Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Ἡ Θεσσαλονίκη Ἐλεύθερη ! 26 Ὀκτωβρίου 1912

 ...Τα λείψανα του Τουρκικού στρατού είχαν στρατοπεδεύσει στην αριστερή όχθη του Αξιού. Στη συνέχεια ο Χασάν Ταχσίν πασάς, φοβούμενος κυκλωτικές κινήσεις από την πλευρά των Ελλήνων, εγκατέλειψε την ιδέα της άμυνας του ποταμού, αποσύρθηκε στο Γιενήκιοϊ όπου και κατέλαβε θέση από τη θάλασσα μέχρι τον ποταμό Ντερμπέν (στενά του Ντερμπέν) ανατολικά του Νταούτ Μπαλή. [Προϊστορικός οικισμός, χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος, με την ονομασία Τούμπα «Νταούτ Μπαλί» που σημαίνει στην Τουρκική «ο μελότοπος του Δαυΐδ» (πιθανόν από το όνομα του μεγάλου βεζύρη Νταούτ Πασσά, που κυριαρχούσε σε όλη την κοιλάδα του Αξιού τον 15ο αιώνα). «Νταούτ Μπαλί» ή «Δαούτ Μπαλή» ήταν το παλιό όνομα του Ωραιοκάστρου πρίν από τον ερχομό των Ποντίων προσφύγων]

Εκεί ενισχύθηκε με τα απομεινάρια στρατεύματος, περίπου 7.000 άνδρες, που είχαν περισυλλεγεί από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Λίγοι από αυτούς γνώριζαν την πολεμική τέχνη και στοιχεία πειθαρχίας. Ο Χασάν Ταχσίν πασάς, πριν εγκαταλείψει τον Αξιό, ανατίναξε ένα από τα τόξα της ξύλινης γέφυρας, για να ανακόψει την προέλαση των Ελλήνων. Έτσι, η προέλαση των τελευταίων ανεκόπη μέχρι και 25 Οκτώβρη / 7 Νοεμβρίου 1912, οπότε η στρατιά των έξι Μεραρχιών διάβηκε τον Αξιό και εγκατέστησε την έδρα του αρχηγείου στο Τοψίν (Κάτω Γέφυρα).

Στο μεταξύ στη χερσόνησο της Χαλκιδικής δρούσαν διάφορα σώματα διοικούμενα από Έλληνες αξιωματικούς τα οποία ενισχύθηκαν από πολλά τάγματα του Ελληνικού στρατού. Στη Νιγρίτα, Ορφανό, Παγγαίο λαμβάνονταν ειδήσεις για παρουσία Ελληνικών στρατευμάτων κάπου κοντά. Διαδίδονταν επίσης φήμες ότι ο Βουλγαρικός στρατός κατέβαινε με τρεις φάλαγγες, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση.

Θεωρείτο η συνθηκολόγηση είτε κατόπιν μάχης είτε αμαχητί αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Πολυάριθμα αποσπάσματα Τούρκων χωροφυλάκων εγκατέλειψαν από φόβο τις θέσεις τους. Η αστυνομική επιτήρηση της Θεσσαλονίκης ανατέθηκε σε περιπόλους που αποτελούνταν από εθελοντές τους οποίους επέλεγαν οι επιθεωρητές των διαφόρων διαμερισμάτων. Τα χρήματα των διαφόρων κυβερνητικών ταμείων μαζί με τις εισπράξεις των ταχυδρομείων και τηλεγράφων κατατέθηκαν στην Οθωμανική Τράπεζα. Αξιωματούχοι Τούρκοι ήταν οργισμένοι, διότι ήταν απλήρωτοι περισσότερο από τους δύο τελευταίους μήνες.

Ο Ναζίμ πασάς ζήτησε πολλές φορές από τον κ. Harry H. Lamb, Γενικό Πρόξενο της Αγγλίας και Πρύτανη του Προξενικού Σώματος, να ασκήσει την επιρροή του στον Χασάν Ταχσίν πασά, για να τον πείσει, προκειμένου να προχωρήσει σε συνθηκολόγηση της πόλης. Ο κ. Lamb απέσχε από μια τέτοια ενέργεια, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να αναμιχθεί στο ζήτημα αυτό.

Ωστόσο, στις 26 Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου 1912 ο Τούρκος Αρχιστράτηγος αυτοπροσώπως προχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο. Συνοδευόμενος από αντιπροσωπεία των Δυνάμεων που συνυπέγραψαν τη συνθήκη του Βερολίνου, ξεκίνησε κατευθυνόμενος προς το Ελληνικό Αρχηγείο.

***


Κι ενώ ο Ελληνικός στρατός πέρασε τον Αξιό 25 Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου 1912 και το Αρχηγείο εγκαταστάθηκε στο Τοψίν, στις 4:30 μ.μ. ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ειδοποιήθηκε ότι είχε φτάσει για αυτόν μια επιστολή στο Τεκελί (όπου εκεί βρίσκονταν δύο Ελληνικά τάγματα υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο).

Το έγγραφο αυτό πληροφορούσε τον Διάδοχο ότι οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων μαζί με κάποιους Τούρκους αξιωματικούς επιθυμούσαν να συναντήσουν τον επικεφαλής των Ελληνικών στρατευμάτων. Τον παρακαλούσε, επίσης, να αναβάλει την επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης, μέχρι να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή.

Ο Διάδοχος δέχθηκε και έτσι, μετέβησαν στο Τοψίν, για να τον συναντήσουν οι Πρόξενοι: της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας, συνοδευόμενοι από τον Σεφίκ πασά. Οι Πρόξενοι δήλωσαν προς τον Κωνσταντίνο πως οι ίδιοι είχαν αποτρέψει τον Ταχσίν πασά από το να προκαλέσει στρατιωτική επιχείρηση έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος ήταν διατεθειμένος να συμμορφωθεί με τον όρο να του επιτραπεί να αποσυρθεί με το στρατό του στο Καραμπουρνού (Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο ονομάζεται ένα ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης) όπου και θα παρέμενε μέχρι την υπογραφή της ειρήνης. Η αποδοχή των όρων αυτών θα έδινε το δικαίωμα στον Ελληνικό στρατό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη την επόμενη μέρα 26 Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου 1912.

Ο Διάδοχος απάντησε πως γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε η πόλη και δικό του μέλημα ήταν να αποφευχθεί η απώλεια οποιασδήποτε ζωής και η βλάβη ιδιοκτησιών. Επέμενε όμως στην παράδοση του Τουρκικού στρατού, στον αφοπλισμό του και στην παράδοση της Θεσσαλονίκης και του Καραμπουρνού στους Έλληνες.


Πρόσθεσε, επίσης, πως θα επέτρεπε στους Τούρκους αξιωματικούς να φέρουν τα ξίφη τους, προστατεύοντας έτσι τη στρατιωτική τους τιμή και ζητούσε διαβεβαιώσεις ότι δε θα συμμετείχαν στο εξής σε καμιά πολεμική επιχείρηση εναντίον συμμαχικών στρατευμάτων.

Ο Σεφίκ πασάς δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί με δική του ευθύνη τους όρους αυτούς και πρόσθεσε ότι θα ήταν αναγκαίο να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και να συνεννοηθεί με τον αρχηγό του. Του επετράπη η συνεννόηση με τον όρο ότι, αν δε δινόταν ικανοποιητική απάντηση μέχρι της 6 π.μ. την επαύριο, θα ξανάρχιζαν οι εχθροπραξίες.

Ο Σεφίκ πασάς συνεπής επέστρεψε την 5η π.μ. ώρα της 26ης Οκτωβρίου (8 Νοεμβρίου) 1912 και αφού συναντήθηκε με τον συνταγματάρχη Β. Δούσμανη και το λοχαγό Ι. Μεταξά οι οποίοι ήταν πληρεξούσιοι του Διαδόχου, τους πληροφόρησε ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί τους όρους, εκτός μόνο από την παράδοση του Καραμπουρνού και επιπλέον, ζητούσε να διατηρήσει ένοπλο σώμα 5.000 ανδρών, για να προστατέψει τους άοπλους αιχμαλώτους.

Ο Κωνσταντίνος δεν επέτρεψε καμιά τροποποίηση των αρχικών όρων και οι Τούρκοι αντιπρόσωποι ζήτησαν νέα εξάωρη προθεσμία, για να συνεννοηθούν με τον Χασάν Ταχσίν πασά. Η νέα προθεσμία που ζήτησαν δεν έγινε δεκτή και ειδοποιήθηκε ο Σεφίκ πασάς πως θα εκδιδόταν αμέσως διαταγή για άμεση προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων προς τη Θεσσαλονίκη.

Οι θέσεις που κατείχε ο Ελληνικός στρατός εκείνο το πρωί ήταν οι εξής: Δύο τάγματα Ευζώνων κατείχαν το Τεκελί (σημερινή Σίνδος, Θεσσαλονίκης) , η 7η Μεραρχία βρισκόταν στο Αραπλί (σήμερα Νέα Μαγνησία, Θεσσαλονίκης), η 3η Μεραρχία στο Σαριομέρ (πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν περίπου 100 μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες από τον Πόντο. Τα 30 σχεδόν άτομα που κατοικούσαν εδώ το 1928 ήταν ετεροδημότες. Ο οικισμός ερήμωσε πριν τον πόλεμο), η 1η Μεραρχία στο Μπουρνατζά, η 2η Μεραρχία στο Βατιλύκ (Βαθύλακκος) και η Ταξιαρχία Ιππικού στο Κζορζίν.

Οι 4η και 6η Μεραρχία κρατούνταν ως εφεδρικές στο Βατιλύκ (Βαθύλακκος, κωμόπολη του Δήμου Χαλκηδόνος του νομού Θεσσαλονίκης) και Βαρδαρόβτζη (Αξιοχώρι, χωρίο του Δήμου Πολυκάστρου του νομού Κιλκίς).

Η 2η Μεραρχία με τον στρατηγό Καλλάρη κατευθύνθηκε από το Βατιλύκ προς Δεμίργκλαβα και Μπάλτζα (Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης). Οι , , και 7η Μεραρχίες πέρασαν τη γραμμή ΑραπλίΣαριομέρΜπουναρτζά και προχώρησαν, για να επιτεθούν κατά των Τούρκων στη γραμμή Λεμπέτ (σήμερα Δήμος Παύλου Μελά)– Νταούτμπαλη (Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης) – Γκραδμπίορ.


Περίπου στις 2 μ.μ. ολόκληρος ο Ελληνικός στρατός είχε αναπτυχθεί σε θέση μάχης απέναντι στις θέσεις των Τούρκων. Ήδη από την 12:30 μ.μ. ο Διάδοχος μαζί με το Επιτελείο είχαν ξεκινήσει, για να δουν την προέλαση των Ελλήνων προς Σιαμλί. Κανένας των επισήμων δεν πίστευε ότι οι Τούρκοι θα έδιναν μάχη. Όλες οι πληροφορίες επιβεβαίωναν πως ο εχθρός ήταν ανίκανος για οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση. Περίμεναν πως πολύ γρήγορα όλοι οι όροι που είχαν τεθεί από τον Κωνσταντίνο θα γίνονταν αποδεκτοί από τους Τούρκους.

Ο Σεφίκ πασάς επέστρεψε και ανακοίνωσε πως οι Τούρκοι επέμεναν στους αρχικούς τους όρους. Ο Διάδοχος τότε με το Επιτελείο του έλαβαν θέσεις πάνω σε ένα λόφο κοντά στο Σιαμλί. Από εκεί είχαν πανοραμική θέα και θα μπορούσαν να επιβλέπουν την προέλαση της 1ης και 7ης Μεραρχίας. Γύρω στις 3 μ.μ. ήρθε έφιππος ανθυπίλαρχος και τους πληροφόρησε ότι η Ελληνική ταξιαρχία του Ιππικού συνάντησε μικτό σύνταγμα ιππικού, αποτελούμενο από Βούλγαρους και Σέρβους στο Αποστολάρ (32 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης). 

Αυτή ήταν η πρώτη είδηση που λάμβανε το Ελληνικό αρχηγείο σχετικά με την προσέγγιση της Βουλγαρικής στρατιωτικής δύναμης προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Διάδοχος τότε έγραψε προς τον Βούλγαρο στρατηγό την ακόλουθη επιστολή:

«Αρχηγείο Ελληνικού Στρατού Προ της Θεσσαλονίκης

Οκτωβρίου 26η 1912, 3 μ.μ.

Στρατηγέ μου,

Ταύτην την στιγμήν επληροφορήθην ότι το ιππικόν σας έφθασε εις το χωρίον Αποστολάρ και ότι τούτο ακολουθείται υφ’ υμών εις απόστασιν 10 χιλιομέτρων, ότι δε το τέρμα της πορείας υμών είναι η Θεσσαλονίκη. Εκφράζων την χαράν μου δια την συνάντησιν ταύτην των στρατευμάτων μας, λαμβάνω ταυτοχρόνως την τιμήν να σας πληροφορήσω ότι ευρίσκομαι ήδη επικεφαλής του στρατού μου έμπροσθεν της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν, επειδή δεν προβλέπω καμμίαν σοβαράν αντίστασιν, θα εισέλθω πιθανώς απόψε.

Σπεύδω να σας ανακοινώσω την πληροφορίαν ταύτην ίνα μη υποβάλητε τα στρατεύματά σας εις τον κόπον της προελάσεως κατά της Θεσσαλονίκης και εάν το θεωρήσετε επωφελέστερον, κατευθύνητε τας δυνάμεις σας όπου υπάρχη μάλλον επείγουσα στρατιωτική ανάγκη.

Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Δουξ της Σπάρτης

Διεύθυνσις: Προς τον στρατηγόν Θεοδώρωφ

Εις Κιλκίς

Ο Έλληνας Αρχιστράτηγος κινήθηκε με ιππικό προς το σημείο όπου ήταν το κέντρο του στρατού του πέρα από τον Γαλλικό ποταμό. Από εκεί παρατηρήθηκε ότι ο εχθρός δεν προετοιμαζόταν για μάχη.

Εκείνο το πρωί της 26ης Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος μετέβη έφιππος από τη Θεσσαλονίκη προς τις Ελληνικές προφυλακές. Ο καιρός ήταν υγρός και ομιχλώδης και δεν υπήρχε αρκετή ορατότητα. Οι Γάλλοι αεροπόροι που πραγματοποίησαν πτήση μιλούσαν για τις άθλιες καιρικές συνθήκες που δεν τους άφηναν να κάνουν καμία παρατήρηση των κινήσεων του Ελληνικού στρατού.

Το μεσημέρι ο Ελληνικός στρατός απείχε από τη Θεσσαλονίκη 8 χιλιόμετρα περίπου. Τότε Τούρκος αξιωματικός, υψώνοντας λευκή σημαία, κατευθύνθηκε έφιππος προς την Ελληνική παράταξη. Στις 3:15 μ.μ. έφθασε στις Ελληνικές προφύλακες και παρέδωσε επιστολή προς τον Διάδοχο από τον Χασάν Ταχσίν πασά. Αυτή έγραφε τα εξής στη Γαλλική γλώσσα:

«Αυτού Βασιλικήν Υψηλότητα, τον πρίγκηπα Κωνσταντίνον, αρχηγόν του Ελληνικού στρατού. Λαμβάνω την τιμήν να πληροφορήσω την Υμετέραν Υψηλότητα ότι αποδέχομαι την πρότασιν της Υμετέρας Υψηλότητος ήτις εγένετο χθες.

Χασάν Ταξίν πασάς, Στρατηγός μεραρχίας διοικητής του 8ου σώματος στρατού.»

Η δήλωση αποτελούσε το επίσημο έγγραφο υποταγής των Τούρκων.

Με την παραλαβή αυτού του εγγράφου ανεστάλη η προέλαση του Ελληνικού στρατού. Διατάχθηκαν η 7η Μεραρχία και απόσπασμα από τα δύο τάγματα με τον Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο να εξακολουθήσουν την πορεία τους, για να καταλάβουν τα περίχωρα της πόλης.

Ο Κωνσταντίνος απέστειλε στη Θεσσαλονίκη δύο αξιωματικούς του Επιτελείου του, τον συνταγματάρχη Β. Δούσμανη και τον Λοχαγό Ι. Μεταξά, για να συζητήσουν εκεί και να συντάξουν το πρωτόκολλο της παράδοσης. Ο Διάδοχος κατευθύνθηκε στο Τεκελί όπου και διανυκτέρευσε. Αφού έφθασε εκεί, έγραψε και δεύτερη επιστολή προς τον Βούλγαρο στρατηγό με την οποία τον πληροφορούσε ότι ο Ελληνικός στρατός θα έμπαινε γρήγορα στη Θεσσαλονίκη της οποίας την πλήρη κατοχή θα είχε την επαύριο. Επειδή ένας από τους όρους της παράδοσης των Τούρκων ήταν ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς θα προχωρούσε στον αφοπλισμό του στρατού του μέσα σε 48 ώρες, δεν επιθυμούσε ο Κωνσταντίνος να μπουν στην πόλη μεγάλες δυνάμεις στρατού, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ταραχών.


Ο Β. Δούσμανης και ο Ι. Μεταξάς μεταξύ 9ης και 10ης μ.μ. ώρας βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη στο Κυβερνητικό «κονάκι». Το πρωτόκολλο συντάχθηκε με βάση τους όρους που υπαγόρευσε ο Διάδοχος με την ιδιότητα του Αρχιστράτηγου του Ελληνικού στρατού. Διευκόλυνε πολύ το γεγονός ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς γνώριζε καλά την Ελληνική γλώσσα και οι διαπραγματεύσεις έγιναν στα Ελληνικά.

Τον Βίκτορα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά τους συνόδευε ο έφεδρος δεκανέας, Ίων Δραγούμης, (διανοούμενος, διπλωματικός και πολιτικός, γόνος μεγάλης Μακεδονικής οικογένειας, γνωστός ως συγγραφέας με το ψευδώνυμο Ίδας. Υπήρξε πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι.).

Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσκλήθηκε δραγουμάνος του Βιλαετίου Τζελάλ (μεταφραστής), για να συντάξει το έγγραφο στη Γαλλική γλώσσα και περίπου στις 11 μ.μ. υπογράφτηκε το έγγραφο αυτό από τον Χασάν Ταχσίν πασά και τους Έλληνες πληρεξουσίους. Αντίγραφο αυτού του εγγράφου δεν έγινε ούτε στην Ελληνική γλώσσα ούτε στην Τουρκική.

Όταν ο Τούρκος στρατηγός εξέφρασε το φόβο μήπως η 2η Ελληνική Μεραρχία κατά την πορεία της για εκτέλεση κυκλωτικής κίνησης ερχόταν σε επαφή με κάποιο τμήμα του Τουρκικού στρατού το οποίο είχε άγνοια της συνθηκολόγησης, ο Συνταγματάρχης Β. Δουσμανης έστειλε αμέσως αξιωματικό με έγγραφο σημείωμα προς τον Στρατηγό Καλλάρη (διοικητή της 2ης Μεραρχίας). Με αυτό το σημείωμα του ανακοινωνόταν το γεγονός της παραδόσεως. Σε όλη τη διάρκεια της συζητήσεως δεν έγινε κανείς λόγος για την προσέγγιση του Σερβοβουλγαρικού στρατού. Επίσης, καμία είδηση δε στάλθηκε προς το Τουρκικό Αρχηγείο περί προελάσεως Βουλγαρικού στρατού από την οδό που οδηγούσε από τις Σέρρες στη Θεσσαλονίκη και, αν ο Χασάν Ταχσίν πασάς γνώριζε κάτι τέτοιο, φύλαξε αυστηρά την είδηση για τον εαυτό του.

Ο Βούλγαρος Στρατηγός Τοντόρωφ (Θεοδώρωφ) στη Θεσσαλονίκη.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας δόθηκε πληροφορία στο Ελληνικό Αρχηγείο ότι δύο τάγματα Ευζώνων είχαν φθάσει στη Θεσσαλονίκη και στρατοπέδευσαν στα προάστιά της. Στις 10:00 μ.μ. της 26ης Οκτωβρίου (8ης Νοεμβρίου) απόσπασμα δύο αξιωματικών και δέκα ανδρών έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο «Όλυμπος» που ήταν το κοσμικότερο εντευκτήριο της Θεσσαλονίκης.

Η πραγματική κατάληψη της πόλης άρχισε το επόμενο πρωί 27/10: Το απόσπασμα του Κωνσταντινόπουλου μπήκε και κατέλυσε στους στρατώνες πεζικού, ενώ η 7η Μεραρχία εγκαταστάθηκε στη ΒΔ είσοδο γύρω από τη συνοικία Μπέχτσιναρ και τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η είσοδος του Ελληνικού στρατού υπήρξε αποθεωτική.

Ολόκληρη η 8η Μεραρχία είχε καταφθάσει στη δυτική πύλη της Θεσσαλονίκης περίπου στις 2:00 π.μ. της 27ης Οκτωβρίου και κατέλαβε την πόλη. Ταυτόχρονα, εγκαταστάθηκαν οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και καταλήφθηκε ολόκληρη η συνοικία του σιδηροδρομικού σταθμού.

Πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης:

Πρωτόκολλον 26ης Οκτωβρίου 1912

Μεταξύ της Α. Βασ. Υψηλότητος του Γεν. Αρχηγού των Ελληνικών στρατευμάτων και της Α. Εξοχότητος του Γεν. Διοικητού του Οθωμανικού στρατού συνεφωνήθησαν και υπεγράφησαν τα απόμενα:

Αρθρ. 1. Τα όπλα των Οθωμανών στρατιωτών θα περισυλλεγώσι και θα τοποθετηθώσιν εντός αποθήκης υπό την φύλαξιν και την ευθύνην του Ελληνικού στρατού. επί του θέματος τούτου θα συνταχθεί ιδιαίτερο πρωτόκολλο.

Αρθρ. 2. Οι Οθωμανοί στρατιώται θα συντονισθώσι μέρος μεν εις Καραμπουρνού, μέρος δε εις τους στρατώνας Τοπτζή και θα διατρέφωνται από τις αρχές της Θεσσαλονίκης.

Αρθρ. 3. Η πόλις της Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τον Ελληνικόν στρατόν μέχρι της υπογραφής της ειρήνης.

Αρθρ. 4. Πάντες οι ανώτεροι και οι κατώτεροι στρατιωτικοί βαθμούχοι έχουν το δικαίωμα να διατηρήσωσι τα ξίφη των, θα είναι δε ελεύθεροι εν Θεσσαλονίκη. Επί τούτω δίδουν τον λόγον της τιμής των ότι δε θα λάβωσι πλέον τα όπλα κατά του Ελληνικού στρατού και των συμμάχων του κατά την διάρκειαν του παρόντος πολέμου.

Αρθρ. 5. Πάντες οι ανώτεροι πολιτικοί βαθμούχοι και οι υπάλληλοι του βιλαετίου θα ώσιν ελεύθεροι.

Αρθρ. 6. Η χωροφυλακή και οι αστυνομικοί θα διατηρήσουν τα όπλα τους.

Αρθρ. 7. Το Καραμπουρνού θα χρησιμεύση ως κατάλυμα των αφωπλισμένων Οθωμανών στρατιωτών, τα τηλεβόλα δε και τα πολεμικά μηχανήματα του Καραμπουρνού θα τεθώσιν εκτός χρήσεως υπό του Οθωμανικού στρατού και θα παραδοθώσιν εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν δύναμιν.

Αρθρ. 8. Το περιεχόμενον του υπ’ αριθ. 10 άρθρου θα τεθή εις εφαρμογήν εντός χρονικού διαστήματος δύο ημερών (αριθ. 2)μ αύτη δύναται να παραταθή τη συγκαταθέσει του Γενικού Αρχηγού του Ελληνικού στρατού.

Αρθρ. 10. Η χωροφυλακή της πόλεως και η Οθωμανική αστυνομία θα εξακολουθήσωσι την υπηρεσίαν των μέχρι νεωτέρας αποφάσεως.

Οι πληρεξούσιοι της Α. Β. Υψηλότητος του Διαδόχου της Ελλάδος

Δούσμανης

Ιωάννης Π. Μεταξάς


Ο Γενικός Διοικητής

Των Οθωμανικών στρατευμάτων

Χασάν Ταχσίν


ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ

27 Οκτωβρίου

Αρθρ. 1. Δύο τάγματα του Ελληνικού στρατού θα εισέλθωσι σήμερον το απόγευμα εις την πόλιν και θα καταλύσωσιν εις τους στρατώνας του πεζικού.

Αρθρ. 2. Η συντήρησις των Οθωμανών στρατιωτών, των ίππων και των υποζυγίων τους θα γίνεται, τη συνδρομή του Δημαρχείου, υπό των επιτοπίων Ελληνικών αρχών. Η σχετική δαπάνη θα επιβαρύνη την Ελληνική Κυβέρνησιν. Θα αρχίση δε η διατροφή ευθύς ως ζητηθή αυτή επισήμως.

Αρθρ. 3. Τρεις χιλ. Οθωμανοί στρατιώται θα παραμείνωσιν ένοπλοι, όπως φέρωσιν εις πέρας τον αφοπλισμόν των άλλων. Αφού άπαξ οι ούτω αφοπλισθέντες καταθέσουν τα όπλα των, η περισυλλογή τούτων θα γίνη τη φροντίδι του Ελληνικού στρατού. ο αφοπλισμός γενήσεται ενώπιον δύο αντιπροσώπων του Ελληνικού στρατού.

Αρθρ. 4. Ο διοικητής των Ελληνικών στρατευμάτων θα δώση αυστηράς διαταγάς, όπως πάντες οι χωρικοί ως και τα υπάρχοντα των μη προσβληθώσι παρ’ ουδεμιάς συμμορίας οιασδήποτε, τύχωσι δε σεβασμού παρά των συμμαχικών στρατευμάτων.

Αρθρ. 5. Θα δοθή αυστηρά διαταγή, όπως ληφθή μεγάλη φροντίς δια τον σεβασμόν των παραδόσεων, των ηθών και εθίμων και των θρησκευμάτων των κατοίκων. Τα θρησκευτικά δικαστήρια όλων των θρησκευμάτων θα εξακολουθήσουν λειτουργούντα.

Αρθρ. 6 Η υπηρεσία του τελωνείου δύναται να εξακολουθήσει μέχρι νεωτέρας αποφάσεως, λειτουργούσα υπό τον έλεγχον των Ελληνικών αρχών. Επίσης και το Ρεζή και η υπηρεσία του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους.

Οι πληρεξούσιοι της Α. Β. Υψ.

Του Διαδόχου της Ελλάδος

Δούσμανης Ιω. Π. Μεταξάς


Ο Γεν. Διοικητής των Οθωμανικών Στρατευμάτων

Χασάν Ταχσίν

Εγένετο εν Θεσσαλονίκη τη 27 Οκτωβρίου 1912


Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ – ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ἡ πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη τοῦ 1910. Φωτό μέ φόντο τόν Λευκό Πύργο μέ τό ἀρχικό περιτείχισμα 

Το 1912 η Θεσσαλονίκη είχε 150.000 κατοίκους. Την ίδια εποχή το Βελιγράδι (η μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες Βαλκανικές πόλεις) αριθμούσε μόνο 120.000 κατοίκους.

Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης δεν ήταν αμιγής, αλλά αποτελείτο από πολλές εθνότητες. Σύμφωνα με στοιχεία του 1910 αριθμούσε 35.000 Έλληνες, 30.000 Τούρκους, 65.000 εβραίους και 2.200 κατοίκους διαφόρων άλλων εθνικοτήτων. Αμέσως μετά την απελευθέρωση κατά τη διάρκεια του 1913 οι Έλληνες έφτασαν τις 67.000, οι Τούρκοι μειώθηκαν στις 14.000, ενώ οι εβραίοι παρέμειναν στις 65.000. 

Η εβραϊκή συνοικία  Γιλάν Μερμέρ και η στήλη των όφεων. Δεκαετία 1910 ( φωτό)

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Αποτελούσε το μεγαλύτερο κέντρο της Βαλκανικής, ειδωμένη από συγκοινωνιακή, βιομηχανική και εμπορική σκοπιά. Μπορεί να θεωρηθεί πως η Θεσσαλονίκη εξυπηρετούσε μια τεράστια ενδοχώρα: σχεδόν ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Τουρκία (που πριν τους Βαλκανικούς απλωνόταν ως την Αδριατική) ως τις παρυφές της Σόφιας και τα σύνορα της Ερζεγοβίνης προς το βορρά.

Από τα τέλη του 19ου αι. και με τη βοήθεια του σιδηροδρόμου που διέσχιζε τη Βαλκανική τόσο η Βουλγαρία όσο και η Σερβία είχαν κύρια διέξοδό τους στη Μεσόγειο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μετά την Κωνσταντινούπολη η Θεσσαλονίκη υπήρξε το σπουδαιότερο οικονομικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.

Τα ξένα κεφάλαια επένδυαν στη φεουδαρχική Οθωμανική αυτοκρατορία που γνώριζε σταδιακά τον καπιταλισμό. Εγκαινιάζονταν βιομηχανίες, ιδρύονταν τράπεζες, αναπτύσσονταν οι συγκοινωνίες, διευρύνονταν οι αγορές. Η αντανάκλαση όλων αυτών ήταν εμφανέστατη στην εξέλιξη της Θεσσαλονίκης.

ΓΙΑΤΙ ΟΛΟΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΕΛΕΓΧΟΥΝ


Η Θεσσαλονίκη είχε εξαιρετική στρατηγική σημασία και αποτελούσε επίκεντρο διεθνών ανταγωνισμών. Η ορμητική εξόρμηση της Γερμανίας προς την Ανατολή, η περίφημη «Drang nach osten» (πορεία προς Ανατολάς) κινούσε τους μοχλούς για το «ξαναμοίρασμα του κόσμου» από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Στη θαλάσσια κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας σε Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κρήτη, Κύπρο, Σουέζ, οι Γερμανοί ήθελαν να προτάξουν τον έλεγχο της γραμμής Βερολίνου, Βιέννης, Σόφιας, ΚωνσταντινούποληςΒαγδάτης. (Για το λόγο αυτό είχαν κατασκευάσει τον υπεριρανικό σιδηρόδρομο από τη Νικομήδεια ως τη Βαγδάτη.)

Η Γερμανική γραμμή δεν περνούσε από τη Θεσσαλονίκη, όμως οι Γερμανοί επιθυμούσαν τον έλεγχο της πόλης για τη φύλαξη της προαναφερόμενης σιδηροδρομικής γραμμής.

Οι Άγγλοι, πάλι, θέλοντας να αναχαιτίσουν τη Γερμανική επέκταση και να πλήξουν τη Γερμανία από τα νώτα, επιθυμούσαν τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης. (Από το 1915 θα δημιουργηθεί βαλκανικό μέτωπο των Αγγλογάλλων στη Μακεδονία.)

Η Αυστροουγγαρία, επίσης, την εποφθαλμιούσε, διότι επιθυμούσε να «κατατρώγει» σταθερά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ας θυμηθούμε πως είχε καταλάβει την Ερζεγοβίνη και τη Βοσνία το 1908. Ακόμα, δρούσε ως «συνέταιρος» της Γερμανίας.

Χαρακτηριστικά, ο Γεώργιος ο Α΄ της Ελλάδος, μετά από μια περιοδεία του στην Ευρώπη λίγο πριν τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, είχε πει στο Βενιζέλο:

«Η Αυστρία θέλει με κάθε μέσον τη Θεσσαλονίκη και φοβάμαι πως θα την πάρει …».

Η Βουλγαρία είχε στο στόχαστρο τη Θεσσαλονίκη, επιθυμώντας άνετη διέξοδο στο Αιγαίο. Για τους ίδιους λόγους την επιθυμούσε και η Σερβία.

Από τους συμμάχους του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου η Ελλάδα πρόλαβε πρώτη να μπει και να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.

Για τους Έλληνες, πάλι, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης σήμανε ένα πρώτο βήμα για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Για το λόγο αυτό η προσπάθεια κατάκτησής της υπήρξε κορυφαία επιδίωξη του Ελληνικού λαού και της πολιτικής ηγεσίας.

Κείμενο καί φωτό, ἀπό : Ἱστορική Συλλογή Βαλκανικῶν Πολέμων


Ἡ Πελασγική

http://sxolianews.blogspot.com/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου