Μέσ’ του Βοσπόρου τα στενά, η πόλη μας κοιμάται
τα χρόνια τα τρισένδοξα, τα πλούτη της θυμάται,
που είχε σαράντα εκκλησιές και χίλια δυο σοκάκια
χιλιάδες τα καμπαναριά, τα ξακουστά δρομάκια,
τρεμόπαιζε σ’ όλους η καρδιά σαν κτύπαγαν καμπάνες,
και αχολογούσαν κοπελιές και κλαίγανε οι μάνες,
η πόλη μας κοιμάται, αμίλητη μα ωραία σε γαλανά νερά,
τον ύπνο της σαλεύουν θρύλοι και μονομάχοι, νεράϊδες, ξωτικά.
Η πόλη τώρα πάρθηκε, έγινε σκλαβωμένη
και να’ ρθει κάποιος βασιλιάς αιώνες περιμένει,
να λειτουργήσει η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
η πύλη της να δοξασθεί από τον μέγα Κύρη,
που θα την κάνει ελεύθερη, αιώνια λυπημένη,
μένει ακόμη ασάλευτη, σαν να’ ν’ μαρμαρωμένη.
Η πόλη μας η ξακουστή σε όλη την Οικουμένη,
Μαρμαρωμένο βασιλιά να σηκωθεί προσμένει,
στο πρώτο αγγέλου άγγιγμα, το λέει η προφητεία,
θα ηχήσουν τα καμπαναριά, θα ανοίξει η Εκκλησία,
και του Βοσπόρου τα στενά θα γίνουνε λατρεία,
και θα δεχθούν τη Δέσποινα, αμόλυντη κυρά τους,
που γυροφέρνει αιώνια στα όμορφα νερά τους,
αμίλητη, με υπομονή και πίστη στην ελπίδα,
πως με τα χρόνια, με καιρούς θα γίνουνε πατρίδα.
Τότε θα ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα ηχούν καμπάνες,
θα τραγουδούν οι κοπελιές και θα γελούν οι μάνες,
καβάλα πάνω στο άλογο θα τρέχει ο Βασιλιάς,
στο ένα χέρι το σταυρό, στο άλλο χρυσό ποτήρι,
τα δάκρυα τα ολόχρυσα, θα’ ναι της Παναγιάς,
που τόσα χρόνια μάζευε γι’ αυτό το πανηγύρι.
http://www.antinews.gr/action.read/antitheseis/i-ptosi-tis-konstantinoupolis/10.145141
τα χρόνια τα τρισένδοξα, τα πλούτη της θυμάται,
που είχε σαράντα εκκλησιές και χίλια δυο σοκάκια
χιλιάδες τα καμπαναριά, τα ξακουστά δρομάκια,
τρεμόπαιζε σ’ όλους η καρδιά σαν κτύπαγαν καμπάνες,
και αχολογούσαν κοπελιές και κλαίγανε οι μάνες,
η πόλη μας κοιμάται, αμίλητη μα ωραία σε γαλανά νερά,
τον ύπνο της σαλεύουν θρύλοι και μονομάχοι, νεράϊδες, ξωτικά.
Η πόλη τώρα πάρθηκε, έγινε σκλαβωμένη
και να’ ρθει κάποιος βασιλιάς αιώνες περιμένει,
να λειτουργήσει η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
η πύλη της να δοξασθεί από τον μέγα Κύρη,
που θα την κάνει ελεύθερη, αιώνια λυπημένη,
μένει ακόμη ασάλευτη, σαν να’ ν’ μαρμαρωμένη.
Η πόλη μας η ξακουστή σε όλη την Οικουμένη,
Μαρμαρωμένο βασιλιά να σηκωθεί προσμένει,
στο πρώτο αγγέλου άγγιγμα, το λέει η προφητεία,
θα ηχήσουν τα καμπαναριά, θα ανοίξει η Εκκλησία,
και του Βοσπόρου τα στενά θα γίνουνε λατρεία,
και θα δεχθούν τη Δέσποινα, αμόλυντη κυρά τους,
που γυροφέρνει αιώνια στα όμορφα νερά τους,
αμίλητη, με υπομονή και πίστη στην ελπίδα,
πως με τα χρόνια, με καιρούς θα γίνουνε πατρίδα.
Τότε θα ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα ηχούν καμπάνες,
θα τραγουδούν οι κοπελιές και θα γελούν οι μάνες,
καβάλα πάνω στο άλογο θα τρέχει ο Βασιλιάς,
στο ένα χέρι το σταυρό, στο άλλο χρυσό ποτήρι,
τα δάκρυα τα ολόχρυσα, θα’ ναι της Παναγιάς,
που τόσα χρόνια μάζευε γι’ αυτό το πανηγύρι.
http://www.antinews.gr/action.read/antitheseis/i-ptosi-tis-konstantinoupolis/10.145141
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου