«H απειλή δεν εξαφανίζεται με παραχωρήσεις, αντιθέτως, έτσι «ανοίγει η όρεξη» της πλευράς εκείνης που ασκεί την απειλή», λέει με νόημα ο κ. Ραπτόπουλος, θυμίζοντας ότι η ιστορική εμπειρία «δείχνει πως η Άγκυρα δεν αρνείται τις συνομιλίες με την Αθήνα, όταν επικρατούν συνθήκες πολιτικής αστάθειας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αναμένοντας πιθανά στραβοπατήματα της τελευταίας που θα την φέρουν σε δυσμενέστερη θέση».
Τέλος χαρακτηρίζει τις επίμονες δηλώσεις Ερντογάν ότι θα κάνει τζαμί την Αγια Σοφιά, ως ένα από τελευταία «όπλα» που διαθέτει ο ίδιος προκειμένου να πετύχει την αναγκαία εκλογική συσπείρωση και πόλωση, την οποία οι υποδείξεις της Unesco, του παρείχαν την ευκαιρία να καλλιεργήσει περαιτέρω, κατηγορώντας τη Δύση περί αδιαφορίας για την τύχη του τεμένους αλ-Άκσα στα Ιεροσόλυμα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Με αφορμή το πρόσφατο επεισόδιο παρενόχλησης του ελικοπτέρου του Πρωθυπουργού από τουρκικά μαχητικά, ο υπ. Άμυνας εξέφρασε τον φόβο από τις ΗΠΑ για πρόκληση κάποιου ατυχήματος στο Αιγαίο. Το φοβάστε;
Η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, που έχει τον πρώτο λόγο, δεν πρέπει να αποκλείει και αυτό το ενδεχόμενο και να είναι κατάλληλα προετοιμασμένη για την αντιμετώπισή του. Άλλωστε δεν θα είναι και η πρώτη φορά που η Άγκυρα θα δημιουργεί μια τεχνητή κρίση.
Στη λογική της προώθησης τόσο των τουρκικών εθνικών συμφερόντων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο όσο και των συμφερόντων της παράταξής του (ΚΔΑ) προεκλογικά, ο Τούρκος Πρόεδρος θα μπορούσε, βεβαίως, να επιχειρήσει μια κλιμάκωση μέσω θερμού επεισοδίου.
Σε κάθε περίπτωση τι δείχνει η προ ημερών παρενόχληση της πτήσης του κ. Τσίπρα, και πώς κρίνετε τις εν συνεχεία δηλώσεις του με τις οποίες επιχείρησε να υποβαθμίσει το γεγονός, με αναφορές σε «ανόητες» πράξεις και «κηροζίνη που καίνε τσάμπα»;
Δείχνει τις πραγματικές διαθέσεις της Άγκυρας, οι οποίες είναι διαχρονικές. Στη στρατηγική δεν υπάρχει, ίσως, μεγαλύτερη επιτυχία από την ήττα του αντιπάλου δίχως πόλεμο. Η πολιτική εκφοβισμού της πολιτικής ηγεσίας που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι μέρος του υβριδικού πολέμου που διεξάγει η Τουρκία.
Στόχος είναι να πληγεί η εθνική αντίληψη και να καμφθεί η πολιτική βούληση. Ο «αφοπλισμός» της πολιτικής ηγεσίας -και της κοινής γνώμης- του αντιπάλου είναι μια έμμεση στρατηγική επίτευξης στόχων με μικρό σχετικά κόστος.
Η πρόσφατη εμπειρία που βίωσε η πολιτική ηγεσία της χώρας μας πάνω από το Αγαθονήσι, αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος, το οποίο απαιτεί πιο κρατοκεντρικές ερμηνείες και απαντήσεις.
Πολύ φοβάμαι πως οι δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού, δεν θα σταθούν ικανές από μόνες τους να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ή να συνετίσουν την Άγκυρα. Η τουρκική ηγεσία ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντά της -ασχέτως αν αυτά είναι νόμιμα ή όχι- και υπολογίζει μόνο τους ισχυρούς αντιπάλους. Το πιθανότερο είναι ότι απευθυνόταν όχι μόνο στην Άγκυρα, αλλά και στην ελληνική κοινή γνώμη, η οποία στην επέτειο της ελληνικής εθνικής εορτής ανέμενε μια πιο θαρραλέα απάντηση στην άλλη πλευρά από τις συνηθισμένες.
Σχολιάστε μας τις δηλώσεις Ερντογάν ότι θα κάνει τζαμί την Αγιά Σοφιά, αγνοώντας τις υποδείξεις της Unesco, και λέγοντας ότι θα μετονομάσει την Πόλη σε «Ισλάμ μπολ« (άφθονο Ισλάμ). Τι δείχνει αυτή η κίνηση;
Είναι μια ρητορική που εκφράζει το όραμα της ισλαμικής παράταξης, η οποία καταπιέστηκε για δεκαετίες από τους κεμαλιστές. Επί κεμαλικών κυβερνήσεων ο ναός της Θεού Σοφίας είχε πάψει να λειτουργεί ως τέμενος και είχε μετατραπεί σε μουσείο.
Λίγες μέρες πριν τις κρίσιμες δημοτικές εκλογές, η τουρκική ηγεσία χρησιμοποιεί τα τελευταία «όπλα» που διαθέτει, προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία πόλωση και η συσπείρωση των ψηφοφόρων του κόμματος. Δεδομένου του συμβολικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, ο εν λόγω στόχος προσφέρεται για να κινητοποιήσει τους ισλαμιστές ψηφοφόρους.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η εργαλειοποίηση της πρόθεσης μετονομασίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία στη συλλογική συνείδηση του τουρκικού λαού ταυτίζεται με την κατάκτηση τόσο της μητρόπολης της Ορθοδοξίας όσο και με την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η κίνηση υποδηλώνει μια προσπάθεια επίδειξης δύναμης κατά του ελληνορθόδοξου στοιχείου, το οποίο προκαλεί ενθουσιασμό και κινητοποιεί την τουρκική κοινή γνώμη, όπως προκύπτει και από τις μετατροπές σε τζαμί των μουσείων της Αγίας Σοφίας στην Νικομήδεια και της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας πριν λίγα χρόνια.
Οι υποδείξεις της Unesco, παρείχαν την ευκαιρία στον Τούρκο Πρόεδρο να καλλιεργήσει ακόμη περισσότερο την πόλωση, κατηγορώντας τη Δύση περί αδιαφορίας για την τύχη του τεμένους αλ-Άκσα στα Ιεροσόλυμα. Η άρνησή του να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του εξειδικευμένου διεθνούς οργανισμού του ΟΗΕ, όπως συνέβη και προ ολίγων μηνών με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, επιβεβαιώνει τη διάθεσή του να αμφισβητήσει εμπράκτως το κύρος και την αρμοδιότητα των εν λόγω θεσμών.
Προσφεύγει σε αυτούς μόνο περιστασιακά για να κάνει εργαλειακή χρήση αυτών, όπως συμβαίνει και με τις αρχές και κανόνες του διεθνούς δικαίου, τους οποίους επιλεκτικά επικαλείται για να υποστηρίξει τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα.
Σε αυτό όμως το μοτίβο συνεχιζόμενης ρητορικής και όχι μόνο όξυνσης, τι νόημα έχει η συζήτηση για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) που αναπτύχθηκε μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν, όταν αυτή παραβιάζεται συνεχώς;
Τέτοιου είδους συζητήσεις έχουν νόημα, όταν διεξάγονται με δημοκρατικά καθεστώτα και δίχως την απειλή χρήσης βίας να πλανάτε σε καθημερινή βάση πάνω από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Διαφορετικά, επιτελούν έναν μάλλον εργαλειακό ρόλο. Οι δεκάδες αυτοί γύροι συζητήσεων, μεταξύ άλλων, εκθέτουν την ελληνική πολιτική νοοτροπία και στρατηγική, εγκλωβίζοντας την Αθήνα σε ένα διάλογο κωφών. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει αρκετά από τότε που ξεκίνησαν αυτές οι συζητήσεις.
Αλήθεια που αποδίδετε αυτή τη βιασύνη «επίλυσης» στα ελληνοτουρκικά;
Οι βιαστικές κινήσεις δεν είναι καλός σύμμαχος των μόνιμων και δίκαιων λύσεων. Όσο καλές προθέσεις και αν υπάρχουν, η επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, απαιτεί καλή προετοιμασία και σχεδιασμό, στοιχεία που απαιτούν χρόνο, σύνεση και αφοσίωση. Η ιστορία δείχνει ότι η Άγκυρα δεν αρνείται τις συνομιλίες με την Αθήνα, κυρίως όταν επικρατούν συνθήκες πολιτικής αστάθειας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αναμένοντας πιθανά στραβοπατήματα της τελευταίας που θα την φέρουν σε δυσμενέστερη θέση.
Το ρωτώ γιατί οι δηλώσεις Κοτζιά στους Δελφούς, του ΥΠΕΞ Γ. Κατρούγκαλου στην Αττάλεια, η συνεχής συζήτηση για το Καστελόριζο, με αφορμή αναφορές του πρώην υπουργού Γ. Τσιρώνη, δεν προκαλούν ερωτήματα και ανησυχία για το εάν πρόκειται για δείγματα συγκεκριμένης τακτικής ή ενδείξεις «υπόγειων» συνεννοήσεων με την Τουρκία;
Άκαιρες και ατυχείς δηλώσεις, όπως αυτές που αναφέρατε, ορισμένες εκ των οποίων πλησιάζουν και υιοθετούν τις τουρκικές θέσεις (ο Α. Νταβούτογλου είχε δηλώσει στις αρχές της δεκαετίας ότι το Καστελλόριζο δεν ανήκει στο Αιγαίο), συμβάλουν στην προβολή μιας εικόνας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας δίχως σοβαρή συγκρότηση.
Μια καλόπιστη ερμηνεία θα συνηγορούσε πιθανώς στο ότι καταβάλλονται προσπάθειες να ξεπεραστεί η στενωπός έως τη διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών στην Τουρκία με προσφυγή στην παραπλάνηση και διάφορα τεχνάσματα.
Μια πιο δύσπιστη, ίσως, θα είχε στέρξει να καταγγείλει πρακτικές μυστικής διπλωματίας με άγνωστα ανταλλάγματα. Σε κάθε περίπτωση τέτοιες δηλώσεις προσφέρουν απλόχερα επιχειρήματα -ή ενισχύουν τα υφιστάμενα- στην άλλη πλευρά. Άμεσο αποτέλεσμα αυτών είναι, αφενός, να αποδυναμώνουν τις θέσεις της Αθήνας, και αφετέρου, να επιτυγχάνονται οι στόχοι εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της ισλαμικής κυβέρνησης της Τουρκίας (ΚΔΑ).
Ένας κανόνας πάντως στις διαπραγματεύσεις, είναι ότι ποτέ δεν ξεκινά κανείς, με υποχωρήσεις σωστά;
Απολύτως! Κάθε διαπραγμάτευση είναι ένας σκληρός αγώνας που στόχο έχει να εξασφαλίσει συγκεκριμένα κέρδη και δικαιώματα. Η νοοτροπία της εκ προοιμίου παραχώρησης δικαιωμάτων ισοδυναμεί με κατευνασμό του αντιπάλου, τα καταστροφικά αποτελέσματα του οποίου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Η απειλή δεν εξαφανίζεται με παραχωρήσεις. Αντιθέτως, έτσι «ανοίγει η όρεξη» της πλευράς εκείνης που ασκεί την απειλή. Πρόκειται δηλαδή για μήνυμα που ενώ μπορεί να κομίζει φιλειρηνικές διαθέσεις, ο «παραλήπτης» κάνοντας διαφορετική ανάγνωση, ενθαρρύνεται από την ανεκτικότητα, αποκτά αυτοπεποίθηση και εστιάζει στην αδυναμία του «αποστολέα».
Οι άτυποι κανόνες διαπραγμάτευσης στην Μέση Ανατολή, όπου οι συμφωνίες ως επί το πλείστον έχουν μειωμένη ισχύς μετά την υπογραφή τους, υπαγορεύουν την αποφυγή παραχωρήσεων προτού εξασφαλιστούν τουλάχιστον ισοδύναμα.
* Ο Νίκος Ραπτόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Σχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Liberal
https://kostasxan.blogspot.com/2019/03/blog-post_220.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου