Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
«Σε τουρκικό έδαφος ο Έλληνας πρωθυπουργός» έγραψαν τουρκικά ΜΜΕ και βεβαίως δεν αναφέρονταν στην προ καιρού επίσκεψή του στη γειτονική χώρα. Αναφέρονταν στην επίσκεψή του στο Αγαθονήσι στις 25 Μαρτίου για την εθνική επέτειο. Και μπορεί το τουρκικό υπουργείο Άμυνας να διέψευσε ότι το ελικόπτερο που μετέφερε τον Τσίπρα παρενοχλήθηκε από τουρκικά μαχητικά, αλλά είναι σκαστή παρενόχληση όταν ένα μαχητικό πετάει με ταχύτητα σε μικρή απόσταση από ελικόπτερο. Εάν, μάλιστα, η απόσταση είναι πολύ μικρή μπορεί και να προκαλέσει πτώση του ελικοπτέρου.
Στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά της τουρκικής αεροπορίας δεν είναι αυθαίρετη. Υπηρετεί την εθνική πολιτική της Άγκυρας, η οποία θεωρεί το Αγαθονήσι, όπως και άλλα ελληνικά νησιά, τουρκικό. Κι αυτό δεν είναι μόνο πολιτική Ερντογάν. Τον Οκτώβριο του 2017, ο αρχηγός της κεμαλικής αξιωματικής αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου είχε κατηγορήσει τον Ερντογάν ότι έχει αφήσει τουρκικά νησιά στο Αιγαίο να είναι υπό ελληνική κατοχή και τον είχε καλέσει ουσιαστικά να επέμβει για να κατεβάσει την ελληνική σημαία! Με άλλα λόγια, είχε επιχειρήσει να διεμβολίσει την πολιτική ηγεμονία του Τούρκου προέδρου, υπερακοντίζοντας σε εθνικισμό-επεκτατισμό.
Δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που η Άγκυρα αμφισβήτησε την ελληνικότητα και κατοικημένων ελληνικών νησιών. Επισήμως, μάλιστα, έχουν κατονομάσει το Αγαθονήσι σαν τουρκικό έδαφος! Στην πραγματικότητα, η Τουρκία επιχειρεί εδώ και πολλά χρόνια ένα ποιοτικό άλμα στις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της, όπως αυτές εγκαινιάσθηκαν το 1973. Μπορεί τα ανοικτά μέτωπα που έχει στα ανατολικά σύνορά της, όπως και η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, να μην αφήνουν περιθώρια για στρατιωτικού χαρακτήρα τυχοδιωκτισμούς στο Αιγαίο, αλλά οι επεκτατικές διεκδικήσεις παραμένουν ακέραιες στο τραπέζι.
Το 1973, η Άγκυρα είχε εγείρει διεκδικήσεις στην υφαλοκρηπίδα του ανατολικού Αιγαίου. Ακολούθησε σύντομα η αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού FIR (περιοχή ελέγχου των πτήσεων πολιτικής αεροπορίας) και η άρνηση αποδοχής του ελληνικού εναέριου χώρου των 10 μιλίων. Το εύρος αυτό ισχύει από το 1931 και για δεκαετίες δεν είχε αμφισβητηθεί από την τουρκική πλευρά.
Στην πραγματικότητα, από το 1973-74 η Άγκυρα άρχισε να οικοδομεί τις προϋποθέσεις μίας ιδιότυπης “πολιορκίας” των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η οποία προοπτικά θα της επέτρεπε να εγείρει και εδαφικές διεκδικήσεις. Εμφάνιζε τα ελληνικά νησιά να “κάθονται” σε τουρκική υφαλοκρηπίδα και να περιβάλλονται από εναέριο χώρο, ελεγχόμενο από την Τουρκία.
Το τετελεσμένο στα Ίμια
Το επόμενο κρίσιμο βήμα έγινε στις αρχές του 1996 με την επίσημη προβολή της θεωρίας περί “γκρίζων ζωνών”, η οποία και προκάλεσε την κρίση στα Ίμια. Η πάγια τακτική της Άγκυρας είναι να εγείρει μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια να καλεί την Αθήνα να διαπραγματευθεί, δηλαδή να μοιράσει τα ελληνικά δικαιώματα. Για τον σκοπό αυτό ασκούσε άμεση ή έμμεση στρατιωτική πίεση.
Σ’ εκείνη την κρίση για πρώτη φορά η Τουρκία όχι μόνο διεκδίκησε ελληνικό έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο. Η πρόκληση κρίσης και η απειλή πολέμου υποχρέωσαν την Αθήνα ουσιαστικά να αποδεχθεί το “γκριζάρισμα” των δύο αυτών βραχονησίδων. Μπορεί τότε η κυβέρνηση Σημίτη να είχε αιφνιδιασθεί από την ποιοτική κλιμάκωση του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά η προβολή εδαφικών διεκδικήσεων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Τον Ιούνιο του 1991, ο τότε αρχηγός του τουρκικού στόλου ναύαρχος Ιλφάν Τινάζ είχε ισχυρισθεί δημοσίως ότι οι βραχονησίδες του Αιγαίου δεν είναι ελληνικό έδαφος! Η δήλωση εκείνη ήταν ενδεικτική των κυοφορούμενων τότε προθέσεων της Άγκυρας, αλλά η Αθήνα δεν της είχε δώσει τότε τη δέουσα προσοχή.
Η ιστορία μας διδάσκει, όμως, πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης από τον Ερντογάν και τους υπουργούς του δεν είναι πυροτέχνημα. Ειπώθηκε για να μπει με κάποιον τρόπο στο τραπέζι.
Η θεωρία των “γκρίζων ζωνών”
Η υπόθεση των Ιμίων κατέστη ζωτικής σημασίας, επειδή χρησιμοποιήθηκε πιλοτικά για την προώθηση της θεωρίας των “γκρίζων ζωνών”. Το τουρκικό διάβημα (29-1-1996) ήγειρε ευρύτερη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Στόχος των Τούρκων δεν ήταν να επεκτείνουν κατά δύο-τρία μίλια δυτικότερα τα σύνορα, αλλά να μετατρέψουν σε “γκρίζα ζώνη” ένα μεγάλο τμήμα του Αιγαίου.
Σύμφωνα με τη θεωρία τους, όσες νησίδες του Αιγαίου δεν αναφέρονται ρητά στις συνθήκες Λωζάννης (1923) και Παρισίων (1947) είναι απροσδιόριστης κυριαρχίας. Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι νησίδες, που παλαιότερα ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να προσαρτηθούν στην Τουρκία, που είναι το διάδοχο κράτος. Μεγαλόθυμα, όμως, δηλώνει διατεθειμένη να διαπραγματευθεί με την Αθήνα το μοίρασμά τους!
Η θεωρία των “γκρίζων ζωνών” είναι διάτρητη, επειδή η συνθήκη της Λωζάννης αναφέρει σαφώς ότι στην Τουρκία ανήκουν μόνο όσες νησίδες δεν αναφέρονται ρητά στις συνθήκες και βρίσκονται στη ζώνη τριών μιλίων από τις μικρασιατικές ακτές. Η ίδια συνθήκη δίνει στην Ελλάδα την κυριαρχία όχι μόνο των μεγάλων νησιών, που αναφέρονται ονομαστικά, αλλά και των παρακείμενων νησίδων.
Αναφορικά με τα Δωδεκάνησα, υπάρχει η ιταλοτουρκική συνθήκη (4-1-1932) (τότε τα Δωδεκάνησα ήταν υπό ιταλική κατοχή) που ρυθμίζει το εδαφικό καθεστώς. Υπάρχει και το συμπληρωματικό ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων (28-12-1932), στο οποίο αναφέρεται ποιες νησίδες ανήκουν στη μία και ποιες στην άλλη χώρα. Στο άρθρο 30 αναφέρεται ρητά ότι τα Ίμια, όπως και όλες οι άλλες νησίδες που σήμερα διεκδικεί η Τουρκία, ανήκαν στην Ιταλία. Με τη συνθήκη των Παρισίων (1947) παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Η ιδιαιτερότητα του Αιγαίου
Η Άγκυρα προσπαθεί να εμφανίσει το Αιγαίο σαν ένα πέλαγος, όπου ναι μεν υπάρχουν ελληνικά νησιά σ’ όλη σχεδόν την έκτασή του, αλλά αυτά δεν οριοθετούν τη θαλάσσια συνοριακή γραμμή των δύο χωρών. Το Αιγαίο, όμως, δεν είναι μία θάλασσα που απλώς παρεμβάλλεται μεταξύ δύο παράκτιων χωρών, όπως υποστηρίζουν οι Τούρκοι. Η μισή περίπου έκτασή του είναι ελληνικός εθνικός χώρος. Και ο υπόλοιπος είναι διεθνής χώρος, ο οποίος, όμως, συνδέει ελληνικά νησιά με την ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η θάλασσα αυτή δεν έχει την ίδια σημασία για τις δύο χώρες. Γι’ αυτό και τα –εκτός διεθνούς δικαίου– μέτρα που τις εξισώνουν λειτουργούν προς όφελος της Τουρκίας.
Είναι προφανές ότι, εάν η Τουρκία αποκτούσε την κυριαρχία έστω και μίας μόνο βραχονησίδας δυτικά της αλυσίδας Σαμοθράκη-Λήμνος-Λέσβος-Χίος-Σάμος-Κάλυμνος-Κως- Ρόδος-Καστελλόριζο, όχι μόνο θα ανέτρεπε το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, αλλά και θα άλλαζε ριζικά τον χαρακτήρα του Αιγαίου. Η δήλωση της πρωθυπουργού Τσιλέρ εκείνη την εποχή στην εφημερίδα Χουριέτ ήταν σαφέστατη: «Μέχρι τώρα η Τουρκία υποσυνείδητα αποδεχόταν ότι τα νησιά αυτά έμπρακτα ανήκουν στην Ελλάδα. Εμείς θα το αλλάξουμε αυτό».
Ελάχιστες ημέρες μετά την κρίση (3-2-1996) η Τσιλέρ δήλωσε ότι θα φέρει στο διεθνές προσκήνιο το καθεστώς 1.000 περίπου νησίδων και βραχονησίδων που αποτελούν τουρκικό έδαφος! Το 1998 ο τότε Τούρκος πρόεδρος Ντεμιρέλ, με δήλωσή του στη Χουριέτ, κατέβασε τον αριθμό, ισχυριζόμενος ότι 132 νησίδες ανήκουν στην Τουρκία! Στο πλαίσιο αυτό, το μετακεμαλικό καθεστώς έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμα και την ελληνικότητα της Γαύδου!
Και κατοικημένα νησιά
Η Άγκυρα πάτησε στο προηγούμενο των Ιμίων για να αποσταθεροποιήσει την ελληνική κυριαρχία και σε κατοικημένες νησίδες. Στις 29-1-1996, η Άγκυρα είχε ονομαστικά αναφέρει σαν “γκρίζες ζώνες” όχι μόνο τα Ίμια, αλλά και τα κατοικημένα νησιά Ψέριμο και Φούρνους!Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, μάλιστα, η Τουρκία συμπεριφέρεται σαν το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι να είναι δικό της έδαφος.
Η παρενόχληση, λοιπόν, του πρωθυπουργικού ελικοπτέρου, λοιπόν, ήταν η ελάχιστη αντίδραση της Άγκυρας να είναι συνεπής και να στηρίξει την επεκτατική στρατηγική της. Είναι ένας ακόμα κρίκος στην ίδια αλυσίδα. Η διεκδίκηση έχει μετεξελιχθεί από θεωρητική σε έμπρακτη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις νησίδες Στρογγύλη και Ρω, που βρίσκονται εκατέρωθεν του Καστελόριζου.
Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, ο Κεμάλ έκλεισε τα εξωτερικά μέτωπα και στράφηκε στην εδραίωση του καθεστώτος του. Όταν το καθεστώς σταθεροποιήθηκε και ένοιωσε ισχυρό, άρχισε να έχει διεκδικήσεις. Το 1936 επέτυχε με τη συνθήκη του Μοντρέ να αναθεωρήσει τη διάταξη της συνθήκης της Λωζάννης που πρόβλεπε αποστρατικοποίηση των Στενών. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η Τουρκία προσάρτησε την επαρχία της Αλεξανδρέττας που ανήκε στην αποικιοκρατούμενη τότε Συρία.
Από τη δεκαετία του 1950 η Άγκυρα εστίασε την επεκτατική ροπή της στην Κύπρο με αποκορύφωμα την εισβολή του 1974. Η επιτυχία της εκείνη της άνοιξε τον δρόμο για να κλιμακώσει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Από τότε προσπαθεί να ανατρέψει το ισχύον νομικό καθεστώς, προβάλλοντας τραβηγμένες από τα μαλλιά ερμηνείες των διεθνών συνθηκών, αλλά όχι αμφισβητώντας τες ευθέως.
Είναι αληθές ότι στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες δηλώσεις εκ μέρους του Οζάλ και του Ντεμιρέλ ότι κακώς η Τουρκία είχε αποδεχθεί την παραχώρηση στην Ελλάδα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και κυρίως των Δωδεκανήσων. Επρόκειτο, όμως, περισσότερο για δηλώσεις νοσταλγίας του αυτοκρατορικού παρελθόντος, παρά για ενεργή πολιτική, όπως είναι σήμερα.
SLPress
https://kostasxan.blogspot.com/2019/03/blog-post_755.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου