Ένα από τα διαχρονικά λάθη του κυπριακού συστήματος εξουσίας είναι ότι
παρέβλεψε τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει η στρατιωτική ισχύς στη
γεωπολιτική ταυτότητα μιας χώρας. Για να το πούμε πολύ απλά, μια χώρα
χωρίς ικανότητες προβολής ισχύος στον δικό της χώρο δεν είναι ακριβώς
χώρα. Είναι κάτι άλλο.
Δεν έχει πλήρη υπόσταση και δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο διεθνές
σύστημα με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν τα άλλα κράτη. Βέβαια, η
Κυπριακή Δημοκρατία μετά την εισβολή του 1974 ανέπτυξε μια αξιοπρόσεχτη
χερσαία στρατιωτική ισχύ. Όμως, υποβάθμισε τον ρόλο της ναυτικής ισχύος.
Δηλαδή, της ικανότητας να μπορεί να ασκεί αποφασιστική προβολή ισχύος
στον θαλάσσιο χώρο της.
Έτσι, έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να διεξαγάγει την πρόσφατη εισβολή
της (γιατί περί εισβολής πρόκειται) σε θαλάσσιο χώρο εθνικής κυριαρχίας
της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βέβαια, η επικρατούσα άποψη είναι ότι η
Κύπρος δεν μπορούσε να αποκτήσει παρόμοιες ικανότητες και, αν ακόμη
μπορούσε, δεν θα είχε νόημα, μια και δεν θα ήταν παρά κλάσμα της
αντίστοιχης τουρκικής ισχύος.
Περί διεθνούς δικαίου
Όμως, δεν είναι έτσι. Καταρχάς, η στρατιωτική ισχύς δεν χρειάζεται, κατ’
ανάγκην, να είναι τέτοιου μεγέθους που να εξασφαλίζει ισότητα με τον
αντίπαλο. Μία εκ των αποστολών της είναι να δίνει υπόσταση στη χώρα έτσι
ώστε να μπορούν να ενεργοποιούνται το διεθνές δίκαιο και οι μηχανισμοί
των διεθνών οργανισμών σε περίπτωση που υπάρξει εισβολή. Δηλαδή, να
χρειάζεται ο αντίπαλος να κατανικήσει κάποια αντίσταση ώστε να γίνει
κατανοητό και να «επισημοποιηθεί» κατά κάποιο τρόπο ότι πρόκειται για
εισβολή.
Ακόμη και μια μικρή στρατιωτική δύναμη που θα αντισταθεί διά των όπλων,
έστω κι αν δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, δημιουργεί με αυτό τον
τρόπο ένα ξεκάθαρο κατώφλι για τον αντίπαλο, που γνωρίζει ότι αν το
περάσει η ενέργειά του θα θεωρηθεί αναντίρρητα εισβολή και θα υπάρξουν
αντιδράσεις. Αν δεν υπάρχει αυτό το κατώφλι, τότε ο εισβολέας μπορεί να
υποκρίνεται (και μαζί του και η «διεθνής κοινότητα») ότι δεν έγινε
εισβολή και απλώς υπάρχει κάποια «διμερής διαφορά».
Όχι, βέβαια, ότι οι αντιδράσεις της «διεθνούς κοινότητας» θα μπορούσαν
να αποτελέσουν κρίσιμο παράγοντα ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η Τουρκία θα το σκεφτόταν πολύ περισσότερο να
προχωρήσει στις γεωτρήσεις της μέσα στην κυπριακή ΑΟΖ αν ήξερε ότι οι
ενέργειές της θα προκαλούσαν στρατιωτική αντίδραση και συνακόλουθα θα
αντιμετωπίζονταν ως μια ένοπλη επίθεση σε ένα κυρίαρχο κράτος.
Μπορεί να νικήσει στις θάλασσές της
Αυτά όσον αφορά στον σημαντικό ρόλο ακόμη και της «συμβολικής»
αντίστασης. Όμως, άποψη του γράφοντος είναι ότι η Κύπρος μπορούσε (και
μπορεί) να αναπτύξει σοβαρές ναυτικές ικανότητες προβολής ισχύος,
τέτοιες που να είναι σε θέση να προστατεύσουν τη θαλάσσια υπόστασή της
και να νικήσουν τις τουρκικές αεροναυτικές δυνάμεις αν έτσι απαιτηθεί.
Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να γίνει διά συμβατικών μέσων, δηλαδή διά πλοίων
επιφανείας. Πράγματι, η γειτνίαση με την Τουρκία και η ύπαρξη της
Τουρκικής Αεροπορίας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια δράσης σε έναν κυπριακό
στόλο επιφανείας, έστω κι αν υπήρχαν οι οικονομικές και άλλες
δυνατότητες να δημιουργηθεί. Ακόμη κι ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό
Arleigh Burke τελευταίας γενιάς, που μάλλον είναι το πλοίο επιφανείας με
τις μεγαλύτερες ικανότητες αεράμυνας στον πλανήτη σήμερα, δεν θα
μπορούσε να ελπίζει ότι θα επιζούσε περισσότερο από μερικά λεπτά σε τόσο
κοντινές θάλασσες στην Τουρκία χωρίς αεροπορική υποστήριξη.
Στην πολεμική τέχνη όμως, όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης μιας
ισάξιας δύναμης με αυτήν του αντιπάλου, προσπαθούμε να την παρακάμψουμε.
Εν προκειμένω, αν ο αντίπαλος κυριαρχεί στον αέρα και την επιφάνεια της
θάλασσας, εμείς κινούμαστε κάτω από τη θάλασσα, επιτυγχάνοντας «άρνηση
επαφής» (contact denial). Πράγματι, η υποβρύχια ισχύς είναι αυτή που θα
μπορούσε να προσφέρει στην Κυπριακή Δημοκρατία τη ναυτική δύναμη
αποτροπής και κατοχύρωσης της θαλάσσιας κυριαρχίας της. Και δεν
χρειάζονται κατ’ ανάγκη ακριβά υποβρύχια σαν τα ελληνικά Type 214,
κλάσης «Παπανικολής», όπως θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος για να πει
μετά ότι αυτά είναι «εκτός των δυνατοτήτων της Κύπρου». Τα τελευταία
χρόνια έχουμε μια δραστική εξέλιξη στον χώρο των υποβρύχιων οπλικών
συστημάτων, η οποία πιθανώς να καθιστά περιττή τη χρήση μεγάλων
υποβρυχίων για την ικανότητα άσκησης αποφασιστικής προβολής ισχύος στην
ΑΟΖ μιας χώρας, δηλαδή σε μια ζώνη 200 ναυτικών μιλίων γύρω από αυτή.
Υπερτορπίλες και άλλες λύσεις
Για παράδειγμα, η γερμανική τορπίλη DM2A4 Mod 4 ER (extended range) Sea
Hake κατά τη διάρκεια δοκιμών στη Βαλτική το 2012 είχε πετύχει το
εντυπωσιακό βεληνεκές των 140 χλμ. Από τότε μέχρι σήμερα, δεδομένης της
προόδου που έχει γίνει στην τεχνολογία των μπαταριών, το βεληνεκές αυτό
μπορεί να έχει αυξηθεί, φτάνοντας ή και ξεπερνώντας τα 200 χλμ. Αυτό
σημαίνει ότι παρόμοιες τορπίλες υπεραυξημένου βεληνεκούς
«χειραφετούνται» κατά κάποιον τρόπο από τα πανάκριβα υποβρύχια και
μπορούν να εξαπολυθούν από αποστάσεις ασφαλείας από μικρότερες και πολύ
φθηνότερες πλατφόρμες ή ακόμη και απευθείας από τη στεριά σε μικρότερες
αποστάσεις.
Πράγματι, αν η πλατφόρμα μεταφοράς μιας παρόμοιας τορπίλης είναι σε θέση
να την εξαπολύσει από μεγάλη απόσταση μακριά από τις ανθυποβρυχιακές
ικανότητες του εχθρού, τότε μπορεί να είναι χαμηλού κόστους. Ένα
υποβρύχιο-νάνος χαμηλής τεχνολογίας, για παράδειγμα, σαν τα ιρανικά
Ghadir ή ένα καταδυόμενο ή ημιβυθιζόμενο σκάφος ή ακόμη καλύτερα ένα μη
επανδρωμένο υποβρύχιο όχημα (UUV). Η αύξηση του βεληνεκούς, σε συνδυασμό
με τη δραστική ενίσχυση των ικανοτήτων αυτόνομου ηχητικού εντοπισμού
και κατηγοριοποίησης στόχων από τις ίδιες τις τορπίλες χάρη στις
προόδους στην πληροφορική και ιδιαίτερα στον τομέα που αναφέρεται ως
«αντιληπτική τεχνητή νοημοσύνη» (perception AI), επιτρέπει τη χρήση τους
ακόμη και σε περιβάλλοντα όπου υπάρχουν και φίλια ή ουδέτερα πλοία.
Επισημαίνεται δε ότι όσο ισχυρή ανθυποβρυχιακή προστασία και να έχει ένα
πλοίο ή μια ομάδα πλοίων, πολύ δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει
παρόμοιες έξυπνες τορπίλες που καταφθάνουν από αποστάσεις εκατοντάδων
χλμ. Επιπροσθέτως, παρόμοια όπλα και μέσα μεταφοράς τους λόγω των μικρών
μεγεθών μπορούν να κρυφτούν πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι «κανονικά»
υποβρύχια, έτσι ώστε να είναι προστατευμένα από τη δράση της τουρκικής
αεροπορίας ή του πυροβολικού πριν βγουν στη θάλασσα.
Ήπια αποτροπή για… δεύτερες σκέψεις
Εδώ, βέβαια, μπορεί να προκύψει η «κυνική» παρατήρηση ότι ακόμη και να
είχε τέτοιες ικανότητες η Κύπρος δεν θα τολμούσε ή ακόμη δεν θα μπορούσε
να τις χρησιμοποιήσει. Άρα, είναι άνευ νοήματος.
Όμως, δεν είναι έτσι. Μια παρόμοια σοβαρή ικανότητα προβολής ισχύος για
την οποία ο αντίπαλος ελάχιστες ικανότητες έχει να αμυνθεί
αποτελεσματικά δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί. Μπορεί όμως να
αποτελέσει τη βάση έδρασης πάνω στην οποία μπορεί να λειτουργήσει πιο
ήπια αποτρεπτική ισχύς. Για παράδειγμα, ελαφρά οπλισμένα πλοία
ακτοφυλακής θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την είσοδο του τουρκικού
σκάφους ερευνών και των συνοδών του σε χώρο κυπριακής εθνικής
κυριαρχίας, με την υποβρύχια δύναμη να λειτουργεί αποτρεπτικά στις
δυνατότητες της Τουρκίας να ανοίξει πυρ κατά των κυπριακών πλοίων
επιφανείας.
Σε πιο «ακραία» σενάρια η υποβρύχια έκρηξη μιας τορπίλης είναι επισήμως
ανώνυμη. Έτσι προσφέρει μια έστω και προσχηματική δυνατότητα
διαψευσιμότητας (deniability) αν επιλεγεί να χρησιμοποιηθεί, έτσι ώστε
να μην «αναγκάσει» τον αντίπαλο να προχωρήσει σε ένοπλη ανταπόδοση,
τουλάχιστον άμεσα. Επιπροσθέτως, η έκρηξη αυτή δεν είναι ανάγκη να είναι
φονική σε πρώτη φάση. Μπορεί να είναι «προειδοποιητική» σε κάποια
απόσταση από τα εισβάλοντα πλοία. Από μόνη της δε η πιθανότητα άσκησης
«διακριτικού» πλήγματος έχει αποτρεπτική αξία.
Και, φυσικά, τα υποβρύχια όπλα δεν είναι τα μόνα στα οποία μπορεί να
επενδύσει η Κυπριακή Δημοκρατία για να ενισχύσει δραστικά τις ικανότητές
της να υπερασπίζει τη θαλάσσια επικράτειά της. Ορισμένα άλλα συστήματα
χαμηλού κόστους που μπορούν να εξεταστούν είναι σμήνη από μη επανδρωμένα
σκάφη επιφανείας (USV) οπλισμένα με πυραύλους διαφόρων διαμορφώσεων και
τύπων ή τροποποιημένα σε σκάφη αυτοκτονίας φορτωμένα εκρηκτικά (VBIED)
καθώς και μη επανδρωμένα αεροχήματα που χρησιμοποιούν την επίδραση του
εδάφους (UGEV).
Τα σκάφη αυτά χρησιμοποιούν την επίδραση του εδάφους ή της επιφάνειας
της θάλασσας (ground effect) και ουσιαστικά «κυλάνε» πάνω σε ένα στρώμα
αέρα πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, που μπορεί να φθάνει και το
ένα μέτρο.
Έτσι, επιτυγχάνουν σημαντική οικονομία καυσίμου και αυξάνουν σημαντικά
το βεληνεκές τους, ενώ πετώντας τόσο χαμηλά είναι πολύ δύσκολο να
εντοπιστούν και να αναχαιτιστούν. Τα σκάφη αυτά δεν χρειάζονται απάρτια
υψηλής τεχνολογίας, καθώς μπορούν να κατασκευαστούν σχετικά εύκολα και
λειτουργούν ως οικονομικά και πιθανώς και πιο αποτελεσματικά
υποκατάστατα πυραύλων cruise.
Ακόμη κι έτσι, βέβαια, μπορεί να προκύψει η αντίρρηση ότι η Κύπρος δεν
θα μπορούσε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να κάνει χρήση της ισχύος της,
γιατί έτσι θα προκαλούσε την εισβολή της Τουρκίας στο έδαφός της. Όμως,
σε παρόμοια περίπτωση η διεθνής αντίδραση θα είναι πολύ μεγάλη, ενώ η
Ελλάδα, ακόμη και υπό την πιο «προσεκτική», απρόθυμη, ηττοπαθή και
δουλοπρεπή κυβέρνηση, θα αναγκαζόταν να παρέμβει διά των όπλων και η
γνώση αυτού του γεγονότος θα έκανε την Τουρκία να σκεφτεί δυο φορές
προτού προχωρήσει σε παρόμοια επιλογή.
Mε δυνατή άμυνα η… Αϊσέ δεν θα ξαναπάει διακοπές
Το σημαντικότερο όλων είναι ότι η Εθνική Φρουρά ήδη έχει σοβαρές
μαχητικές ικανότητες, τις οποίες μπορεί να ενισχύσει περισσότερο έτσι
ώστε να είναι σε θέση, όχι μόνο να αντιτάξει μια σθεναρή άμυνα, αλλά να
μπορεί να κατανικήσει ολοκληρωτικά τις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονται
στη Μεγαλόνησο. Επιπροσθέτως, παρόμοιες ικανότητες υποβρύχιας προβολής
ισχύος σαν αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω θα μπορούσαν να δημιουργήσουν
ένα αδιαπέραστο φράγμα για τα τουρκικά πλοία που θα επιχειρούσαν να
μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις από την Τουρκία.
Αν η Κυπριακή Δημοκρατία αποφασίσει κάποια στιγμή να ασχοληθεί σοβαρά με
την άμυνά της, χωρίς φοβίες και παρανοϊκές αναγνώσεις της
πραγματικότητας, αλλά με ρεαλισμό, γνώση των εξελίξεων στην τέχνη, την
επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου και με φαντασία και πρακτικό
πνεύμα, τότε πολύ δύσκολα «η Αϊσέ θα ξαναπάει διακοπές», γιατί δεν θα
υπάρχουν πλοία να τη μεταφέρουν.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας
στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 408 του περιοδικού «Επίκαιρα» που κυκλοφόρησε στις 3 Αυγούστου 2019 neaselida.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου