευθυνόμενα προς Κυρήνεια. ΑΘΗΝΑ, 11 π.μ. Ο Τζόζεφ Σίσκο, συνοδευόμενος από τον βοηθό υπουργό Αμυνας Ρόμπερτ Ελσγουορθ και τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα, έχει μακρά σύσκεψη στο Πολιτικό Γραφείο με τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο, τον υπουργό Εξωτερικών Κυπραίο και τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Μπονάνο. Καθώς η σύγχυση, η ανησυχία και η αναποφασιστικότητα κυριαρχούν στους κόλπους της χούντας, ο Σίσκο συναντά τον ισχυρό άνδρα του καθεστώτος, ταξίαρχο Ιωαννίδη, ο οποίος εκφράζει την πεποίθηση ότι οι Τούρκοι μπλοφάρουν, συμπληρώνοντας ότι, αν τελικά κάνουν απόβαση, η Ελλάδα θα κηρύξει πόλεμο. Προφανώς, ο Ιωαννίδης συνεχίζει να «καταπίνει» ακόμα και στις «δώδεκα παρά πέντε» τα καθησυχαστικά παραμύθια που του διοχετεύουν σκοτεινά κανάλια των μυστικών υπηρεσιών. Οπως θα αποκαλύψει αργότερα το αμερικανικό περιοδικό «Νιούζγουικ», ο μοιραίος μυστικοσύμβουλος του Ιωαννίδη είναι ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός Πέτρος Κορομηλάς, «σταθμάρχης» της CIA στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο ανταποκριτής του BBC στην Αθήνα Ντέιβιντ Τονγκ τηλεφωνεί στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δίνοντας την πληροφορία ότι αναχώρησε από τη Μερσίνα ο τουρκικός στόλος, η απάντηση που εισπράττει είναι η εξής: «Μην ανησυχείτε. Οι Τούρκοι κάθε δύο ή τρία χρόνια ανοίγονται κατ’ αυτό τον τρόπο στη θάλασσα και αφού αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα της Μεσογείου, επιστρέφουν στα λιμάνια τους». ΑΓΚΥΡΑ, 10.45 μ.μ. Ο Σίσκο φτάνει στην Αγκυρα και κλείνεται στο κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας. Αργότερα, έχει νέα συνάντηση με τον Ετζεβίτ και τους συνεργάτες του, ενώ τα πολεμικά σκάφη της Τουρκίας πλέουν ήδη στα ανοιχτά της Μεσογείου. Κατά τη διάρκεια των άγονων συζητήσεων ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Τουρόν Γκιουνές, βγαίνει από το πρωθυπουργικό γραφείο για να αποστείλει στις ανά τον κόσμο τουρκικές πρεσβείες το παρακάτω κρυπτογραφημένο μήνυμα: «Συνεπεία του πραξικοπήματος στην Κύπρο έχει καταλυθεί το συνταγματικό καθεστώς. Η Τουρκία έθεσε σε κίνηση το μηχανισμό διαβουλεύσεων της συνθήκης εγγυήσεως. Επειδή δεν επετεύχθησαν αποτελέσματα, με την αυγή θα επέμβωμεν μονομερώς στην Κύπρο. Στοπ». Σάββατο, 20 Ιουλίου, 5.30 π.μ. Οι κάτοικοι της Λευκωσίας ξυπνούν ανήσυχοι από έναν επίμονο βόμβο που γίνεται ολοένα και πιο δυνατός. Βγαίνοντας στα μπαλκόνια τους, βλέπουν τους χειρότερους εφιάλτες τους να γίνονται πραγματικότητα: Ο ουρανός της κυπριακής πρωτεύουσας είναι γεμάτος από στρατιωτικά αεροπλάνα και αλεξιπτωτιστές, που πέφτουν κατά κύματα στο Μπογάζι. Σε λίγο, αρχίζουν να ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Την ίδια ώρα, βόμβες ναπάλμ σκορπούν φωτιά και θάνατο στους σχηματισμούς της Εθνοφρουράς. Μια τεράστια πυρκαγιά φουντώνει στον Πενταδάκτυλο, που δεσπόζει με τον ορεινό του όγκο μεταξύ Κυρήνειας και Λευκωσίας.
Ετσι ξεκινούσε το πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα της Καθημερινής στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο.
Κυρήνεια, 27 Ιουλίου: Οι Τούρκοι συνεχίζουν να ενισχύουν, με νεα αποβατικα κύματα, το στρατό κατοχής, την ωρα που συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης. |
Τούρκοι αλεξιπτωτιστές παρακολουθούν τη ρίψη συνάδελφων τους στα περίχωρα της Λευκωσίας, την πρώτη μέρα της εισβολής.
|
Ενα απο τα πρώτα χωρία που στενάζει κάτω απο την μπότα του «Αττίλα», το πρωί της 20ης Ιουλίου, βόρεια της κυπριακής πρωτεύουσας.
|
κατεπείγουσες διαβουλεύσεις. Ο Ετζεβίτ, συνεχίζοντας την προσπάθεια να ρίξει στάχτη στα μάτια της ελληνικής χούντας και θέλοντας να επισπεύσει όσο γίνεται περισσότερο τις εξελίξεις, δέχεται αμέσως και το απόγευμα της ίδιας μέρας βρίσκεται στην αγγλική πρωτεύουσα. Η Αθήνα βρίσκεται σε αμηχανία. Στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ, ο Ουίλσον και ο επί των Εξωτερικών υπουργός του Τζέιμς Κάλαχαν παραθέτουν δείπνο στον Ετζεβίτ. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Τούρκος πρωθυπουργός εντυπωσιάζεται από τις ασυνήθιστα συχνές και αρκετά μακρές επισκέψεις των συνδαιτυμόνων του στην… «τουαλέτα». Στην πραγματικότητα, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, οι Ουίλσον και Κάλαχαν είχαν σε όλη τη διάρκεια των συνομιλιών ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή με τον Χένρι Κίσινγκερ, τον άνθρωπο που χειρίζεται ουσιαστικά εν λευκώ την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αυτή την περίοδο, καθώς ο πρόεδρος Νίξον βουλιάζει κάτω από το βάρος του σκανδάλου Γουότεργκέιτ και βρίσκεται στα πρόθυρα της παραίτησης. Με τα πολλά ο Ετζεβίτ, μεταξύ κονιάκ, γλυκισμάτων και πούρων, βγάζει από τον χαρτοφύλακά του τις σημειώσεις του και εκφωνεί προκατασκευασμένη ομιλία, με την οποία καλεί τους Αγγλους να εισβάλουν μαζί με τους Τούρκους στην Κύπρο ως εγγυήτριες δυνάμεις, χρησιμοποιώντας τις αγγλικές βάσεις της Δεκέλειας και του Ακρωτηρίου. Οι Αγγλοι τα χάνουν, προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο και ξαφνικά ανακοινώνουν στον Ετζεβίτ ότι βρίσκεται εν πτήσει για το Λονδίνο ο ειδικός απεσταλμένος του Κίσινγκερ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζόζεφ Σίσκο. Εκνευρισμένος ο Τούρκος πρωθυπουργός δηλώνει στους Αγγλους την αμετακίνητη απόφασή του να εισβάλει έστω και χωρίς αυτούς στο νησί και δηλώνει ότι θα δεχτεί τον Σίσκο στην τουρκική πρεσβεία, χωρίς να αφήνει περιθώρια αναθεώρησης της στάσης του. Το πρωί της 18ης Ιουλίου, οι αγγλικές εφημερίδες και το BBC βγάζουν στη φόρα όλες τις λεπτομέρειες των συζητήσεων της προηγούμενης νύχτας στην Ντάουνινγκ Στριτ, εμφανίζοντας ως αναπότρεπτη την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Την ίδια ώρα, ο τουρκικός Τύπος μιλάει αόριστα και σε χαμηλούς τόνους περί «προτεινόμενης κοινής ενέργειας Τουρκίας – Ηνωμένου Βασιλείου», ενώ ο υπό λογοκρισία αθηναϊκός Τύπος συνεχίζει να βρίσκεται σε μακάριο λήθαργο. Κατά το μεσημέρι, ο Σίσκο, συνοδευόμενος από μια ντουζίνα «γορίλες», φτάνει στην τουρκική πρεσβεία όπου συναντά τον Ετζεβίτ. Φυσικά, η στάση του ούτε στο ελάχιστο δεν αποθαρρύνει τον Ετζεβίτ. Τελικά, ο Σίσκο αναλαμβάνει να μεταφέρει απλώς στην Αθήνα τους όρους της Αγκυρας, που περιλαμβάνουν οπωσδήποτε την εγκατάσταση τουρκικών στρατευμάτων στο νησί στο όνομα της «αποκατάστασης της ισορροπίας δυνάμεων». Στις 19 Ιουλίου συνέρχεται εκτάκτως, στη Νέα Υόρκη, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να εξετάσει το Κυπριακό. Στις 3.30 το μεσημέρι, εμφανίζεται καταχειροκροτούμενος ο Μακάριος, ο οποίος παίρνει το λόγο ως νόμιμος εκπρόσωπος της Κύπρου και στιγματίζει με τον πιο έντονο τρόπο το πραξικόπημα, ζητώντας τη διεθνή απομόνωση των κινηματιών: «Το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος παρεβίασεν αναισθήτως την ανεξαρτησίαν της Κύπρου. Ανευ ίχνους σεβασμού προς τα δημοκρατικά δικαιώματα των Κυπρίων, άνευ ίχνους σεβασμού προς την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Κυπριακής Δημοκρατίας, η χούντα της Ελλάδος επεξέτεινε την δικτατορίαν της εις Κύπρον… Ητο εισβολή κατά παράβασιν της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας». Αμέσως μετά, ο αντιπρόσωπος της χούντας Παναγιωτάκος υπερασπίζεται τους πραξικοπηματίες, καταγγέλλοντας τον αρχιεπίσκοπο ως… τύραννο της Κύπρου! Από την πλευρά του, ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ολτζάι τρίβει τα χέρια του από χαρά καθώς βλέπει τους Ελληνες να βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους και προειδοποιεί ότι «η Τουρκία είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματά της που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες για την επαναφορά στο παλιό καθεστώς». Η ανησυχία για τις τουρκικές προθέσεις απλώνεται στην κατάμεστη αίθουσα συνεδριάσεων, αλλά η πρόταση της Σοβιετικής Ενωσης για καταδίκη του πραξικοπήματος από το Συμβούλιο Ασφαλείας προσκρούει στο βέτο των Αμερικανών, οι οποίοι εννοούν να εγκλωβίσουν τις όποιες διαβουλεύσεις σε ΝΑΤΟικό πλαίσιο. Παρασκευή, 19 Ιουλίου, 2 π.μ. Ο Ετζεβίτ επιστρέφει στην Αγκυρα με στρατιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο τύπου DC – 9 και κατευθύνεται αμέσως προς το Γενικό Επιτελείο, όπου έχει σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία για την οριστικοποίηση του σχεδίου της εισβολής, του διαβόητου «Αττίλα -1». Στόχος του σχεδίου, που προβλέπει δύο αποβατικά κύματα στην Κυρήνεια με διαφορά 48 ωρών, καταστροφή των σχηματισμών της Εθνοφρουράς με βομβαρδισμούς από θάλασσα και αέρα και ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή του Μπογαζίου, στη Λευκωσία, είναι η δημιουργία ενός μεγάλου προγεφυρώματος, που θα συνδέει τον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας με την Κυρήνεια, προσφέροντας δίοδο των Τουρκοκυπρίων προς τη θάλασσα και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μελλοντική κατάκτηση ακόμα μεγαλύτερου μέρους ή και όλης της Κύπρου. ΜΕΡΣΙΝΑ, 3.30 π.μ. Τα πρώτα τουρκικά πολεμικά πλοία σηκώνουν άγκυρα από το λιμάνι της Μερσίνας, κατευθυνόμενα προς Κυρήνεια. ΑΘΗΝΑ, 11 π.μ. Ο Τζόζεφ Σίσκο, συνοδευόμενος από τον βοηθό υπουργό Αμυνας Ρόμπερτ Ελσγουορθ και τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα, έχει μακρά σύσκεψη στο Πολιτικό Γραφείο με τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο, τον υπουργό Εξωτερικών Κυπραίο και τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Μπονάνο. Καθώς η σύγχυση, η ανησυχία και η αναποφασιστικότητα κυριαρχούν στους κόλπους της χούντας, ο Σίσκο συναντά τον ισχυρό άνδρα του καθεστώτος, ταξίαρχο Ιωαννίδη, ο οποίος εκφράζει την πεποίθηση ότι οι Τούρκοι μπλοφάρουν, συμπληρώνοντας ότι, αν τελικά κάνουν απόβαση, η Ελλάδα θα κηρύξει πόλεμο. Προφανώς, ο Ιωαννίδης συνεχίζει να «καταπίνει» ακόμα και στις «δώδεκα παρά πέντε» τα καθησυχαστικά παραμύθια που του διοχετεύουν σκοτεινά κανάλια των μυστικών υπηρεσιών. Οπως θα αποκαλύψει αργότερα το αμερικανικό περιοδικό «Νιούζγουικ», ο μοιραίος μυστικοσύμβουλος του Ιωαννίδη είναι ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός Πέτρος Κορομηλάς, «σταθμάρχης» της CIA στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο ανταποκριτής του BBC στην Αθήνα Ντέιβιντ Τονγκ τηλεφωνεί στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δίνοντας την πληροφορία ότι αναχώρησε από τη Μερσίνα ο τουρκικός στόλος, η απάντηση που εισπράττει είναι η εξής: «Μην ανησυχείτε. Οι Τούρκοι κάθε δύο ή τρία χρόνια ανοίγονται κατ’ αυτό τον τρόπο στη θάλασσα και αφού αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα της Μεσογείου, επιστρέφουν στα λιμάνια τους». ΑΓΚΥΡΑ, 10.45 μ.μ. Ο Σίσκο φτάνει στην Αγκυρα και κλείνεται στο κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας. Αργότερα, έχει νέα συνάντηση με τον Ετζεβίτ και τους συνεργάτες του, ενώ τα πολεμικά σκάφη της Τουρκίας πλέουν ήδη στα ανοιχτά της Μεσογείου. Κατά τη διάρκεια των άγονων συζητήσεων ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Τουρόν Γκιουνές, βγαίνει από το πρωθυπουργικό γραφείο για να αποστείλει στις ανά τον κόσμο τουρκικές πρεσβείες το παρακάτω κρυπτογραφημένο μήνυμα: «Συνεπεία του πραξικοπήματος στην Κύπρο έχει καταλυθεί το συνταγματικό καθεστώς. Η Τουρκία έθεσε σε κίνηση το μηχανισμό διαβουλεύσεων της συνθήκης εγγυήσεως. Επειδή δεν επετεύχθησαν αποτελέσματα, με την αυγή θα επέμβωμεν μονομερώς στην Κύπρο. Στοπ». Σάββατο, 20 Ιουλίου, 5.30 π.μ. Οι κάτοικοι της Λευκωσίας ξυπνούν ανήσυχοι από έναν επίμονο βόμβο που γίνεται ολοένα και πιο δυνατός. Βγαίνοντας στα μπαλκόνια τους, βλέπουν τους χειρότερους εφιάλτες τους να γίνονται πραγματικότητα: Ο ουρανός της κυπριακής πρωτεύουσας είναι γεμάτος από στρατιωτικά αεροπλάνα και αλεξιπτωτιστές, που πέφτουν κατά κύματα στο Μπογάζι. Σε λίγο, αρχίζουν να ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Την ίδια ώρα, βόμβες ναπάλμ σκορπούν φωτιά και θάνατο στους σχηματισμούς της Εθνοφρουράς. Μια τεράστια πυρκαγιά φουντώνει στον Πενταδάκτυλο, που δεσπόζει με τον ορεινό του όγκο μεταξύ Κυρήνειας και Λευκωσίας.
ΚΥΡΗΝΕΙΑ, 6.30 π.μ. Η μικρή, γραφική ακρογιαλιά στο Πέντε
Μίλι, δέκα χιλιόμετρα δυτικά της Κυρήνειας, γεμίζει με τους πελώριους,
σκοτεινούς όγκους των πολεμικών πλοίων, ενώ ένα μικρό σκάφος της
στρατονομίας, γεμάτο βατραχάνθρωπους, ξεκόβει από την πολεμική αρμάδα
αναζητώντας νάρκες και εχθρικούς σχηματισμούς. Επειτα από μία ώρα
άκαρπων αναζητήσεων, οι Τούρκοι ανιχνευτές δέχονται τα πρώτα, σποραδικά
πυρά αυτόματων όπλων. Το θωρηκτό «Τσασμάκ» απαντά με αλλεπάλληλες
ομοβροντίες. Ο πόλεμος έχει αρχίσει! ΑΘΗΝΑ, 8 π.μ. Στην αρχή του
πρωινού δελτίου ειδήσεων, ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μεταδίδει την
παρακάτω «είδηση»: «Με την ανατροπή του Μακαρίου, έχει αποκατασταθεί η
τάξη στην Κύπρο και η κατάσταση έχει ηρεμήσει. Δεν γίνεται λόγος για
ξένη επέμβαση. Την Κύπρο περιμένει ένα καινούργιο και λαμπρό μέλλον υπό
την προεδρία του Νίκου Σαμψών». Την ίδια περίπου ώρα, οι πρώτοι
καταπέλτες πέφτουν από τα τουρκικά πλοία στο Πέντε Μίλι και οι Τούρκοι
στρατιώτες ξεχύνονται στο νησί με την ιαχή «Τζαφέρ» («Νίκη»). Συνολικά,
την πρώτη μέρα του «Αττίλα» αποβιβάζονται στην Κύπρο 6.000 Τούρκοι
στρατιώτες. Μη θέλοντας για ευνόητους λόγους να βρίσκεται στην Τουρκία
τις ώρες της εισβολής, ο Σίσκο επιστρέφει στην Αθήνα και συναντά στο
Γενικό Επιτελείο τους Ιωαννίδη – Μπονάνο. Εξαλλος ο Ιωαννίδης, που
βλέπει ότι οι πάτρωνές του τον παγίδευσαν και ετοιμάζονται να τον
πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, ωρύεται: «Μας εξαπατήσατε. Εμείς θα
κηρύξουμε τον πόλεμο στην Τουρκία». Στη συνέχεια, συγκαλείται εσπευσμένα
το Πολεμικό Συμβούλιο στο Πεντάγωνο, που κηρύσσει γενική επιστράτευση
και στέλνει στην Κύπρο τα υποβρύχια «Νηρεύς» και «Γλαύκος». ΚΥΡΗΝΕΙΑ, 5 μ.μ.
Η τουρκική απόβαση έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς και τα πλοία αναχωρούν για
τη Μερσίνα, προκειμένου να παραλάβουν το δεύτερο αποβατικό σώμα.
Εκπληκτοι οι Τούρκοι, αναρωτιούνται: «Επιτέλους, πού είναι οι Ελληνες;».
Αν εξαιρέσει κανείς κάποια σποραδικά πυρά ελεύθερων σκοπευτών,
ουσιαστικά αντίσταση δεν υπήρξε μέχρι τώρα. Το καθεστώς του Σαμψών
πιάστηκε στον ύπνο, καθώς περίμενε την απόβαση είτε από την πλευρά της
Αμμοχώστου, στα ανατολικά του νησιού, είτε στον Κόλπο της Μόρφου, στη
δυτική πλευρά. Πραγματικά, ο κόλπος της Κυρήνειας, στο Βορρά, είναι από
στρατιωτική άποψη ο λιγότερο προσφερόμενος για απόβαση: μικρή
ακρογιαλιά, στενός, οφιοειδής δρόμος προς τη Λευκωσία, στις παρυφές του
Πενταδάκτυλου, όπου και ένα ακινητοποιημένο όχημα μπορεί να σταματήσει
ολόκληρη φάλαγγα και χίλια δυο ιδανικά σημεία για εχθρικές ενέδρες. Να
όμως που το παράτολμο σχέδιο των Τούρκων στρατηγών, βοηθούσης και της
ανικανότητας της ελληνικής χούντας, στέφεται με απόλυτη επιτυχία στην
πρώτη του φάση και τα αποβατικά στρατεύματα αρχίζουν να προωθούνται προς
τα ενδότερα. Προς το απόγευμα, οι ελληνικές και ελληνοκυπριακές
δυνάμεις, που έχουν στο μεταξύ ανασυνταχθεί, αρχίζουν την αντεπίθεση.
Το ελληνικό σύνταγμα, συνοδευόμενο από τεθωρακισμένα και
ενισχυόμενο από δυνάμεις της Εθνοφρουράς, επιτίθεται στους Τούρκους
αλεξιπτωτιστές στο τρίγωνο Κιόνελι – Λευκωσία – Μπογάζι, ενώ ταυτόχρονα
άλλες ελληνικές δυνάμεις κατευθύνονται εναντίον των αποβατικών
στρατευμάτων στον Πενταδάκτυλο. Παράλληλα, κυκλώνονται οι τουρκικοί
θύλακες στη Λεμεσό, τη Λάρνακα, την Αμμόχωστο και την Πάφο. Οσο περνάει η
ώρα, οι συγκρούσεις γίνονται πιο σκληρές, καθώς οι Ελληνες είναι
υποχρεωμένοι να τα παίξουν όλα για όλα προτού φτάσει το δεύτερο
αποβατικό κύμα στην Κύπρο. Η πιο αιματηρή μάχη γίνεται στον Αγιο
Ιλαρίωνα, όπου οι ελληνικές δυνάμεις σφυροκοπούν τουρκικό σύνταγμα. Στη
μάχη πέφτουν εκατοντάδες Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι, συμπεριλαμβανομένου
και του διοικητή τους, συνταγματάρχη Καρανάογλου, όπως επίσης και πολλοί
Ελληνες. Καθώς η έκβαση του αποβατικού εγχειρήματος της Τουρκίας
κρέμεται από μία κλωστή, ο Ετζεβίτ, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις των
υπουργών του που φοβούνται τη διεθνή κατακραυγή, διατάζει τον απηνή
βομβαρδισμό αδιακρίτως στρατιωτικών στόχων και αμάχων. ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ:
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το υπ αριθμόν 353 ψήφισμά του,
καταδικάζει την τουρκική εισβολή και ζητεί την απομάκρυνση όλων των
ξένων στρατευμάτων. Το ψήφισμα είναι ομόφωνο, αλλά ο Ετζεβίτ, βλέποντας
την πλήρη αδυναμία της ελληνικής χούντας και τις πλατωνικές αντιδράσεις
των μεγάλων δυνάμεων, αποφασίζει να το αγνοήσει. Κυριακή, 21 Ιουλίου, 4.30 π.μ.
Το σχέδιο «Βροχή του θανάτου» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, καθώς σμήνη
τουρκικών αεροπλάνων αδειάζουν κατά κύματα το ολέθριο φορτίο τους πάνω
από το νησί της Αφροδίτης, από την Κυρήνεια μέχρι τη Λευκωσία και από τη
Μόρφου μέχρι την Αμμόχωστο. Το ελληνικό σύνταγμα αποδεκατίζεται και το
τουρκικό προγεφύρωμα στο Πέντε Μίλι της Κυρήνειας ανακουφίζεται αισθητά
από την ελληνική πίεση, ενώ στη Μερσίνα επιβιβάζονται νέες μονάδες με
βαρύ οπλισμό, τεθωρακισμένα και άρματα μάχης. Η πλάστιγγα γέρνει καθαρά
υπέρ των Τούρκων. ΑΓΚΥΡΑ, 6.20 π.μ. Ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στο
Γενικό Επιτελείο, όπου μόλις έχει φτάσει η πληροφορία ότι μια ελληνική
νηοπομπή κινείται από Ρόδο προς Κυρήνεια. Ο Ετζεβίτ αντιμετωπίζει το
ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου και μεταφέρει εσπευσμένα δυνάμεις στη
Θράκη και στα παράλια της Μικράς Ασίας. ΑΘΗΝΑ, 10.30 π.μ. Ο
Μπονάνος καλεί στο γραφείο του τους αρχηγούς και υπαρχηγούς των τριών
Οπλων και τους ανακοινώνει την απόφαση των Ιωαννίδη – Γκιζίκη να
κηρύξουν πόλεμο στην Τουρκία. Το σχέδιο προβλέπει επίθεση από τον Εβρο
και απόβαση στα Μικρασιατικά παράλια. Οι αρχηγοί απαντούν ομόφωνα ότι οι
ένοπλες δυνάμεις δεν είναι έτοιμες για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο Μπονάνος
συντάσσεται μαζί τους και διατάζει τον αρχηγό του Ναυτικού, ναύαρχο
Αραπάκη, να δώσει εντολή για επιστροφή των δύο υποβρυχίων, πράγμα που
γίνεται αμέσως.
ΑΓΚΥΡΑ, 1 μ.μ. Ανήσυχος για το ενδεχόμενο ενός πολέμου
μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ, ο Κίσινγκερ τηλεφωνεί στον Ετζεβίτ και τον
καλεί να δεχθεί κατάπαυση του πυρός, λέγοντας ότι έχουν σημειωθεί
κινήσεις στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και ότι μπορεί να εκδηλωθεί
αριστερό κίνημα στο στρατό. Ο Αμερικανός υπουργός εμφανίζεται να
γνωρίζει με το νι και με το σίγμα την κατάσταση στην Κύπρο, ακόμα και
τις παραμικρότερες στρατιωτικές λεπτομέρειες για την τουρκική
επιχείρηση. Χαρακτηριστικά, ο Κίσινγκερ λέει στον Ετζεβίτ: «Στόχος σας
ήταν να σχηματίσετε προγεφύρωμα στο Βορρά. Αυτόν τον στόχο τον έχετε ήδη
πετύχει. Αλλωστε, δεν έχετε επί του παρόντος τη δυνατότητα να
προχωρήσετε περισσότερο. Θα περιμένετε αναγκαστικά μέχρι να φθάσουν
ενισχύσεις». Παρά τη φιλοτουρκική στάση του Κίσινγκερ, ο Ετζεβίτ
κωλυσιεργεί θέλοντας να κερδίσει χρόνο, ώστε να προλάβει να καταλάβει
την Κυρήνεια πριν καθήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. ΚΥΠΡΟΣ, 3 μ.μ.
Τα τουρκικά αντιτορπιλικά «Κοτζάτεπε» και «Αντάτεπε» και το θωρηκτό
«Τοαομάκ» δέχονται καταιγιστικά πυρά από σμήνη… τουρκικών
βομβαρδιστικών, που από λάθος πιστεύουν ότι πρόκειται για την περίφημη
(αλλά ανύπαρκτη) «ελληνική νηοπομπή». Από την τρομερή αυτή γκάφα, το
«Κοτζότεπε» βυθίζεται, ενώ τα άλλα δύο πλοία υφίστανται μεγάλες ζημιές.
ΑΘΗΝΑ, 6 μ.μ. Σύσκεψη στο γραφείο του Γκιζίκη, με τη
συμμετοχή του Ιωαννίδη και των αρχηγών των Οπλων. Ο Ιωαννίδης προτείνει
την αποστολή μεγάλων ενισχύσεων στην Κύπρο, με πλοία και αεροπλάνα. Οι
αρχηγοί αντιδρούν και τελικά αποφασίζεται η μάλλον συμβολική αποστολή
της 35ης Μοίρας Καταδρομέων από την Κρήτη στην Κύπρο, με 12 απαρχαιωμένα
μεταγωγικά αεροπλάνα τύπου «Νορντ Ατλας». Πρόκειται για αποστολή
αυτοκτονίας, καθώς οι πιλότοι των προβληματικών αεροσκαφών δεν διαθέτουν
ούτε καν χάρτες – δείγμα κι αυτό της γενικής διάλυσης, προχειρότητας
και ανοργανωσιάς του στρατού. Οταν φτάνουν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας,
τα 12 ελληνικά αεροπλάνα δέχονται πυκνά αντιαεροπορικά πυρά από την…
Ελληνοκυπριακή Εθνοφρουρά, που τα περνάει για τουρκικά, καταρρίπτει ένα
από αυτά και προκαλεί σοβαρές ζημιές σε δύο άλλα. ΑΘΗΝΑ, 2-5 π.μ.
Επί ώρες ο Σίσκο προσπαθεί να βρει κάποιον Ελληνα αξιωματούχο για να
διαπραγματευθεί συμφωνία κατάπαυσης του πυράς με την Τουρκία, αλλά η
διάλυση στην κορυφή της εξουσίας είναι πλήρης. Με τα πολλά, ο Αμερικανός
βρίσκει τον ναύαρχο Αραπάκη, ο οποίος, έπειτα από αλλεπάλληλες
διαβουλεύσεις, βρίσκει την τόλμη να αναλάβει την ευθύνη να συμφωνήσει εκ
μέρους της Ελλάδας την κατάπαυση του πυρός. ΑΓΚΥΡΑ, 5 μ.μ. Ο
Κίσινγκερ τηλεφωνεί στον Ετζεβίτ για να επισπεύσει την ανακωχή. Ο
παρακάτω διάλογος, όπως αποτυπώνεται από τον Τούρκο δημοσιογράφο Μεχμέτ
Αλί Μπιράντ, είναι αποκαλυπτικός για το ρόλο της αμερικανικής
διπλωματίας τις κρίσιμες εκείνες ώρες:
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Κύριε Ετζεβίτ, επιτέλους βρέθηκε οτην Ελλάδα πρόσωπο να δεχθεί την κατάπαυση του πυρός. Ποια είναι η απάντησή σας;
ΕΤΖΕΒΙΤ: Τη δεχόμαστε και μεις αλλά έχει σημασία η ώρα.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Μπορεί να γίνει στις 5 το απόγευμα;
ΕΤΖΕΒΙΤ: Αν δεν θεμελιώσουμε την ασφάλειά μας μέχρι τότε, δεν μπορώ να σταματήσω το στρατό.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Κύριε Ετζεβίτ, ως την ώρα εκείνη σας απομένει αρκετός χρόνος. Μπορείτε να στείλετε και όπλα και πυρομαχικά.
ΕΤΖΕΒΙΤ: Πρέπει να ζητήσω τη γνώμη του Γενικού Επιτελείου.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Το προγεφύρωμα είναι πλέον εξασφαλισμένο. Το δεύτερο
κύμα ενισχύσεων πρόκειται σύντομα να αποβιβαστεί. Και μετά την κατάπαυση
του πυρός μπορεί να συνεχιστούν οι ενισχύσεις. Μπορείτε να πάρετε τα
αναγκαία μέτρα για την ασφάλειά σας.
Απερίγραπτο φιάσκο αποδεικνύεται η γενική επιστράτευση που κηρύσσει στην Ελλαδα το δικτατορικό καθεστώς, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. |
Η στάση του Κίσινγκερ λύνει τα χέρια του «Αττίλα», καθώς δίνει το
αναγκαίο χρονικό περιθώριο που χρειάζεται ο Ετζεβίτ ώστε να φτάσει στην
Κύπρο το δεύτερο αποβατικό κύμα και να καταλάβει την Κυρήνεια προτού
καθήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στις 9 το πρωί, Αθήνα και
Αγκυρα ανακοινώνουν ότι συμφώνησαν, έπειτα από μεσολάβηση του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ, κατάπαυση του πυράς από τις 5 το απόγευμα. Τρεις ώρες
αργότερα, αποβιβάζονται στη Βόρεια Κύπρο χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, με
τανκς και βαρύ οπλισμό και αρχίζει η επιχείρηση κατάληψης της
Κυρήνειας. Δεκάδες τανκς ζώνουν την πόλη, η οποία βομβαρδίζεται ανηλεώς
από αέρα και θάλασσα. Στη συντριπτική υπεροχή πυράς των Τούρκων έρχεται
να προστεθεί η αποκαρδιωτική ανικανότητα του παραπαίοντος καθεστώτος
Σαμψών. Σε πολλές περιπτώσεις οι Ελληνες και οι Ελληνοκύπριοι στρατιώτες
καλούνται, σαν πρόβατα επί σφαγή, να αντιμετωπίσουν τα τουρκικά άρματα
μάχης με… καπνογόνα αντί για εκρηκτικά! Ετσι, οι Τούρκοι καταφέρνουν να
καταλάβουν, λίγο πριν από την προκαθορισμένη ώρα της ανακωχής, την
Κυρήνεια. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους την έχουν ήδη εγκαταλείψει,
αναζητώντας καταφύγιο στο Πέλλα Παίς και τη Λευκωσία. Το μεγάλο
καραβάνι των προσφύγων έχει αρχίσει. Οσοι έχουν απομείνει στην πόλη
αναζητούν αλλόφρονες καταφύγιο στο ξενοδοχείο «Ντόουμ» ή σε γειτονικά
χωριά, ενώ οι στρατιώτες του «Αττίλα», σφάζουν, βιάζουν, πυρπολούν και
λεηλατούν στο διάβα τους. Οι δρόμοι της Κυρήνειας στρώνονται με πτώματα.
Η μαρτυρία του αντιδήμαρχου της πόλης, Ξάνθου Χαραλαμπίδη, είναι
ανατριχιαστική: «Εθαβαν τους νεκρούς με τις μπουλντόζες κατά
εκατοντάδες, Ελληνες και Τούρκους μαζί. Εκατοντάδες ήταν και τα
τυμπανιαία πτώματα μέσα στον καυτό ήλιο του Ιουλίου. Εμάζευαν τους
νεκρούς σε σωρούς και με μπουλντόζες έριχναν χώμα και τους σκέπαζαν».
Στην άλλοτε γραφική παραλία της Κυρήνειας ορθώνονται λοφίσκοι του
θανάτου, ενώ στο μακάβριο σκηνικό έρχονται να προστεθούν οι γύπες, που
εγκαθίστανται για πολλές μέρες στον ουρανό της μαρτυρικής πόλης,
σχίζοντας τις καρδιές των δύστυχων κατοίκων της σε κάθε φρικαλέα κάθοδό
τους στο έδαφος. Αλλά και το μερίδιο στη φρίκη πολλών από τους επιζώντες
δεν είναι μικρότερο. Η παρακάτω μαρτυρία της τότε εικοσάχρονης Ελένης
Καράνα είναι χαρακτηριστική: «Μία βόμβα από αεροπλάνο κατέστρεψε το
σπίτι μας. Μέσα από τα χαλάσματα βρήκαμε διέξοδο και βγήκαμε από το
υπόγειο μαζί με τους γονείς μου. Ξαφνικά βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από
πέντε Τούρκους. Χωρίς άλλη κουβέντα ένας από αυτούς σήκωσε λίγο το όπλο
και πυροβόλησε. Ο πατέρας μου διπλώθηκε και έγειρε χωρίς ανάσα. Πάγωσα.
Θέλησα να πέσω πάνω του. Ετρεξε και η μάνα μου ουρλιάζοντας.
Ομως τη φωνή της έπνιξε ένας καινούργιος πυροβολισμός και η μάνα
μου κάτι μουρμούρισε. Εβγαλε λίγο αίμα από το στόμα και ξεψύχησε. Πριν
συνέλθω από την τρομάρα, την αγωνία, τον πόνο, την πίκρα, τρεις Τούρκοι
με επλησίασαν και ένας από αυτούς με φοβερή αγριάδα μού τράβηξε την
μπλούζα και στη συνέχεια με έριξε στο χωράφι. Πήρα κουράγιο, έτρεξα,
αλλά με πρόφτασαν σε ένα καλύβι. Υστερα πέσαν επάνω μου, σωστά λυσσάρικα
σκυλιά. Λιποθύμησα, χάθηκα. Δεν ξέρω τι θα απογίνω.»
Κάτω από το τεράστιο βάρος της εθνικής τραγωδίας, ο μοιραίος
«πρόεδρος των οκτώ ημερών» Νίκος Σαμψών παραιτείται, στις 23 Ιουλίου,
παραδίδοντας την εξουσία στον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη – αν και
τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών παραμένουν στις
θέσεις τους. Ο Μακάριος χαιρετίζει την ανάληψη της εξουσίας από τον
Κληρίδη, εμφανίζοντάς τον να λειτουργεί ως κατά το Σύνταγμα αναπληρωτής
του, αλλά ο ίδιος ο πρόεδρος της Βουλής δεν διασαφηνίζει τις προθέσεις
του σχετικά με την επιστροφή ή όχι του ανατραπέντος αρχιεπισκόπου. Την
ίδια ώρα στην Αθήνα οι στρατιωτικοί παραδίδουν την εξουσία στον Κ.
Καραμανλή. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας κατακλύζονται από ενθουσιώδη πλήθη,
που γιορτάζουν έξαλλα την πτώση του λαομίσητου τυραννικού καθεστώτος.
Για ειρωνεία της τύχης, την ίδια ώρα ανάλογες σκηνές πανηγυρισμών, αλλά
για τελείως διαφορετικούς λόγους, διαδραματίζονται στην Αγκυρα, την
Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, όπου ο Ετζεβίτ, ο πιο δημοφιλής Τούρκος
ηγέτης από την εποχή του Ατατούρκ, δοξάζεται σαν εθνικός ήρωας. Αυτές
τις ώρες κανείς στην Αθήνα δεν σκέφτεται ότι η ανάσταση της ελληνικής
δημοκρατίας έχει περάσει πάνω από το ακρωτηριασμένο σώμα της Κύπρου, με
τη βαριά σκιά της τουρκικής απειλής να επικρέμαται πάνω απ’ όλο τον
Ελληνισμό. Οπως παρατηρεί ο Νίκος Κρανιδιώτης στο βιβλίο του «Ανοχύρωτη
Πολιτεία»: «Ηταν μια συγκλονιστική ώρα, που θύμιζε πολύ Οιδίποδα
Τύραννο, πριν από την τραγική αναγνώριση». Το απόγευμα της 25ης Ιουλίου
αρχίζουν στη Γενεύη οι τριμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των εγγυητριών
δυνάμεων της Κύπρου, δηλαδή της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας.
Ο Ετζεβίτ έχει δώσει σαφέστατες οδηγίες στον υπουργό του: «Πρέπει να
χτυπήσουμε το μέταλλο όσο είναι καυτό»! Εχοντας ήδη δημιουργήσει
τετελεσμένα γεγονότα και εξασφαλίσει συντριπτική στρατιωτική υπεροχή, ο
Τούρκος ηγέτης εννοεί να διαπραγματευτεί «με το πιστόλι πάνω στο
τραπέζι», θέτοντας τους Ελληνες ενώπιον του διλήμματος: Αποδοχή της
ουσιαστικής διχοτόμησης της νήσου υπό τον μανδύα μιας «διζωνικής
ομοσπονδίας» ή νέα στρατιωτική εισβολή με την απειλή της κατάληψης
ολόκληρης της Κύπρου; Η αδιαλλαξία του Γκιουνές, σε συνδυασμό με τις
διαρκείς παραβιάσεις της ανακωχής από την πλευρό της Τουρκίας στην
Κύπρο, απειλούν να τινάξουν από την πρώτη κιόλας μέρα τη διάσκεψη στον
αέρα. Τελικά, έπειτα από παρασκηνιακά διαβήματα του Κίσινγκερ, η πρώτη
φάση των διαπραγματεύσεων ολοκληρώνεται τη νύχτα της 30ής Ιουλίου με
συμφωνία των τριών υπουργών για κατάπαυση των συγκρούσεων, μη επέκταση
των κατεχομένων και δημιουργία ζωνών προστασίας των ένθεν και ένθεν
θυλάκων υπό την ευθύνη του ΟΗΕ. Με την ίδια συμφωνία, οι «τρεις» κάνουν
λόγο για αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, πλην εκείνων
που βρίσκονται εκεί βάσει διεθνών συμφωνιών, «το ταχύτερο δυνατό» και
αναγγέλλουν νέο γύρο διαπραγματεύσεων για την επίλυση του συνταγματικού,
αρχής γενομένης από την 8η Αυγούστου. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία
αυτή, αναπόφευκτη υπό τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δυνάμεων,
σταθεροποιεί την τουρκική κατοχή και μάλιστα προδιαγράφει τη μελλοντική
διχοτόμηση της νήσου με τη χάραξη «γραμμής σταθεροποίησης» μεταξύ των
εμπολέμων. Παρ’ όλα αυτά, προτού προλάβει ο Γ. Μαύρος να γυρίσει στην
Αθήνα, ο τουρκοκυπριακός στρατός επεκτείνει τον κατεχόμενο θύλακα
καταλαμβάνοντας τις ελληνικές κωμοπόλεις Λάπηθος και Καραβάς.
Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι ενισχύουν με νέα αποβατικά κύματα τις δυνάμεις
τους και κατασκευάζουν με πυρετώδεις ρυθμούς στρατιωτικό αεροδρόμιο στα
κατεχόμενα, κάνοντας σαφές ότι προετοιμάζονται για τον «δεύτερο γύρο».
Οι ανησυχητικές υποψίες γίνονται βεβαιότητα στις 4 Αυγούστου, όταν η
βρετανική εφημερίδα «Σάντεϊ Τάιμς» βγάζει στη φόρα τον επωαζόμενο
«Αττίλα 2», δημοσιεύοντας και χάρτη της Κύπρου, προερχόμενο από το
τουρκικό επιτελείο, στον οποίο έχει χαραχθεί η επιδιωκόμενη γραμμή
διχοτόμησης. Μία γραμμή που συνδέει τα δυτικά χωριά Λημνίτη – Λεύκας,
στην επαρχία Μόρφου, με τη Λευκωσία και αυτή με την Αμμόχωστο, στα
ανατολικά. Ο δεύτερος γύρος των διαπραγματεύσεων αρχίζει και πάλι στη
Γενεύη, στις 8 Αυγούστου, την ίδια μέρα που στην Ουάσινγκτον παραιτείται
ο Νίξον και αναλαμβάνει ο άχρωμος Φορντ, αφήνοντας ολοκληρωτικά στα
χέρια του μοιραίου για τα ελληνικά συμφέροντα Κίσινγκερ τον χειρισμό των
καυτών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου και του
Κυπριακού. Αυτή τη φορά συμμετέχουν στη διάσκεψη, ως εκπρόσωποι των δύο
κοινοτήτων, και οι Κληρίδης και Ντενκτάς. Ευθύς εξαρχής οι Γκιουνές –
Ντενκτάς απαιτούν δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με το 34% του εδάφους
να σχηματίζει τον ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό τομέα, στο βόρειο τμήμα της
νήσου. Ουσιαστικά, το σχέδιο Ντενκτάς, πέρα από τη νομιμοποίηση των
τετελεσμένων, αναγορεύει σε κυρίαρχη του παιχνιδιού την τουρκοκυπριακή
μειονότητα, που δεν αντιπροσωπεύει παρά το 18% του πληθυσμού. Μια τόσο
προκλητική «λύση» δεν μπορεί να τη συνυπογράψει καμιά ελληνική
κυβέρνηση. Το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών προβάλλει αγεφύρωτο και οι
συνομιλίες οδηγούνται σε κατάρρευση. Η δυσοίωνη Τρίτη και 13 Αυγούστου
βρίσκει το τρίγωνο Αθήνα – Αγκυρα – Λευκωσία σε πολεμικό πυρετό, καθώς η
Τουρκία απειλεί ευθέως ότι σε ενδεχόμενη αποτυχία των συνομιλιών, θα
κληθούν και πάλι να μιλήσουν τα όπλα. Την ίδια μέρα, η γαλλική εφημερίδα
«Φιγκαρό» αποκαλύπτει ότι οι Τούρκοι έχουν ήδη συγκεντρώσει στο νησί
40.000 στρατιώτες, 300 άρματα μάχης και 1.000 οχήματα μεταφοράς
προσωπικού. Στην Αθήνα, ο Αβέρωφ έχει κάνει αλυσίδα διαβημάτων στους
ξένους πρεσβευτές, ενώ ο Κληρίδης ζητάει από τον Σοβιετικό πρεσβευτή
Μίνιν «πάσαν δυνατήν βοήθειαν». Αλλά τα αυτιά της Τουρκίας δεν ιδρώνουν
από τις χλιαρές αντιδράσεις της διεθνούς διπλωματίας. Το τελικό πράσινο
φως για τον «Αττίλα 2» δίνει μια αναίσχυντη ανακοίνωση του Στέιτ
Ντιπόρτμεντ, το οποίο τάσσεται «υπέρ ενός μεγαλύτερου βαθμού αυτονομίας
της τουρκοκυπριακής κοινότητας», καλύπτοντας κάτω από τις προστατευτικές
φτερούγες του αμερικανικού αητού τα διχοτομικά σχέδια των εισβολέων.
Βλέποντας ότι οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης λειτουργούν στην πράξη ως
μηχανισμός πιέσεων κατά της Ελλάδας, ο Καραμανλής καλεί τον Μαύρο στην
Αθήνα. Οι διαπραγματεύσεις τελειώνουν με πλήρη αποτυχία στις 3.30 τα
χαράματα της 14ης Ιουλίου. Μία ώρα αργότερα, τα τουρκικά αεριωθούμενα
βομβαρδίζουν Λευκωσία, Αμμόχωστο και άλλα σημεία της Κύπρου. Ο «Αττίλας
2» έχει ξεκινήσει. Από το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου, τουρκικά άρματα
μάχης και ισχυρές δυνάμεις πεζικού αρχίζουν να κινούνται από Λευκωσία
προς Αμμόχωστο, στα ανατολικά, και προς Λεύκα – Λιμνίτη, στα δυτικά.
Το πολεμικό συμβούλιο που συνεδριάζει στις 6 τα χαράματα υπό την
προεδρία του Καραμανλή στην Αθήνα, διαπιστώνει την τραγική αδυναμία της
Ελλάδας να συνδράμει στρατιωτικά την Κύπρο κι έτσι οι ελληνικές
αντιδράσεις περιορίζονται στον διπλωματικό τομέα. Η Κύπρος είναι
καταδικασμένη να πορευτεί ολομόναχη στον Γολγοθά της. Μέχρι το βράδυ, η
ελληνοκυπριακή αντίσταση έχει ουσιαστικά καταρρεύσει και τα οχυρά
εγκαταλείπονται πολλές φορές χωρίς καν να γίνει υποστολή της σημαίας
ούτε μεταφορά ή τουλάχιστον καταστροφή του πολεμικού υλικού. Ακόμα και η
«Μερσεντές» του διοικητή της ΕΛΔΥΚ πέφτει στα χέρια των Τούρκων, που
προελαύνουν πρακτικά ανεμπόδιστοι. Την επομένη, 15 Αυγούστου, τα
στρατεύματα του «Αττίλα» μπαίνουν στην Αμμόχωστο. Η «παστρική και
ωριοστάλακτη» παραλιακή λουτρόπολη της ανατολικής Κύπρου, με το όμορφο
λιμάνι, τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα κρυστάλλινα, γαλαζοπράσινα νερά,
είναι πλέον μια πόλη – φάντασμα, που θυμίζει εικόνα από την «επόμενη
μέρα» ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος σε ταινία επιστημονικής φαντασίας: Οι
μόνες ζωντανές παρουσίες είναι οι γλάροι της παραλίας και τα αδέσποτα
σκυλιά, ενώ ο αέρας χτυπάει τις ανοιχτές πόρτες των ξενοδοχείων και τα
εκατοντάδες κότερα λικνίζονται έγκαταλελειμμένα στη μαρίνα. Πανικόβλητοι
οι κάτοικοι της Αμμόχωστου έχουν σπεύσει να την εγκαταλείψουν έγκαιρα,
αναζητώντας καταφύγιο στην αγγλική βάση της Δεκέλειας, μεταφέροντας ό,τι
μπορούν από την οικοσκευή τους με αυτοκίνητα, τρίκυκλα, βοϊδάμαξες ή
γαϊδουράκια. Στις 16 Αυγούστου ο «Αττίλας 2» ολοκληρώνεται με την
κατάληψη της Μόρφου, ενώ η κυβέρνηση Κληρίδη μεταφέρεται πρόσκαιρα στη
Λεμεσό, φοβούμενη ότι επίκειται κατάληψη και της Λευκωσίας. Αλλά οι
Τούρκοι δεν διακινδυνεύουν να τραβήξουν κι άλλο το σκοινί. Εχοντας
πετύχει τους στρατιωτικούς τους σκοπούς, δέχονται κατάπαυση του πυράς
στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου. Η ολέθρια συγκομιδή από το
ματωμένο δρεπάνι του «Αττίλα 1» και του «Αττίλα 2» περιλαμβάνει το 36,4%
του κυπριακού εδάφους, περίπου 2.000 Ελληνες και Ελληνοκύπριους
νεκρούς, 1.619 αγνοούμενους και 191.000 ξεριζωμένους πρόσφυγες στις
ελεύθερες περιοχές του Νότου. Εχοντας κληρονομήσει το χάος και την
αποδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων από το χουντικό καθεστώς, ο Κων.
Καραμανλής είναι υποχρεωμένος να ποντάρει αποκλειστικά στα πολιτικά του
χαρτιά. Η αποφασιστικότητά του στον τομέα αυτό αιφνιδιάζει εχθρούς και
φίλους. Ηδη στις 8 το πρωί της 14ης Αυγούστου, μόλις τρεις ώρες μετά την
έναρξη του «Αττίλα 2», ο Γ. Μαύρος, με εντολή του Ελληνα πρωθυπουργού,
ανακοινώνει ότι η Ελλάδα αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ
διαμαρτυρόμενη για την απροκάλυπτη ανοχή ή και ενθάρρυνση που παρέχουν
στους εισβολείς οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους. «Δεν υπάρχει λόγος
υπάρξεως μιας Συμμαχίας που δεν μπορεί να αποτρέψει έναν πόλεμο μεταξύ
δύο χωρών- μελών της. Δεν υπάρχει πλέον ΝΑΤΟ», δηλώνει ο Ελληνας
υπουργός Εξωτερικών, ενώ ο Κ. Καραμανλής εξηγεί την κυβερνητική πολιτική
με διάγγελμά του προς το έθνος χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του ωμού
ρεαλισμού: «Η πολιτική που ηκολούθησα ενώπιον αυτής της καταστάσεως
(σ.σ. της δεύτερης τουρκικής επίθεσης) δεν συμβιβάζεται ούτε με τον
χαρακτήρα μου ούτε με την ιστορίαν μου. Την επέβαλεν όμως αδήριτος
εθνική ανάγκη. Και ώφειλα να έχω το θάρρος να πράξω εκείνο το οποίον
επέτασσεν η ιστορική στιγμή. Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις την
Κύπρον καθίστατο αδύνατος, και λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών
τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθή χωρίς τον
κίνδυνον εξασθενήσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος… Καταγγείλαμεν
την Τουρκίαν ως απειλήν διά την ειρήνην του κόσμου. Εζητήσαμεν την
σύγκλησιν του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίον και κατεδίκασε την
Τουρκίαν. Εθέσαμεν τας Μεγάλας Δυνάμεις ενώπιον των ευθυνών των. Και
διέταξα την αποχώρησίν μας από την στρατιωτικήν συμμαχίαν του ΝΑΤΟ… Ο
αγών θα συνεχισθή και θα χρησιμοποιηθούν όλα εκείνα τα μέσα, τα οποία θα
υπαγορεύση η τιμή και το συμφέρον του έθνους». Η τολμηρή απόφαση του
Κων. Καραμανλή συμβάλλει αποφασιστικά στη σφυρηλάτηση του εθνικού
μετώπου, καθώς όλες οι πολιτικές δυνάμεις, από τους βασιλόφρονες μέχρι
το ΚΚΕ, εκφράζουν τη συμπαράστασή τους. Στο μεταξύ, ένα τεράστιο κύμα
αντιαμερικανισμού, γιγαντωμένο από την υποστήριξη των ΗΠΑ στην ελληνική
χούντα, το πραξικόπημα του Σαμψών και την εισβολή του «Αττίλα», σαρώνει
την Ελλάδα και την Κύπρο. Ολες οι μεγάλες πόλεις γίνονται θέατρα
διαδηλώσεων με συνθήματα εναντίον του ΝΑΤΟ και των αμερικανικών βάσεων.
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ «ΑΤΤΙΛΑ» ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΙ ΣΕ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΠΕΡΙΠΟΥ 200.000 ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΥΣ, ΣΧΕΔΟΝ ΤΟΝ ΜΙΣΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ. |
Το βράδυ της 16ης Αυγούστου, λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση του
«Αττίλα 2», επιστρέφει στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου γνωρίζοντας
πραγματική αποθέωση από τους ενθουσιώδεις οπαδούς του, που φωνάζουν «Εξω
τώρα οι Αμερικάνοι», «ΝΑΤΟ – CIA – Προδοσία», «Δολοφόνε Κίσινγκερ», «Οι
προδότες στο Γουδί». Το επόμενο τριήμερο, δεκάδες διαδηλώσεις με αίτημα
την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων πραγματοποιούνται, με
πρωτοβουλία αριστερών οργανώσεων νεολαίας σε Ηράκλειο, Ρόδο, Χανιά, Αγιο
Νικόλαο και άλλες πόλεις. Η κυβέρνηση δεν παίρνει ευθέως θέση,
αφήνοντας το ενδεχόμενο αυτό να αιωρείται ως διαπραγματευτικό χαρτί στον
ορίζοντα. Στις 19 Αυγούστου, ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Λευκωσία
Ρότζερ Ντέιβις δολοφονείται κατά τη διάρκεια ογκώδους αντιαμερικανικής
διαδήλωσης. Σε ογκωδέστατο αντιαμερικανικό συλλαλητήριο μετατρέπεται και
η πρώτη, μετά την πτώση της χούντας, ανοιχτή πολιτική συγκέντρωση στην
Ελλάδα, που πραγματοποιείται στις 31 Αυγούστου στην πλατεία Αριστοτέλους
της Θεσσαλονίκης, με ομιλητή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – ίσως η
μεγαλύτερη πολιτική συγκέντρωση στη μεταπολεμική Ελλάδα, καθώς οι
υπολογισμοί της Αστυνομίας μιλούν για 300.000 άτομα. Ποιος θα το
φανταζόταν ότι ο ιδρυτής της προδικτατορικής ΕΡΕ θα μιλούσε σε ένα
ακροατήριο από το οποίο δεν λείπουν ούτε οι κόκκινες σημαίες ούτε τα
συνθήματα «Εξω οι Αμερικάνοι», «Κίσινγκερ = Χίτλερ», «Εξω οι βάσεις του
θανάτου»!
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1974
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου